Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ: «Ο Συνταγματάρχης Λιάπκιν» — Οι πρωταγωνιστές «αλλαξοπιστούν» μετά την πρώτη έκδοση (Μέρος 2ο)

Γρά­φει ο Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

Ο Μ. Καρα­γά­τσης, όντας ένας αστός λογο­τέ­χνης, τον οποίο, όμως, ποτέ δεν κέρ­δι­σε ολο­κλη­ρω­τι­κά η τάξη του. Ως νέος, επη­ρε­α­σμέ­νος από το περι­βάλ­λον μέσα στο οποίο ζει, δεί­χνει συμπά­θεια στις μαρ­ξι­στι­κές ιδέ­ες και στην Οκτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση. Μια συμπά­θεια, που μοιά­ζει με αυτή του καθη­γη­τή της Σχο­λής κ. Αλευ­ρά. Αυτόν που ο ίδιος ο Καρα­γά­τσης γρά­φει ότι είναι «ανώ­δυ­να θεω­ρη­τι­κός συμπα­θών προς το ρωσι­κό ‘’πεί­ρα­μα’’, από το οποίο αυτός δεν είχε τίπο­τα να δια­κιν­δυ­νέ­ψη προσωπικά».

Στην Κατο­χή προ­σεγ­γί­ζει για λίγο το ΕΑΜι­κό κίνη­μα. Γρά­φει μάλι­στα και στο κατο­χι­κό περιο­δι­κό «Πρω­το­πό­ροι» με το ψευ­δώ­νυ­μο ως Χρή­στος Νεζε­ρί­της. Μετά την απε­λευ­θέ­ρω­ση τοπο­θε­τεί­ται στο αντιΕ­Α­Μι­κό – αντι­κο­μου­νι­στι­κό στρα­τό­πε­δο Χωρίς η δρά­ση – στά­ση του να ταυ­τί­ζε­ται με κεί­νη του Μυρι­βή­λη. Στον εμφύ­λιο ο ήταν πολε­μι­κός αντα­πο­κρι­τής της κυβερ­νη­τι­κής εφη­με­ρί­δας «Βρα­δυ­νή».

Στη δεκα­ε­τία του 1950 πολι­τεύ­ε­ται σε δύο εκλο­γι­κές δια­δι­κα­σί­ες (1956 και 1958) με το Κόμ­μα των Προ­ο­δευ­τι­κών (Σπ. Μαρ­κε­ζί­νης). Ο αδελ­φός του είναι συνε­χώς βου­λευ­τής, υπουρ­γός και σχε­δόν «μόνι­μος» πρό­ε­δρος της Βου­λής (πρ΄πρώτα με το Συνα­γερ­μό του Παπά­γου και σε συνέ­χεια με την ΕΡΕ του Κ. Καρα­μαν­λή). Σίγου­ρα αν ήθε­λε θα μπο­ρού­σε να έχει άλλη πολι­τι­κή σταδιοδρομία.

Οι δυο εκδοχές

Η σημα­ντι­κό­τε­ρη αλλα­γή στο «Συνταγ­μα­τάρ­χη Λιάπ­κιν» είναι στη σκη­νή επί­σκε­ψης της κόρης του. Δεκα­τέσ­σε­ρα χρό­νια μετά από την Επα­νά­στα­ση ο Λιάπ­κιν δέχε­ται την επί­σκε­ψή της. Μέχρι τότε δεν ξέρει αν η κόρη του ζει ή πέθανε.

Στις εκδό­σεις μετά το 1955 ο βια­στής της Λού­μπα είναι ο επι­κε­φα­λής των στρα­τιω­τών και φορά κόκ­κι­νο περι­βρα­χιό­νιο. Παρου­σιά­ζει την κόρη ως κυνι­κή και υπο­κρί­τρια για να πετύ­χει το σκο­πό της, που είναι να δρα­πε­τεύ­σει από τη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση. Έτσι, μετά από πολ­λούς ερα­στές βρί­σκει τον κατάλ­λη­λο αξιω­μα­τού­χο, που υπο­κρί­νε­ται και αυτός τον κομ­μου­νι­στή για να πετύ­χει τον ίδιο σκο­πό. Τελι­κά, τα κατα­φέρ­νουν. Ο άντρας τοπο­θε­τεί­ται στην Εμπο­ρι­κή Αντι­προ­σω­πεία της ΕΣΣΔ στην Αθή­να και το ζευ­γά­ρι μπο­ρεί, πλέ­ον, να χαρεί την ελευ­θε­ρία του, αφού έχει φρο­ντί­σει να εξα­σφα­λί­σει την οικο­νο­μι­κή απο­κα­τά­στα­σή του. Στην εκδο­χή αυτή τα στε­λέ­χη του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος παρου­σιά­ζο­νται ως μέθυ­σοι και απορ­ρυθ­μι­σμέ­νες προσωπικότητες.

Στην πρώ­τη έκδο­ση οι ίδιες σκη­νές εξε­λίσ­σο­νται δια­φο­ρε­τι­κά: Η χαρά του Λιάπ­κιν είναι μεγά­λη, στη συνά­ντη­ση με την κόρη του. Όταν, όμως, ακού­ει πως είναι κομ­μου­νί­στρια και, μάλι­στα, με τη θέλη­σή της τα συναι­σθή­μα­τά του αλλά­ζουν. «Ο Λιάπ­κιν σιω­πού­σε. Μια δυνα­τή ρυτί­δα έκο­βε το μέτω­πό του, ενώ τα μάτια του κυτού­σαν μ’ επι­μο­νή το χώμα».

Το σχε­τι­κό από­σπα­σμα από την πρώ­τη έκδο­ση έχει ως εξής (δια­τη­ρεί­ται η ορθο­γρα­φία του πρω­το­τύ­που, σελ. 160–162):

Ο πύρ­γος λεη­λα­τή­θη­κε από τους χωριά­τες. Η Λού­μπα δοκί­μα­σε άθε­λά της τον έρω­τα δυο τριών από αφτούς τους προ­λε­τά­ριους. Σαν έφυ­γε η ορδή, ξανα­βρέ­θη­κε μόνη της στο γυμνό σπί­τι. Δεν υπήρ­χε τίπο­τα μέσα στις μεγά­λες κάμα­ρες. Είχαν σπά­σει τα τζά­μια των παρα­θυ­ριών κι ο ψυχρός αέρας του Οχτώ­βρη έμπαι­νε ανε­νό­χλη­τος από παντού. Προ­σπά­θη­σε να σκε­φτεί με ψυχραι­μία την κατά­στα­ση. Το κονά­κι δεν μπο­ρού­σε να θεω­ρη­θεί πια σπί­τι. Ούτε ένα κομ­μά­τι ψωμί δεν υπήρ­χε πια στο κελά­ρι. Διό­λου απί­θα­νο οι βια­στές της να της άφη­σαν στην κοι­λιά ένα παι­δί. Το ποτά­μι κυλού­σε δίπλα. Μια μικρή προ­σπά­θεια κι όλα τέλειω­ναν. Μα η Λού­μπα αγα­πού­σε τη ζωή. Τυλί­χτη­κε στο πανω­φό­ρι της και πήρε δρό­μο το δρό­μο του χωριού.

Στο καφε­νείο συνε­δρί­α­ζε το σοβιέτ. Οι σύνε­δροι, μεθυ­σμέ­νοι, ούρ­λια­ζαν τις ανύ­παρ­χτες πεποι­θή­σεις τους. Σε μια γωνιά ο πρώ­τος βια­στής της – ένας εικο­σι­πο­ε­ντά­χρο­νος μου­ζί­κος – αδια­φο­ρώ­ντας για τα ζητή­μα­τα του προ­λε­τα­ριά­του, εχάι­δε­βε μια χωριά­τι­σα, που καθό­ταν στα γόνα­τά του.

Η Λού­μπα τον πλη­σί­α­σε και τον άρπα­ξε από­το­μα από τον ώμο.

Άκου! Του είπε. Μου πήρες το ψωμί μου, μ’ άφη­σες να πεθά­νω της πεί­νας, και έχω το σπό­ρο σου μέσ’ την κοι­λιά μου! Έχεις την υπο­χρέ­ω­ση να με προ­στα­τέ­ψεις! Είμαι γυναί­κα σου!

Ο χωριά­της την κυτού­σε με ορθά­νοι­χτα μάτια, μην κατα­λα­βαί­νο­ντας. Και σαν κατά­λα­βε, την πήρε από το χέρι και την πήγε στην καλύ­βα του.

Έζη­σαν δυο χρό­νια μαζί. Στο ανα­με­τα­ξύ η Λού­μπα γένη­σε το παι­δί της, το Πάβελ, που υπο­θέ­τει πως ήταν γιος του πρώ­του ερα­στή της. Κατό­πι τον άφι­σε, και πήγε στο Καζάν, όπου εργά­στη­κε σε κάποιο δημό­σιο γρα­φείο. Διά­λε­γε πάντα ερα­στές κομ­μου­νι­στές και έτσι ήταν ήσυ­χη. Προ τριών χρό­νων γνώ­ρι­σε το σημε­ρι­νό άντρα της. Λεγό­ταν Δημή­τρης Φόμιτς Μαρ­κώφ και ήταν ανώ­τε­ρος υπάλ­λη­λος της Εμπο­ρι­κής Υπη­ρε­σί­ας. Λίγον και­ρό μετά τη γνω­ρι­μία τους, επα­ντρέ­φτη­καν. Ήταν ο πρώ­τος ερα­στής, που γινό­ταν άντρας της. Την περα­σμέ­νη άνοι­ξη ο Μαρ­κώφ διω­ρί­στη­κε στην Εμπο­ρι­κή Αντι­προ­σω­πεία των Αθη­νών, όπου τυχαία η Λού­μπα έμα­θε την ύπαρ­ξη του πατέ­ρα της, από κάποιο γεωπόνο. 
(…)

Ώστε είσαι γυναί­κα κομ­μου­νι­στή; είπε ο Λιάπκιν.

Η Λού­μπα χαμογέλασε.

Κάτι παρα­πά­νω. Είμαι μέλος του κομ­μου­νι­στι­κού κόμματος,

Μα τώρα, που κατόρ­θω­σες να βγεις από τη Ρωσία, δε θα ξανα­γυ­ρί­σεις βέβαια!

-Για­τί; Δεν με κατα­λα­βαί­νε­τε! Δεν είναι η ανά­γκη που μέκα­νε να γρα­φτώ στο κόμ­μα. Είμαι πραγ­μα­τι­κά κομμουνίστρια.

Ο Λιάπ­κιν ξαφνιάστηκε.

Είσαι μαζί μ’ αφτούς τους δολοφόνους;

Όχι μεγά­λα λόγια πατέ­ρα, απά­ντη­σε η Λού­μπα. Πιος λίγο, πιος πολύ, όλοι είμα­στε δολο­φό­νοι. Όσο για τις ανα­κρί­βειες που γρά­φουν οι αστι­κές εφη­με­ρί­δες για τη Ρωσία, δεν αξί­ζει να γίνε­ται λόγος. Μα ας αφί­σου­με αυτό το ζήτημα…

Ομαδικός αναπροσανατολισμός

Και οι από­ψεις – τοπο­θε­τή­σεις των Ρώσων εμι­γκρέ­δων απέ­να­ντι στην Επα­νά­στα­ση είναι διαφορετικές.

Στις μετά το 1955 εκδό­σεις η παρέα των Ρώσων εμι­γκρέ­δων, που μένει στη Λάρι­σα, είναι νοσταλ­γοί του τσα­ρι­κού καθε­στώ­τος. Ο στρα­τη­γός Αρκά­νωφ βαθιά αντι­κομ­μου­νι­στής. Θα πήγαι­νε στη Ρωσία μόνο αν επρό­κει­το να τον εκτε­λέ­σουν. «Μη μου πήτε όμως πως, αν προ­σχω­ρή­σω στο καθε­στώς σας, θα μου χαρί­σε­τε τη ζωή και θα με γεμί­σε­τε με τιμές. Στο στρα­τό σας, αυτό το όργα­νο παγκό­σμιας επι­βο­λής ενός αντιαν­θρω­πι­στι­κού φανα­τι­σμού, δε θα υπη­ρε­τού­σα ποτέ».

Ο λοχα­γός Καρ­ζί­νιν, επί­σης, νοσταλ­γός του τσά­ρου και υπερ της απο­κα­τά­στα­σής του. Το ίδιο και ο Ιζλε­τσέ­νιεφ. Ο Λιάπ­κιν, φανα­τι­κός αντι­κομ­μου­νι­στής, κατα­δι­κά­ζει τη φεου­δαρ­χία και το τσα­ρι­κό καθε­στώς και θέλει ως προ­ο­πτι­κή για τη Ρωσία μετά την πτώ­ση των μπολ­σε­βί­κων μια δημο­κρα­τία σαν αυτή της Ελλά­δας. Ο Ιγκόλ­κωφ προ­σβλέ­πει σε μια βασι­λευό­με­νη δημο­κρα­τία τύπου Αγγλί­ας. Ο μου­σι­κός Γκβό­στί­κιν πιο βολε­μέ­νος και αδιάφορος:

– Εγώ είμαι καλ­λι­τέ­χνης. Φεύ­γο­ντας απ’ τη Ρωσία δεν άφη­σα κανέ­να υλι­κό αγα­θό. Βγά­ζω το ψωμί μου στην Ελλά­δα δου­λεύ­ο­ντας. Για­τί δεν θα το βγά­λω και στη Ρωσία;

– Θα το βγά­λης και με το παρα­πά­νω, του απο­κρι­νό­ταν ο Λιάπ­κιν. Οι μπολ­σε­βί­κοι καλο­πλη­ρώ­νουν τους καλ­λι­τέ­χνες. Μα, εξόν απ’ το ψωμί και χαβιά­ρι, τι άλλο γυρεύ­εις να βρης στη σημε­ρι­νή Ρωσία;

– Την παι­δι­κή μου καρ­διά, που την άφη­σα εκεί κάτω….
(«Ο Συνταγ­μα­τάρ­χης Λιάπ­κιν», Βιβλιο­πω­λεί­ον της ΕΣΤΙΑΣ, 24η έκδο­ση 2012, σελ 196)

 

Η κου­βέ­ντα που γίνε­ται στην παρέα των φίλων περι­στρέ­φε­ται γύρω από την προ­ο­πτι­κή ανα­τρο­πής της Επα­νά­στα­σης και τα νέα από την τρέ­χου­σα πραγ­μα­τι­κό­τη­τα στη Ρωσία:

Ύστε­ρα η κου­βέ­ντα γύρι­ζε στη σημε­ρι­νή κατά­στα­ση της Ρωσί­ας. Οι πλη­ρο­φο­ρί­ες ήσαν πως φτώ­χεια, πεί­να και δυστυ­χία έδερ­ναν το ρωσι­κό λαό. Δυστυ­χία που την έκα­νε πιο αβά­στα­χτη το τυραν­νι­κό καθε­στώς του Στά­λιν ( Ό.π.)

Στην πρώ­τη έκδο­ση μέσα από μια αντί­στοι­χη συζή­τη­ση των Ρώσων εμι­γκρέ­δων προ­βάλ­λει μια πίστη ότι η επα­νά­στα­ση μπο­ρεί να πετύχει:

Την επό­με­νη μέρα από τη συνά­ντη­ση με την κόρη του ο Λιάπ­κιν είναι στο καφε­νείο με τους φίλους του:

– Λοι­πόν, Λιάπ­κιν; Είπε ο Καρ­ζί­νιν. Ήρθε η κόρη σου;

Ο Λιάπ­κιν έσκυ­ψε το κεφάλι.

– Ας μη μιλά­με γι’ αφτή… πήγε μαζί τους… πήρε άντρα κομ­μου­νι­στή… γρά­φτη­κε στο κόμ­μα τους. Είναι υπάλ­λη­λος των σοβιέτ…

Κανείς δεν απά­ντη­σε. Μόνο στο πρό­σω­πο του Γκβο­στί­κιν ζωγρα­φί­στη­κε μια αγωνία.

– Ντα­βίντ Μπο­ρί­σιτς, είπε κομπια­σμέ­να, γι’ αφτό περι­φρο­νείς την κόρη σου; Για­τί πήγε μαζί τους;

– Για­τί ρωτάς; Είπε ο Λιάπκιν

Ο Γκβο­στί­κιν ξανακόμπιασε.

– Για­τί φέβγω! Είπε σιγα­νά. Για­τί πάω κι εγώ μ’ αφτούς…

Άνοι­ξε το πορ­το­φό­λι του κι έβγα­λε μερι­κά χαρτιά.

– Να το δια­βα­τή­ριό μου… κι ο διο­ρι­σμός μου στην ορχή­στρα του Κιέβου…

Ο Λιάπ­κιν τον κυτού­σε βαθιά στα μάτια. Σα να ήθε­λε να μπει στην ψυχή του.

– Φέβγω, εξα­κο­λού­θη­σε ο Γκβο­στί­κιν. Τα Δεφτέ­ρα θα πάρω το «Φραντς Μεριγκ» στον Πει­ραιά, για την Οδη­σό… Έχεις κάθε δικαί­ω­μα να με περι­φρο­νείς, Ντα­βίντ Μπορίσιτς…

Μα ο Λιάπ­κιν κού­νη­σε το κεφά­λι του.

– Δεν σε περι­φρο­νώ, μικρέ μου Μπο­ρίς. Σε θαυ­μά­ζω και σε ζηλέ­βω. Είσαι νέος… είσαι ήρωας!…

Οι άλλοι δεν κατα­λά­βαι­ναν, και τον κυτού­σαν περίεργα.

– Ο Μπο­ρίς κάνει μια τρέ­λα, είπε ο Ιγκόλ­κωφ. Αφί­νει μια σίγου­ρη ζωή, για να πέσει στην περι­πέ­τεια. Αν δεν πεθά­νει της πεί­νας, ας μην ξεχνά­ει ότι στη μετα­πο­λί­τε­ψη που θα ακο­λου­θή­σει την απο­τυ­χία του Πεντα­ε­τούς Σχε­δί­ου, δεν θα βρει έλε­ος. Είναι προ­δό­της μιας ιδέας!

Ο Γκβο­στί­κιν τον κύτα­ξε καλά και είπε σιγά, γαλήνια.

– Νομί­ζεις ότι η ιδέα σου είναι Ιδέα και ότι το Πεντα­ε­τές σχέ­διο μπο­ρεί ν’ αποτύχει;

Και τότε ο Λιάπ­κιν ένοιω­σε το ψέμα της πίστης του.

«Ο Συνταγ­μα­τάρ­χης Λιάπ­κιν» σελ. 166–167, 1η έκδο­ση – εκδό­σεις Δημη­τρά­κου 1933

Μια παρέκβαση

Στο τελευ­ταίο του έργο, που έμει­νε ανο­λο­κλή­ρω­το εξαι­τί­ας του πρό­ω­ρου θανά­του του (14 Σεπτεμ­βρί­ου 1960) παρου­σιά­ζει θετι­κά τους κομ­μου­νι­στές, ως τους μόνους που δε χάνουν και δεν προ­δί­δουν την ανθρω­πιά τους.

Ενδια­φέ­ρον για τις πολι­τι­κές από­ψεις του Καρα­γά­τση στην τελευ­ταία δεκα­ε­τία της ζωής του έχει και το «Σέρ­γιος και Βάκ­χος» (το τελευ­ταίο έργο που εξέ­δω­σε ο ίδιος) ένα κεφά­λαιο του οποί­ου πριν κυκλο­φο­ρή­σει δημο­σιεύ­τη­κε το 1957 στο αρι­στε­ρό περιο­δι­κό «Επι­θε­ώ­ρη­ση Τέχνης» (τεύ­χος Μαρτίου):

Βάκ­χος: Σοβα­ρο­λο­γείς Σέρ­γιε; Οι παρα­λή­δες πήραν τα μέτρα τους, να τηλώ­νουν γερά την παρα­δαρ­μέ­νη τους κι ο λαου­τζί­κος ψοφά­ει της πείνας

Σέρ­γιος: Αδιά­φο­ρο! Σ’ εκεί­νον που εμείς τον ψοφά­με της πεί­νας, δίνου­με το δικαί­ω­μα να επι­διώ­ξη καλ­λι­τέ­ρε­ψη της ζωής του.

Βάκ­χος (ειρω­νι­κά): Ναι, πώς! Ας τολ­μή­σει ο φτω­χός να σηκώ­ση κεφάλι!

Σέρ­γιος (κλο­νι­σμέ­νος): Τέλος πάντων, του δίνου­με το δικαί­ω­μα… να επι­θυ­μάη, να ελπί­ζη στην καλ­λι­τέ­ρε­ψη της κατά­στα­σής του. Ο χρι­στια­νι­σμός τι κάνει;

Το κοι­νω­νι­κό πρό­βλη­μα λυμέ­νο κατά τα συμ­φέ­ρο­ντα και τον τρό­πο των ισχυρών!

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο