Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Νίκος Καββαδίας: «Πάντα πήγαινα αριστερά το τιμόνι και ποτέ δεν κοίταζα την πρύμνη!…»

Γρά­φει η ofisofi //

Νιώ­θω μεγά­λη χαρά όταν ανα­κα­λύ­πτω στα παλαιο­βι­βλιο­πω­λεία βιβλία των οποί­ων οι τίτλοι τους με προ­κα­λούν να τα αγο­ρά­σω και να τα δια­βά­σω καθώς δεν έτυ­χε να τα γνω­ρί­ζω την επο­χή που κυκλο­φό­ρη­σαν. Τις περισ­σό­τε­ρες φορές η αντα­μοι­βή είναι μεγάλη.

Κάπως έτσι αγό­ρα­σα το βιβλίο του Φίλιπ­που Φιλίπ­που, Ο πολι­τι­κός Νίκος Καβ­βα­δί­ας. Τον Νίκο Καβ­βα­δία τον έμα­θα από τα μελο­ποι­η­μέ­να ποι­ή­μα­τά του στο Σταυ­ρό του Νότου σε μου­σι­κή του Θάνου Μικρού­τσι­κου. Εκεί­νη την κασέ­τα την είχα λιώ­σει από τις πολ­λές φορές που έπαι­ζε. Έτσι στη συνεί­δη­ση μου ο Νίκος Καβ­βα­δί­ας είχε ταυ­τι­στεί με τους ναυ­τι­κούς, τα καρά­βια και τα ταξί­δια σε τόπους εξω­τι­κούς και σε θάλασ­σες μακρινές.

Ο τίτλος του βιβλί­ου μου δημιούρ­γη­σε την απο­ρία για το περιε­χό­με­νο του όρου «πολι­τι­κός» που ο συγ­γρα­φέ­ας απο­δί­δει στον ποιητή.

Ο Φίλιπ­πος Φιλίπ­που, ναυ­τι­κός και ο ίδιος και συγκε­κρι­μέ­να β’ μηχα­νι­κός, ξεκι­νού­σε για μπάρ­κο τη μέρα του θανά­του του Καβ­βα­δία στις 10 Φεβρουα­ρί­ου του 1975. Η πρώ­τη του επα­φή έγι­νε στα τέλη της δεκα­ε­τί­ας του 1960 με τις ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές Μαρα­μπού και Πού­σι και στα τέλη της δεκα­ε­τί­ας του 1970 επε­κτά­θη­κε με τη Βάρ­δια.

Στον πρό­λο­γο ανα­φέ­ρει ότι του γεν­νή­θη­κε η επι­θυ­μία να υπε­ρα­σπί­σει τον Καβ­βα­δία και να αντι­κρού­σει τα επι­χει­ρή­μα­τα εκεί­νων που κατη­γο­ρού­σαν τον ποι­η­τή ότι αδια­φο­ρού­σε για τη σκλη­ρή ζωή των ναυ­τι­κών και τους αγώ­νες των ναυ­τερ­γα­τών παρου­σιά­ζο­ντας τα όλα ωραιο­ποι­η­μέ­να. Ο Φιλίπ­που έχει την άπο­ψη ότι ο Καβ­βα­δί­ας ήταν ένας αθό­ρυ­βος και σεμνός αγω­νι­στής. Αυτή την άπο­ψή του επι­χει­ρεί να απο­δεί­ξει στο βιβλίο του χρη­σι­μο­ποιώ­ντας πλή­θος στοι­χεί­ων τόσο από το ίδιο το έργο και τη δρά­ση του ποι­η­τή όσο και από άρθρα και συνε­ντεύ­ξεις ανθρώ­πων που τον γνώριζαν.

Παράλ­λη­λα με τη βιο­γρα­φία του παρα­θέ­τει και ανα­λύ­ει τις κοι­νω­νι­κές και πολι­τι­κές συν­θή­κες που οριο­θέ­τη­σαν την επο­χή του και επη­ρέ­α­σαν την προ­σω­πι­κό­τη­τα και το έργο του ποιητή.

Ο Νίκος Καβ­βα­δί­ας γεν­νή­θη­κε στις 11 Ιανουα­ρί­ου του 1910 σε μια μικρή επαρ­χια­κή πόλη της Μαν­τζου­ρί­ας. Αν και γόνος εύπο­ρης οικο­γέ­νειας καθώς ο πατέ­ρας του ασχο­λεί­το με το εμπό­ριο, συμπα­θού­σε την εργα­τι­κή τάξη και ένιω­θε αλλη­λέγ­γυος προς τους ταπει­νούς και κατα­φρο­νε­μέ­νους. Η αγά­πη του για τους συναν­θρώ­πους του τον οδή­γη­σε στην Αρι­στε­ρά και στο πλευ­ρό των εκμε­ταλ­λευο­μέ­νων και δυστυ­χι­σμέ­νων. Η οικο­γέ­νειά του είχε πλη­γεί από την Οκτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση, ο ίδιος όμως υιο­θέ­τη­σε τις σοσια­λι­στι­κές ιδέ­ες καθώς η επα­νά­στα­ση πρό­σφε­ρε μια ελπί­δα και ένα όρα­μα στους φτω­χούς και κατα­πιε­σμέ­νους ανθρώ­πους της γης. Σε αυτό το όρα­μα έμει­νε πιστός μέχρι το τέλος της ζωής του.

Το πνεύ­μα της αγά­πης και της αλλη­λεγ­γύ­ης είναι φανε­ρό στο ποί­η­μα «Αγα­πάω», που το έγρα­ψε σε ηλι­κία 19 ετών.

Αγα­πάω τ’ ό,τι είνε θλιμ­μέ­νο στον κόσμο
Τα θολά τα ματά­κια, τους αρρώ­στους ανθρώπους,
τα ξερά γυμνά δέντρα και τα έρη­μα πάρκα,
τις νεκρές πολι­τεί­ες, τους τρι­σκό­τει­νους τόπους,
Τους σκυ­φτούς οδοι­πό­ρους που μ’ ένα δισάκι
για μια πολι­τεία μακρυ­νή ξεκινάνε,
τους τυφλούς μου­σι­κούς των πολύ­βουων δρόμων,
τους φτω­χούς, τους αλή­τες, αυτούς που πεινάνε.
Τα χλω­μά τα κορί­τσια που πάντα προσμένουν
τον ιππό­την που είδαν μια βρα­διά στ’ όνει­ρό τους,
να φανή απ’ τα βάθη του απέ­ρα­ντου δρόμου.
Τους κοι­μώ­με­νους κύκνους πάνω στ’ ασπρο­φτε­ρό τους
Τα καρά­βια που φεύ­γουν για και­νού­ρια ταξίδια
και δεν ξέρουν καλά – αν ποτέ θα’ ρθουν πίσω 
αγα­πάω, και θα’ θελα μαζί τους να πάω
κι ούτε πια να γυρίσω.
Αγα­πάω τις κλαμ­μέ­νες ωραί­ες γυναίκες
που κυτ­τά­νε μακριά, που κυτ­τά­νε θλιμμένα…
αγα­πάω σε τού­τον τον κόσμο – ό,τι κλαίει
για­τί μοιά­ζει μ’εμένα.

Τον Ιού­νιο του 1933 εκδί­δει την ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή Μαρα­μπού. Είναι μια χρο­νιά πολύ δύσκο­λη εξ αιτί­ας της οικο­νο­μι­κής κρί­σης και οι συν­θή­κες που δια­μορ­φώ­νο­νται είναι άσχη­μες και στα καρά­βια. Στα ποι­ή­μα­τά του όμως η ζωή των ναυ­τι­κών παρου­σιά­ζε­ται με χαρού­με­να χρώ­μα­τα και δεν έχουν καμία σχέ­ση με τη σκλη­ρή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα που βιώ­νουν. Ο Φιλίπ­που υπο­στη­ρί­ζει ότι πιθα­νόν αυτό να οφεί­λε­ται ότι τα είχε γρά­ψει στο διά­στη­μα πριν μπαρκάρει.

Στην επο­χή της η συλ­λο­γή Μαρα­μπού δέχτη­κε θετι­κές κρι­τι­κές καθώς ερχό­ταν να φωτί­σει το κατα­θλι­πτι­κό τοπίο που είχε δια­μορ­φώ­σει ο Καρυω­τά­κης και οι επι­δρά­σεις του. Σημειώ­νε­ται όμως και μια δια­φο­ρε­τι­κή προ­σέγ­γι­ση την οποία υπο­γρά­φει ο μαρ­ξι­στής (τρο­τσκι­στής) δια­νο­ού­με­νος Νίκος Κάλας ο οποί­ος χαρα­κτη­ρί­ζει τον Καβ­βα­δία επα­να­στα­τη­μέ­νο ποι­η­τή. Σε αυτόν αλλά και στο Θανά­ση Καρα­βία, επί­σης τρο­τσκι­στή, ο ποι­η­τής αφιε­ρώ­νει ποι­ή­μα­τα. Διε­ρω­τά­ται λοι­πόν ο συγ­γρα­φέ­ας αν ο Καβ­βα­δί­ας εκεί­νη την επο­χή ήταν ήδη μυη­μέ­νος στις μαρ­ξι­στι­κές ιδέ­ες. Από τους αστούς κρι­τι­κούς ανα­φέ­ρει ότι μόνον ο Φώτος Πολί­της μπό­ρε­σε να δια­κρί­νει μέσα στους στί­χους του μια κρυμ­μέ­νη ανθρωπιά.

Ο Καβ­βα­δί­ας στο Μαρα­μπού εκφρά­ζει την αλλη­λεγ­γύη του στους ναυ­τι­κούς αλλά χωρίς άλλες πολι­τι­κές ανα­φο­ρές. Ο Φίλιπ­πος Φιλίπ­που υπε­ρα­σπι­ζό­με­νος τον ποι­η­τή ανα­φέ­ρει ότι από την επο­χή του Μαρα­μπού και μετά ο Καβ­βα­δί­ας δεν έπα­ψε να θεω­ρεί τον εαυ­τό του αρι­στε­ρό, φίλο των προ­ο­δευ­τι­κών ανθρώ­πων και θαυ­μα­στή της Σοβιε­τι­κής Ένω­σης και κυρί­ως της Οκτω­βρια­νής Επα­νά­στα­σης. Παρα­μέ­νει άγνω­στο αν οργα­νώ­θη­κε σε κάποιο κόμ­μα ή οργά­νω­ση από εκεί­νες που υπο­στή­ρι­ζαν τον Τρό­τσκι και ειδι­κά μετά την εκδί­ω­ξή του από τη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση. Ανα­φέρ­θη­κε όμως παρα­πά­νω ότι είχε φίλους τροτσκιστές.

Για τη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση είχε σχη­μα­τι­σμέ­νη αντί­λη­ψη καθώς αρκε­τές φορές βρέ­θη­κε εκεί ως ναυ­τι­κός. Μιλού­σε στους φίλους του και για όσα αρνη­τι­κά συνέ­βαι­ναν, όπως φτώ­χεια, πεί­να, αστυ­νό­μευ­ση. Η Σοβιε­τι­κή Ένω­ση όμως εξα­κο­λου­θού­σε να αντι­προ­σω­πεύ­ει γι’ αυτόν το όρα­μα του σοσια­λι­σμού και γι’ αυτό δεν δέχθη­κε να κάνει αντι­κομ­μου­νι­σμό και αντι­σο­βιε­τι­σμό, πρά­ξεις στις οποί­ες επι­δό­θη­καν κάποιοι φίλοι του.

Το πολι­τι­κό του ενδια­φέ­ρον και η ευαι­σθη­σία του για ό,τι δια­δρα­μα­τι­ζό­ταν στον κόσμο τότε φάνη­κε και από την αντί­δρα­ση του στο ξέσπα­σμα του ισπα­νι­κού εμφυ­λί­ου, γεγο­νός που τον ενέ­πνευ­σε να γρά­ψει το ποί­η­μα “Federico Garcia Lorca”.

Το 1940 στρα­τεύ­θη­κε και στάλ­θη­κε στο Αλβα­νι­κό μέτω­πο. Αν και ναυ­τι­κός υπη­ρέ­τη­σε στο Στρα­τό Ξηράς ως ημιο­νη­γός. Η θητεία του εκεί μάς έδω­σε τα διη­γή­μα­τα Στο άλο­γό μου και του Πολέ­μου που έγρα­ψε πολύ αργό­τε­ρα. Επι­πλέ­ον συνε­τέ­λε­σε ακό­μη περισ­σό­τε­ρο στην πολι­τι­κή του συνειδητοποίηση.

Μετά την κατάρ­ρευ­ση του μετώ­που ο Νίκος Καβ­βα­δί­ας επέ­στρε­ψε στην Αθή­να σε κακή κατά­στα­ση από την οδοι­πο­ρία και τις κακουχίες.

Κατά τη διάρ­κεια της Κατο­χής εντά­χθη­κε στο ΕΑΜ με σημα­ντι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα. Η αδελ­φή του και ο Στα­μά­της Καβ­βα­δί­ας, δικη­γό­ρος και καθο­δη­γη­τής στην Κατο­χή δηλώ­νουν ότι πολέ­μη­σε στην Αντί­στα­ση μέσα από τις γραμ­μές του ΚΚΕ και ότι αρχι­κά δρα­στη­ριο­ποι­ή­θη­κε στο ΕΑΜ Ναυ­τι­κών και στη συνέ­χεια στο ΕΑΜ Λογο­τε­χνών – Ποι­η­τών. Υπάρ­χουν όμως και ερευ­νη­τές που αμφι­σβη­τούν την οργά­νω­ση του στο ΚΚΕ.

Μέσω του ΕΑΜ Λογο­τε­χνών γνω­ρί­στη­κε με πολ­λούς πνευ­μα­τι­κούς ανθρώ­πους της επο­χής. Το 1943 έγι­νε μέλος της Εται­ρεί­ας Λογο­τε­χνών. Σε αυτή την περί­ο­δο αρχί­ζει τα γρά­φει τα αντι­στα­σια­κά του ποι­ή­μα­τα, τα οποία έχουν καθα­ρά πολι­τι­κό περιεχόμενο.

«Αθή­να 1943» είναι το πρώ­το που το δημο­σιεύ­ει με το ψευ­δώ­νυ­μο Α. Ταπει­νός στο περιο­δι­κό «Πρω­το­πό­ροι» το Δεκέμ­βρη του 1943:

Οι δρό­μοι κόκ­κι­νες γιο­μά­τοι επιγραφές
τρα­νά την ώρα δια­λα­λούν την ορισμένη.
Αγέ­ρας πνέ­ει βορει­νός απ’ τις κορφές
κι αργο­σα­λεύ­ου­νε στα πάρ­κα οι κρεμασμένοι.
Μες στην Αθή­να όλα τα πρό­σω­πα βουβά
και περ­πα­τάν αργά στους δρό­μους «εν κινδύνω»
ως τις εφτά που θ’ ακου­στεί « Σιστάς Μοσκβά»
και στις οχτώ ( βάλ’ το σιγά) « Εδώ Λονδίνο».

Φύσα ταχιά σπι­λιά­δα, φύσα βορεινή.
Γραί­γο μου κατρα­κύ­λα απ’ την Κριμαία.
Κατά τετρά­δας παν στο δρό­μο οι γερμανοί
κάτου από μαύ­ρη, κακο­ρί­ζι­κη σημαία.

Μήνα το μήνα και πλη­θαί­νουν οι πιστοί,
ώρα την ώρα και φου­ντώ­νει το μελίσσι
ως τη στιγ­μή που μες στους δρό­μους θ’ ακουστεί
η μου­σι­κή που κάθε στό­μα θα λαλήσει.

Το 1945 έχο­ντας ζήσει τα γεγο­νό­τα που ακο­λού­θη­σαν την απε­λευ­θέ­ρω­ση και βλέ­πο­ντας τα ορά­μα­τά του να συντρί­βο­νται, ετοι­μά­ζε­ται να ξανα­μπαρ­κά­ρει. Είναι όμως και η χρο­νιά που συνερ­γά­ζε­ται με το εβδο­μα­διαίο περιο­δι­κό Ελεύ­θε­ρα Γράμ­μα­τα που διευ­θύ­νει ο Δημή­τρης Φωτιά­δης. Ο στό­χος του περιο­δι­κού είναι να συμ­βά­λει στην ανα­γέν­νη­ση με τη συγκρό­τη­ση ενός έθνους βγαλ­μέ­νου από το λαό και για το λαό και με την επί­τευ­ξη μιας δημο­κρα­τί­ας των πολ­λών, με ουσια­στι­κό περιεχόμενο.

Το πολι­τι­κό κλί­μα όμως μετά το Δεκέμ­βρη του 1944 και την υπο­γρα­φή της Συμ­φω­νί­ας της Βάρ­κι­ζας είναι πολύ βαρύ. Οι αγω­νι­στές της Αντί­στα­σης και οι προ­ο­δευ­τι­κοί άνθρω­ποι διώ­κο­νται, φυλα­κί­ζο­νται, εξο­ρί­ζο­νται και ένα κλί­μα ανε­λέ­η­της τρο­μο­κρα­τί­ας προ­κα­λεί συνε­χώς θύματα.

Μέσα σε αυτή τη μαύ­ρη και απο­πνι­κτι­κή ατμό­σφαι­ρα ο Νίκος Καβ­βα­δί­ας δημο­σιεύ­ει στο φύλ­λο 3 των Ελευ­θέ­ρων Γραμ­μά­των το ποί­η­μα Federico Garcia Lorca.

Ανέ­μι­σες για μια στιγ­μή το μπολερό
και στο βαθύ πορ­το­κα­λί σου μεσοφόρι.
Αύγου­στος ήτα­νε δεν ήτα­νε θαρρώ,
τότε που φεύ­γα­νε μπου­λού­κια οι Σταυροφόροι.
Παντιέ­ρες πάγαι­ναν του ανέ­μου συνοδιά
και ξεκι­νού­σαν οι γαλέ­ρες του θανάτου.
Στο ρωγο­βύ­ζι ανα­τρι­χιά­ζαν τα παιδιά
κι ο γέρος έλια­ζε ακα­μά­της τ’ αχα­μνά του.

Του ταύ­ρου ο Πικάσ­σο ρου­θού­νι­ζε βαριά
και στα καρά­βια τότε σάπι­ζε το μέλι.
Τρα­βέρ­σο ανά­πο­δο – πορεία προς το Βοριά.
Τρά­βα μπρο­στά – ξοπί­σω εμείς- και μη σε μέλει.

Κάτου απ’ τον ήλιο ανα­γαλ­λιά­ζαν οι ελιές
και φύτρω­ναν μικροί σταυ­ροί στα περιβόλια.
Τις νύχτες στέρ­φες απο­μέ­ναν οι αγκαλιές
τότες που σ’ έφε­ραν, κατσί­βε­λε, στη μπόλια.

Ατσίγ­γα­νε κι Αφέ­ντη μου, με τι να σε στολίσω;
Φέρ­τε το μαυ­ρι­τά­νι­κο σκου­τί το πορφυρό.
Στον τοί­χο της Και­σα­ρια­νής μάς φέρ­ναν από πίσω
κ’ ίσα έν’ αντρί­κειο ανά­στη­μα ψηλώ­σαν το σωρό.

Κοπέ­λες απ’ το Δίστο­μο φέρ­τε νερό και ξίδι.
Κι απά­νω στη φορά­δα σου δεμέ­νος σταυρωτά
σύρε για κεί­νο το στερ­νό στην Κόρ­δο­βα ταξίδι,
μεσ’ απ’ τα διψα­σμέ­να της χωρά­φια τ’ ανοιχτά.

Βάρ­κα του βάλ­του ανά­στρο­φη, φτε­νή, δίχως καρένα.
Σύνερ­γα που σκου­ριά­ζου­νε σε γύφτι­κη σπηλιά.
Σμά­ρι κορά­κια να πετάν στην έρη­μο αρένα
και στο χωριό να ουρ­λιά­ζου­νε τη νύχτα εφτά σκυλιά.

Με αφορ­μή το Λόρ­κα, ο Καβ­βα­δί­ας γρά­φει για τον εμφύ­λιο πόλε­μο της Ισπα­νί­ας (1936–1939) αλλά και για την Ελλά­δα της Κατο­χής (1941 1944).

Ο Καβ­βα­δί­ας συνερ­γά­στη­κε επί­σης αυτή την επο­χή με το περιο­δι­κό Νέα Γενιά, το περιο­δι­κό της ΕΠΟΝ. Σε αυτό δημο­σιεύ­ει το ποί­η­μα «Στον τάφο του Επο­νί­τη» εξυ­μνώ­ντας τους αγώ­νες των Επονιτών.

Επέ­τα­ξα τη σάκα μου και τρέ­χω με τουφέκια
Μικρού­λης φαί­νο­μαι Αδερ­φέ, το μάτι δεν με πιάνει
Στη μάχη όμως κου­βά­λη­σα χιλιά­δες τα φουσέκια
κι ακό­μα μ’ είδαν Γερ­μα­νούς να στρώ­νω στο ρουμάνι.
Στη γει­το­νιά με ξέχα­σε το τόπι , το ξυλίκι.
Και μονα­χά που πέρ­να­γα με το χωνί στο στόμα.
Παι­δί! Μα με λογά­ρια­σαν οι λυσ­σα­σμέ­νοι λύκοι.
Τερά­στιο το κου­ρά­γιο μου. Και πού να δεις ακόμα.
Μια μέρα μας μπλο­κά­ρα­νε. Δυο εμείς και αυτοί σαράντα,
Σφαί­ρα τη βρή­κε την καρ­διά που’ μοια­ζε με γρανίτη.
Σε μια γωνιά με θάψα­νε χωρίς ανθούς, μα πάντα
Σα ρόδο θα μοσκο­βο­λά­ει ο τάφος του Επονίτη.

Τον Ιού­νιο του 1945 μετά από τις επι­δρο­μές παρα­κρα­τι­κών συμ­μο­ριών που έγι­ναν σε βιβλιο­πω­λεία και γρα­φεία εφη­με­ρί­δων και τις επι­θέ­σεις ενα­ντί­ον ηθο­ποιών την ώρα των παρα­στά­σε­ων, θα υπο­γρά­ψει μαζί με άλλους πνευ­μα­τι­κούς ανθρώ­πους ένα κεί­με­νο δια­μαρ­τυ­ρί­ας ζητώ­ντας την προ­στα­σία της ελευ­θε­ρί­ας της σκέ­ψης και των δημο­κρα­τι­κών ελευ­θε­ριών του Ελλη­νι­κού Λαού.

Τον Αύγου­στο του 1945 στο φύλ­λο 14 των Ελευ­θέ­ρων Γραμ­μά­των δημο­σιεύ­ει το ποί­η­μα «Αντί­στα­ση»

Στο παι­δι­κό μας βλέμ­μα πνί­γο­νται οι στεριές.
Πρώ­τη σου αγά­πη τα λιμά­νια σβυούν και εκείνα.
Θάλασ­σα τρώ­ει το βρά­χο απ’ όλες τις μεριές.
Μάτια λοξά και τ’ αγα­πάς : Κόκ­κι­νη Κίνα.

Γιο­μά­τα παν τα ιτα­λι­κά στην Ερυθρά.
Που­λιά σε αντι­κα­το­πτρι­σμό – Μαύ­ρη Μανία.
Δόρα­τα μέσα στη νυχτιά παί­ζουν νωθρά.
Λάμπει αρρα­βώ­να στο δεξί σου: Αβησσυνία.

Σε κρε­με­ζί, Νύφη λεβέ­ντρα Ιβηρική.
Ανά­βου­νε του Barriochino τα φανάρια.
Σπα­νιό­λοι μου θαλασ­σο­βά­τες και Γκραικοί.
Γκρέ­κο και Λόρ­κα – Ισπα­νία και Πασιονάρια.

Κύμα θανά­του ξαπο­λιού­νται οι Γερμανοί.
Τ’άρματα ζώνε­σαι μ’ αρχαία κραυ­γή πολέμου.
Κυνή­γι παί­ζου­νε μαχαί­ρι και σκοινί,
Οι κρε­μα­σμέ­νοι στα δεντρά, μπαί­γνιο του ανέμου.

Κι απέ Δεκέμ­βρη, στην Αθή­να και Φωτιά.
Τού­το της Γης το θαλασ­σό­δαρ­το αγκωνάρι,
Λικνί­ζει κάτου από το Δρυ και την Ιτιά
το Διά­κο, τον Κολο­κο­τρώ­νη και τον Άρη.

Ανά­με­σα στους αρι­στε­ρούς που διώ­κο­νται μετά τη Συμ­φω­νία της Βάρ­κι­ζας είναι ο συγ­γρα­φέ­ας Θέμος Κορ­νά­ρος. Ήταν τότε γραμ­μα­τέ­ας του ΕΑΜ Λογο­τε­χνών – Ποι­η­τών. Η σύλ­λη­ψή του έγι­νε με αφορ­μή το βιβλίο του Αγύρ­τες και κλέ­φτες στην εξου­σία. Αυτός πρό­τει­νε ως αντι­κα­τα­στά­τη του το Νίκο Καβ­βα­δία και τα υπό­λοι­πα μέλη της οργά­νω­σης δέχτη­καν την πρό­τα­σή του. Ο Καβ­βα­δί­ας είναι πλέ­ον ο γραμ­μα­τέ­ας του ΕΑΜ Λογο­τε­χνών – Ποι­η­τών. Σύμ­φω­να με μαρ­τυ­ρί­ες διέ­θε­τε πολι­τι­κές και οργα­νω­τι­κές ικα­νό­τη­τες και κατά­φε­ρε να αντα­πο­κρι­θεί στη δύσκο­λη απο­στο­λή του.

Στις 6 Οκτω­βρί­ου 1945, απο­γοη­τευ­μέ­νος και συντριμ­μέ­νος από τις πολι­τι­κές εξε­λί­ξεις μπαρ­κά­ρει ως δόκι­μος ασυρ­μα­τι­στής με το επι­βα­τη­γό «Κοριν­θία» σε εσω­τε­ρι­κά δρο­μο­λό­για. Αν και στο καρά­βι υπέ­γρα­ψε το νέο κεί­με­νο δια­μαρ­τυ­ρί­ας ενα­ντί­ον του νομο­σχε­δί­ου «Περί εκτά­κτων μέτρων κατά των επι­βου­λευο­μέ­νων την Δημό­σιαν Τάξιν και την ακε­ραιό­τη­τα του κρά­τους» που έφε­ρε στη Βου­λή η κυβέρ­νη­ση Τσαλδάρη.

Ο συγ­γρα­φέ­ας μας πλη­ρο­φο­ρεί ότι ο ποι­η­τής αν και αρι­στε­ρός με βεβα­ρη­μέ­νο φάκε­λο στην Ασφά­λεια είχε κατα­φέ­ρει να μπαρ­κά­ρει μόνο με τη μεσο­λά­βη­ση και τη βοή­θεια των θεί­ων του των εφο­πλι­στών, οι οποί­οι υπέ­γρα­ψαν κάποιο χαρ­τί ως εγγύ­η­ση , δηλα­δή ότι ο ανη­ψιός τους θα είναι «καλό παι­δί». Ο Καβ­βα­δί­ας και από αυτή τη θέση στά­θη­κε στο πλευ­ρό των διω­κό­με­νων συντρό­φων του και βοη­θού­σε μετα­φέ­ρο­ντας υλι­κό μέσα και έξω από την Ελλά­δα. Αυτό βεβαί­ως δεν περ­νού­σε απα­ρα­τή­ρη­το από την Ασφά­λεια που τον παρα­κο­λου­θού­σε στε­νά. Επί­σης ο ίδιος ο ποι­η­τής ανέ­φε­ρε ότι αυτή την επο­χή έγρα­φε ποι­ή­μα­τα με ψευ­δώ­νυ­μο στο Ρίζο της Δευ­τέ­ρας.

Τον Ιανουά­ριο του 1947 και ενώ μαι­νό­ταν ο εμφύ­λιος πόλε­μος εκδί­δε­ται στην Αθή­να το Πού­σι. Σε αυτή τη συλ­λο­γή δεν συμπε­ρι­λή­φθη­καν τα αντι­στα­σια­κά του ποι­ή­μα­τα παρά μόνον αυτό για το Λόρκα.

Ο Κώστας Βάρ­να­λης γρά­φει σχε­τι­κά με αυτή την ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή και στέ­κε­ται κυρί­ως στο δεύ­τε­ρο ποί­η­μα το Federico Garcia Lorca με το οποίο υπο­στη­ρί­ζει ότι ο ποι­η­τής παίρ­νει στα­θε­ρά και συνει­δη­τά στά­ση υπέρ εκεί­νων (σ’ όποια γης!) που πολε­μά­νε για τη λευ­τε­ριά, υπέρ των τίμιων αγω­νι­στών του Λαού, που τους σκο­τώ­νουν οι φασι­στι­κές τρο­μο­κρα­τί­ες (όποιας χώρας!). Ο Βάρ­να­λης μάλι­στα θεω­ρεί ότι το ποί­η­μα αυτό είναι το κλει­δί για να βρού­με το κοι­νω­νι­κό περιε­χό­με­νο των άλλων του ποιημάτων.

Επι­κρι­τι­κός απέ­να­ντι στο έργο του Καβ­βα­δία και στην πολι­τι­κή του ευαι­σθη­σία στέ­κε­ται ο Αιμί­λιος Χουρ­μού­ζιος ο οποί­ος ανα­φέ­ρει ότι ένα πυκνό πού­σι έχει κατέ­βει και κρύ­ψει από την οπτι­κή γραμ­μή του ποι­η­τή όλο τον πόνο των ανθρώπων.

Το 1948 και ενώ οι μάχες στο βου­νό ανά­με­σα στο Δημο­κρα­τι­κό και Εθνι­κό στρα­τό είναι σφο­δρές, δια­σπά­ται η Εται­ρεία Ελλή­νων Λογο­τε­χνών και το κομ­μά­τι των δια­νο­ου­μέ­νων που απο­χω­ρεί ιδρύ­ει την Ελλη­νι­κή Εται­ρεία Λογο­τε­χνών, την μετέ­πει­τα Εθνι­κή Εται­ρεία Ελλή­νων Λογο­τε­χνών. Εμπνευ­στής της ο Κ. Τσά­τσος και πρώ­τος πρό­ε­δρός της ο Κώστας Ουρά­νης. Οι δια­νο­ού­με­νοι που τους ακο­λου­θούν συντάσ­σο­νται κατά του αγώ­να του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού που τον θεω­ρούν αντε­θνι­κό, ότι υπο­δαυ­λί­ζε­ται από ξένους και ότι προ­βαί­νει σε πρά­ξεις αντί­θε­τες με τις ευγε­νι­κές παρα­δό­σεις της φυλής. Ο Νίκος Καβ­βα­δί­ας δεν υπο­γρά­φει το κεί­με­νο με τις παρα­πά­νω δηλώ­σεις, μένει στα­θε­ρός στην ιδε­ο­λο­γία του και δεν απαρ­νεί­ται την προ­σω­πι­κή του ιστο­ρία, όπως πολύ πρό­θυ­μα έκα­ναν πολ­λοί από τους συνα­γω­νι­στές του στην Αντίσταση.

Οι εξε­λί­ξεις είναι δρα­μα­τι­κές με τις εκτο­πί­σεις, τα στρα­το­δι­κεία και τις εκτε­λέ­σεις. Ο Καβ­βα­δί­ας δεν γρά­φει πλέ­ον. Μόνο ταξιδεύει.

Το 1954 εκδί­δε­ται το τρί­το βιβλίο του, Βάρ­δια. Το βιβλίο είναι πεζο­γρά­φη­μα και το έγρα­ψε ενώ βρι­σκό­ταν στα πλοία «Κυρή­νεια» και «Κοριν­θία» από τον Αύγου­στο του 1951 ως το Δεκέμ­βριο του 1952. Σε αυτό «ο Καβ­βα­δί­ας μιλά­ει για πρώ­τη φορά για τις εμπει­ρί­ες του στον πόλε­μο της Αλβα­νί­ας, την κατα­στρο­φή της Μασ­σα­λί­ας από τα γερ­μα­νι­κά κανό­νια, τους Έλλη­νες που κρύ­βο­νταν στο σπί­τι κάποιας Κατί­νας επει­δή τους κυνη­γού­σαν για τα πολι­τι­κά. Για τις πόρ­νες που τις φορ­τώ­σα­νε στα κάρα και τις στεί­λα­νε για σαπού­νι στους φούρ­νους της Γερ­μα­νί­ας, για δύο Ισπα­νούς σαμπο­τέρ που πετά­ξα­νε τα μυα­λά τους στον αέρα για να μην πέσουν στα χέρια της Γκε­στά­πο. Κι ακό­μα μια παρά­τολ­μη ηρω­ι­κή ενέρ­γεια ενός πατριώ­τη στη σκλα­βω­μέ­νη Αθήνα…».

Το δια­φο­ρε­τι­κό που έχει η Βάρ­δια σε σχέ­ση με το Μαρα­μπού είναι ότι ο Καβ­βα­δί­ας κατα­θέ­τει τις εμπει­ρί­ες του ναυ­τερ­γά­τη με όλες τις άσχη­μες πλευ­ρές της ζωής του χρη­σι­μο­ποιώ­ντας επι­πλέ­ον τολ­μη­ρό λεξι­λό­γιο. Ο ίδιος εμφα­νί­ζε­ται με τη μορ­φή του ασυρ­μα­τι­στή Νικό­λα και δίνει πολ­λές αυτο­βιο­γρα­φι­κές πληροφορίες.

Ο Φιλίπ­που θέλο­ντας να δώσει ένα ακό­μη στοι­χείο για τον πολι­τι­κό Καβ­βα­δία υπο­στη­ρί­ζει ότι στη Βάρ­δια βρί­σκουν έκφρα­ση τα αντιαγ­γλι­κά του αισθή­μα­τα, αφού θεω­ρεί υπεύ­θυ­νους για τα δει­νά και την τρα­γι­κή κατά­στα­ση της Ελλά­δας τους Άγγλους και την πολι­τι­κή τους.

Ο Καβ­βα­δί­ας δεν παύ­ει να παρα­κο­λου­θεί τις διε­θνείς και εσω­τε­ρι­κές πολι­τι­κές εξε­λί­ξεις και να συζη­τά­ει τα διά­φο­ρα ζητή­μα­τα που προ­κύ­πτουν με φίλους του που ανή­κουν σε διά­φο­ρος πολι­τι­κούς χώρους.

Πριν το πρα­ξι­κό­πη­μα της 21ης Απρι­λί­ου 1967 δίνει μια συνέ­ντευ­ξη στην Παν­σπου­δα­στι­κή. Οι Μάκης Ρηγά­τος και Γιάν­νης Καού­νης, μέλη της Δημο­κρα­τι­κής Νεο­λαί­ας Λαμπρά­κη, τον επι­σκέ­πτο­νται και συζη­τούν κυρί­ως για πολι­τι­κή. Ο ποι­η­τής έγρα­ψε το ποί­η­μα «Σπου­δα­στές» και τους το αφιέρωσε.

Σας είδα κάτου από την πύρι­νη βροχή
με τα πλα­κάτ και τα σκου­τιά τα ματωμένα
εσάς που κάμα­τε τη δύσκο­λην αρχή
κεί­να τα χρό­νια τα βαριά τα κολασμένα

Σήμε­ρα βλέ­πω τα δικά σας τα παιδιά
σμά­ρι πηχτό μες στου πελά­γου τη [σπι]λιάδα.
Πάντα κατά­ντι­κρα στην κάθε αναποδιά
και σ’ όσους πάνε να σταυ­ρώ­σουν την Ελλά­δα.

Βασι­κό θέμα στις συζη­τή­σεις του ήταν και ο πόλε­μος του Βιετ­νάμ. Τον συγκλό­νι­ζε η ηρω­ι­κή αντί­στα­ση του βιετ­να­μέ­ζι­κου λαού και αγα­να­κτού­σε με οποιον­δή­πο­τε υπο­στή­ρι­ζε την πολι­τι­κή των Αμε­ρι­κά­νων στο Βιετνάμ.

Κατά τη διάρ­κεια της επτα­ε­τούς δικτα­το­ρί­ας ο Καβ­βα­δί­ας ήταν σύν­δε­σμος ανά­με­σα σε αντι­στα­σια­κές οργα­νώ­σεις στο εσω­τε­ρι­κό και στο εξω­τε­ρι­κό. Η δρά­ση του δεν ήταν φανε­ρή γι’ αυτό και πολ­λοί αγνο­ώ­ντας τη δρά­ση του πίστευαν ότι ο ποι­η­τής απέ­φευ­γε να εκτε­θεί σε αντι­στα­σια­κές πράξεις.

kavadias1

Το 1972 ο Καβ­βα­δί­ας έγρα­ψε το ποί­η­μά του Guevara. Το ποί­η­μα πρω­το­δη­μο­σιεύ­τη­κε τον Ιανουά­ριο του 1975 στο «Θού­ριο» όργα­νο του «Ρήγα Φεραί­ου», νεο­λαί­ας του ΚΚΕ­ε­σωτ. Το είχε δώσει ο ίδιος ο Καββαδίας.

Μετά το θάνα­το του, τον Απρί­λιο του 1975 κυκλο­φο­ρεί η τελευ­ταία του ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή το Τραμ­βέρ­σο, στην οποία περιέ­χε­ται το ποί­η­μα Guevara.

Ήτα­νε ντά­λα μεση­μέ­ρι κι έδει­ξε μεσάνυχτα.
Έλε­γε η μάνα του παι­διού: « Καμά­ρι μου, κοιμήσου».
Όμως τα μάτια μεί­να­νε του καθε­νός ορθάνοιχτα
τότε που η ώρα ζύγια­ζε με ατσά­λι το κορ­μί σου.

Λεφού­σι ο άσπρος μέρ­μη­γκας , σύν­νε­φο η μαύ­ρη ακρίδα,
Όμοια με τις Μανιά­τισ­σες μοι­ρο­λο­γούν οι Σχόλες.
Λάκι­σε ο φίλος, ο αδερ­φός. Πού μ’ είδες και πού σ’ είδα;
Φυλά­ει το αλώ­νι ο Σφα­κια­νός και ο Αρί­δα την κορίδα.

Ποιος το’ λεγε ποιος το’ λπι­ζε και ποιος να το βαστάξει.
Αλάρ­γα φεύ­γουν τα που­λιά και χάσαν τη λαλιά τους.
Θερί­ζουν του προ­σώ­που σου το εβέ­νι­νο μετάξι
νεράι­δες και το υφαί­νου­νε να δέσουν τα μαλ­λιά τους.

Πάν­θη­ρας ακουρ­μά­ζε­ται θωρά­ει και κοντοστέκει.
Γλεί­φει τα ρόδα απ’ τις πλη­γές, μεθά­ει και δυναμώνει.
Ξέρα­σε η γη τα σπλά­χνα της και πήδη­σαν δαιμόνοι.
Σφυ­ρί βαρεί με δύνα­μη, μένει βου­βό το αμόνι.

Πυγο­λα­μπί­δες παί­ζου­νε στα μάτια τ’ ανοιχτά.
Στ’ όμορ­φο στό­μα σου κοι­μή­θη­κε ένας γρύλος.
Πέφτει απ’ τα χεί­λη σου που ακό­μα είναι ζεστά,
ένα σβη­σμέ­νο cigarillos.

Τ’ όνει­ρο πάει με τον καπνό στον ουρανό,
έσμι­ξε πια με το καρά­βι του συννέφου.
Το φως γεν­νιέ­ται από παντού μα είναι αχαμνό
και τα σκο­τά­δια το ξεγνέ­θουν και σου γνέφουν.

Χοσέ Μαρ­τί, ( Κόν­δο­ρας πάει και χαμηλώνει,
περη­φα­νεύ­ε­ται, ζυγιά­ζε­ται, θυμάται.
Με τα φτε­ρά του θα σκο­τεί­νιαζ’ ένα αλώνι.)
από­ψε οι δυο συντρο­φια­στοί θα πιεί­τε μάτε.

Φτά­νει ο Μπο­λι­βάρ καβα­λώ­ντας το σαϊτάρι.
Παρα­μο­νεύ­ει ορθή κου­λέ­μπρα γκαστρωμένη.
Βότα­να τρί­βει η Περου­βά­να σε μορτάρι
και μασου­λά­ει φαρ­μα­κω­μέ­νο μανιτάρι.

Του Λόρ­κα η κόκ­κι­νη φορά­δα χλιμιντράει ,
μ’ αυτός μπλεγ­μέ­νος στα μετά­ξι­να δεσμά του.
Μακρύ κιβού­ρι με τον πέτρι­νο κασμά του
σενιά­ρει ο Φίλος και στο μπόι σου το μετράει.

Γέρο­ντας ναύ­της με τα μού­τρα πισσωμένα
βάρ­κα φορ­τώ­νει με την πιο φτη­νή πραμάτεια.
Έχει τα χέρια από και­ρό ψηλά κομμένα.
Κι ήθε­λε τόσο να σου σφά­λα­γε τα μάτια.

Μετά τη μετα­πο­λί­τευ­ση ο Καβ­βα­δί­ας παρα­χω­ρεί συνέ­ντευ­ξη στο περιο­δι­κό Τετρά­διο που εξέ­δι­δαν οι Φώντας Λάδης και Δημή­τρης Γκιώ­νης. Εξο­μο­λο­γεί­ται ο Καβ­βα­δί­ας: «Παρό­λο που λένε πως τα καρά­βια είναι σκλα­βιά, εγώ ένιω­θα εκεί μια ελευ­θε­ρία που προ­σπα­θού­σα πάντα να μετα­δώ­σω και στους άλλους. Εκτός από την Κατο­χή και τα εφτά χρό­νια – που τα θεώ­ρη­σα χει­ρό­τε­ρα και από την Κατο­χή – όλη μου την άλλη ζωή ήμουν ελεύ­θε­ρος. Πάντα πήγαι­να αρι­στε­ρά το τιμό­νι και ποτέ δεν κοί­τα­ζα την πρύ­μνη!…». Και προ­σθέ­τει: «…μέσα στα χρό­νια της δικτα­το­ρί­ας από­φυ­γα την οποια­δή­πο­τε μορ­φή επι­κοι­νω­νί­ας με το έργο μου, για­τί πίστευα ότι τότε άλλα ήσαν τα πρώ­τι­στα και τα σπουδαία…».

Στις 8 Δεκεμ­βρί­ου του 1974 γίνε­ται το δημο­ψή­φι­σμα για το ζήτη­μα της μοναρ­χί­ας. Το όνο­μα του Νίκου Καβ­βα­δία βρί­σκε­ται στον δεύ­τε­ρο κατά­λο­γο των ιδρυ­τι­κών μελών της Δημο­κρα­τι­κής Αντι­μο­ναρ­χι­κής Κίνη­σης που δημιούρ­γη­σε το ΚΚΕ εσωτ.

Ο συγ­γρα­φέ­ας Φίλιπ­πος Φιλίπ­που ασκεί κρι­τι­κή στον τρό­πο με τον οποίο η Αρι­στε­ρά αντι­με­τώ­πι­σε τον Νίκο Καβ­βα­δία. Υπο­στη­ρί­ζει ότι κανέ­να έντυ­πό της μετά το 1950 δεν ανα­φέ­ρε­ται στο έργο του, στην προ­σω­πι­κό­τη­τά του και στην αντι­στα­σια­κή του δρά­ση. Ο ποι­η­τής ένιω­θε παρα­γκω­νι­σμέ­νος, παρα­με­λη­μέ­νος, παρα­πε­τα­μέ­νος και αυτό του άφη­νε ένα αίσθη­μα πικρίας.

Μετά το θάνα­τό του στις 10 Φεβρουα­ρί­ου του 1975, ο Ριζο­σπά­στης και η Αυγή γρά­φουν λίγα λόγια γι’ αυτόν χωρίς όμως να ανα­φέ­ρουν την αγω­νι­στι­κή του δρά­ση στην Κατο­χή και τη συνει­σφο­ρά του στον εμφύ­λιο και τη δικτα­το­ρία ούτε και την ιδε­ο­λο­γία του.

Σύμ­φω­να με τον συγ­γρα­φέα ο ποι­η­τής αν και ενερ­γός αρι­στε­ρός δεν κάνει «προ­λε­τα­ρια­κή τέχνη», δηλα­δή δεν γρά­φει μια λογο­τε­χνία που εμπνέ­ε­ται από τα ιδα­νι­κά των εργα­ζο­μέ­νων και τη μαρ­ξι­στι­κή κοσμοθεωρία.

Ο Καβ­βα­δί­ας ήταν κομ­μα­τι­κά ανέ­ντα­χτος αν και τον διεκ­δί­κη­σαν τα κόμ­μα­τα. Ήταν όμως συνει­δη­το­ποι­η­μέ­νος και έντο­να πολιτικοποιημένος.

Ο ποι­η­τής Νίκος Καβ­βα­δί­ας ήταν ουμα­νι­στής. Η ανθρω­πιά του τον οδή­γη­σε στην Αρι­στε­ρά και όπως γρά­φει ο Ανδρέ­ας Καρα­ντώ­νης είναι ο ποι­η­τής που πλά­τυ­νε το Εγώ του και χώρε­σε μέσα του το διπλα­νό του.

kavadiasΦίλιπ­πος Φιλίπ­που, Ο πολι­τι­κός Νίκος Καβ­βα­δί­ας, Άγρα 1996.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο