Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ντίνος Ηλιόπουλος: Μέγιστος, μιας γενιάς μεγίστων θεατρίνων

Ο γλυ­κύ­τε­ρος, ο τρυ­φε­ρό­τε­ρος, ο πιο καλο­κά­γα­θος «δρά­κος» από γεν­νή­σε­ως κινη­μα­το­γρά­φου και μέχρι σήμε­ρα, ο πλέ­ον χαρι­τω­μέ­νος και αισθα­ντι­κός, κωμι­κός και μελαγ­χο­λι­κός μαζί, κλό­ουν του ελλη­νι­κού θεά­τρου και κινη­μα­το­γρά­φου, ο μονα­δι­κός στο είδος του κωμι­κός, ο αξια­γά­πη­τος στους ομο­τέ­χνους του και στο πανελ­λή­νιο κοι­νό, ο Ντί­νος Ηλιό­που­λος, έφυ­γε από τη ζωή στις 4 Ιου­νί­ου 2001, σε ηλι­κία 87 χρόνων.

Ο Ντί­νος Ηλιό­που­λος «έφυ­γε», αλλά θα μένει αθά­να­τος στην ιστο­ρία του ελλη­νι­κού θεά­τρου και κινη­μα­το­γρά­φου του 20ού αιώ­να και αγα­πη­μέ­νος και των πολ­λών νέων γενε­ών, χάρη στους πολυά­ριθ­μους κινη­μα­το­γρα­φι­κούς ρόλους του. Θα παρα­μέ­νει πάντα «ένας δικός μας άνθρω­πος», καθη­με­ρι­νός, γνή­σια λαϊ­κός, μονα­δι­κά ευφρόσυνος.

Ο λαο­φι­λής ηθο­ποιός, από τους τελευ­ταί­ους ενα­πο­μεί­να­ντες μεγά­λους, μιας θεα­τρι­κής γενιάς που γέν­νη­σε πολ­λά και ανε­πα­νά­λη­πτα ταλέ­ντα, ο Ντί­νος Ηλιό­που­λος, από τη σκη­νή κατέ­βη­κε σε προ­χω­ρη­μέ­νη ήδη ηλι­κία, για­τί εκεί εξα­σφά­λι­ζε για τον εαυ­τό του την αιω­νιό­τη­τα. Το θέα­τρο μετου­σί­ω­νε για εκεί­νον το χρό­νο σε ψυχή. Ψυχή, που αρνεί­ται να δεχτεί τον αδυ­σώ­πη­το χρόνο.

iliopoulos

«Νομί­ζω — είχε πει το 1995 σε συνέ­ντευ­ξή του στο “Ρ” — ότι το θέα­τρο ήταν σαν τις εφευ­ρέ­σεις της φωτιάς και της ρόδας, αφού την ίδια ηλι­κία πρέ­πει να έχουν». Στην ερώ­τη­ση αν έχει κου­ρα­στεί έλε­γε, «από διά­θε­ση όχι, από γερά­μα­τα ίσως. Θα ήθε­λα να κάνω περισ­σό­τε­ρα πράγ­μα­τα απ’ όσα αντέ­χω να κάνω». Ακό­μη και στα γερά­μα­τά του έβα­ζε τη λέξη «ίσως». Η κυρί­αρ­χη διά­θε­σή του ήταν να βρί­σκε­ται στη σκη­νή. «Το δικό μου κέρ­δος ‑έλε­γε — είναι ηθι­κό και είναι ίσως το πιο σημα­ντι­κό, για­τί έχει διάρ­κεια. Και μου μένει το μεγα­λύ­τε­ρο παρά­ση­μο, που είναι η αγά­πη του κόσμου».

Ο Ντί­νος Ηλιό­που­λος ανή­κε στους Ελλη­νες της δια­σπο­ράς. Γεν­νή­θη­κε στην Αλε­ξάν­δρεια της Αιγύ­πτου το 1913. Ο πατέ­ρας του, μεγα­λέ­μπο­ρας, έπε­σε έξω οικο­νο­μι­κά με το κραχ του 1929. Η οικο­γέ­νειά του, δύο αγό­ρια και τρία κορί­τσια, φεύ­γει για τη Μασ­σα­λία, όπου ο Ντί­νος Ηλιό­που­λος πηγαί­νει στο σχο­λείο. Ερχε­ται στην Ελλά­δα για να υπη­ρε­τή­σει στο στρα­τό. Η από­λυ­σή του από το στρα­τό συμπί­πτει με την έναρ­ξη του πολέ­μου του 1940 και ξανα­ντύ­νε­ται στο χακί. Αργό­τε­ρα δίνει εξε­τά­σεις στη Δρα­μα­τι­κή Σχο­λή του τότε Βασι­λι­κού Θεά­τρου, από όπου απορ­ρί­πτε­ται, για να περά­σει τελι­κά στη Σχο­λή του Γιαν­νού­λη Σαραντίδη.

iliopoulos2

Εν μέσω Κατοχής

Πριν την Απε­λευ­θέ­ρω­ση, το 1944, ο Ντί­νος Ηλιό­που­λος ντε­μπου­τά­ρει στο θία­σο της Κατε­ρί­νας, με τη γαλ­λι­κή κωμω­δία «Κυρία, σας αγα­πώ». Ακο­λου­θεί συνερ­γα­σία του με το θία­σο του αξέ­χα­στου σκη­νο­θέ­τη και δασκά­λου πολ­λών σημα­ντι­κών ηθο­ποιών Τάκη Μου­ζε­νί­δη και ερμη­νεί­ες στη σαιξ­πη­ρι­κή «Τρι­κυ­μία» και στον «Ανθρω­πο του δια­βό­λου» του Μπέρ­ναρ Σο. Αυτές τις ερμη­νεί­ες του είδε η Μαρί­κα Κοτο­πού­λη και τον πήρε στο θία­σό της, όπου ιδιαι­τέ­ρως δια­κρί­θη­κε το κωμι­κό του ταλέ­ντο και άρχι­σε η πρω­τα­γω­νι­στι­κή του παρου­σία στην ελλη­νι­κή σκη­νή. Στο θέα­τρο «Κοτο­πού­λη» εργά­στη­κε από το 1946 έως το 1953, παί­ζο­ντας μετα­ξύ άλλων τον Τρου­φαλ­δί­νο στον «Υπη­ρέ­τη δυο αφε­ντά­δων» του Γκολ­ντό­νι και στις ελλη­νι­κές κωμω­δί­ες «Θανα­σά­κης ο πολι­τευό­με­νος», «Ζητεί­ται ψεύ­της», «Φωνά­ζει ο κλέ­φτης». Ενδιά­με­σα (1949-’50) έπαι­ξε με το θία­σο του Κώστα Μου­σού­ρη στο έργο του Φ. Μολ­νάρ «Λίλιομ». Το 1954 μαζί με τον Μίμη Φωτό­που­λο δημιουρ­γούν δικό τους θία­σο και παί­ζουν τους «Μικρούς φαρι­σαί­ους», «Το σπί­τι των τεσ­σά­ρων κορι­τσιών», κ.ά. Το 1956 ξανα­συ­νερ­γά­ζε­ται με την Κοτο­πού­λη στην κωμω­δία «Ντούο Σεμπα­στιά­νι». Τον επό­με­νο χρό­νο με δικό του θία­σο ανε­βά­ζει τα «Παλά­τια στην άμμο» του Στ. Φωτιά­δη. Επο­νται συνερ­γα­σί­ες με το θία­σο Λαμπέ­τη-Χορν, με το Εθνι­κό Θέα­τρο, με τη Μαί­ρη Αρώ­νη, ξανά με την Κοτο­πού­λη. Γίνε­ται συν­θια­σάρ­χης με την Καρέ­ζη και τον Παπα­γιαν­νό­που­λο. Από το 1960 και ολό­κλη­ρη τη δεκα­ε­τία δρέ­πει δάφ­νες με ελλη­νι­κές κωμω­δί­ες, είτε ως απο­κλει­στι­κός θια­σάρ­χης, είτε ως συν­θια­σάρ­χης με άλλους δημο­φι­λείς κωμι­κούς. Πλή­θος οι τίτλοι των κωμω­διών που έπαι­ξε: «Το κοροϊ­δά­κι της δεσποι­νί­δος», «Η κυρία του κυρί­ου», «Το έξυ­πνο που­λί», «Ο φίλος μου ο Λευ­τε­ρά­κης», «Εξο­χι­κόν κέντρον ο “Ερως”», κ.ά. Στη δεκα­ε­τία του ’70 τον συνα­ντά­με και σε αρκε­τές επι­θε­ω­ρή­σεις, σε ελλη­νι­κές μου­σι­κές κωμω­δί­ες και σε ανε­βά­σμα­τα ξένων μιού­ζι­καλ (λ.χ. «Γλυ­κιά μου Ιρμα», με την Ελλη Λαμπέ­τη) κ.α. Στις αρχές της δεκα­ε­τί­ας του ’70 περιό­δευ­σε στις ΗΠΑ και στον Κανα­δά, παί­ζο­ντας με το θία­σο του Αδα­μά­ντιου Λαι­μού στις αρι­στο­φα­νι­κές «Θεσμο­φο­ριά­ζου­σες». Το 1977 συνερ­γά­στη­κε με το Εθνι­κό Θέα­τρο ερμη­νεύ­ο­ντας τον «Αμφι­τρύ­ω­να»« του Πλαύ­του και ύστε­ρα πρω­τα­γω­νι­στώ­ντας στις «Θεσμο­φο­ριά­ζου­σες» σε σκη­νο­θε­σία Αλ. Σολω­μού. Μετα­ξύ άλλων θιά­σων, στη δεκα­ε­τία του ’80, συνερ­γά­ζε­ται και με την «Ελεύ­θε­ρη Σκη­νή» (Φασου­λής, Πανα­γιω­το­πού­λου, Κιμού­λης κ.ά.) πρω­τα­γω­νι­στώ­ντας στο «Σώσε» του Μάικλ Φρέιν.

iliopoulos3

H πορεία του Ντί­νου Ηλιό­που­λου ταυ­τί­ζε­ται με την ανά­πτυ­ξη του ελλη­νι­κού κινη­μα­το­γρά­φου, αλλά και με μια ται­νία-σταθ­μό του ελλη­νι­κού προ­ο­δευ­τι­κού κινη­μα­το­γρά­φου, την οποία «σφρά­γι­σε» ο Ηλιό­που­λος με την εξέ­χου­σα πρω­τα­γω­νι­στι­κή ερμη­νεία του. Ανα­φε­ρό­μα­στε στο «Δρά­κο» του Νίκου Κούν­δου­ρου (1956). Το κινη­μα­το­γρα­φι­κό «ταξί­δι» του Ηλιό­που­λου άρχι­σε το 1948, με την ται­νία «Εκα­τό χιλιά­δες λίρες» και περιέ­λα­βε πλή­θος ται­νί­ες, μετα­ξύ των οποί­ων και οι: «Προ παντός ψυχραι­μία» (1951), «Γλέ­ντι, λεφτά και αγά­πη», «Ατσί­δας», «Μερι­κοί το προ­τι­μούν κρύο», «Ο φίλος μου ο Λευ­τε­ρά­κης», «Δόλω­μα», «Να ζει κανείς ή να μη ζει», «Κοροϊ­δά­ρα», «Πονη­ρό θηλυ­κό, κατερ­γά­ρα γυναί­κα», κ.ά. Το 1986 συμ­με­τέ­χει στην ται­νία του Θόδω­ρου Αγγε­λό­που­λου «Μελισ­σο­κό­μος».

Πηγή: Ριζο­σπά­στης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο