Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Οι δυο «απαντήσεις» του Βάρναλη στον Καβάφη

Γρά­φει ο Οικο­δό­μος //

Σαν σήμε­ρα, στις 29 Απρί­λη του 1863 γεν­νή­θη­κε στην Αλε­ξάν­δρεια της Αιγύ­πτου ο μεγά­λος μας ποι­η­τής Κ. Π. Καβά­φης (και έφυ­γε από τη ζωή τη μέρα των γενε­θλί­ων του το 1933). Η παρού­σα ανάρ­τη­ση είναι απο­σπά­σμα­τα από παλαιό­τε­ρη προ­σπά­θειά μας να προ­σεγ­γί­σου­με τη σχέ­ση του Κώστα Βάρ­να­λη με την Αλε­ξαν­δρι­νή δια­νό­η­ση και με τον Καβά­φη (πρό­κει­ται για μια εργα­σία που παρου­σιά­σα­με ―σε δυο μέρη― στο ιστο­λό­γιο στη­θάγ­χη). Εδώ εστιά­ζου­με στον «διά­λο­γο» που ανα­πτύ­χθη­κε μετα­ξύ των δυο σπου­δαί­ων ποι­η­τών μέσα από ποι­ή­μα­τά τους. Για περισ­σό­τε­ρα ενδια­φέ­ρο­ντα στοι­χεία που αφο­ρούν τη σχέ­ση του Κώστα Βάρ­να­λη με τον Κ. Π. Καβά­φη μπο­ρεί­τε να ανα­τρέ­ξε­τε στις αρχι­κές αναρ­τή­σεις μας στη στη­θάγ­χη: Α΄ μέρος εδώ και Β΄ μέρος εδώ.)

(…) Αν δού­με τη σχέ­ση του Βάρ­να­λη με την αλε­ξαν­δρι­νή δια­νό­η­ση ως μια σημα­ντι­κή δια­δρο­μή της συνο­λι­κής πορεί­ας του, τότε το όνο­μα «Κ. Π. Καβά­φης» απο­τε­λεί έναν ξεχω­ρι­στό, μεγά­λο σταθ­μό της δια­δρο­μής αυτής. Ο Βάρ­να­λης όσες φορές γρά­φει για τον Καβά­φη χρη­σι­μο­ποιεί εγκω­μια­στι­κά λόγια, τονί­ζο­ντας όμως ταυ­τό­χρο­να πως εκπρο­σω­πού­σε την παρακμή.

(…) ο Βάρ­να­λης θεω­ρεί τον Αλε­ξαν­δρι­νό ποι­η­τή ως μια από τις κορυ­φές της ελλη­νι­κής ποί­η­σης, αλλά δεν παρα­λεί­πει να λέει πως ανή­κει στην παρακ­μή. Όπως γρά­φει στη ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ ο Για­λου­ρά­κης, ο Βάρ­να­λης «είδε τον Καβά­φη όπως ήταν και τον παρα­δε­χό­ταν όπως ήταν».

(…)Μετα­ξύ Καβά­φη και Βάρ­να­λη υπάρ­χει μια ποι­η­τι­κή επι­κοι­νω­νία από παλιά. Μια περι­λη­πτι­κή ανα­φο­ρά κάνει ο Ηρ. Κακα­βά­νης στο βιβλίο του «Ο άγνω­στος ΒΑΡΝΑΛΗΣ και 19 αδη­μο­σί­ευ­τα ποι­ή­μα­τά του». Ανά­λο­γη «επι­κοι­νω­νία» ο Βάρ­να­λης είχε και με άλλους ποι­η­τές (πχ. Κίπλινγκ). Τον Ιού­νη του 1906 στην πόλη Ντεν­σουάι της Αιγύ­πτου οι δυνά­μεις κατο­χής των Άγγλων αποι­κιο­κρα­τών εκτε­λούν με απαγ­χο­νι­σμό τέσ­σε­ρις Αιγύ­πτιους αγω­νι­στές που παλεύ­ουν για τη λευ­τε­ριά και την εθνι­κή ανε­ξαρ­τη­σία της πατρί­δας τους. Με αφορ­μή το γεγο­νός αυτό ο Καβά­φης γρά­φει το ποίημα:

Ντεν­σουάι 27 Ιου­νί­ου 1906 2 μ.μ.

Σαν τόφε­ραν οι Χρι­στια­νοί να το κρεμάσουν
το δεκα­ε­φτά χρο­νώ αθώο παιδί,
η μάνα του που στην κρε­μά­λα εκεί κοντά
σέρ­νο­νταν και χτυ­πιού­νταν μες στα χώματα
κάτω απ’ τον μεση­με­ρια­νό, τον άγριον ήλιο,
πότε ούρ­λια­ζε, και κραύ­γα­ζε σα λύκος, σα θηρίο
και πότε εξα­ντλη­μέ­νη η μάρ­τυσ­σα μοιρολογούσε
«Δεκα­ε­φτά χρό­νια μονα­χά με τάζη­σες, παι­δί μου».
Κι όταν το ανέ­βα­σαν την σκά­λα της κρεμάλας
κ’ επέ­ρα­σαν το το σκοι­νί και τόπνιξαν
το δεκα­ε­φτά χρο­νώ αθώο παιδί,
κ’ ελε­ει­νά κρε­μνιού­νταν στο κενόν
με τους σπα­σμούς της μαύ­ρης του αγωνίας
το εφη­βι­κόν ωραία καμω­μέ­νο σώμα,
η μάνα η μάρ­τυσ­σα κυλιού­ντα­νε στα χώματα
και δεν μοι­ρο­λο­γού­σε πια για χρό­νια τώρα·
«Δεκα­ε­φτά μέρες μονα­χά», μοιρολογούσε,
«δεκα­ε­φτά μέρες μονα­χά σε χάρη­κα, παι­δί μου».

Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ (1908)

kavafis1

Την ημε­ρο­μη­νία που ανα­φέ­ρε­ται ως τίτλος στο ποί­η­μα εκδό­θη­κε από το «δικα­στή­ριο» των Άγγλων κατα­χτη­τών η από­φα­ση για τον απαγ­χο­νι­σμό των αγω­νι­στών (η εκτέ­λε­ση έγι­νε μερι­κές μέρες αργό­τε­ρα). Με τον τρό­πο αυτό ο Καβά­φης τονί­ζει το άδι­κο της από­φα­σης, την αδι­κία που όχι μόνο δεν την ανέ­χε­ται, αλλά νιώ­θο­ντας και ενο­χή για το τρα­γι­κό αυτό γεγο­νός ζητά­ει «συγ­γνώ­μη» με το ποί­η­μά του.

Αντί­θε­τα ο Βάρ­να­λης με το δικό του ποί­η­μα εστιά­ζει στο γεγο­νός, στην αιτία και στον ένο­χο που δε είναι άλλος από τους «αδι­κη­τά­δες» που τα θέλουν όλα δικά τους και ο μόνος τρό­πος για να τ’ απο­χτή­σουν είναι με τη βία. Ο Βάρ­να­λης αφιε­ρώ­νει το ποί­η­μά του στον Στρα­τή Τσίρ­κα απα­ντώ­ντας παράλ­λη­λα και στην άπο­ψή του για τον «πολι­τι­κό» Καβά­φη, πως δηλα­δή δεν είναι αδιά­φο­ρος για τα σύγ­χρο­να γεγο­νό­τα και το έργο του έχει κοι­νω­νι­κές αναφορές:

Ντεν­σουάι 27 Ιου­νί­ου 1906
ΗΓΟΥΝ
ΠΑΝΤΟΥ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΚΙ ΟΠΟΙΟΙ

Στο φίλο μου Στρα­τή Τσίρκα

Τι κλά­μα­τα, κατά­ρες, ουρ­λια­χτά κι αντάρα!
Ήλιος — φωτιά, μεση­με­ριά­της τ’ Αλωνάρη
φλέ­γει την άμμο, την ανά­σα και τα μάτια.
Μανά­δες αρα­πί­νες μαβρομαντηλούσες
χτυ­πιού­νται χάμου και δαγκώ­νου­νε τα χέρια.
Γέροι και γρά­δες και μωρά και σκύ­λοι ουρλιάζουν.

Παντό­γυ­ρα ομορ­φό­παι­δα στα γιορ­τι­νά τους
καβά­λα και πεζού­ρα ― κι όλα τους καινούρια:
νιά­τα, στο­λή, σπα­θιά, ντου­φέ­κια ― αθανασία!
Χαρού­με­να και λέφτε­ρα κ’ ερωτευμένα
σε ξένον τόπο ξένοι αφέ­ντες σταβροφόροι,
στο πανη­γύ­ρι του Θανά­του χορεφτάδες.

Στη μέση ο λόρ­δος καπε­τάν­πα­σας, κολόνα
πάνου στον άσπρο βου­κε­φά­λα του, φαρμάκι
κατά­χρυ­σο, θαμπώ­νει πιό­τε­ρο απ’ τον ήλιο.
Άσπρα χέρια και μάγου­λα, μοσκομυρίζει,
γαλά­ζιον αίμ’, αλλού κοι­τά­ει, μακριά βιγλίζει.
Άντρας και δυο και τρεις φορές μπρος σε δεμένα
παλιό­σκυ­λα, μα σαν κουρ­νιά­ζου­νε στο πάρκο
τα κοτσύ­φια, στον μπά­γκο γυναι­κού­λα ― μέλι!

Τέζα οι ξυπό­λυ­τοι φελ­λά­χοι στη θελιά τους
με μάτια πετα­μέ­να, κρε­μα­σμέ­νη γλώσσα
ντρο­πιά­ζου­νε την άγια εικό­να του Κυρίου!
Και στα παλού­κια δίπλ’ άλλοι δεμέ­νοι φταίχτες
τους κομ­μα­τιά­ζει ο βούρ­δου­λας κι αφτοί σπαράζουν,
στην αρχή ξεφω­νά­νε κ’ ύστε­ρα σωπαίνουν…
Και τα μάβρα καθάρ­μα­τα, που τους προδώσαν,
τους βαρά­νε περ­σό­τε­ρο και χαχανίζουν.

Όντας ανά­σκε­λα η ξαν­θή χαρά του Γκαίτε,
η παι­δού­λα Μπε­τί­να, κλώ­τσα­γε τον ήλιο,
από τον Έλυ­μπο ψηλά ο μουρ­ντά­ρης Δίας
κρυ­φο­γε­λώ­ντας χάη­δε­βε τ’ άσπρα του γένια.
Όμοια ο τρι­πλός των χρι­στια­νώ­νε Πηλοπλάστης
χαι­ρό­τα­νε να βλέ­πει τους αδικητάδες
να τους κου­νά­ει ο Αιώ­νιος Νόμος στον αγέρα
κι άλλους να τους σωριά­ζει χάμου, κρέ­ας κομμένο.
Μεγά­λοι αμαρ­τω­λοί, που θέλα­νε δικά τους
τα περι­στέ­ρια, τα καλύ­βια, την πατρίδα!

Κι ο Σατα­νάς, π’ όλο γελά­ει και μονα­χός του,
έκλαι­γε τώρ’ απ’ το κακό του: ― «Οι σατανάδες
του Κάτου Κόσμου τρι­σχει­ρό­τε­ροι από μένα»!

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ (Γενά­ρης του 1964)

barnalhs2

Το 1910 ο Καβά­φης γρά­φει το «Πόλις», ένα ποί­η­μα όπου η διά­χυ­τη απαι­σιο­δο­ξία του ποι­η­τή κατα­λή­γει σε απελπισία:

ΠΟΛΙΣ

Είπες· «Θα πάγω σ’ άλλη γή, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρε­θεί καλ­λί­τε­ρη από αυτή.
Κάθε προ­σπά­θειά μου μια κατα­δί­κη είναι γραφτή·
κ’ είν’ η καρ­διά μου ― σαν νεκρός ― θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρα­σμόν αυτόν θα μένει.
Όπου το μάτι μου γυρί­σω, όπου κι αν δω
ερεί­πια μαύ­ρα της ζωής μου βλέ­πω εδώ,
που τόσα χρό­νια πέρα­σα και ρήμα­ξα και χάλασα.»

Και­νού­ριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακο­λου­θεί. Στους δρό­μους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γει­το­νιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπί­τια αυτά θ’ ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθά­νεις. Για τα αλλού ― μη ελπίζεις ―
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμα­ξες εδώ
στην κώχη τού­τη την μικρή, σ’ όλην την γή την χάλασες.

Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ

Ο Βάρ­να­λης «απα­ντά» με το ποί­η­μα «Ελευ­θε­ρί­ης φάος ιρόν…» το 1968. Στην απελ­πι­σία του Καβά­φη («δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό») αντι­πα­ρα­θέ­τει την «αλλα­γή πορεί­ας»: «Να αλλά­ξεις δρόμο»!

ΕΛΕΥΘΕΡΙΗΣ ΦΑΟΣ ΙΡΟΝ…
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό
ΚΑΒΑΦΗΣ

Χαρι­σμέ­νο του σοφού μου φίλου Γ. Σαββίδη

— Πια δεν μπο­ρώ! Θα φύγω φτερωτός
στον «ελεύ­θε­ρον κόσμο του φωτός»!
Όχι Άφρι­κα κι Ασία! Καθημερνά
φωτιά κι ατσά­λι ο Αθά­να­τος κερνά.

Θα γεν­νη­θώ ξανά, όπως θέλω, κι όσο
μπο­ρώ και θέλω εγώ θα μεγαλώσω!
(Ιδού στά­διον δόξης σου λαμπρόν,
αθά­να­τη λεξού­λα του Καμπρόν!)

— Αν απ’ εδώ σ’ αφή­σουν κι αν εκεί
σε δεχτού­νε, θ’ αλλά­ξεις φυλακή.
Ανά­σα που­θε­νά του δουλευτή
που προ­σκυ­νά, ο φτω­χός, να βολευτεί!

Χιλιά­δες μίλια πέρα, αιώ­νες πίσω,
φτη­νά το κρέ­ας που­λιέ­ται τ’ ανθρωπίσο!
Ξέν’ οι λαοί στον τόπο τους και δούλοι,
χωρίς πατρί­δα, πάντα «οχτροί και μούλοι»!

Όπου να πας, ξένος και δού­λος, κι όπου
στα­θείς, θα χάνεις κάθε αξία τ’ ανθρώπου.
Αλλού να γεν­νη­θείς κι αλλού να πας,
παντού θα σε χτυ­πούν, αν δε χτυπάς!

Που­θε­νά δε θα μεί­νεις. Κάθε λίγο
θα παίρ­νεις το δισά­κι σου: «Θα φύγω!»
Οι αλυ­σί­δες σου στο ’να το σακί,
στ’ άλλο ο τάφος σου — κι ώρα σου κακή!

Τί τα θέλεις φτε­ρά και πλοία κι οδό;
Ο «ελεύ­θε­ρός σου κόσμος» είν’ εδώ,
κόσμος θανά­του, απά­της και φαλλού!
Όλα τα ’χεις, για­τί να πας αλλού;
(ψιθυ­ρι­στά)
Αν ζητάς ανθρω­πιά και δίκιο νόμο,
δεν είν’ εκεί που πας. Ν’ αλλά­ξεις δρόμο!

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ (Νοέμ­βρης 1968)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο