Γράφει ο Αλέκος Χατζηκώστας //
Το 1925, οι σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας ήταν τεταμένες και σε κανέναν στημένο δεν έδειχναν να βελτιώνονται. Έφτανε μια ασήμαντη αφορμή ώστε να οδηγηθούν σε σύρραξη. Και αυτό το ασήμαντο επεισόδιο έγινε στις 18 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, με αφορμή έναν σκύλο. Ή σύμφωνα με άλλες πηγές, με αφορμή την… πρέφα…
Η επικρατέστερη εκδοχή λοιπόν την σύρραξης που ακολούθησε και κράτησε για μια εβδομάδα, ήταν πως ο σκύλος ενός Έλληνα στρατιώτη που υπηρετούσε στο φυλάκιο του Δεμίρ Καπού μπήκε στο έδαφος της Βουλγαρίας και ο στρατιώτης τον ακολούθησε, περνώντας την συνοριακή γραμμή. Με το που πέρασε, ένας Βούλγαρος σκοπός τον πυροβόλησε και ο στρατιώτης έπεσε νεκρός.
Το Επεισόδιο του Πετριτσίου , γνωστό και ως Επεισόδιο Δεμίρ Καπού, ήταν μεθοριακό επεισόδιο στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, βόρεια των Ανω Πορόϊων, Συγκεκριμένα, οι Έλληνες στρατιώτες του φυλακίου, δέχτηκαν αιφνίδια πυρά από τους άνδρες του γειτονικού βουλγαρικού φυλακίου, από απόσταση 40 μέτρων περίπου, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν δύο από αυτούς. Ανταποδίδοντας τα πυρά, οι Έλληνες σκότωσαν τρεις Βούλγαρος στρατιώτες. Ακούγοντας τους πυροβολισμούς, ο διοικητής του Λόχου Προκαλύψεως στον οποίο ανήκε το φυλάκιο, Λοχαγός Πεζικού Χ. Βασιλειάδης, από τα Άνω Πορόια, που ήταν η έδρα του, κρατώντας λευκή σημαία, κινήθηκε προς το βουλγαρικό φυλάκιο. Δέχθηκε όμως καταιγισμό πυρών και σκοτώθηκε ακαριαία. Το περιστατικό, έγινε γύρω στις 14.00 της για το πώς ξεκίνησε, η εκδοχή, που είναι η επικρατέστερη στις ξένες πηγές, το επεισόδιο προκλήθηκε, όταν ο σκύλος ενός Έλληνα στρατιώτη μπήκε στο βουλγαρικό έδαφος, ο στρατιώτης προσπάθησε να τον φέρει πίσω στο ελληνικό, με αποτέλεσμα να δεχτεί τα βουλγαρικά πυρά και να σκοτωθεί. Γι’ αυτό τον λόγο το λεγόμενο “Επεισόδιο του Πετριτσίου”, αναφέρεται συχνότερα διεθνώς ως The War of Stray Dog, δηλαδή “Ο Πόλεμος του αδέσποτου (περιπλανώμενου) σκύλου” παρά ως The Incident at Petrich,δηλ. το επεισόδιο (συμβάν) στο Πετρίτσι.
Για το πώς ξεκίνησε το περιστατικό αναφέρει η επίσημη έκθεση του επιτελάρχη Σαρρηγιάννη (ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 21/10): «Την 19η Οκτωβρίου και περί ώραν 14η έναντι του ημετέρου φυλακίου υπ’ αριθμόν 69 της περιοχής Δεμίρ Καπού, οι Βούλγαροι σκοποί ήρχισαν πυροβολούντες κατά του Ελληνικού φυλακίου και εφόνευσαν με τους πυροβολισμούς των τον Ελληνα σκοπόν. Επιεδή οι ημέτεροι ανταπήντησαν βλέποντες πίπτονται τον στρατιώτην η συμπλοκή επεξετάθη. Επηκολούθησε επίθεσις των Βουλγάρων γενική εφ’ όλης της γραμμής και των φυλακίων 69 και 67. Ο λοχαγός Διοικητής του λόχου προκαλύψεως έσπευσε αμέσως και διέταξε να παύση το πυρ, δια να επιτύχη συνενόησιν. Πράγματι εκ μέρους των ημετέρων έπαυσε το πυρ. Αλλ’ όταν εξήλθε και κρατών λευκήν σημαίαν οι Βούλγαροι ήνοιξαν πυρ κατ’ αυτού και τον εφόνευσαν.
Ενοείται το πυρ μετά τον φόνον του αξιωματικού επανήρχισε και εξακολούθησε μέχρι εσπάρας καθ’ ην οι Βούλγαροι συγκεντρώσαντες δυνάμεις υπολογεισθήσας εις πλήρες τάγμα μετά πολυβόλων και οπλοπολυβόλων επετέθησαν καταλαβόντες την κορυφογραμμήν ως και δεσπόζοντα υψώματα επί του Ελληνικού εδάφους, τα οποία παρείχον πλεονεκτική θέσιν εις Βοτυγάρους απέναντι ημών. Το φυλάκιον 69 μάλιστα κατελήφθη ολοσχερώς υπό του Βουλγαρικού τάγματος. Την νύχτα της 19 προς την 20 τα ημέτερα φυλάκια ενισχύθηκαν και κατόρθωσαν να κρατήσουν πλην του φυλακίου 69 κατά του οποίου είχεν στραφή η κυρία προσπάθεια του Βουλγαρικού τάγματος και τας θέσεις των. Και σήμερον ακόμη τα Βουλγαρικά τμήματα ευρίσκονται επί του Ελληνικού εδάφους ως διεπίστωσεν η γενομένη αναγνώρισις.
Εκ των ανωτέρω εκτεθέντων εξάγεται, ότι πρώτοι ήρχισαν το πυρ οι Βούλγαροι άνευ προκλήσεως και όλως αιφνιδίως και αναιτίως, κατόπιν επιμελούς προπαρασκευής και συγκεντρώσεως δυνάμεων πολύ δυσαναλόγων προς τας συνοριακάς φρουράς. Ότι εχρησιμοποίησαν πολυβόλα και οπλοπολυβόλα προδίδοντα πασιφανώς συγκεκροτημένας μονάδας τακτικούς στρατού. Ότι οι ημέτεροι έπαυσαν το πυρ, ο δε λοχαγός του λόχου προκαλήψεως μετέβη φέρων λευκήν σημαίαν ακριβώς δια να συνεννοηθή, οι δε Βούλγαροι όχι μόνον δεν έπαυσαν το πυρ, αλλά και εφόνευσαν τον επιθυμήσνατα συνεννόησιν αξιωματικόν. Ότι χάρις εις την γενναιότητα των ημετέρων φρουρών δεν επραγματοποιήσαν αι προθέσεις των Βουλγάρων. Ότι το επιτεθέν βουλγαρικόν τάγμα παρηκολούθουν και πολιτοφύλακες οπλισμένοι. Και εκλογή μάλιστα του σημείου της επιθέσεως πλησίον του εγγυτέρου σημείου της γραμμής Θεσσαλονίκης – Δεμίρ Ισάρ συνηγορεί υπέρ της εκδοχής, ότι η συμπλοκή έγινε δια να διευκολυνθεί η είσοδος κομιτατζίδων εις το ελληνικόν έδαφος».
Λαμβάνοντας γνώση του όλου συμβάντος ο διοικητής του τάγματος προκαλύψεως αντισυνταγματάρχης Α. Σέργιος έθεσε σε συναγερμό όλα τα παρακείμενα φυλάκια. Τις απογευματινές ώρες το υπό τον υποστράτηγο Ν. Ζαφειρίου Γ΄ Σώμα Στρατού (Θεσσαλονίκη) και το Δ΄ Σώμα Στρατού (Καβάλα), καθώς και η υπό τον συν/ρχη ΠΒ Παπαϊωάννου 6η Μεραρχία (Σέρρες), ήταν ήδη ενήμερες, έχοντας τεθεί σε ετοιμότητα απώθησης πιθανής βουλγαρικής προσβολής, ενημερώνοντας σχετικά τον τότε αρχηγό του ΓΕΣ υποστράτηγο Π. Σαρρηγιάννη, ο οποίος με τη σειρά του έσπευσε και ενημέρωσε τον πρωθυπουργό και υπουργό Στρατιωτικών Θ. Πάγκαλο
Η Ελληνική αντίδραση
Τις μεσημβρινές ώρες της μεθεπομένης του επεισοδίου (21 Οκτωβρίου), ο Έλληνας επιτετραμμένος στη Σόφια επέδωσε στη Βουλγαρική κυβέρνηση ελληνική , η οποία προτάσσοντας το ιστορικό του επεισοδίου κατέληγε επιτακτικά στην άμεση ικανοποίηση τριών όρων:
Την έκφραση λύπης και συγνώμης εκ μέρους της Βουλγαρίας για τη γενόμενη προσβολή.
Την καταβολή αποζημίωσης δύο εκατομμυρίων γαλλικών φράγκων (έξι εκατομμυρίων δραχμών) στις οικογένειες των φονευθέντων.
Την παραδειγματική τιμωρία του αξιωματικού εκείνου που διέταξε την προσβολή του ελληνικού φυλακίου.
Παράλληλα με τα παραπάνω μετά από ευρεία σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα υπό την προεδρία του Πάγκαλου, όπου συμμετείχε και ο υπουργός Συγκοινωνιών Ι. Γρηγοράκης, διατάχθηκε η διακοπή της σιδηροδρομικής συγκοινωνίας με την Βουλγαρία και η προετοιμασία στρατιωτικών μονάδων για μεταφορά και προέλαση εντός του βουλγαρικού εδάφους[. Τις εσπερινές ώρες η ελληνική κυβέρνηση έλαβε τηλεγράφημα της ελληνικής πρεσβείας της Σόφιας, δια του οποίου ο υπουργός Εξωτερικών της Βουλγαρίας Κάλφωτ προέβαλε τη διευθέτηση του ζητήματος με σύσταση μικτής επιτροπής για την εξεύρεση των πρωταιτίων και τον καταλογισμό ευθυνών, το οποίο τηλεγράφημα φέρεται τελικά από ελληνικής πλευράς να αγνοήθηκε.
Εισβολή στο βουλγαρικό έδαφος
Πραγματικά, το πρωί της 22ας Οκτωβρίου 1925, ελληνικές δυνάμεις μπήκαν στο βουλγαρικό έδαφος και κατέλαβαν το Πετρίτσι, το Λεβάνοβο και το Πέτσοβο. Η προέλαση έγινε σε μέτωπο 30 χλμ. σε βάθος ως και 10 χλμ. και η κατεύθυνση των Ελλήνων ήταν προς Κρέσνα και Τζουμαγιά.
Στις 22 Οκτωβρίου βρήκε σε εξέλιξη ελληνική στρατιωτική επιχείρηση μέσα στο βουλγαρικό εδάφος, όπου δύο στρατιωτικές φάλαγγες δύναμης ενός συντάγματος η κάθε μία και ενισχυμένες με στοιχεία πυροβολικού, κινούμενες παράλληλα μεταξύ τους, ακολουθούσαν βορειοδυτική κατεύθυνση σε βάθος 10 χλμ. από τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα με αντικειμενικό σκοπό (όπως έγινε αργότερα γνωστό) αφενός την περικύκλωση του βουλγαρικού μεθοριακού τάγματος προκάλυψης και αφετέρου την κατάληψη επίκαιρων υψωμάτων περί την κωμόπολη του Πετριτσίου. Βέβαια η όλη επιχείρηση που σχεδιάστηκε και οργανώθηκε από το Γ΄ Σώμα Στρατού (Θεσσαλονίκης) πραγματοποιήθηκε γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι στην εν λόγω περιοχή δεν υπήρχε αξιόλογος βουλγαρικός στρατιωτικός σχηματισμός και συνεπώς δεν θα προβαλλόταν ουσιαστική αντίσταση.
Συγκεκριμένα η δεξιά φάλαγγα υπό τον συνταγματάρχη Θεόφιλο Βουτσινά έχοντας προελάσει 25 χλμ. εντός του βουλγαρικού εδάφους, περί το μεσημέρι κατέλαβε τα επίκαιρα υψώματα ανατολικά του Πετριτσίου και στη συνέχεια, αφού ορίσθηκαν προφυλακές, στάλθηκαν ανιχνευτικές περίπολοι στα γύρω χωριά. Η ανιχνευτική περίπολος που μπήκε στο Πετρίτσι ήρθε αντιμέτωπη με μια διλοχία, που μόλις είχε φθάσει στο σιδηροδρομικό σταθμό για την ενίσχυση του βουλγαρικού τάγματος προκάλυψης. Ακολούθησε σθεναρή μάχη με κανονιοβολισμό των βουλγαρικών θέσεων, γεγονός που ανάγκασε τη διλοχία να τραπεί σε φυγή. Από την εν λόγω μάχη οι ελληνικές απώλειες ήταν 5 νεκροί (1 αξιωματικός και 4 οπλίτες, μεταξύ των οποίων ο σαλπιγκτής της περιπόλου) και 9 τραυματίες (1 αξιωματικός και 8 οπλίτες). Παράλληλα το βουλγαρικό τάγμα προκάλυψης προκειμένου ν΄ αποφύγει περικύκλωση από την υπό τον συν/ρχη Παπαϊωάννου έτερη φάλαγγα, υποχώρησε βορειοδυτικότερα στο εσωτερικό του βουλγαρικού εδάφους. Ομοίως η βουλγαρική ομάδα που είχε καταλάβει το ελληνικό φυλάκιο τράπηκε σε φυγή. Όταν έγιναν τούτα γνωστά στην Αθήνα, δόθηκε εντολή από τον Θ. Πάγκαλο προς τις δύο φάλαγγες να σταματήσουν την προέλαση και να παραμείνουν στη θέση τους αναμένοντας διαταγές.
Η αντίδραση της Βουλγαρίας
Η παραπάνω ελληνική προέλαση βουλγαρικού εδάφους, πριν ακόμα εξακριβωθούν τα πραγματικά αίτια του επεισοδίου, ήταν επόμενο να προκαλέσει αρχικά την έκπληξη της βουλγαρικής κυβέρνησης. Μόλις ενημερώθηκε σχετικά ο Βασιλεύς Βόρις Γ΄ κάλεσε τον πρωθυπουργό για τη διευθέτηση του ζητήματος δια της διπλωματικής οδού και μόνο, εφιστώντας την προσοχή του υπουργού των Εξωτερικών, πρώην συνταγματάρχη, Χρίστο Βολκόφ για αποκλεισμό προς το παρόν οποιασδήποτε στρατιωτικής αντιπαράθεσης.
Ακολούθησε πολύωρο υπουργικό συμβούλιο, το οποίο υιοθετώντας την άποψη του βασιλιά αποφάσισε την μεσολάβηση της Ρουμανίας, όπου ο Τσακόφ τηλεγραφώντας στον Ρουμάνο υπουργό Εξωτερικών Δούκα, ζήτησε επίσημα την μεσολάβησή του στην Αθήνα για συγκρότηση μικτής ανακριτικής επιτροπής.
Ταυτόχρονα προσφεύγει στην Κοινωνία των Εθνών. Η τηλεγραφική προσφυγή της Βουλγαρίας στην ΚτΕ, με ημερομηνία 22 Οκτωβρίου 1925 (βραδυνές ώρες), ανέφερε τα ακόλουθα:
«Την 19ην τρέχοντος, περί την 5ην μ.μ. ώραν, εις Έλλην στρατιώτης διέβη τα μεθόρια και επυροβόλησε κατά του Βουλγάρου σκοπού, εν Δεμίρ Καπού επί του όρους Μπελασίτσα. Ο Βούλγαρος σκοπός απήντησε και εφόνευσε τον επιτιθέντα, όστις έπεσεν επί του βουλγαρικού εδάφους, μεθ΄ο ελληνικόν απόσπασμα υπό τας διαταγάς του διοικητού του οικείου μεθοριακού σταθμού προήλασεν εις το βουλγαρικόν έδαφος, όπως παραλάβη το σώμα του Έλληνος στρατιώτου. Οι άνδρες του βουλγαρικού φυλακίου αντέστησαν κατά της ενεργείας ταύτης γενομένης προ των συνήθων διαπιστώσεων όπου και ήρχισε τυφεκιοβολισμός εκατέρωθεν διαρκέσας μέχρι της εσπέρας της 20ης τρέχοντος. Ευθύς ως η Βουλγαρική Κυβέρνησις έλαβε γνώσιν του επεισοδίου, ανέθεσεν εις την εν Αθήναις βουλγαρικήν πρεσβείαν να προτείνη εις την Ελλάδαν τον διορισμόν μικτής επιτροπής προς καθορισμόν των ευθυνών. Η αυτή πρότασις επανελήφθη τρις, δια της εν Σόφια ελληνικής πρεσβείας. Πριν ή δώση απάντησιν εις την πρότασιν ημών, η ελληνική κυβέρνησις έδωκεν εις τα ελληνικά στρατεύματα διαταγάς να προχωρήσουν εις το βουλγαρικόν έδαφος. Η διαταγή εξετελέσθη υπό πολυαρίθμων στρατιωτικών αποσπασμάτων υποστηριζομένων υπό πυροβολικού, άτινα ήρχισαν την πορείαν αυτών εντός της ημέρας της 21ης όπου και εισέδυσαν ήδη εις βάθος 8 χλμ. Η βουλγαρική κυβέρνησις έδωκε διαταγήν εις τους μεθοριακούς σταθμούς να μη αντιστώσι ενόπλως εις την εισβολήν ταύτην. ούτω δε τα ελληνικά στρατεύματα ηδυνήθηκαν να καταλάβουν διαφόρους βουλγαρικούς σταθμούς εν τη κοιλάδι του Στρυμώνος. Η προέλασις αυτών εξακολουθεί, το δε ελληνικόν πυροβολικόν έρριψε πολλάς οβίδας επί της πόλεως Πετριτσίου και του σιδηροδρομικού σταθμού Μαρνοπόλε, επί της γραμμής Ραδομίρ — Πετριτσίου. Ελληνικόν αεροπλάνον έρριψε την πρωίαν ταύτης της σήμερον πολλάς βόμβας επί της γεφύρας παρά το χωρίον Λιβούνοβον. Πέντε Βούλγαροι στρατιώται επληγώθησαν.
Διαμαρτυρομένη εντονότατα εναντίον της καταφώρου ταύτης εισβολής εις το έδαφος χώρας εκδήλως αφωπλισμένης υπό στρατού, χώρας η οποία είναι μέλος της Κοινωνίας των Εθνών και παραβαίνει τας στοιχειώδεις αυτής υποχρεώσεις, δυνάμει του 10ου και 11ου άρθρου του Συμφώνου της ΚτΕ, η βουλγαρική κυβέρνησις παρακαλεί υμάς να συγκαλέσητε επειγόντως το Συμβούλιον όπως λάβητε τα επιβαλλόμενα μέτρα. Πεπεισμένη δε ότι το Συμβούλιον θα εκτελέση το καθήκον του, η βουλγαρική κυβέρνησις διατηρεί την εις τα βουλγαρικά στρατεύματα δοθείσαν διαταγήν να μη αντιτάξωσιν αντίστασην τινά κατά του επιδραμόντος εις το εθνικόν έδαφος.»
Απόφαση Συμβουλίου — ΚτΕ
Μετά το επεισόδιο η Ελλάδα αξίωσε από τη Βουλγαρία ηθική και υλική αποζημίωση. Η Βουλγαρία απέρριψε το ελληνικό διάβημα και προσέφυγε στην Κοινωνία των Εθνών, η οποία ζήτησε άμεση κατάπαυση των εχθροπραξιών και αποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων από το βουλγαρικό έδαφος. Οι Βούλγαροι βρήκαν ευκαιρία να βγουν από την απομόνωση στην οποία είχαν περιέλθει μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ η διεθνής κοινότητα έβλεπε τον Θ. Πάγκαλο ως ένα ανεύθυνο και επικίνδυνο ηγέτη. Παρά τις συμβουλές διπλωματών (Αγνίδης, Δενδραμής κ.ά.) για απόσυρση των ελληνικών στρατευμάτων από το βουλγαρικό έδαφος και προσφυγή στην Κ.Τ.Ε. λόγω των δολοφονιών του αξιωματικού και των οπλιτών, η ελληνική κυβέρνηση επέμενε στη στάση της. Ούτε η παρέμβαση της βρετανικής διπλωματίας άλλαξε κάτι.
Ο επικεφαλής του Φόρεϊν Όφις ‚σερ Όστιν Τσάμπερλεν (Sir Austin Champerlain) πήγε αυτοπροσώπως στη Γενεύη (έδρα της Κ.Τ.Ε.) όπου στις 26 Οκτωβρίου συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση το Συμβούλιο του Οργανισμού υπό την προεδρία του A. Briand.
Αποφασίστηκε η εκκένωση των ξένων εδαφών από στρατεύματα των δύο χωρών και η απόσυρσή τους στα εθνικά εδάφη τους. Οι δυο χώρες συμμορφώθηκαν άμεσα. Συγκροτήθηκε πενταμελής επιτροπή, υπό την προεδρία του Βρετανού διπλωμάτη Rumbold. Η απόφαση της επιτροπής ήταν καταδικαστική για την Ελλάδα που κλήθηκε να πληρώσει αποζημίωση στη Βουλγαρία.
Το αιτιολογικό της απόφασης είχε να κάνει με την εισβολή στο βουλγαρικό έδαφος και των ανθρωπίνων απωλειών από βουλγαρικής πλευράς. 11 νεκροί, από τους οποίους οι 5 πολίτες, κατά τον Δρα Ιωάννη Παπαφλωράτο (“Η Ιστορία του Ελληνικού Στρατού”, τόμος ΙΙ, σελ. 29), 50 σύμφωνα με άλλες πηγές 121 κατά τη βουλγαρική εκδοχή.
Οι Βούλγαροι ζήτησαν 79.000 λίρες, τους επιδικάστηκαν όμως μόνο 16.000. Δεν έγινε δεκτός κανένας συμψηφισμός με τις βουλγαρικές επανορθώσεις από τον Α. Παγκόσμιο Πόλεμο. Χρήματα καταβλήθηκαν στην ελληνική πλευρά μόνο για τον Λοχαγό Χ. Βασιλειάδη που δολοφονήθηκε.
Η ΚτΕ υποχρέωσε την Ελλάδα να πληρώσει 30 εκατομμύρια λέβα ως αποζημίωση και τη Βουλγαρία να αποζημιώσει την οικογένεια ενός Έλληνα αξιωματικού που είχε δολοφονηθεί. Επίσης εισηγήθηκε την λήψη μέτρων για την αποφυγή παρόμοιων επεισοδίων, μεταξύ των οποίων την τοποθέτηση ξένων παρατηρητών. Ο Πάγκαλος στα απομνημονεύματά του ισχυρίζεται ότι μετά από αυτό το “ράπισμα” οι βουλγαρικές επιδρομές σταμάτησαν και υπήρξε ασφάλεια στην ελληνοβουλγαρική μεθόριο επί δεκαπενταετία. Πράγματι τα επεισόδια ελαττώθηκαν και η κρίση μεταξύ των δύο κρατών εκτονώθηκε. Η αποζημίωση καταβλήθκε από την Ελλάδα και οι Σουηδοί παρατηρητές αποχώρησαν στο τέλος του 1927. Οι συνολικές απώλειες του πολέμου ήταν περίπου 50 άτομα.
