Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο Βασίλης Ρώτας και η δραματουργία του για παιδιά και εφήβους[1]

Γρά­φει ο Θανά­σης Ν. Καραγιάννης

Από τις παρα­δο­σια­κές θεμα­τι­κές και ιδε­ο­λο­γι­κές από­πει­ρες (1927–1934) στη μετέ­πει­τα μετα­στρο­φή του (1943–1966)

Ο ποι­η­τής και πεζο­γρά­φος Βασί­λης Ρώτας έμει­νε ευρύ­τε­ρα γνω­στός, στην Ιστο­ρία, κυρί­ως ως δρα­μα­τουρ­γός και θεα­τράν­θρω­πος[2], αλλά και ως μετα­φρα­στής έργων της αρχαί­ας ελλη­νι­κής και ευρω­παϊ­κής δρα­μα­τουρ­γί­ας. Μετά­φρα­σε άπα­σα τη δρα­μα­τουρ­γία του Σαίξ­πηρ (1927–1977), και άλλα δέκα θεα­τρι­κά έργα: δύο του Αρι­στο­φά­νη και οκτώ Ευρω­παί­ων δρα­μα­τουρ­γών[3]. Η θεα­τρι­κή του παι­δεία και ενα­σχό­λη­ση με το θέα­τρο ξεκί­νη­σε από τα φοι­τη­τι­κά του χρό­νια, όταν το 1906 πήρε μέρος στον Παντε­λί­δειο δρα­μα­τι­κό δια­γω­νι­σμό με το πρω­τό­λειο θεα­τρι­κό έργο του «Τ’ απο­παί­δια της μοί­ρας»[4]. Το 1907 άρχι­σε η συμ­με­το­χή του στα θεα­τρι­κά δρώ­με­να της επο­χής ως ηθο­ποιός[5]. Το διά­στη­μα 1907–1910 σπού­δα­σε στη Δρα­μα­τι­κή Σχο­λή του «Ωδεί­ου Αθη­νών»[6], και παρα­κο­λού­θη­σε μαθή­μα­τα στη «Σχο­λή Καλη­σπέ­ρη», στο «Ωδείο Λόττ­νερ», όπου δίδα­σκαν οι: Κων. Χρη­στο­μά­νος, Ν. Λάσκα­ρης, Γρ. Ξενό­που­λος κ.ά. Επί­σης, στο διά­στη­μα 1908–1909 έπαι­ξε ως ηθο­ποιός στο θία­σο Θωμά Οικο­νό­μου. Το 1909 ο Κων. Χρη­στο­μά­νος τον σύστη­σε στο Σαγιώρ, ο οποί­ος του έδω­σε ένα ρόλο στο θία­σο Τ. Σαγιώρ – Μαρί­κας Κοτο­πού­λη, με τον οποίο έδι­ναν παρα­στά­σεις στην Αίγυ­πτο. Το 1910 εργά­στη­κε ως υπο­βο­λέ­ας στο θέα­τρο του Γκρέ­κα, στην Αθή­να. Την ίδια χρο­νιά μετά­φρα­σε το δρά­μα «Interieur» του Μαί­τερ­λινκ (Maiterlinck) και το διά­βα­σε σε συγκέ­ντρω­ση της «Φοι­τη­τι­κής Συντρο­φιάς». Ιδιαί­τε­ρα, στον Μεσο­πό­λε­μο, ανα­γνω­ρί­στη­κε ως κρι­τι­κός και θεω­ρη­τι­κός του θεά­τρου[7].

Rotas 2

 

Έκρι­να απα­ραί­τη­το, έστω και συνο­πτι­κά, ν’ ανα­φερ­θώ σε ορι­σμέ­να εργο-βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία του Βασί­λη Ρώτα, για να φανεί η δρα­στη­ριό­τη­τά του στο χώρο του θεά­τρου, καθώς και της συγ­γρα­φής του πρώ­του θεα­τρι­κού έργου του (1906) και της πρώ­της μετα­φρα­στι­κής του προ­σπά­θειας (1910).

Η εισή­γη­σή μου, αφο­ρά στη δρα­μα­τουρ­γία του για παι­διά και εφή­βους[8]. Εξε­τά­ζω την πορεία και εξέ­λι­ξή του, και την ιδε­ο­λο­γι­κή και θεμα­τι­κή μετα­στρο­φή του από τις επι­κρα­τού­σες παρα­δο­σια­κές από­ψεις του Μεσο­πο­λέ­μου, τις οποί­ες δεν ακο­λού­θη­σε, βέβαια, πιστά, στις κοι­νω­νι­κο-πολι­τι­κές κατευ­θύν­σεις της Αρι­στε­ράς στο θέα­τρο, κατά την Κατο­χή και τη Μετα­πο­λε­μι­κή περίοδο.

Ο Ρώτας έδει­ξε με τα γρα­πτά τεκ­μή­ρια που μας άφη­σε στον ημε­ρή­σιο και περιο­δι­κό τύπο, αλλά και σύμ­φω­να με τις γρα­πτές μαρ­τυ­ρί­ες που έχου­με από τρί­τους, ότι υπήρ­ξε ένα ασί­γα­στο ερευ­νη­τι­κό, δημο­κρα­τι­κό και λαϊ­κό πνεύ­μα. Η συνερ­γα­σία του με τον «Νου­μά», στις αρχές του 20ού αιώ­να, η συμ­με­το­χή του στο δημο­τι­κι­στι­κό κίνη­μα, η συνα­να­στρο­φή του με τους πρω­τερ­γά­τες και πρω­τα­γω­νι­στές των γλωσ­σι­κών και κοι­νω­νι­κών αγώ­νων της επο­χής [ο ίδιος ήταν από τους ιδρυ­τές του δημο­τι­κι­στι­κού σωμα­τεί­ου «Φοι­τη­τι­κή Συντρο­φιά» (1910)], τον έκα­ναν γνω­στό από τη νεα­ρά του ηλι­κία στο χώρο των γραμ­μά­των και του θεά­τρου ειδι­κό­τε­ρα. Αρχι­κά ανή­κε στον κύκλο του περ. «Ελλη­νι­κά Γράμ­μα­τα»[9], στο οποίο δημο­σί­ευε κεί­με­νά του κατά την πρώ­τη δεκα­ε­τία του Μεσο­πό­λε­μου και συνερ­γά­στη­κε στε­νά με τους Κωστή Μπα­στιά, Φώτο και Γεώρ­γιο Ν. Πολί­τη, Γιάν­νη Απο­στο­λά­κη, Κ.Θ. Δημα­ρά κ.ά. ιδε­α­λι­στές δια­νο­ού­με­νους, ιδιαί­τε­ρα στη στή­λη «Τα Γράμ­μα­τα και οι Τέχνες. Γύρω από τα Βιβλία». Την ίδια περί­ο­δο ο Ρώτας δημο­σί­ευε κεί­με­νά του στην εφ. «Βρα­δυ­νή» (1925–1928), στα περ. «Ελλη­νι­κά Γράμ­μα­τα» (1927–1928), «Ελλη­νι­κόν Θέα­τρον» (1927–1930) και «Τα Μου­σι­κά Χρο­νι­κά» (1930-).

Είναι βέβαιο ότι εκεί­νη την επο­χή δεν ήταν αρι­στε­ρός, παρά τις λαν­θα­σμέ­νες ανα­φο­ρές κρι­τι­κών και μελε­τη­τών μετα­γε­νέ­στε­ρων επο­χών. Αυτό, του­λά­χι­στον, μαρ­τυ­ρούν τα δημο­σιευ­μέ­να κεί­με­νά του και τεκ­μη­ριω­μέ­νες κρί­σεις ιστο­ρι­κών[10]. Οι δρα­στη­ριό­τη­τές του στο στρα­τό για 15, περί­που, χρό­νια φανε­ρώ­νουν δημο­κρα­τι­κό ήθος και συμπε­ρι­φο­ρά, οι πνευ­μα­τι­κές δρα­στη­ριό­τη­τές του το ίδιο, καθώς και η πρω­το­βου­λία του να ιδρύ­σει στο Παγκρά­τι, προ­ά­στιο της Αθή­νας, τότε, το πρώ­το στη χώρα μας λαϊ­κό θέα­τρο: το «Λαϊ­κό Θέα­τρο Αθη­νών» (1930–1938). Ο Ρώτας, αρχι­κά, κινή­θη­κε σε ιδε­α­λι­στι­κά και αστι­κά πλαί­σια, χωρίς συγκρού­σεις σε πολι­τι­κό επί­πε­δο. Κάτι που επι­χεί­ρη­σε μετα­πο­λε­μι­κά, με σαφή ταξι­κό, αντι­ι­μπε­ρια­λι­στι­κό και επα­να­στα­τι­κό τρό­πο, ιδιαί­τε­ρα στην ποί­η­σή του και ενμέ­ρει στο δρα­μα­τουρ­γι­κό έργο του. Το έργο αυτό κινή­θη­κε θεμα­το­λο­γι­κά και ιδε­ο­λο­γι­κά σε επί­πε­δο πατριω­τι­σμού, ανθρω­πι­στι­κών και κοι­νω­νι­κών αξιών, επη­ρε­α­σμέ­νος σαφώς από τον ιστο­ρι­κό υλι­σμό, την περιρ­ρέ­ου­σα ατμό­σφαι­ρα και τα μηνύ­μα­τα της Εθνι­κής Αντί­στα­σης και του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού Ελλά­δας, κατά τον Εμφύλιο.

Το πρώ­το θεα­τρι­κό έργο του για παι­διά ήταν το «Να ζη το Μεσο­λόγ­γι», γραμ­μέ­νο το 1927 και εκδο­μέ­νο το 1928. Ιστο­ρι­κό – πατριω­τι­κό μονό­πρα­κτο δρά­μα, σημα­ντι­κό έργο του σχο­λι­κού μας θεά­τρου, στο οποίο ο δρα­μα­τουρ­γός Ρώτας εστιά­ζει θεμα­το­λο­γι­κά και ιδε­ο­λο­γι­κά στην ηρω­ι­κή αντί­στα­ση, στο άφα­το ψυχι­κό σθέ­νος και στην αυτο­θυ­σία απλοϊ­κών ανώ­νυ­μων Μεσο­λογ­γι­τών αγω­νι­στών, κατά τη διάρ­κεια της πολιορ­κί­ας του Μεσο­λογ­γί­ου. Η σκη­νι­κή από­δο­ση του έργου ήταν ευτυ­χής. Κατά κοι­νή ομο­λο­γία πρό­κει­ται για το πιο πολυ­παιγ­μέ­νο έργο της ελλη­νι­κής δρα­μα­τουρ­γί­ας για παι­διά. Παί­ζε­ται ακό­μη και σήμε­ρα σε διά­φο­ρα σχο­λεία. Η Ιστο­ρία του παι­δι­κού θεά­τρου δε δια­θέ­τει παρό­μοια περίπτωση.

Ο Ρώτας την ίδια, σχε­δόν, χρο­νι­κή στιγ­μή έγρα­ψε άλλες δύο δρα­μα­τι­κές σκη­νές, οι οποί­ες είχαν ως θέμα τους την Επα­νά­στα­ση του ’21: «Σε γνω­ρί­ζω από την κόψη» (1928) και «Νενι­κή­κα­μεν» (1930), ελά­χι­στα γνω­στά κεί­με­να, για τα οποία από την έρευ­να δεν προ­έ­κυ­ψε, ακό­μη γι’ αυτά, κάποια σκη­νι­κή δραστηριότητα.

Τα υπό­λοι­πα ρωταϊ­κά έργα του Μεσο­πό­λε­μου είναι τα εξής: το μονό­πρα­κτο θρη­σκευ­τι­κό δρά­μα «Ο Ιησούς δωδε­κα­ε­τής εν τω Ναώ» (1934), η μονό­πρα­κτη «κωμω­δία για σχο­λι­κές γιορ­τές» «Τα κορί­τσια επα­να­στα­τούν» (1934)[11], το μονό­πρα­κτο «χρι­στου­γεν­νιά­τι­κο σκη­νι­κό παι­χνί­δι» «Ο χορός των παι­χνι­διών» (1934), η μονό­πρα­κτη κωμω­δία «Οι μαξι­λα­ριές» (1934)[12], η επί­σης μονό­πρα­κτη κωμω­δία «Σπι­τί­σιο φαΐ» (1934), οι μονό­πρα­κτες κωμω­δί­ες («σκη­νι­κά παι­χνί­δια», κατά τον Ρώτα) «Ο Καρ­δού­λας δρα­γά­της» (1932) και «Ο Καρ­δού­λας και ο λύκος» (1932) και τέλος η μονό­πρα­κτη κωμω­δία «Αλε­πού και σκαν­τζό­χοι­ρος» (1933). Τα δύο τελευ­ταία είναι δρα­μα­τι­κές ανα­πλά­σεις μύθων.

Τα παρα­πά­νω ρωταϊ­κά έργα ασχο­λού­νται κυρί­ως με διά­φο­ρα θέμα­τα, που είναι δυνα­τό να προ­σεγ­γί­σουν τους μικρούς θεα­τές και να αγγί­ξουν τα ενδια­φέ­ρο­ντά τους. Ο Ρώτας πίστευε στην παι­δα­γω­γι­κή διά­στα­ση και λει­τουρ­γία του θεά­τρου για παι­διά και ενη­λί­κους. Έτσι, φρό­ντι­ζε στα κεί­με­νά του, και πρό­τει­νε στο σκη­νι­κό απο­τέ­λε­σμα να ισορ­ρο­πούν το αισθη­τι­κό, ψυχα­γω­γι­κό, κοι­νω­νι­κό και παι­δευ­τι­κό στοι­χείο. Με απλό τρό­πο – και όχι παι­δα­ριώ­δη, όπως επι­χεί­ρη­σαν άλλοι δρα­μα­τουρ­γοί της επο­χής, ωστό­σο σημα­ντι­κά και μη ονό­μα­τα (Αντι­γό­νη Μετα­ξά, Ευφρο­σύ­νη Λόντου – Δημη­τρα­κο­πού­λου, Γ. Πόγ­γη, Α.Ι. Ράλ­λη, Κ. Βελ­μύ­ρα, Γιού­λας Θεο­δω­ρί­δου, Κ. Κρο­ντη­ρά, Ν.Ι. Λάσκα­ρηΣτ. Σπε­ράν­τσα κ.ά.), προ­σπά­θη­σε και έδω­σε αξιό­λο­γα θεα­τρι­κά κεί­με­να στα παι­διά, με θέμα­τα από την ιστο­ρία, την Και­νή Δια­θή­κη, τον αστι­κό και αγρο­τι­κό χώρο, τους μύθους, τη λαο­γρα­φία. Ο Ρώτας, όμως, σεβά­στη­κε τον εξε­λισ­σό­με­νο άνθρω­πο, δεν υπο­τί­μη­σε τη νοη­μο­σύ­νη του, δεν του έδω­σε με τα κεί­με­νά του μετα­φυ­σι­κή τρο­φή ούτε διδα­κτι­κές παραι­νέ­σεις, με το συνη­θι­σμέ­νο για την επο­χή ύφος πατερ­να­λι­στι­κό, όπως βλέ­που­με σε τόσα και τόσα κεί­με­να του Μεσο­πό­λε­μου, δεν του μετέ­φε­ρε την υπο­κρι­τι­κή αντί­λη­ψη των σαλο­νιών της επο­χής, τις θεω­ρί­ες για «το καλό και υπά­κουο παι­δά­κι», θεω­ρί­ες που σκλά­βω­ναν την αυθορ­μη­σία, την ελευ­θε­ρία και τη σκα­ντα­λιά των παι­διών, που τα έκα­ναν δυστυ­χι­σμέ­να πλά­σμα­τα, να περι­μέ­νουν το ξύλο και την κάθε είδους τιμω­ρία του θεού, του γονιού, της τρο­φού ή του δασκά­λου τους. Τα σκη­νι­κά παι­χνί­δια του Ρώτα και οι κωμι­κές του σκη­νές είναι γεμά­τες με μπρίο, με δρά­ση, με χιού­μορ, με απρό­ο­πτες ξεκαρ­δι­στι­κές κατα­στά­σεις, ενώ παράλ­λη­λα προ­σφέ­ρουν έμμε­σα και αβί­α­στα κοι­νω­νι­κές ιδέ­ες και αξίες.

Στις αρχές του Β΄ Παγκό­σμιου πολέ­μου έγρα­ψε τη μονό­πρα­κτη θεα­τρι­κή σκη­νή «Πολε­μι­κό ξεπρο­βό­δι­σμα» (1940), δημο­σιευ­μέ­νη στην εφ. «Τα Πολε­μι­κά Παρα­σκή­νια» [13], της οποί­ας διευ­θυ­ντής[14] ήταν ο Ρώτας, κατά το χρο­νι­κό διά­στη­μα, που επι­στρα­τεύ­θη­κε και έφυ­γε για το μέτω­πο, ο ιδρυ­τής της Ν.Θ. Συναδινός.

 

Το σκη­νι­κό άλλα­ξε μέσα στην Κατο­χή και συνε­χί­στη­κε μετα­πο­λε­μι­κά με μια βαθ­μιαία εξε­λισ­σό­με­νη ιδε­ο­λο­γι­κή και θεμα­το­λο­γι­κή μετα­στρο­φή του δρα­μα­τουρ­γού Ρώτα, χωρίς όμως στε­γα­νά, απο­λυ­τό­τη­τα και φανα­τι­σμό. Σε ορι­σμέ­νες μάλι­στα περι­πτώ­σεις συνέ­χι­σε την πρό­τε­ρη πορεία του, όπως όταν έγρα­ψε το σπου­δαίο κωμι­κό παρα­μυ­θό­δρα­μα «Παρα­μύ­θι της Ανέ­μης», το 1948, με πολ­λά λαο­γρα­φι­κά, μυθο­λο­γι­κά κ.ά. παρα­μυ­θια­κά στοι­χεία. Τα ιστο­ρι­κά γεγο­νό­τα, κυρί­ως της Κατο­χής, συνε­τέ­λε­σαν κατα­λυ­τι­κά στο ιδε­ο­λο­γι­κό πέρα­σμα του Ρώτα στην Αρι­στε­ρά, όπως άλλω­στε συνέ­βη και με πολ­λούς άλλους δια­νο­ού­με­νους και καλ­λι­τέ­χνες στη χώρα μας. Η ιδε­ο­λο­γι­κή μετα­στρο­φή του Ρώτα, βέβαια, άρχι­σε στα­δια­κά από το 1936, οπό­τε αυτο­ε­ξό­ρι­στος στη Ζήρεια (Τρίκ­κα­λα Κοριν­θί­ας), λόγω της μετα­ξι­κής δικτα­το­ρί­ας, έγρα­ψε το κορυ­φαίο δρά­μα του για ενή­λι­κους «Ρήγας ο Βελε­στιν­λής», εμφα­νί­ζο­ντας στοι­χεία από στό­φα μεγά­λου δρα­μα­τουρ­γού. Ήδη, όμως, από το 1935 στά­θη­κε ευνοϊ­κά απέ­να­ντι στο ΚΚΕ, στο οποίο παρα­χώ­ρη­σε το θέα­τρό του στο Παγκρά­τι για προ­ε­κλο­γι­κή συγκέ­ντρω­ση. Από τότε άρχι­σε να τον παρα­κο­λου­θεί η Ασφάλεια.

Από το 1942 συνερ­γά­στη­κε με το ΕΑΜ και έθε­σε το χώρο της δρα­μα­τι­κής του σχο­λής «Θεα­τρι­κό Σπου­δα­στή­ριο» (Λέκ­κα 42, στην Αθή­να) για μυστι­κές συνα­ντή­σεις αντι­στα­σια­κών οργα­νώ­σε­ων του ΕΑΜ της Αθή­νας. Την άνοι­ξη του 1944 ανέ­βη­κε στα βου­νά της «Ελεύ­θε­ρης Ελλά­δας» («εκεί όπου η ελευ­θε­ρία είχε μέρος να πατή­σει», όπως ο ίδιος έλε­γε[15]) και τέθη­κε επι­κε­φα­λής θιά­σου του «Θεα­τρι­κού Ομί­λου ΕΠΟΝ Θεσ­σα­λί­ας», με τον οποίο έδω­σαν θεα­τρι­κές παρα­στά­σεις σε πολ­λά χωριά όλου του θεσ­σα­λι­κού κάμπου, αλλά και της ορει­νής Θεσ­σα­λί­ας, με τα έργα του «Να ζει το Μεσο­λόγ­γι» και «Ρήγας ο Βελε­στιν­λής», καθώς και με τα θεα­τρι­κά τού Γερά­σι­μου Σταύ­ρου: «Γερ­μα­νο­τσο­λιάς» και μια «Επι­θε­ώ­ρη­ση της Λαϊ­κής Δημο­κρα­τί­ας» (όπως την έλε­γε ο συγ­γρα­φέ­ας της), με τίτλο: «Χτες, σήμε­ρα, αύριο».

Μέσα στην Κατο­χή έγρα­ψε το μονό­πρα­κτο «είδος φάρ­σας» «Το Πιά­νο» («κομω­δία για κού­κλες», κατά τον Ρώτα), το οποίο εκδό­θη­κε το 1943. Ένα από τα καλύ­τε­ρα θεα­τρι­κά έργα του για παι­διά, το οποίο ευτύ­χη­σε να παρα­στα­θεί αρκε­τές φορές μέσα στην Κατο­χή, κάτω από τη μύτη των Γερ­μα­νών, ορι­σμέ­νες φορές μαζί με την άλλη σημα­ντι­κή κωμω­δία του για εφή­βους «Οι Γραμ­μα­τι­ζού­με­νοι» (1943).

Από το 1944 ο Ρώτας άρχι­σε να γρά­φει την εξαι­ρε­τι­κή τρα­γω­δία του για παι­διά και εφή­βους «Ελλη­νι­κά Νειά­τα», η οποία εκδό­θη­κε το 1946. Πρό­κει­ται για αξιό­λο­γο αντι­στα­σια­κό θεα­τρι­κό έργο, γραμ­μέ­νο στα πρό­τυ­πα της αρχαί­ας ελλη­νι­κής τρα­γω­δί­ας, με δάνεια υφο­λο­γι­κά στοι­χεία από το σαιξ­πη­ρι­κό δρά­μα, το ελλη­νι­κό λαϊ­κό θέα­τρο σκιών, τα δημο­τι­κά μας τρα­γού­δια κ.λπ. Κυρί­αρ­χος είναι ο λαϊ­κός λόγος και το λαϊ­κό πνεύ­μα, όπως άλλω­στε συμ­βαί­νει σε όλη τη ρωταϊ­κή δρα­μα­τουρ­γία και ενγέ­νει λογο­τε­χνι­κή του παρα­γω­γή. Οι χαρα­κτή­ρες του δρά­μα­τος προ­σφέ­ρουν πρό­τυ­πα συμπε­ρι­φο­ράς και στά­σεις ζωής αξιο­πρέ­πειας, ηρω­ι­σμού, αγώ­να και θυσί­ας για τη λευ­τε­ριά και την εθνι­κή ανε­ξαρ­τη­σία, ενώ κάποιοι άλλοι χαρα­κτή­ρες απο­τε­λούν μνη­μεία υπο­τέ­λειας, εθνι­κής μειο­δο­σί­ας, δοσι­λο­γι­σμού και απέ­χθειας. Για μια ακό­μη φορά ο Ρώτας (το έπρα­ξε πολ­λές φορές στο ποι­η­τι­κό έργο του[16]) δεί­χνει πόσο απα­ξιώ­νει τους προ­δό­τες της πατρί­δας μας, τους δοσί­λο­γους Γερ­μα­νο­τσο­λιά­δες – συνερ­γά­τες των Γερ­μα­νών και πόση σημα­σία δίνει στην αξιο­πρέ­πεια και αγω­νι­στι­κό­τη­τα για τα υψη­λά ιδα­νι­κά της λευ­τε­ριάς, της εθνι­κής ανε­ξαρ­τη­σί­ας, της λαϊ­κής δημο­κρα­τί­ας, για τα οποία αγω­νί­στη­κε η ΕΑΜι­κή Εθνι­κή μας Αντίσταση.

Επι­γραμ­μα­τι­κά ανα­φέ­ρω τα έργα του Ρώτα για εφή­βους: τη δρα­μα­τι­κή σκη­νή «Κιλε­λέρ» (1945) και την τρα­γω­δία «Προ­μη­θέ­ας ή Η κωμω­δία της αισιο­δο­ξί­ας» (1966), αλλά και τις ανέκ­δο­τες δρα­μα­τι­κές σκη­νές για παι­διά: «Η Κατο­χή» και «Μάνα».

Rotas 1

Εκεί­νο, όμως, που τον κάνει να ξεχω­ρί­ζει από άλλους δρα­μα­τουρ­γούς της μετα­πο­λε­μι­κής περιό­δου είναι η δημο­σί­ευ­ση, στις εφ. «Ρίζος της Δευ­τέ­ρας», «Αυγή» και στο περ. «Λαϊ­κός Λόγος», των υπέ­ρο­χων και απο­λαυ­στι­κών 49 κωμι­κών και σατι­ρι­κών θεα­τρι­κών σκη­νών του, οι οποί­ες κυκλο­φό­ρη­σαν αργό­τε­ρα σ’ ένα δίτο­μο με τον τίτλο «Καρα­γκιό­ζι­κα» (Ίκα­ρος 1956, 1978). Αυτές τις σκη­νές, με έντο­νο πολι­τι­κό, κοι­νω­νι­κό, ταξι­κό και αντι­ι­μπε­ρια­λι­στι­κό περιε­χό­με­νο – οι περισ­σό­τε­ρες κατάλ­λη­λες για παι­διά και εφή­βους – και όπου πρω­τα­γω­νι­στούν οι ήρω­ες του Ελλη­νι­κού Λαϊ­κού Θεά­τρου Σκιών, αλλά και άλλα πρό­σω­πα του κοι­νω­νι­κού και πολι­τι­κού γίγνε­σθαι εκεί­νης της επο­χής, ο Ρώτας προ­τεί­νει να μην παι­χτούν από φιγού­ρες στον μπερ­ντέ, αλλά από ηθο­ποιούς στο θεα­τρι­κό σανίδι.

Ο Καρα­γκιό­ζης του Ρώτα έχει σχέ­ση με την αρι­στο­φα­νι­κή θεα­τρι­κή φιλο­σο­φία και με την αισώ­πεια θυμο­σο­φία. Αυτο­σαρ­κά­ζε­ται, κρί­νει την εξου­σία και εκφρά­ζει με παρ­ρη­σία τη γνώ­μη του, σατι­ρί­ζει και ενί­ο­τε είναι αθυ­ρό­στο­μος και αυθά­δης. Έτσι πλη­ρώ­νει, συχνά, το τίμη­μα της αντι-εξου­σια­στι­κής ιδε­ο­λο­γί­ας του.

Θα τελειώ­σω, τη σύντο­μη αυτή περι­διά­βα­ση στη δρα­μα­τουρ­γία του Βασί­λη Ρώτα για παι­διά και εφή­βους, προ­σπα­θώ­ντας ν’ απο­δώ­σω τη μονό­πρα­κτη κωμω­δία του «Ο Πασάς μαθαί­νει τον Καρα­γκιό­ζη τι εστί πατρίς», από τα «Καρα­γκιό­ζι­κα»:

 

« Ο ΠΑΣΑΣ ΜΑΘΑΙΝΕΙ ΤΟΝ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ ΤΙ ΕΣΤΙ ΠΑΤΡΙΣ[17]

Πρό­σω­πα: Πασάς, Καρα­γκιό­ζης, Βεληγκέκας

ΠΑΣΑΣ: Σ’ εκά­λε­σα, Καρα­γκιό­ζη, να σου ομι­λή­σω δια την ιεράν υπο­χρέ­ω­σιν που έχο­μεν όλοι να υπε­ρα­σπί­ζο­μεν την πατρί­δα μας και να θυσιά­ζω­μεν ακό­μη και την ζωήν μας δια την σωτη­ρία, την προ­κο­πήν και το μεγα­λεί­ον της.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ωραία! Τι ωραία!

ΠΑΣΑΣ: Έχεις ιδέ­αν τι εστί πατρίς;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ε, καλά σαι!

ΠΑΣΑΣ: Για εξή­γη­σέ μου!

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ε, ντε τεχνο­λο­γία θες τώρα;

ΠΑΣΑΣ: Όχι, πες μου, να ιδώ κατά πόσον αντι­λαμ­βά­νε­σαι τι εστί πατρίς.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Να πατρίς είναι…

ΠΑΣΑΣ: Μπρά­βο, πες το! 

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Τόξε­ρα, αλλά να, τώρα το ξέχασα.

ΠΑΣΑΣ: Ας υπο­θέ­σω­μεν πως εγώ έρχο­μαι να σε πετά­ξω έξω απ’ το σπί­τι που κάθε­σαι να καθή­σω εγώ. Το θα κάμεις; 

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Χου, χου! Να καθή­σεις εσύ ο πασάς στη καλύ­βα τη δικιά μου;

ΠΑΣΑΣ: Ναι, τι θα κάμεις;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Χου, χου, δεν το λέω, ντρέπουμαι.

ΠΑΣΑΣ: Πέστο παι­δί μου, διό­τι ό,τι και να κάμεις δια να υπε­ρα­σπί­σεις το σπί­τι σου, είναι συγχωρημένον.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Άμα θάρ­θεις εσύ να με βγά­λεις απ’ το σπί­τι μου για να καθή­σεις εσύ…

ΠΑΣΑΣ: Ναι, το θα κάμεις;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Χου! Χου!

ΠΑΣΑΣ: Πέστο, μη ντρέπεσαι.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: …Κι εγώ θα πάω στο δικό σου το σπί­τι, στο σαράι να πούμε;…

ΠΑΣΑΣ: Όχι, βρε, εσύ θα μεί­νεις χωρίς σπί­τι, στον δρόμο!

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Και στο δικό μου το σπί­τι ποιος θα κάθεται;

ΠΑΣΑΣ: Εγώ!

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Αμδέ!

ΠΑΣΑΣ: Μπρά­βο, τι αμδέ;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Δεν κάθε­σαι εσύ ούτε τρεις στιγ­μές, για­τί απ’ την πρώ­τη στιγ­μή θα σε κάνου­νε οι ψύλ­λοι να πετα­χτείς όξω φωνά­ζο­ντας «πυρ­κα­γιά!»

ΠΑΣΑΣ: Αχ, ντιπ μπου­ντα­λάς, είσαι ζάβα­λη. Ας πού­με πως έρχε­ται ένας να σου πάρει το σπί­τι. Τι θα κάμεις;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ποιος θα ’ρθει να πάρει το δικό μου σπί­τι, πασά μου; Στρα­βο­μά­ρα θα ’χει να πάρει κανέ­να καλή­τε­ρο, από τα τόσα…

ΠΑΣΑΣ: Υπό­θε­σε, βρε, πως δεν υπάρ­χουν άλλα σπί­τια, πως είσαι στην ερημιά.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Στην ερη­μιά; Και τι θα τρώω;

ΠΑΣΑΣ: Υπό­θε­ση κάνου­με: Είσαι στην ερη­μιά κι αυτή η ερη­μιά είναι δική σου κι έρχε­ται ο άλλος να σε βγά­λει, για να μεί­νει αυτός. Τι θα κάμεις;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ποιος κάθε­ται στην ερη­μιά, πασά μου, και μάλι­στα να ’ρθει κι άλλος να τονε βγά­λει; Τι ’ναι η ερη­μιά, το σαράι σου να ’χει ούλα τα καλά;

ΠΑΣΑΣ: Λοι­πόν, έστω: Εγώ είμαι στον τόπο μου, στο σαράι μου, στην καλο­πέ­ρα­σή μου κι έρχε­ται ο άλλος και μου κάνει πόλε­μο να με βγά­λει εμέ­να, να με αιχ­μα­λω­τί­σει, να με σκο­τώ­σει και να πάρει αυτός να ’χει την περιου­σία μου και τις γυναί­κες μου και τ’ αγα­θά μου και τη δόξα μου! Ε, δεν πρέ­πει ν’ αντι­στα­θώ, να πολε­μή­σω, γι να δια­φε­ντέ­ψω το δίκηο μου;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Άκου λέει!

ΠΑΣΑΣ: Ε, αυτό είναι πατρίς.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ποιο;

ΠΑΣΑΣ: Να, ο τόπος εδώ μ’ όλα τα καλά του. Το κατά­λα­βες τώρα;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Πως, πως…

ΠΑΣΑΣ: Τι κατάλαβες;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Να, πως πατρίς είναι το σαράι σου, τα λεφτά σου, (οι γυναί­κες σου), η καλο­πέ­ρα­σή σου…

ΠΑΣΑΣ: Όχι μόνο η δική μου η καλο­πέ­ρα­ση, βρε, παρά κι η δική σου. Εδώ είμα­στε όλοι μαζί.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Μαζί είμα­στε, αμή χώρια τρώ­με. Εσύ έχεις τα καλά κι εμείς τα καλάμια.

ΠΑΣΑΣ: Έμα είσαι πολύ ζεβ­ζέ­κης και μπου­ντα­λάς. – Ε, Βελή! 

ΒΕΛΗΓΚΕΚΑΣ: (Μπαί­νει) Πωγιά, προ­στά­ζει εφέ­ντη μ’ !

ΠΑΣΑΣ: Πάρ’ τον τού­τον εδώ τον ανό­η­τον, να τον μάθεις τι εστί πατρίς.

ΒΕΛΗΓΚΕΚΑΣ: Γκελ μπουρ­ντά, πεζεβέγκ!

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: (Ενώ τον βγά­ζει έξω ο Βελη­γκέ­κας με τις κλω­τσιές) ωχ! ωχ! ωχ! Πατρίς είναι η φτώ­χεια, το ξύλο κι ο Παρ­θε­νώ­νας! ωχ!»

 

[1]. Δημο­σιεύ­τη­κε στον τόμο: Ινστι­τού­το Μεσο­γεια­κών Σπου­δών. Τμή­μα Φιλο­λο­γί­ας Πανε­πι­στη­μί­ου Κρή­της, Παρά­δο­ση και Εκσυγ­χρο­νι­σμός στο Νεο­ελ­λη­νι­κό Θέα­τρο. Από τις απαρ­χές ως τη μετα­πο­λε­μι­κή επο­χή, Πρα­κτι­κά του Γ΄ Πανελ­λη­νί­ου Θεα­τρο­λο­γι­κού Συνε­δρί­ου. Αφιε­ρω­μέ­νο στον Θόδω­ρο Χατζη­πα­ντα­ζή (Επι­μέ­λεια: Αντώ­νης Γλυ­τζου­ρής, Κων­στα­ντί­να Γεωρ­γιά­δη), Πανε­πι­στη­μια­κές Εκδό­σεις Κρή­της, σ. 81–87

[2]. Όμως έχει να παρου­σιά­σει ένα πολύ­πλευ­ρο και πολυ­σή­μα­ντο έργο στην ποί­η­ση, στην πεζο­γρα­φία και πιο ιδιαί­τε­ρα ένα πλού­σιο μετα­φρα­στι­κό έργο στην πεζο­γρα­φία (του Τολ­στόι, Άννα Καρέ­νι­να, 1924, του Μίλ­λερ, Θωμάς Έντι­σον, 1956), στη δοκι­μιο­γρα­φία (της Ρυς Νταί­βιντς, Βου­δι­σμός, 1931, του Βεντ, Ανα­ζη­τώ­ντας τον Αδάμ, 1957), στην Ιστο­ρία της Λογο­τε­χνί­ας (Τόμας – Λάλου, Ιστο­ρία της Αγγλι­κής Λογο­τε­χνί­ας, 1931) στην ποί­η­ση (όλα τα σονέ­τα και τα υπό­λοι­πα ποι­ή­μα­τα του Σαίξ­πηρ, παλιές σκω­τσέ­ζι­κες μπα­λά­ντες, ποι­ή­μα­τα του Μπά­υ­ρον και του Ουώλτ Ουί­τμαν, το: Έργα και Ημέ­ραι, 1998, του Ησί­ο­δου κ.λπ.)

[3]. Τον Δον Ζουάν, του Μολιέ­ρου, 1930, το: Μαρία Στού­αρτ, 1932 και το: Δον Κάρ­λος, 1934, του Σίλ­λερ, το: Ρόζα Μπερντ και το: Η Χανέ­λα πάει στον Παρά­δει­σο, του Χάου­πτμαν, 1955, τις Όρνι­θες, 1960 και την Ειρή­νη, 1964, του Αρι­στο­φά­νη, το: Ο Δήμαρ­χος, του Καλ­ντε­ρόν, 1965, το: Ο Δον Χιλ με το πρά­σι­νο παντε­λό­νι, του Τίρ­σο ντε Μολί­να, 1966, το: Ο εχθρός του λαού, του Ίψεν, 1968 και το: Ένας Όμη­ρος, του Μπή­αν, 1973.

[4]. Κυρια­κής Πετρά­κου, Τ’ απο­παί­δια της μοί­ρας (Ανά­τυ­πο από το Επι­στη­μο­νι­κό Δελ­τίο του Τμή­μα­τος Θεα­τρι­κών Σπου­δών Πανε­πι­στη­μί­ου Αθη­νών «Παρά­βα­σις»), Ergo, Αθή­να 2004, σ. 125–225.

[5]. Έπαι­ξε δίπλα στους Μαρί­κα Κοτο­πού­λη, Ελέ­νη Φυρστ, Ν. Μέγ­γου­λα, Ζάν­νο, Ανδρέα Σταματόπουλο.

[6]. Με καθη­γη­τές τον Άγγ. Βλά­χο και τον Θωμά Οικο­νό­μου, σκη­νο­θέ­τη του Βασι­λι­κού Θεάτρου.

[7]. Περισ­σό­τε­ρα στη διδα­κτο­ρι­κή δια­τρι­βή της Βαρ­βά­ρας Γεωρ­γο­πού­λου, Η θεα­τρι­κή κρι­τι­κή στην Αθή­να του Μεσο­πο­λέ­μου, και στο κεί­με­νό της «Ο Βασί­λης Ρώτας ως θεω­ρη­τι­κός και κρι­τι­κός του θεά­τρου στο Μεσο­πό­λε­μο», Μαν­δρα­γό­ρας, τχ. 38, 2008, σ. 96–99.

[8]. Βλ. Θανά­ση Καρα­γιάν­νη, Ο Βασί­λης Ρώτας και το έργο του για παι­διά και έφη­βους. Θέα­τρο – Ποί­η­ση – Πεζο­γρα­φία – «Κλασ­σι­κά εικο­νο­γρα­φη­μέ­να. Ερμη­νευ­τι­κές, θεμα­το­λο­γι­κές, ιδε­ο­λο­γι­κές, παι­δα­γω­γι­κές προ­σεγ­γί­σεις, Σύγ­χρο­νη Επο­χή, Αθή­να 2007, σ. 659.

[9]. Στις εκδό­σεις του περιο­δι­κού περι­λαμ­βά­νε­ται η πρώ­τη μετά­φρα­ση σαιξ­πη­ρι­κού έργου του Ρώτα, Όνει­ρο Καλο­και­ρι­νής Νυχτιάς (1928). Το περ. «Ελλη­νι­κά Γράμ­μα­τα» ήταν ένα μαχη­τι­κό περιο­δι­κό της δημο­τι­κής, το οποίο, όπως γρά­φει ο γιος του ιδρυ­τή του, Γιάν­νης Κ. Μπα­στιάς, «θα έθε­τε τον ιδε­α­λι­σμό, τον εθνι­σμό – και όχι τον εθνι­κι­στι­κό σωβι­νι­σμό – , την εθνι­κή κλη­ρο­νο­μιά και τον χρι­στια­νι­σμό ως αντί­βα­ρα στο μαρ­ξι­σμό.», βλ. Γιάν­νη Κ. Μπα­στιά, Κωστής Μπα­στιάς. Δημο­σιο­γρα­φία – Θέα­τρο – Λογο­τε­χνία, Καστα­νιώ­της, Αθή­να 2005, σ. 117.

[10]. Ο Γιάν­νης Κ. Μπα­στιάς γρά­φει: «Οι θέσεις του μετέ­πει­τα μαρ­ξι­στή Ρώτα ήταν τότε ταυ­τι­σμέ­νες με τις ιδέ­ες του Γιάν­νη Απο­στο­λά­κη και του Φώτου Πολί­τη, και ήταν από­λυ­τα φυσι­κό να συνερ­γά­ζε­ται στο αντι­κομ­μου­νι­στι­κό περιο­δι­κό του Μπα­στιά», βλ. Γιάν­νη Κ. Μπα­στιά, Κωστής Μπα­στιάς. […], ό.π., σ. 128.

[11]. Στην 2η έκδο­ση του 1952 ο τίτλος είναι: «Το ξύλο βγή­κε απ’ τον Παράδεισο».

[12]. Τα παρα­πά­νω τέσ­σε­ρα βιβλία του εκδό­θη­καν κατά πάσα πιθα­νό­τη­τα στο τέλος του 1933 ή στις αρχές του 1934, παίρ­νο­ντας ως βάσι­μη την πλη­ρο­φο­ρία που μας δίνει ο έγκρι­τος Ιστο­ρι­κός του Θεά­τρου, Γιάν­νης Σιδέ­ρης: «Η δεύ­τε­ρη εργα­σία του κ. Β. Ρώτα είναι τέσ­σε­ρα και­νούρ­για παι­δι­κά θεα­τρι­κά έργα, που τύπω­σε αυτές τις μέρες ο Δημη­τρά­κος κομ­ψά και με γού­στο, ένα δρά­μα “Ο Ιησούς δωδε­κα­ε­τής εν τω ναώ”, ένα χορό­δρα­μα, “ο χορός των παι­χνι­διών”, δυο κωμω­δί­ες, “οι μαξι­λα­ριές” και “τα κορί­τσια επα­να­στα­τούν” […]», βλ. Σήμε­ρα, τχ. 11–12 (Νοέμ. – Δεκ. 1933).

[13]. Στο φύλ­λο με αρ. 134, 7 Δεκ. 1940. Αυτή η σκη­νή ακού­στη­κε «απ’ το ραδιο­φω­νι­κό σταθ­μό της Αθή­νας την 1 Δεκεμ­βρί­ου 1940».

[14]. Ο Ρώτας διε­τέ­λε­σε διευ­θυ­ντής της από το φύλ­λο της 2ας Νοεμ. 1940 (αρ. 129) μέχρι και το φύλ­λο ενός Σαβ­βά­του του Φεβρ. 1941, οπό­τε ανα­λαμ­βά­νει και πάλι διευ­θυ­ντής ο Ν.Θ. Συνα­δι­νός, μετά την αφυ­πη­ρέ­τη­σή του.

[15]. Βλ. στο κεί­με­νό του: «Το θεα­τρι­κό σπου­δα­στή­ριο και το θέα­τρο στο βου­νό», Επι­θε­ώ­ρη­ση Τέχνης, αρ. 87–88, 1962, και τώρα: Βασί­λη Ρώτα, Θέα­τρο και γλώσ­σα (1925–1977), τόμος Α΄ , Επι­και­ρό­τη­τα, Αθή­να 1986, σ. 291.

[16]. Βλ. Θανά­ση Καρα­γιάν­νη, Ο Βασί­λης Ρώτας και το έργο του για παι­διά και έφη­βους, ό.π., σ. 293–491.

[17]. Βλ. Βασί­λη Ρώτα, Τα Καρα­γκιό­ζι­κα [Α΄], Επι­και­ρό­τη­τα, Αθή­να 2002, σ. 55–58.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο