Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο κομμουνιστής γιατρός Μανώλης Σιγανός

Σαν σήμε­ρα 8 Ιου­νί­ου πεθαί­νει ο για­τρός Μανώ­λης Σιγα­νός, παλαί­μα­χος αγω­νι­στής, καπε­τά­νιος της Β’ ταξιαρ­χί­ας του Α’ Σώμα­τος Στρα­τού του ΕΛΑΣ Αθή­νας και στέ­λε­χος του ΚΚΕ. Από τους πιο βασα­νι­σμέ­νους αγω­νι­στές της δικτα­το­ρί­ας, της κατο­χής και του εμφυλίου

Γεν­νή­θη­κε σε εύπο­ρη οικο­γέ­νεια, στη Κρι­τσά Λασι­θί­ου στην Κρή­τη. Μεγά­λω­σε στο Σκα­λά­νι Ηρα­κλεί­ου και τέλειω­σε το γυμνά­σιο στο Ηρά­κλειο. Τελειώ­νο­ντας τις ιατρι­κές του σπου­δές προς το τέλος της δεκα­ε­τί­ας του 1920, ο Μανώ­λης Σιγα­νός στρα­τευ­μέ­νος στις γραμ­μές του ΚΚΕ προ­σφέ­ρει, αμι­σθί τις ιατρι­κές του υπη­ρε­σί­ες στην Εργα­τι­κή Βοή­θεια και για την όλη  ανθρω­πι­στι­κή αγω­νι­στι­κή του δρα­στη­ριό­τη­τα διώ­κε­ται επα­νει­λημ­μέ­να, φυλα­κί­ζε­ται κι εξο­ρί­ζε­ται, (Ανά­φη, Αϊ-Στρά­της, Ακροναυπλία).

Στη διάρ­κεια της γερ­μα­νι­κής Κατο­χής, ο Μ. Σιγα­νός δρα­πε­τεύ­ει, μαζί με άλλους Ακρο­ναυ­πλιώ­τες από το σανα­τό­ριο Πέτρας του Ολύ­μπου, κατε­βαί­νο­ντας στην Αθή­να εντάσ­σε­ται ενερ­γά στο Εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κό Κίνη­μα, και παίρ­νει μέρος στην απε­λευ­θέ­ρω­ση των 62 κρα­τού­με­νων, από το σανα­τό­ριο της Σωτη­ρί­ας. Αργό­τε­ρα συλ­λαμ­βά­νε­ται  από τους Γερ­μα­νούς, βασα­νί­ζε­ται στην Μέρ­λιν και τελι­κά κατα­φέρ­νει να δρα­πε­τεύ­σει απ‘ το Γουδί.

Στην Κυβέρ­νη­ση Εθνι­κής Ενό­τη­τας μετέ­χει σαν γραμ­μα­τέ­ας στο Υπουρ­γείο Γεωρ­γί­ας. Παρα­βρί­σκε­ται στη συνά­ντη­ση με τον Τσόρ­τσιλ και το 1947 συνο­δεύ­ει τον Ζαχα­ριά­δη στην Πρά­γα. Από τους πιο δοκι­μα­σμέ­νους και έμπι­στους αγω­νι­στές. Σ’ αυτόν, τον Μανώ­λη Σιγα­νό, είχε ανα­θέ­σει τη φύλα­ξη του Ν. Ζαχα­ριά­δη το ΠΓ του ΚΚΕ.

Με το φού­ντω­μα του Εμφυ­λί­ου πολέ­μου ο Μανώ­λης Σιγα­νός, σαν υπεύ­θυ­νος του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού, κατε­βαί­νει στη Κρή­τη, όπου και συλ­λαμ­βά­νε­ται, στη περιο­χή της Ρεθύ­μνου, στις αρχές του  1949. Φυλα­κές Ιτζε­δίν (όπου παθαί­νει το πρώ­το έμφραγ­μα) και στη συνέ­χεια φυλα­κές της Κέρ­κυ­ρας (αλλε­πάλ­λη­λες κρί­σεις στη­θάγ­χης). Μετα­φέρ­θη­κε αργό­τε­ρα στις φυλα­κές της Αίγι­νας, Αβέ­ρωφ, Κεφαλ­λο­νιάς και από εκεί ξανά, το 1954, στο Ιτζε­δίν, όπου έπα­θε ένα έμφραγ­μα που τον έφε­ρε κοντά στο θάνα­το, ετοί­μα­σαν μάλι­στα και την κηδεία του.

Γρά­φει ο συγκρα­τού­με­νός του, Στά­θης Καναβός:

τον κοί­τα­ζαν με δέος ακό­μη και οι βασα­νι­στές του και ψιθύ­ρι­ζαν: «Λεβέ­ντα­ρος». Κι όταν ακό­μη νόμι­ζες πως έφτα­σε η συντέ­λεια του κόσμου ήταν διαυ­γής, ευγε­νι­κός, ψύχραι­μος, χαρού­με­νος. Παλι­κά­ρι με την αλη­θι­νή σημα­σία της λέξης: λεβέ­ντης σωμα­τι­κά και ψυχι­κά, δηλώ­νουν συγκρα­τού­με­νοί του.

Στη διάρ­κεια της κρά­τη­σής του βασα­νί­ζε­ται πολύ και περ­νώ­ντας στρα­το­δι­κείο δικά­ζε­ται δις σε θάνα­το. Απο­φυ­λα­κί­ζε­ται το 1954, με ανή­κε­στο, ξανα­συλ­λαμ­βά­νε­ται το 1955 (Φυλα­κές Κέρ­κυ­ρας, Αβέ­ρωφ, Αγί­ου Παύ­λου) και ξανα­βγαί­νει και πάλι με ανή­κε­στο, το 1963.

Με το πρα­ξι­κό­πη­μα της Χού­ντας, παρά τη σοβα­ρή καρ­διο­πά­θεια, συλ­λαμ­βά­νε­ται την 1η μέρα της Δικτα­το­ρί­ας και μετα­φέ­ρε­ται στον Ιππό­δρο­μο και από κει πρώ­τα στη Γυά­ρο και αργό­τε­ρα (7–11-1967) στο Παρ­θέ­νι της Λέρου απ’ όπου περί­που ένα χρό­νο μετά, ελευ­θε­ρώ­νε­ται λόγω βαρύ­τα­της μορ­φής καρ­διο­πά­θειας. Η δικτα­το­ρία, πιε­σμέ­νη από τις δια­μαρ­τυ­ρί­ες και για να μη χρε­ω­θεί το θάνα­τό του, τον απολύε

Το 1972, στις 7 Ιου­νί­ου, ο Μανώ­λης Σιγα­νός βρέ­θη­κε νεκρός, από έμφραγ­μα, κρα­τώ­ντας στο χέρι του το χαπά­κι του «υπο­γλώσ­σιου», πεσμέ­νος σ‘ ένα παγκά­κι στο Ζάππειο.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο