Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο κομμουνιστής λαϊκός ποιητής Μιχάλης Σταυρακάκης — Νιδιώτης: Ο προσκυνητής του λαού

Τον κομ­μου­νι­στή, αγω­νι­στή, λαϊ­κό ποι­η­τή Μιχά­λη Σταυ­ρα­κά­κη- Νιδιώ­τη τίμη­σε το ΚΚΕ στα Ανώ­γεια παρό­ντος του ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Δημή­τρη Κουτσούμπα.

Μέσα από στί­χους και μαντι­νά­δες που έγρα­ψε ο Σταυ­ρα­κά­κης, συνό­ψι­σε τον αγώ­να της επι­βί­ω­σης που έδω­σε από τα μικρά του χρό­νια, δου­λεύ­ο­ντας ως βοσκός, τη στρά­τευ­σή του με το ΚΚΕ και τις διώ­ξεις που αντι­με­τώ­πι­σε για την επι­λο­γή του αυτή.

Ποι­η­τή μορ­φω­μέ­νο και δια­μορ­φω­μέ­νο στο μεγά­λο σχο­λείο της ταξι­κής πάλης, χαρα­κτή­ρι­σε ο Δημή­τρης Κου­τσού­μπας τον Μιχά­λη Σταυ­ρα­κά­κη, ένας φτω­χός βοσκός, που οι συν­θή­κες ζωής δεν του επέ­τρε­ψαν να ολο­κλη­ρώ­σει το Δημο­τι­κό, συγκί­νη­σε και συγκι­νεί με τους στί­χους του.

Τη μελο­ποι­η­μέ­νη ποί­η­ση Μιχά­λη Σταυ­ρα­κά­κη τρα­γου­δή­σα­με οι περισ­σό­τε­ροι χωρίς καν να ξέρου­με ποιος ήταν!

Για το ποιος ήταν ο λαϊ­κός ποι­η­τής ανα­τρέ­χου­με στην εφη­με­ρί­δα του τόπου του, την «Ανω­Γη», την «Εφη­με­ρί­δα των Ανω­γεια­νών όπου Γης» (Γρά­φτη­κε στις 11/12/2014, επέ­τειος θανά­του του ποιητή):

***

Νιδιώτης: Ο προσκυνητής του λαού, ο ποιητής της φτωχολογιάς!

Του Γιώρ­γη Μπαγκέρη

Δεκα­τέσ­σε­ρα χρό­νια συμπλη­ρώ­θη­καν φέτος από τον μισε­μό ενός μεγά­λου Ανω­γεια­νού ποι­η­τή και μαντι­να­δο­λό­γου, του Μιχά­λη Σταυ­ρα­κά­κη ή Νιδιώ­τη όπως τον γνώ­ρι­ζαν όλοι.

Ο στι­χουρ­γός του ”Προ­σκυ­νώ τη χάρη σου λαέ μου” με την γενι­κό­τε­ρη στά­ση ζωής του απο­τέ­λε­σε και συνε­χί­ζει να απο­τε­λεί παρά­δειγ­μα για όλους μας, μεγα­λύ­τε­ρους αλλά και νεότερους.

Ήταν 13 Ιου­λί­ου του 2000 όταν η ανω­γεια­νή γη υπο­δέ­χτη­κε στην αγκα­λιά της τον Νιδιώ­τη, που έφυ­γε σε ηλι­κία 72 ετών και η Ανω­Γη επι­χει­ρεί σήμε­ρα μια μικρή ανα­δρο­μή στην ζωή και την δρά­ση του.

Ο Μιχά­λης γεν­νή­θη­κε στα Ανώ­γεια το 1928 και πατέ­ρας του ήταν ο Γιώρ­γης Σταυ­ρα­κά­κης ή Πανιάς. Είχε 7 αδέρφια,τέσσερα αγό­ρια (τον Μανώλη,τον Χαραλάμπη,τον Γιάν­νη και τον Στε­λή) και τρία κορί­τσια (την Λου­κία, την Λετί­τσια και την Μαρία).

Από μικρός κιό­λας ο Μιχά­λης είναι ένα πνεύ­μα ανή­συ­χο και δρα­στή­ριο και προ­σπα­θού­σε διαρ­κώς να μαθαί­νει και να αφο­μοιώ­νει πράγ­μα­τα. Τα καλο­καί­ρια που δεν είχε σχο­λείο περ­νού­σε τις ώρες και τις μέρες του στον Ψηλο­ρεί­τη όπου βοη­θού­σε τον πατέ­ρα του στα πρό­βα­τα κάνο­ντας τον μαντρα­τζή. Η συνα­να­στρο­φή του αυτή με μεγα­λύ­τε­ρους απο­τέ­λε­σε ένα πραγ­μα­τι­κό σχο­λείο ζωής για τον μικρό Μιχάλη.

Δυστυ­χώς δεν κατά­φε­ρε να ολο­κλη­ρώ­σει το Δημο­τι­κό σχο­λείο καθώς τον πρό­λα­βε  ο Δεύ­τε­ρος Παγκό­σμιος Πόλε­μος και η Γερ­μα­νι­κή Κατο­χή που τόσα δει­νά έφε­ρε και στο χωριό μας.

Το 1943 σε ηλι­κία 15 ετών οργα­νώ­νε­ται στην ΕΠΟΝ Ανωγείων.

Στις 30 Απρι­λί­ου 1944 συλ­λαμ­βά­νε­ται μαζί με άλλους πατριώ­τες από τους Γερ­μα­νούς στο Αρκά­δι Μονο­φα­τσί­ου. Από εκεί οδη­γού­νται στο Δημο­τι­κό σχο­λείο στο Χου­δέ­τσι το οποίο στη διάρ­κεια της Κατο­χής χρη­σι­μο­ποιού­νταν ως φυλα­κή από όπου ο Νιδιώ­της κατα­φέρ­νει να αποδράσει.

Το 1950 εκλέ­γε­ται μέλος του συμ­βου­λί­ου του Κτη­νο­τρο­φι­κού συλ­λό­γου Ανω­γεί­ων, ενώ το 1951 συλ­λαμ­βά­νε­ται με την ψευ­δή κατη­γο­ρία ότι έγρα­ψε Κομ­μου­νι­στι­κά συν­θή­μα­τα στους τοί­χους του Δημο­τι­κού σχο­λεί­ου. Το 1954 εξο­ρί­ζε­ται για δυο χρό­νια στο Γύθειο Λακωνίας .

Το 1957 εκλέ­γε­ται στο γρα­φείο της ΕΔΑ Ανω­γεί­ων και το 1958 ανα­πλη­ρω­μα­τι­κό μέλος της Νομαρ­χια­κής Επι­τρο­πής της ΕΔΑ Ηρακλείου.

Το 1962 συλ­λαμ­βά­νε­ται ξανά και φυλα­κί­ζε­ται ως ληστο­τρό­φος και εκτε­λε­στι­κό όργα­νο των τότε κατα­διω­κό­με­νων πολι­τών μετά τον εμφύ­λιο. Απαλ­λάσ­σε­ται όμως από το Εφε­τείο Χανί­ων το 1963.

Το 1963 αρθρο­γρα­φεί στην εφη­με­ρί­δα του Ηρα­κλεί­ου ”Κρη­τι­κό Φως” με το ψευ­δώ­νυ­μο ”Οι Σύντεκνοι”.

Το 1970 Ανω­γεια­νοί φοι­τη­τές εκδί­δουν στην Αθή­να την εφη­με­ρί­δα ”Η Φωνή των Ανω­γεί­ων” και ο Μιχά­λης αρθρο­γρα­φεί εκεί με το ψευ­δώ­νυ­μο ”Νιδιώ­της”.

Το 1973 στρα­το­λο­γεί­ται και γίνε­ται μέλος του τότε παρά­νο­μου Κ.Κ.Ε. Το 1974 ιδρύ­ει την πρώ­τη κομ­μα­τι­κή οργά­νω­ση Μονο­φα­τσί­ου και εκλέ­γε­ται Γραμ­μα­τέ­ας της.

Η Νομαρ­χια­κή Επι­τρο­πή και η Κ.Ο.Β του Κ.Κ.Ε ύστε­ρα από ψηφο­φο­ρία το 1977 επι­λέ­γουν τον Μιχά­λη Σταυ­ρα­κά­κη ως υπο­ψή­φιο του κόμ­μα­τος στις εκλο­γές στο ψηφο­δέλ­τιο του Νομού Ηρακλείου.

Το 1978 έρχε­ται και η έκδο­ση της πρώ­της ποι­η­τι­κής συλ­λο­γής του με τον τίτλο ”Ποι­ή­μα­τα”.

Το 1979 εκλέ­γε­ται μέλος του ΟΑΣΝΗ στον οργα­νω­τι­κό τομέα με αρμο­διό­τη­τες του να είναι μετα­ξύ άλλων και η οργά­νω­ση και διεύ­ρυν­ση των Αγρο­τι­κών συλ­λό­γων, ενώ το 1982 εκλέ­γε­ται μέλος της Νομαρ­χια­κής Επι­τρο­πής του Κ.Κ.Ε

nidiotis3

Το  1983 ο συν­θέ­της Γιάν­νης Μαρ­κό­που­λος μελο­ποιεί πέντε ποι­ή­μα­τα του ανά­με­σα σε αυτά το πασί­γνω­στο και δια­χρο­νι­κό ”Προ­σκυ­νώ τη χάρη σου λαέ μου”.
 
Προ­σκυ­νώ τη χάρη σου λαέ μου,
σκύ­βω το κεφά­λι στα μαρ­τύ­ρια σου
και θαυ­μά­ζω λαέ μου τα έργα σου.
 
Ματώ­νεις τη σκέ­ψη σου,
ματώ­νεις τα νύχια σου λαέ μου.
Για να βγά­λεις τον άρτο τον επιούσιο.

Την ίδια χρο­νιά πρω­το­στα­τεί στην κίνη­ση Ειρή­νης με έδρα το χωριό Αρμα­νώ­γεια και κατα­φέρ­νει να εκδο­θεί η εφη­με­ρί­δα ”Ειρή­νη”.

Το 1984 ο ΟΑΣΝΗ απο­νέ­μει στον Μιχά­λη Σταυ­ρα­κά­κη το βρα­βείο ”ΚΙΛΕΛΕΡ”. Οι εφη­με­ρί­δες της επο­χής γρά­φουν τότε χαρα­κτη­ρι­στι­κά: ”Βρα­βεύ­τη­κε ο προ­σκυ­νη­τής του λαού, ο ποι­η­τής της φτωχολογιάς!”.

Τον ίδιο χρό­νο εκδί­δει την δεύ­τε­ρη ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή του με τίτλο ”Αιχ­μές”.

Ποι­ή­μα­τα του έχουν μετα­φρα­στεί στα Γερ­μα­νι­κά και στα Αγγλι­κά. Επί­σης ο Γιάν­νης Ξυλού­ρης ή Ψαρο­γιάν­νης έχει γρά­ψει τον δίσκο ”Αυγή ξανα­ντα­μώ­σα­με” με μαντι­νά­δες και ποι­ή­μα­τα του Νιδιώτη.

Η εφη­με­ρί­δα του Λον­δί­νου Guardian δημο­σί­ευ­σε και σχο­λί­α­σε ένα ποί­η­μα του Νιδιώ­τη με τίτλο ”Γράμ­μα σε μια Αφρι­κά­να ‑Χαϊ­μα­λί­να ”. Το πρα­κτο­ρείο ειδή­σε­ων Associated Press δημο­σί­ευ­σε  επί­σης και σχο­λί­α­σε ποι­ή­μα­τα του .

Το 1994 εκδί­δε­ται η τρί­τη ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή του με τίτλο ”Ντού­κου-ντού­κου το Σοφα­δά­κι”. Το 2000 εκδί­δει το βιβλίο ”Θύελ­λες και Κατατρεγμοί”με αλη­θι­νές διη­γή­σεις ανθρώ­πων στα χρό­νια της Κατο­χής αλλά και στοι­χεία της ζωής για το πως ζού­σαν οι παλιό­τε­ροι, ένα βιβλίο που πρέ­πει και αξί­ζει να δια­βα­στεί από όλους.

Ο Νιδιώ­της ”έφυ­γε” τον Ιού­λιο του 2000 αφή­νο­ντας πίσω του μια τερά­στια παρα­κα­τα­θή­κη αλλά και το στοι­χείο ότι και ο πιο απλός άνθρω­πος χωρίς ιδιαί­τε­ρη μόρ­φω­ση μπο­ρεί με τους στί­χους της ψυχής του να αγγί­ξει και να συγκι­νή­σει τις καρ­διές του λαού.Τα Ανώ­γεια τον απο­χαι­ρέ­τη­σαν εκεί­νο το καλο­καί­ρι με σεβα­σμό και τιμή όπως άρμο­ζε σε ένα γνή­σιο και αυθε­ντι­κό τέκνο τους.Γνήσιος όπως και η πιο αντι­προ­σω­πευ­τι­κή ίσως μαντι­νά­δα του :

” Χέρια που δεν αρπά­ξα­νε ξένο ψωμί να φάνε,
αυτά κρα­τού­νε την τιμή όσο βαριά και να ‘ναι…”

Το 1993 στις 15 Αυγού­στου ο Μιχά­λης Σταυ­ρα­κά­κης τιμή­θη­κε με ειδι­κή βρα­διά στο θέα­τρο ”Νίκος Ξυλού­ρης” στα πλαί­σια των εκδη­λώ­σε­ων για το Ολο­καύ­τω­μα των Ανω­γεί­ων. Πλή­θος κόσμου συνέρ­ρευ­σε και τίμη­σε τον μεγά­λο ποι­η­τή. Ο ίδιος ο Νιδιώ­της συγκι­νη­μέ­νος τότε μίλη­σε στον κόσμο όπου μετα­ξύ άλλων τόνισε :

”Πρέ­πει να πολε­μού­με να μη χαθεί αυτό που κάνει τον κόσμο μεγά­λο. Για να μπο­ρούν τα παι­διά μας να ζού­νε χωρίς τον φόβο του αύριο.Για να μπο­ρούν να περ­πα­τούν ελεύ­θε­ρα στον κόσμο χωρίς τον φόβο πως θα συνα­ντή­σουν που­θε­νά κανέ­να εχθρό, όπου κι αν πάνε να συνα­ντούν φίλους,μονάχα φίλους.

Τα Ανώ­γεια μέσα από τη φωτιά του πολέ­μου σαν λευ­κό περι­στέ­ρι με καϊ­μέ­νες τις φτε­ρού­γες , πέτα­ξε στα μήκη του κόσμου. Αντά­μω­σε με την Βιάν­νο, με την Κάν­δα­νο, με τα Καλά­βρυ­τα,  με τη Χιρο­σί­μα ‚με το Ναγκα­σά­κι. Κι έγι­ναν μια ράτσα. Κι έγι­ναν αδερ­φο­χτοί. Σύμ­βο­λα ακα­τα­νί­κη­τα των αγώ­νων που θα αρχί­ζουν κάθε μέρα στο κόσμο για λευτεριά,για δίκαιο,για ειρήνη.Για να μπο­ρούν οι άνθρω­ποι να ζού­νε χωρίς τον φόβο του σήμε­ρα και του αύριο.Για να μπο­ρούν οι αγέν­νη­τοι να γεν­νιού­νται με το χαμό­γε­λο της ελπίδας….”.

Κάποια από τα αντιπροσωπευτικά ποιήματα του μεγάλου Νιδιώτη είναι τα παρακάτω:

Να ήμουν λέει Λεύτερος

Να ήμουν λέει Λεύ­τε­ρος να μην έχω δεθεί με τα επίγεια.
Να πετά­ξω ανά­λα­φρα ψηλά.
Κρα­τώ­ντας στα χέρια μου φλογέρα.
Σαν καμπά­να να παί­ζει δυνατά.
Σ’ όλες τις γει­το­νιές να παίζει,
οι σκλά­βοι του κόσμου να ξυπνήσουν.

ΣΤΟΧΑΣΜΟΣ

”Ήθε­λα να κάμω
πολ­λά παιδιά.
Τόσα πολ­λά σαν τ’ άστρα.
Να γεμί­σω τον κόσμο αδέλφια.

ΨΕΜΑΤΑ

Τα πρω­το­βρό­χια μυρί­ζει η γης ‚μοσχο­βο­λά.
Στις τρεις του Νοέμ­βρη ανοί­γου­με τα βαρέλια.
Από το κρα­σί της χρο­νιάς γεμί­ζου­με κανάτες,
χορεύ­ου­με ‚τραγουδούμε,μεθούμε,
τ’ Αϊ Γιώρ­γη του Μεθυστή.

Μετά μαζεύ­ου­με ελιές να πάρου­με λάδι.
Χρι­στού­γεν­να θα ‘ρθουν,γιορτές,
παι­χνί­δια να πάρουν τα παιδιά,
φου­στά­νια γιορ­τι­νά οι κοπελιές.
Ψέμα­τα λέω αισιοδοξίας.
 
ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΜΑΣ

Κοι­τά­ζω τα χέρια μου,βλέπω πως μοιά­ζουν με τα δικά σας χέρια.
Καθα­ρά τα χέρια μας πλυ­μέ­να από καθα­ρό σαπούνι,τον τίμιο ιδρώ­τα της δου­λειάς μας.
Κοί­τα­ξε τα χέρια,
που εκτός από τον κόπο τους,
ψωμί δεν έχουν φαγωμένο,
πως είναι πεντα­κά­θα­ρα χωρίς κανέ­να λεκέ.
Γεια και χαρά σας χέρια καθαρά,
στη μηχανή,στο γιαπί,στο χωράφι,
στον αργαλειό,στην πένα,στο μεροκάματο,
ανε­βά­ζε­τε τον άνθρω­πο στα ύψη
και γεμί­ζε­τε τον κόσμο ομορφιά.
Εγώ ζω ευτυ­χι­σμέ­νος που μ’ αγκα­λιά­ζουν χέρια καθαρά.
Εγώ ζω ευτυ­χι­σμέ­νος που αντα­μώ­νουν τα χέρια μου με τα δικά σας χέρια.
Γεια και χαρά σας πεντα­κά­θα­ρα χέρια.
Γεια και χαρά σας χέρια του μέλλοντος.

Ο Βασί­λης Σμπώ­κος (Λου­κάς) του Ατζα­ρο­μά­νω­λα αφιε­ρώ­νει στην μνή­μη του τις παρα­κά­τω μαντινάδες:
 
Πέρα­σαν δεκα­τέσ­σε­ρα χρό­νια απ’ το μισε­μό σου,
όμως θα φέγ­γει πάντο­τε το άστρο το δικό σου…

Κάθε χρο­νιά εκδή­λω­ση έπρε­πε να σου κάνουν,
για­τί τ’ Ανώ­γεια σαν  και ‘σε άλλο δεν ξανά βγάνουν..

Μερα­κλο­σύ­νη, ανθρω­πιά, ήθος, δικαιοσύνη,
Νιδιώ­τη αυτά μας έφη­κες κι είναι μεγά­λη η Ευθύνη…

Κλεί­νου­με με δυο μαντι­νά­δες του μεγά­λου Νιδιώτη:

Αυγή ξανά αντα­μώ­σα­με στης φτέ­ρης το μασκάλι,
κι ένα κοπέ­λι εννιά χρο­νών  θαρ­ρώ πως είμαι πάλι…

Μού­δε φωλιά,μούδε που­λί και το δεντρό ξερό ‘ναι,
ότι κι αν χτί­σεις το χαλάς ανά­θε­μα σε χρόνε…

Αθά­να­τος στις μνή­μες μας!

Σημεί­ω­ση:
Για την ολο­κλή­ρω­ση του αφιε­ρώ­μα­τος η Ανω­Γη ευχα­ρι­στεί θερ­μά τον Βασί­λη Σμπώ­κο για την συλ­λο­γή  πλη­ρο­φο­ριών  και τις μαντι­νά­δες του.
Επί­σης ευχα­ρι­στού­με τον ανι­ψιό του Νιδιώ­τη Μπά­μπη Σταυ­ρα­κά­κη (Πανιά) για τις φωτο­γρα­φί­ες και τον Μανό­λη Σαμό­λη για τον καθα­ρι­σμό τους.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο