Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο λόρδος Μπάιρον και οι φιλέλληνες στην Επανάσταση του 1821 σύμφωνα με τον Καρλ-Μέντελσον Μπαρτόλντι

Γρά­φει και επι­με­λεί­ται ο Ειρηναί­ος Μαρά­κης  //

Ο Καρλ-Μέντελ­σον Μπαρ­τόλ­ντι (1838–1897), γεν­νη­μέ­νος στη Λει­ψία, με ρίζες από οικο­γέ­νεια Εβραί­ων της Γερ­μα­νί­ας και πρω­τό­το­κος γιος του Γερ­μα­νού συν­θέ­τη και πια­νί­στα Φέλιξ Μέντελ­σον (1809–1847), ήταν ιστο­ρι­κός και διε­τέ­λε­σε καθη­γη­τής της Ιστο­ρί­ας στο Πανε­πι­στή­μιο του Φράι­μπουργκ. Σπού­δα­σε νομι­κά στη Χαι­δελ­βέρ­γη, απο­φοί­τη­σε το 1859 ενώ κατά και­ρούς εργά­στη­κε ως καθη­γη­τής στα πανε­πι­στή­μια της Χαι­δελ­βέρ­γης (1867) και του Φράι­μπουργκ ένα χρό­νο αργό­τε­ρα. Η κατα­δί­κη του ως δημο­κρα­τι­κού και εχθρού του πρω­σι­κού απο­λυ­ταρ­χι­σμού τον κατέ­στη­σε ένα αιρε­τι­κό στοι­χείο της οικο­γέ­νειας Μπαρτόλντι.

  Κύριο ενδια­φέ­ρον του Καρλ Μέντελ­σον ήταν η μελέ­τη της ιστο­ρί­ας της ελλη­νι­κής Επα­νά­στα­σης του 1821. Επι­σκέ­φθη­κε την Ελλά­δα το 1863 και από τότε άρχι­σε να ασχο­λεί­ται συστη­μα­τι­κά με την κατα­γρα­φή της νεό­τε­ρης ελλη­νι­κής ιστο­ρί­ας. Πέθα­νε το 1896 στην Ελβε­τία, όπου παρέ­μει­νε για 23 χρό­νια στην κλι­νι­κή Königsfelden και παντρεύ­τη­κε δύο φορές. Έργα του: «Ελλη­νι­κή Ιστο­ρία από την άλω­ση της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης από τους Τούρ­κους ως την επο­χή μας» 2 τόμοι (1ος τόμος, 1870, 2ος, 1874), που μετα­φρά­στη­καν από το Μιχα­ήλ Παπαρ­ρη­γό­που­λο (ο 1ος τόμος, 1872) και από τον Άγγε­λο Βλά­χο (ο 2ος, 1873–1876), «Ιστο­ρία της Ελλη­νι­κής Επα­νά­στα­σης» κ.ά.

  Στη συνέ­χεια παρα­θέ­του­με δύο χαρα­κτη­ρι­στι­κά απο­σπά­σμα­τα από την «Επί­το­μη Ιστο­ρία της Ελλη­νι­κής Επα­νά­στα­σης», σε από­δο­ση της Ελέ­νης Γαρί­δη και από την ειδι­κή έκδο­ση που είχε κυκλο­φο­ρή­σει η Κυρια­κά­τι­κη Ελευ­θε­ρο­τυ­πία, το οποίο είχε κυκλο­φο­ρή­σει παλαιό­τε­ρα και από τις εκδό­σεις Τολί­δη (Δεκέμ­βριος 1980) αλλά ήταν δυσεύ­ρε­το. Τα απο­σπά­σμα­τα αυτά εστιά­ζουν στην ανά­πτυ­ξη και στη διά­δο­ση του φιλελ­λη­νι­κού κινή­μα­τος κατά τη διάρ­κεια της Επα­νά­στα­σης, και το οποίο δεν ήταν πάντα ανι­διο­τε­λές, αλλά και στην πολι­τι­κή και στρα­τιω­τι­κή δου­λειά που ανέ­πτυ­ξε ο ποι­η­τής λόρ­δος Μπάι­ρον την ίδια περίοδο.

  Η ιστο­ρι­κή κατα­γρα­φή του Καρλ Μέντελ­σον, χωρίς να κρύ­βει τις συμπά­θειες της και κάπου μια επι­πο­λαιό­τη­τα, περισ­σό­τε­ρο καμω­μέ­νη από συναι­σθη­μα­τι­κή (και ιδε­ο­λο­γι­κή) παρόρ­μη­ση παρά από ανε­παρ­κή γνώ­ση των ιστο­ρι­κών μεθό­δων, απο­τε­λεί ένα χρή­σι­μο εργα­λείο για την κατα­νό­η­ση της περιό­δου καθώς ανα­δει­κνύ­ει δύο πολύ σημα­ντι­κά ζητή­μα­τα, μετα­ξύ άλλων: 1) ότι η Επα­νά­στα­ση δεν ήταν χωρίς ήττες και οπι­σθο­δρο­μή­σεις και 2) ότι η περί­φη­μη εθνι­κή συνεν­νό­η­ση και σύμπνοια της περιό­δου μακριά από συμ­φέ­ρο­ντα και δια­μά­χες, όπως εδώ και πολ­λά χρό­νια μας διδά­σκει η κυρί­αρ­χη εθνική/κρατική ιστο­ρία είναι ακό­μα ένας εθνι­κός μύθος.

  Να σημειώ­σου­με εδώ ότι η περί­ο­δος κατα­γρα­φής της ιστο­ρί­ας της ελλη­νι­κής Επα­νά­στα­σης σίγου­ρα επη­ρε­ά­ζει αφού τα γεγο­νό­τα ήταν πάρα πολύ πρό­σφα­τα, και ότι για πλη­ρέ­στε­ρη και σαφέ­στε­ρη ανά­γνω­ση της περιό­δου οι ιστο­ρι­κές κατα­θέ­σεις του Γιά­νη Κορ­δά­του στο βιβλίο «Η κοι­νω­νι­κή σημα­σία της ελλη­νι­κής επα­να­στά­σε­ως του 1821» και οι μελέ­τες των νεό­τε­ρων μαρ­ξι­στών ιστορικών. 

Ο φιλελληνισμός

(από το Κεφά­λαιο Γ’, Τα χρό­νια της δοκι­μα­σί­ας (1822–1824), σελ. 138)

  Οι ενέρ­γειες των Γερ­μα­νών καθη­γη­τών Κρουγκ, Φος και Τιρς δεν χαρα­κτη­ρί­ζο­νταν πια γελοί­ες και εγκλη­μα­τι­κές, αλλά απλά επι­κίν­δυ­νες, για­τί ο φιλελ­λη­νι­σμός είχε πια κατα­στεί δύνα­μη. Είχε συν­διαλ­λά­ξει τις πολι­τι­κές αντι­θέ­σεις, συνέ­νω­σε, με τον κοι­νό ενθου­σια­σμό, τις εχθρι­κές ανα­με­τα­ξύ τους μερί­δες και κατέρ­ρι­ψε το μεσό­τοι­χο των εθνι­κο­τή­των και των κοι­νω­νι­κών τάξεων. 

  Οι αρι­στο­κρά­τες μέσα στον φιλελ­λη­νι­κό ενθου­σια­σμό τους έτει­ναν το χέρι στο λαό, οι ριζο­σπά­στες στους συντη­ρη­τι­κούς, η γερ­μα­νι­κή νεο­λαία και οι Γερ­μα­νοί σοφοί στους Γάλ­λους νομι­μό­φρο­νες σαν τον Σατο­μπριάν, τον Ρισε­λιέ και τον Βιλέλ. Όλοι  ενθου­σιά­ζο­νταν για την «κατα­μα­τω­μέ­νη ορφα­νή του ευρω­παϊ­κού πολι­τι­σμού», αλλά ο ενθου­σια­σμός είχε σημα­σία όταν δεν έμε­νε στα λόγια, αλλά ενσαρ­κω­νό­ταν σε έργα. 

  Ο φιλελ­λη­νι­σμός έμελ­λε ν’ απο­κτή­σει όχι μόνο απο­στό­λους απ’ όλες τις τάξεις, αλλά και μάρ­τυ­ρες. Κατά το παρά­δειγ­μα του ιδρυ­θέ­ντος το καλο­καί­ρι του 1821 και προ­γρα­φέ­ντος από την υψη­λή πολι­τι­κή γερ­μα­νι­κού κομι­τά­του βοή­θειας προς την Ελλά­δα, ιδρύ­θη­καν παρό­μοια γαλ­λι­κά, ελβε­τι­κά κι αγγλι­κά ακό­μη. Συλ­λέ­γο­νταν έρα­νοι υπέρ των Ελλή­νων, οργα­νώ­νο­νταν φιλελ­λη­νι­κές παρα­στά­σεις και συναυ­λί­ες, στρα­το­λο­γού­νταν αξιω­μα­τι­κοί και στρα­τιώ­τες και αγο­ρά­ζο­νταν όπλα και  πολε­μο­φό­δια, τα οποία στέλ­νο­νταν στην Ελλά­δα μέσω Μασ­σα­λί­ας κω Λιβόρ­νου. Μάταιες ήταν πια οι απα­γο­ρεύ­σεις των κυβερ­νή­σε­ων και  της αστυ­νο­μί­ας, άδι­κα ο Γκέ­τε κου­νού­σε δύσπι­στα το κεφά­λι του σαν άλλος Ολύ­μπιος Ζευς. Η παγκό­σμια κοι­νή  γνώ­μη είχε ξεση­κω­θεί, ιδέ­ες για μια σταυ­ρο­φο­ρία διέ­τρε­χαν τον κόσμο και  ο φιλελ­λη­νι­σμός είχε κατα­στεί θρη­σκεία νέων και γέρων. 

  Ακό­μα κι αυτό το εμπο­ρι­κό μυα­λό των Άγγλων δεν κατόρ­θω­σε ν’ αντι­στα­θεί για πολύ στο φιλελ­λη­νι­κό ρεύ­μα. Από το φθι­νό­πω­ρο του 1823 οι φιλελ­λη­νι­κές ενέρ­γειες κατευ­θύ­νο­νταν από το διε­θνές κέντρο τους που είχε ιδρυ­θεί στο Λον­δί­νο υπό τη διεύ­θυν­ση του λόρ­δου Ερσκιν. Κατ’ εντο­λή του ένας Άγγλος λοχα­γός περι­ήλ­θε την Ελλά­δα διε­γεί­ρο­ντας παντού την ελπί­δα ότι γρή­γο­ρα θα ‘πεφτε βρο­χή αγγλι­κού χρυ­σού, ενώ ο Στάν­χοπ κίνη­σε για τη Γερ­μα­νία και την Ελβε­τία για να συντο­νί­σει τις ενέρ­γειες των εκεί κομιτάτων. 

  Οι φιλελ­λη­νι­κές δια­θέ­σεις της βρε­τα­νι­κής κυβέρ­νη­σης βρή­καν ισχυ­ρό στή­ριγ­μα στον Τύπο και την κοι­νή γνώ­μη της Αγγλί­ας. Ως την επο­χή εκεί­νη οι Άγγλοι πρό­βαλ­λαν πάντο­τε το εμπο­ρι­κό τους συμ­φέ­ρον για να δικαιο­λο­γή­σουν την υπο­στή­ρι­ξη του τουρ­κι­κού καθε­στώ­τος και φοβού­νταν μη χάσουν τους νωχε­λι­κούς και εύκο­λους Τούρ­κους πελά­τες τους και συνα­ντή­σουν αντί αυτών τους πανούρ­γους και φιλο­κερ­δείς Έλλη­νες. Όμως η σαρά­φι­κη αυτή αντί­λη­ψη είχε πια εκλεί­ψει. Ο λόρ­δος Μπάι­ρον, ο μάρ­τυ­ρας αυτός της νεό­τε­ρης κοι­νω­νί­ας, συνε­τέ­λε­σε ιδιαί­τε­ρα με το παρά­δειγ­μά του στην εξά­λει­ψή της και τον εξευ­γε­νι­σμό του φιλελ­λη­νι­σμού μπρο­στά στα μάτια της Αγγλί­ας και ολό­κλη­ρου του κόσμου.

Ο λόρδος Μπάιρον 

(από το Κεφά­λαιο Δ’, Η Κρί­ση, σελ. 141–144)

 Ο λόρ­δος Μπάι­ρον ήταν μεγά­λος άνθρω­πος, όπως ήταν και μεγά­λος ποι­η­τής. Αυτό το ‘δει­ξε πολύ καθα­ρά στην Ελλά­δα. Ήξε­ρε τη χώρα και τους ανθρώ­πους και καμιά ποι­η­τι­κή πλά­νη δεν του θάμπω­νε τα μάτια. Σπά­νια κατέ­βη­κε στην Ελλά­δα φιλέλ­λη­νας τόσο ελεύ­θε­ρος από προ­κα­τα­λή­ψεις όσο αυτός. 

  Επί­σης, ο Μπάι­ρον ήξε­ρε πολύ καλά ότι η Επα­νά­στα­ση ήταν ένας δύσκο­λος και απε­γνω­σμέ­νος αγώ­νας. Ωστό­σο, ανέ­λα­βε ψύχραι­μα την εντο­λή του Φιλελ­λη­νι­κού κομι­τά­του του Λον­δί­νου να κατε­βεί στην Ελλά­δα ως πλη­ρε­ξού­σιός του. 

  Φαί­νε­ται πως οι Έλλη­νες νόμι­σαν για καθή­κον τους να του επι­δεί­ξουν αφε­λέ­στα­τα τη φιλαυ­τία τους και το φατρια­σμό τους. Όταν το φθι­νό­πω­ρο του 1823 έμε­νε στην Κεφα­λο­νιά ήρθαν και τον βρή­καν απε­σταλ­μέ­νοι των οπλαρ­χη­γών και των κοτζα­μπά­ση­δων και διεκ­δι­κού­σαν για λογα­ρια­σμό των αφε­ντι­κών τους την εύνοιά του. 

  Ο Κολο­κο­τρώ­νης τον προ­σκα­λού­σε να ‘ρθει με τους Μορα­ΐ­τες οπλαρ­χη­γούς, μηνώ­ντας ότι αν ο Μαυ­ρο­κορ­δά­τος δεν παραι­τού­νταν από τις μηχα­νορ­ρα­φί­ες του, θα τον κάθι­ζε πάνω στο γαϊ­δού­ρι και θα τον έδιω­χνε από το Μοριά με ραβδισμούς. 

  Ο Μαυ­ρο­κορ­δά­τος απ’ την άλλη μεριά κι ο Μετα­ξάς τον προ­σκα­λού­σαν να έρθει μαζί τους, ο δε Ανδρού­τσος ισχυ­ρι­ζό­ταν ότι η χώρα θα κατα­στρε­φό­ταν αν ο λόρ­δος δεν πήγαι­νε στην Ανα­το­λι­κή Ελλά­δα. Ο Πετρό­μπε­ης, αφε­λής όπως πάντα, ανα­κοί­νω­σε στο «μυλόρ­δο» ότι το μόνο μέσο για τη σωτη­ρία της Ελλά­δας ήταν να του δανεί­σει μερι­κές χιλιά­δες λίρες στερλίνες!

  Κάθε οπλαρ­χη­γός επαι­νού­σε τον εαυ­τό του και κατη­γο­ρού­σε τους γεί­το­νές του. «Ως τώρα ‑έγρα­φε ο Μπάι­ρον- δεν μπο­ρώ να πω τίπο­τα καλό για τους Έλλη­νες και δεν επι­θυ­μώ να πω κακά ενα­ντί­ον τους αν και οι ίδιοι λένε φοβε­ρά πράγ­μα­τα ο ένας για τον άλλο». Ωστό­σο, μέσα στη φοβε­ρή αυτή κατά­στα­ση δεν έχα­σε την κρί­ση και την ψυχραι­μία του. Χρη­σι­μο­ποί­η­σε βέβαια την παρα­μο­νή του στην Κεφα­λο­νιά για να ενη­με­ρω­θεί για τους σκο­πούς και τη θέση των ελλη­νι­κών κομ­μά­των, απέ­φυ­γε όμως κάθε στε­νό­τε­ρο σύν­δε­σμο με οποιον­δή­πο­τε αρχη­γό. «Αν έφευ­γα νωρί­τε­ρα από δω, έγρα­φε στο γραμ­μα­τέα του Κομι­τά­του στις 7 Δεκεμ­βρί­ου 1823, «θα ανα­γκα­ζό­μουν να προ­σχω­ρή­σω σ’ αυτή ή σε κεί­νη τη μερί­δα. Αμφι­βάλ­λω και τώρα αν ξεφύ­γω. Οπωσ­δή­πο­τε θα κάνου­με ό,τι μπορούμε» . 

  Κατά βάθος ο Μπάι­ρον έκλι­νε προς τους πολι­τι­κούς παρά προς τους κλέ­φτες, περισ­σό­τε­ρο προς τον «Ευρω­παίο» Μαυ­ρο­κορ­δά­το παρά προς τον Κολο­κο­τρώ­νη. Έστει­λε μάλι­στα το συνταγ­μα­τάρ­χη Στάν­χοπ με κολα­κευ­τι­κό­τα­τη επι­στο­λή προς τον Μαυ­ρο­κορ­δά­το, βεβαιώ­νο­ντας πως «θαύ­μα­ζε το θάρ­ρος, την ικα­νό­τη­τα και προ πάντων την τιμιό­τη­τά του» και ονο­μά­ζο­ντάς τον Ουά­σιγ­κτον ή Κοσιού­σκο της Ελλάδας. 

  Το πρωί της 5ης Ιανουα­ρί­ου 1824, αφού γλί­τω­σε σαν από θαύ­μα την τρι­κυ­μία και τους Τούρ­κους, ο Μπάι­ρον έφτα­σε στο Μεσο­λόγ­γι. Τον υπο­δέ­χτη­καν με μεγά­λες τιμές και τον χαι­ρέ­τη­σαν σαν πολι­τι­κό μεσ­σία. «Σε περι­μέ­νου­με», του είπαν, «όπως τα νεο­γνά του χελι­δο­νιού τη μάνα τους». Ωστό­σο, ο Μπάι­ρον ήξε­ρε ότι οι συγκι­νη­τι­κές αυτές δια­βε­βαιώ­σεις είχαν στο βάθος τους πολύ υλι­κή αφορ­μή κι ότι οι ηγέ­τες της Δ. Στε­ρε­άς έβλε­παν πίσω από το «μυλόρ­δο» τους χρη­μα­τι­κούς πόρους της Αγγλί­ας και το χρυ­σά­φι των αγγλι­κών δανεί­ων και φαντά­ζο­νταν τις τσέ­πες του Μπάι­ρον ανεξάντλητες. 

  Ο Μπάι­ρον έδει­ξε με θαυ­μα­στό τρό­πο ότι μέσα του είχε πεθά­νει ο ιδε­α­λι­στής κι ότι είχε γίνει ένας πολύ πρα­κτι­κός άνθρω­πος. Προ­σπά­θη­σε πρώ­τα πρώ­τα να κάνει τον πόλε­μο ανθρω­πι­στι­κό­τε­ρο και να καταρ­γή­σει τα βασα­νι­στή­ρια και τους φόνους αιχ­μα­λώ­των. Δοκί­μα­σε κατό­πι να συν­διαλ­λά­ξει τις αντι­μα­χό­με­νες μερί­δες των Ελλή­νων, κρα­τώ­ντας τον εαυ­τό του πάνω από φατρί­ες και μη επι­τρέ­πο­ντας καμιά οικειό­τη­τα στους αντι­μα­χο­μέ­νους. Σε όλους συμ­βού­λευε την ομό­νοια. Όσες φορές προ­σπα­θού­σε κάποιος να δια

βάλει τον αντί­πα­λό του, έφερ­νε τον κατή­γο­ρο μπρο­στά στον κατη­γο­ρού­με­νο και τον ξεσκέπαζε. 

  Στη διά­θε­ση του Μαυ­ρο­κορ­δά­του έβα­λε τα χρή­μα­τα που είχε φέρει και πλή­ρω­νε για τρο­φο­δο­σία των αγω­νι­στών δύο χιλιά­δες τάλι­ρα τη βδο­μά­δα. Από τα λεί­ψα­να του σώμα­τος του Μάρ­κου Μπό­τσα­ρη έφτια­ξε ένα σώμα σου­λιώ­τι­κης σωμα­το­φυ­λα­κής και προ­σπά­θη­σε να το συνη­θί­σει στην ευρω­παϊ­κή πει­θαρ­χία, προ­ε­τοι­μα­ζό­με­νος να εκστρα­τεύ­σει ως αρχι­στρά­τη­γος κατά της Ναυπάκτου. 

  Η έξυ­πνη και στα­θε­ρή επέμ­βα­σή του στον ελλη­νι­κό αγώ­να απο­τέ­λε­σε ευχά­ρι­στη αντί­θε­ση προς τις βίαιες νεω­τε­ρι­στι­κές τάσεις των δυτι­κών εκπο­λι­τι­στών που κατέ­βαι­ναν στην Ελλά­δα προ­τεί­νο­ντας διά­φο­ρες, ο καθέ­νας, λύσεις για την ευτυ­χία της. Χαμο­γε­λού­σε ειρω­νι­κά για τους εκπο­λι­τι­στι­κούς αγώ­νες του φίλου του Στάν­χοπ, που τον ονό­μα­ζε «συνταγ­μα­τάρ­χη — τυπο­γρά­φο» και αμφι­σβη­τού­σε τη χρη­σι­μό­τη­τα της ελευ­θε­ρο­τυ­πί­ας σε χώρα με νηπια­κό στά­διο πολι­τι­σμού. Υπο­στή­ρι­ζε με επι­μο­νή ότι στην Ελλά­δα  έπρε­πε να προη­γη­θεί η απε­λευ­θέ­ρω­ση και δυσφο­ρού­σε κι αγα­να­κτού­σε βλέ­πο­ντας τη φοβε­ρή πλημ­μύ­ρα εκπο­λι­τι­στι­κών θεω­ρη­τι­κών μέσων, τυπο­γρα­φι­κών πιε­στη­ρί­ων, αλλη­λο­δι­δα­κτι­κών σχο­λεί­ων και Αγί­ων Γρα­φών που τα ‘στελ­νε το Κομι­τά­το του Λονδίνου. 

  Ένας καλο­γυ­μνα­σμέ­νος στρα­τός τού φαι­νό­ταν χρη­σι­μό­τε­ρος από τις καλο­γραμ­μέ­νες εφη­με­ρί­δες. «Η Ελλά­δα», έλε­γε, «θα εξα­σφα­λί­σει τη νίκη αν έχει έναν καλό τρα­πε­ζί­τη προϊ­στά­με­νο των οικο­νο­μι­κών της, έναν καλό στρα­τη­γό επι­κε­φα­λής τακτι­κού στρα­τού κω τον Χάστιγξ να διοι­κεί ένα στό­λο με πλοία ατμοκίνητα».

  Κανέ­νας από τους ξένους φιλέλ­λη­νες δεν σκε­πτό­ταν έτσι πρα­κτι­κά, ούτε ενερ­γού­σε τόσο λογι­κά όσο ο Μπάι­ρον. «Θα γινό­ταν Σόλων ή Λυκούρ­γος της νέας Ελλά­δας», είπε γι’ αυτόν ο Γκέ­τε, που είχε τη γνώ­μη ότι η φιλελ­λη­νι­κή επι­χεί­ρη­ση του Μπάι­ρον ήταν ιδιο­τε­λής. Όμως η δύνα­μή του μέλ­λο­νταν να συντρι­βεί από το θάνα­το, τη στιγ­μή ακρι­βώς που εγκαι­νί­α­ζε νέα ζωή. 

  Τα πρώ­τα σφάλ­μα­τα της νεα­ρής ελλη­νι­κής ελευ­θε­ρί­ας έγι­ναν μπρο­στά στα μάτια του. ΟΙ Σου­λιώ­τες, απαλ­λαγ­μέ­νοι από κάθε χαλι­νό μετά το θάνα­το του Μπό­τσα­ρη, τρώ­γο­νταν ακα­τά­παυ­στα με τους Μεσο­λογ­γί­τες και τους άλλους Έλλη­νες. Αξιού­σαν ο καθέ­νας να ‘χει το βαθ­μό του αξιω­μα­τι­κού και να υπη­ρε­τεί­ται στα μεσο­λογ­γί­τι­κα καφε­νεία από ακό­λου­θο που να του κρα­τά­ει το τσι­μπού­κι. Απαι­τού­σαν ακό­μα διπλούς μισθούς και τρι­πλά σιτη­ρέ­σια και σκό­τω­σαν το Σου­η­δό φιλέλ­λη­να Σάας, που τους προ­έ­τρε­πε να ησυ­χά­σουν. Έξαλ­λοι όρμη­σαν στο σπί­τι του Μπάι­ρον κι έφτα­σαν ως το κρε­βά­τι όπου ο ποι­η­τής κει­τό­ταν άρρω­στος· τους έδιω­ξε αυστη­ρό­τα­τα και παραι­τή­θη­κε της αρχι­στρα­τη­γί­ας για τη μελ­λο­ντι­κή εκστρα­τεία της Ναυπάκτου. 

  Οι αδιά­κο­ποι νευ­ρι­κοί κλο­νι­σμοί και το άθλιο μεσο­λογ­γί­τι­κο κλί­μα απει­λού­σαν πια σοβα­ρά την κλο­νι­σμέ­νη ανε­πα­νόρ­θω­τα υγεία του. Το πρωί της 22ας Ιανουα­ρί­ου 1824 απάγ­γει­λε στους φίλους που είχαν συγκε­ντρω­θεί στο σπί­τι του το ποί­η­μά του «Στην 36η επέ­τειο της γεν­νή­σε­ώς μου». 

Αν θρη­νείς χαμέ­να νιά­τα για­τί θέλεις πια να ζεις;
Της τιμής εδώ είν’ ο τάφος! Τρέ­ξε αυτού να σκοτωθείς!
Δεν σου μένει παρά να ‘βρεις ό,τι γύρευ­ες παντού
και να το ‘βρεις δεν μπο­ρού­σες: Μνήμ’ αντρός πολεμικού.

 Η 36η υπήρ­ξε πραγ­μα­τι­κά η τελευ­ταία επέ­τειος που γιόρ­τα­σε και το ποί­η­μα το κύκνειό του άσμα. Στις 7 Απρι­λί­ου βγή­κε έφιπ­πος περί­πα­το με τον Ιτα­λό Πιέ­τρο Γκά­μπα. Τρία μίλια μακριά από το Μεσο­λόγ­γι τούς έπια­σε ραγδαία βρο­χή και έφτα­σαν κατα­μουσκεμένοι και με την ψυχή στο στό­μα στην πόλη. Φθά­νο­ντας σπί­τι του αισθάν­θη­κε φοβε­ρά ρίγη πυρε­τού και ο για­τρός διέ­τα­ξε αφαί­μα­ξη· εκεί­νος αντι­στά­θη­κε επί­μο­να πολ­λές μέρες, και στο τέλος πεί­στη­κε να την υπο­στεί όταν ο για­τρός τού είπε ότι κιν­δύ­νευε να τρελαθεί. 

  Ήταν αργά πια. Ο πυρε­τός ανέ­βη­κε και πάλι και φάνη­καν συμ­πτώ­μα­τα εγκε­φα­λί­τι­δος. Όλο στο Μεσο­λόγ­γι φοβού­νταν πια το μοι­ραίο. Το από­γευ­μα της 18ης Απρι­λί­ου έχα­σε τα λογι­κά του και έλε­γε μόνο ασυ­νάρ­τη­τες φρά­σεις. Μιλού­σε συνε­χώς για τους δικούς του και την Ελλάδα: 

- Ελλά­δα, έλε­γε, σου έδω­σα ό,τι μπο­ρεί να δώσει ένας άνθρω­πος, την περιου­σία μου, τον και­ρό μου, τη ζωή μου. Μακά­ρι η θυσία μου να σε ωφελήσει! 

  Στις 6 το από­γευ­μα είπε στον πιστό του υπη­ρέ­τη που κρα­τού­σε κλαί­γο­ντας το χέρι του: 

- Τώρα θέλω να κοιμηθώ! 

  Γύρι­σε στο πλευ­ρό και βυθί­στη­κε σε ύπνο βαθύ. Στις 19 Απρι­λί­ου το βρά­δυ άνοι­ξε για τελευ­ταία φορά τα μάτια του και αμέ­σως τα ‘κλει­σε πάλι. Ήταν η ύστα­τη ανα­λα­μπή. Σε λίγο η θερ­μή καρ­διά του, που χτύ­πη­σε για κάθε τι καλό και ωραίο, στα­μά­τη­σε για πάντα… 

  Στο Μεσο­λόγ­γι παρα­κο­λου­θού­σαν με ανη­συ­χία την εξέ­λι­ξη της αρρώ­στιας του. Στις 18 Απρι­λί­ου, Κυρια­κή του Πάσχα, μόλις που ακου­γό­ταν ψιθυ­ρι­στά η ευχή «Χρι­στός Ανέ­στη», ενώ ταυ­τό­χρο­να ρωτού­σαν: «Τι κάνει ο μυλόρδος!». 

  Η κατά­πλη­ξη και το πέν­θος υπήρ­ξε γενι­κό μόλις αναγ­γέλ­θη­κε ο θάνα­τός του. Από τις τάπιες ρίχτη­καν 37 κανο­νιο­βο­λι­σμοί, όσα και τα χρό­νια του νεκρού ποι­η­τή, έκλει­σαν τα μαγα­ζιά και τα εργα­στή­ρια κι ο Σ. Τρι­κού­πης εξε­φώ­νη­σε τον επι­κή­δειο λόγο. Ο Μπάι­ρον έφευ­γε την πιο κρί­σι­μη στιγ­μή, την ώρα της πλή­ρους ακμής του, όταν μόλις είχε αρχί­σει να συντε­λεί στη δια­μόρ­φω­ση της κατά­στα­σης στην Ελλά­δα. Το αγα­θό όμως που δημιουρ­γή­θη­κε από το αθά­να­το όνο­μά του εκτεί­νε­ται πέρα από το νήμα της ανθρώ­πι­νης ζωής. Ο εξαί­ρε­τος αυτός άντρας έπε­σε με αξιο­πρέ­πεια και με συνεί­δη­ση του σκο­πού του και στο πρό­σω­πό του λύθη­κε το πρό­βλη­μα της επί­γειας ύπαρ­ξης: ο θάνα­τός του έμελ­λε ν’ απο­κα­λύ­ψει ότι ο κάθε οδοι­πό­ρος του κόσμου τού­του λυτρώ­νε­ται με τον αγώ­να κι ότι η αλη­θι­νή ευτυ­χία της ζωής τότε μόνο ολο­κλη­ρώ­νε­ται, όταν ο ατο­μι­κός αγώ­νας πλα­ταί­νει και σμί­γει με τον αγώ­να των πολ­λών. «Προ­αι­σθά­νο­μαι την υπέρ­τα­τη ευδαι­μο­νία την υπέρ­τα­τη τού­τη στιγ­μή», μπο­ρού­σε να πει και ο Μπάι­ρον, ο Φάουστ αυτός της επο­χής του, όταν μακριά από την πατρί­δα του κατέ­βαι­νε στον τάφο στην έρη­μη μεσο­λογ­γί­τι­κη ακτή, υπέρ της ελευ­θε­ρί­ας ενός έθνους που πάλευε ενα­ντί­ον των δυνα­στών του. 

_______________________________________________________________________________________________________

Ο Ειρηναίος Μαράκης γεννήθηκε στα Χανιά το 1986, απόφοιτος της τεχνικής εκπαίδευσης. Συμμετέχει με ποιήματα του στα συλλογικά έργα (e‑books) ενώ ποιήματα του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορες λογοτεχνικές σελίδες. Αρθρογραφεί στην εφημερίδα Αγώνας της Κρήτης καθώς και στο διαδικτυακό πολιτικό και πολιτιστικό περιοδικό Ατέχνως. Διατηρεί το ιστολόγιο Λογοτεχνία και Σκέψη.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο