Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Ο μπογιατζής ήξερε πολλά!» του Αλέκου Χατζηκώστα (Διήγημα)

Το βλέμ­μα του στρά­φη­κε νευ­ρια­σμέ­νο προς τα πάνω, στη σκαλωσιά.

«Δεν φτά­νει που δεν έχε­τε πάρει τα απα­ραί­τη­τα μέτρα ασφα­λεί­ας, λερώ­νε­τε και τον κόσμο κύριε» είπε και έσκυ­ψε να δει ξανά την πιτσι­λιά από μπο­γιά στο σακά­κι του.

«Συγνώ­μη κύριε.  Μας ξέφυ­γε. Τι να κάνου­με; Πάντως σας ζητού­με συγνώμη».

Τον κοί­τα­ξε διε­ρευ­νη­τι­κά. Δεν θα ξεπερ­νού­σε τα 35. Ψηλός, μαυ­ρι­δε­ρός με καστα­νά μάτια. Είχε μαζί του και δύο άλλους- που όπως τους έκο­βε — έμοια­ζαν για αλλοδαποί.

«Να λοι­πόν που τα έργα πλέ­ον του δημο­σί­ου, γίνο­νται από εργο­λά­βους που παίρ­νουν αλλο­δα­πούς εργά­τες για να τους βγαί­νουν φτη­νά» σκέφτηκε.

Και αυτός ως λει­τουρ­γός της δικαιο­σύ­νης, εισαγ­γε­λέ­ας γαρ, θα έπρε­πε για μία ακό­μη φορά να φανεί κόσμιος.

Ήταν άλλω­στε η πρώ­τη του επί­ση­μη είσο­δος, για δίκη, στα δικα­στή­ρια της μικρής επαρ­χια­κής πόλης που είχε μετατεθεί.

Και­νού­ριος λοι­πόν εισαγ­γε­λέ­ας και λες και το βάψι­μο του κτη­ρί­ου γινό­ταν για να τον υπο­δε­χτεί φορώ­ντας τα καλά του.

Και αυτός ο χρι­στια­νός, τώρα βρή­κε να του λερώ­σει το κου­στού­μι του;

Η υπάλ­λη­λος των δικα­στη­ρί­ων, μια συντη­ρη­τι­κή μεγα­λο­κο­πέ­λα, όμως τον φρό­ντι­σε με το βετεξ που πάντα είχε πρό­χει­ρο. Τυχε­ρός στην ατυ­χία του, σκέφτηκε.

Ήπιε τον βαρύ­γλυ­κο καφέ του και έρι­ξε για μια τελευ­ταία φορά, μια ματιά στα χαρ­τιά του.

«Βια­σμός ενή­λι­κης από 2 Αλβα­νούς» ήταν. Μια υπό­θε­ση όμως που δεν έγι­νε πρω­το­σέ­λι­δο, όπως άλλες φορές. Και αυτό ήταν που του είχε κινή­σει την περιέρ­γεια. Συνή­θως σε τέτοιες υπο­θέ­σεις τα πρω­το­σέ­λι­δα ήταν πολ­λά, αλλά και συχνά απα­σχο­λού­σαν και τα μεση­με­ρια­νά­δι­κα των μεγά­λων κανα­λιών. Τώρα όμως όλα ήσυ­χα. Ούτε καν τοπι­κά ΜΜΕ είχαν κατα­φθά­σει για να καλύ­ψουν την δίκη.

«Ξενο­με­ρί­τισ­σα» η κατα­γε­λού­σα, αλλο­δα­ποί οι ένο­χοι» σκέ­φθη­κε, για να καθη­συ­χά­σει το αστυ­νο­μι­κό του δαι­μό­νιο. Άλλω­στε άλλος είναι «ο εκ του Νόμου» ο ρόλος του…

Χαι­ρέ­τη­σε εγκάρ­δια τον Δικα­στή.  Λίγα πράγ­μα­τα γνώ­ρι­ζε γι’ αυτόν. Όμως το ντύ­σι­μο του απο­κά­λυ­πτε σίγου­ρα έναν «μπον βιβέρ». Λίγο μεγα­λύ­τε­ρος από τον ίδιο και «ελεύ­θε­ρος» όπως του είχε τονί­σει από την πρώ­τη στιγμή.

Σίγου­ρα πολ­λές μάνες της επαρ­χια­κής πόλης θα τον ήθε­λαν για γαμπρό στις κόρες τους.

Η υπό­θε­ση ήταν πρώ­τη στο σχε­τι­κό πινάκιο.

«Για να ξεμπερ­δεύ­ου­με εύκο­λα», του είπε κλεί­νο­ντας το μάτι ο δικαστής.

Από επαγ­γελ­μα­τι­κή «δια­στρο­φή» είχε μάθει να προ­σέ­χει πάντα στις υπο­θέ­σεις πρώ­τα τους δικη­γό­ρους υπε­ρά­σπι­σης, στη συνέ­χεια τους κατη­γο­ρού­με­νους και στο τέλος τους κατή­γο­ρους. Μια ματιά- όπως καυ­χιό­ταν- του έφτα­νε για να βγά­λει συμπε­ρά­σμα­τα. Εδώ όμως τα πράγ­μα­τα δεν του φάνη­καν τόσο εύκολα.

Οι κατη­γο­ρού­με­νοι δεν είχαν έναν αλλά δύο δικη­γό­ρους και μάλι­στα μαζί τους γνω­στό μεγα­λο­δι­κη­γό­ρο της Αθή­νας, από αυτούς που αρέ­σκο­νται να ανα­λαμ­βά­νουν «πολύ­κρο­τες υπο­θέ­σεις» γνω­στών μεγα­λό­σχη­μων της χώρας, κατορ­θώ­νο­ντας σχε­δόν πάντα να τους αθω­ώ­νουν. Προ­φα­νώς αυτός ήταν «η αόρα­τος αρχή» που φαί­νε­ται πως θα κατεύ­θυ­νε τα νήμα­τα κατά τη διάρ­κεια της δίκης. Τα όσα είχε ακού­σει και αυτός για τη συμ­με­το­χή του δικη­γό­ρου σε διά­φο­ρα «κυκλώ­μα­τα», φρό­ντι­σαν άλλοι συνά­δελ­φοι του να τα δια­ψεύ­σουν, τιμω­ρώ­ντας αυστη­ρά  τα ΜΜΕ που είχαν τολ­μή­σει να ανα­φερ­θούν μέσω απο­κα­λύ­ψε­ων σε παρό­μοιες υπο­θέ­σεις για το άτο­μό του…

Μα και οι κατη­γο­ρού­με­νοι ξάφ­νια­ζαν με την εμφά­νι­σή τους. Καλο­ραμ­μέ­να κου­στού­μια, παπού­τσια που φαι­νό­ταν χει­ρο­ποί­η­τα, χρυ­σά ρολό­για στο χέρι πρό­σω­πα καλο­ζω­ι­σμέ­να, που εξέ­πε­μπαν αέρα της υπε­ρο­χής και σε τίπο­τε δεν θύμι­ζαν τα πρό­σω­πα που αντί­κρι­ζε κανείς τότε στις αρχές του ’90 όταν κατά χιλιά­δες περ­νού­σαν τα σύνο­ρα ανα­ζη­τώ­ντας κάθε είδους δου­λειές για να επιζήσουν.

Η διεύ­θυν­ση που έδω­σαν ως τόπο κατοι­κί­ας-σε γνω­στό προ­ά­στιο της Θεσ­σα­λο­νί­κης- αλλά και το επάγ­γελ­μα που δήλω­σαν- «εισα­γω­γές-εξα­γω­γές» μπο­ρεί να του έλυ­σαν απο­ρί­ες για την εμφά­νι­ση των κατη­γο­ρού­με­νων, αλλά του δημιούρ­γη­σαν περισ­σό­τε­ρες για το πώς θα εξε­λισ­σό­ταν η ιστο­ρία με τη δίκη.

Το βλέμ­μα του στη συνέ­χεια έπε­σε στη πλευ­ρά των κατή­γο­ρων. Ο δικη­γό­ρος της νεα­ρός, καλο­ντυ­μέ­νος και με «πολι­τι­κές φιλο­δο­ξί­ες» όπως πρό­λα­βε και τον ενη­μέ­ρω­σε ο δικαστής.

Η κατή­γο­ρος ήταν σίγου­ρα μια γοη­τευ­τι­κή 30αρα. Φορού­σε μπορ­ντό ταγιέρ, είχε μακρύ ξαν­θό μαλ­λί και πρά­σι­να μάτια, που σίγου­ρα φυλά­κι­ζαν αυτόν που την κοι­τού­σε. Και όπως όλα έδει­χναν, πολ­λοί ήταν αυτοί που είχαν μπλέ­ξει στα δίκτυα της. «Γυναί­κα αρά­χνη» όπως διά­βα­ζε στα noir που τόσο του άρεσαν.

Η έναρ­ξη της δίκης έκρυ­βε μια έκπληξη.

«Κύριε Πρό­ε­δρε θα θέλα­με να κάνου­με μία δήλω­ση. Η πελά­της μου και εγώ επι­θυ­μού­με να απο­σύ­ρου­με τις κατη­γο­ρί­ες σε βάρος των κατη­γο­ρου­μέ­νων. Η πελά­της μου θα σας εξη­γή­σει αναλυτικά».

Σηκώ­θη­κε αργά από τη θέση της. Πλη­σί­α­σε τα δικα­στι­κά έδρα­να και στη συνέ­χεια ρίχνο­ντας ένα φιλά­ρε­σκο βλέμ­μα προς του κατη­γο­ρού­με­νους, στρά­φη­κε προς την έδρα έχο­ντας κατε­βα­σμέ­να (από ντρο­πή;) τα μάτια της.

«Κύριε Πρό­ε­δρε ‚δεν είναι έτσι τα πράγ­μα­τα όπως τα είπα στην αρχι­κή μου κατά­θε­ση, στο ανα­κρι­τή της πόλης μου. Δεν επρό­κει­το για βια­σμό, αλλά για κοι­νή συναι­νέ­σει ερω­τι­κή μας συνεύρεση…»

Ζήτη­σε αμέ­σως τον λόγο:

«Μα κυρία μου στην προ­α­νά­κρι­ση- όπως δια­βά­ζου­με- άλλα κατα­θέ­σα­τε ενόρ­κως. Κάνα­τε λόγω για παρα φύσιν συνου­σία που συνο­δεύ­τη­κε και με ξυλο­δαρ­μό σας»

«Κύριε εισαγ­γε­λέα ζητώ ταπει­νά συγ­γνώ­μη. Ήθε­λα να τους εκδι­κη­θώ για­τί δεν με πήραν τελι­κά ως γραμ­μα­τέα στη δου­λειά τους, όπως μου είχαν υπο­σχε­θεί. Εντά­ξει δεν λέω, στα δώρα όσο και­ρό είχα σχέ­σεις και με τους δύο ήταν γαλα­ντό­μοι, όμως αφού τους έκα­να όλα τα χατί­ρια ήθε­λα και εγώ μια μόνι­μη εξασφάλιση»

«Και χρειά­στη­κε να στή­σε­τε όλη αυτή την πλε­κτά­νη για κάτι τέτοιο; Και οδη­γή­σα­τε τους κυρί­ους αυτούς στην αίθου­σα δικα­στη­ρί­ου. Και τελι­κά να εμπαί­ξε­τε την ίδια την δικαιο­σύ­νη;» την ρώτησε.

«Τότε έτσι είχα σκε­φτεί. Και ζητώ συγνώ­μη και τους κατη­γο­ρού­με­νους που άδι­κα τους ταλαι­πώ­ρη­σα. Πάντως αυτοί στά­θη­καν κύριοι παρ’ όλα αυτά. Με έβα­λαν σε θέση γρα­φεί­ου σε επι­χεί­ρη­ση με το οποία συνερ­γά­ζο­νται. Οπό­τε, ούτε γάτα, ούτε ζημιά»

Του έδι­νε την εικό­να της αφε­λούς. Και όμως κάτι μέσα του δεν του στε­κό­ταν καλά. Όλο το παρου­σια­στι­κό της δεν άρμο­ζε με την εικό­να αυτή.

Άφη­σε κατά μέρος τις δεύ­τε­ρες σκέ­ψεις, για τον βρα­δι­νό απο­λο­γι­σμό της ημέ­ρας στο μαξι­λά­ρι του και συνέ­χι­σε με ποιο νομι­κό στυλ αυτή τη φορά:

«Κυρία μου το αδί­κη­μα που δια­πρά­ξα­τε λέγε­ται «ψευ­δής κατα­μή­νυ­ση». Θα πρέ­πει να γνω­ρί­ζε­ται ότι είναι ένα ποι­νι­κό αδί­κη­μα, που περι­λαμ­βά­νε­ται στο κεφά­λαιο του Ποι­νι­κού Κώδι­κα, με τίτλο “εγκλή­μα­τα σχε­τι­κά με την απο­νο­μή δικαιο­σύ­νης”, που σημαί­νει ότι ο ψευ­δο­μη­νυ­τής στρέ­φε­ται όχι μόνον ενα­ντί­ον εκεί­νου, που μηνύ­ει ψευ­δώς, αλλά και γενι­κό­τε­ρα προ­κα­λεί την ‑χωρίς λόγο- κινη­το­ποί­η­ση των διω­κτι­κών Αρχών, με συνέ­πεια να χάνο­νται ώρες εργα­σί­ας, να επι­βα­ρύ­νο­νται άσκο­πα τα Δικα­στή­ρια κ.ο.κ. Και όπως ορί­ζει ο νόμος  πρό­κει­ται για πλημ­μέ­λη­μα, που τιμω­ρεί­ται με ποι­νή φυλά­κι­σης, από 1 έτος έως 5 έτη.» Τα είπε όλα μονο­ρού­φι, άλλω­στε ήταν άρι­στος γνώ­στης της υπάρ­χου­σας νομο­θε­σί­ας, αν και μέσα του δια­τη­ρού­σε κάποιες δεύ­τε­ρες σκέψεις…

«Κύριε Πρό­ε­δρε προ­τεί­νω την παρα­πο­μπή της κυρί­ας για το αδί­κη­μα της ψευ­δούς καταμήνυσης…»

Οι δικη­γό­ροι της υπε­ρά­σπι­σης απλά έβα­λαν τα χαρ­τιά τους στις δερ­μά­τι­νες τσά­ντες τους κλεί­νο­ντας πονη­ρά το μάτι στους κατη­γο­ρού­με­νους πως ως έτοι­μοι από και­ρό σταύ­ρω­σαν τα χέρια τους περι­μέ­νο­ντας στω­ι­κά την δικα­στι­κή απόφαση.

Τα πράγ­μα­τα έπαιρ­ναν δια­φο­ρε­τι­κή τρο­πή γι’ αυτούς και από κατη­γο­ρού­με­νοι θα μπο­ρού­σαν κάλ­λι­στα να γίνουν τώρα κατή­γο­ροι. Ο πιο μεγά­λος από αυτούς ζήτη­σε το λόγο και με άψο­γα Ελλη­νι­κά τόνισε:

«Κύριε Πρό­ε­δρε. Επι­τρέψ­τε μου να σας πω, ότι από την πλευ­ρά μας δεν υπάρ­χει κανέ­να πρό­βλη­μα με την κυρία. Στο ερω­τι­κό μας παι­χνί­δι συμ­με­τεί­χα­με όλοι μας ως ενή­λι­κες με τη θέλη­σή μας και αν κάτι στρά­βω­σε στο τέλος, φταί­με όλοι γι’ αυτό».

Ο πρό­ε­δρος κοι­τώ­ντας προς το μέρος του ζήτη­σε, ολι­γό­ω­ρη δια­κο­πή της δικής.

«Νομί­ζω πως τα πράγ­μα­τα είναι ξεκά­θα­ρα και δεν χρειά­ζε­ται να τα ξεψα­χνί­ζου­με άλλο», του είπε στο διάλ­λει­μα ο δικα­στής.  Ας αθω­ώ­σου­με τους κατη­γο­ρού­με­νους και ας μην παρα­πέμ­ψου­με την άλλο­τε κατή­γο­ρο σε άλλη δίκη. Ας πάει στην ευχή του Θεού, γιορ­τι­νές μέρες που έρχονται».

Θέλο­ντας και μη συμ­φώ­νη­σε. Άλλω­στε, δεν ήταν και­ρός για νέες κόντρες. Αρκε­τά είχε πλη­ρώ­σει, με μετα­θέ­σεις, αυτές του παρελθόντος.

Η λήξη της δίκης βρή­κε κατή­γο­ρο και κατη­γο­ρού­με­νους, να απο­χω­ρούν χαμο­γε­λα­στά από την αίθου­σα. Το μεση­μέ­ρι μάλι­στα πηγαί­νο­ντας στο σπί­τι του για ξεκού­ρα­ση σαν να τους πήρε το μάτι του να συντρώ­γουν σε «γκουρ­μέ» εστια­τό­ριο στο κέντρο της πόλης…

Οι μέρες κυλού­σαν μονό­το­να, και τα Χρι­στού­γεν­να ήταν πλέ­ον κοντά. Ευκαι­ρία για μια επί­σκε­ψη στο γενέ­θλιο Ηπει­ρώ­τι­κο χωριό για να δει την μάνα του και ποιος ξέρει εκεί­νους τους παλιούς συμ­μα­θη­τές τους, που συνε­χώς τον πεί­ρα­ζαν για­τί ενώ είχε φτά­σει στα 45 ήταν ακό­μη «μαγκού­φης.

Οι υπο­θέ­σεις που ακο­λού­θη­σαν δεν παρου­σί­α­ζαν ιδιαί­τε­ρο ενδια­φέ­ρον. Αυτός φρό­ντι­ζε να είναι τυπι­κός, δια­βά­ζο­ντας ώρες ολό­κλη­ρες το ανα­κρι­τι­κό υλι­κό και περιο­ρί­ζο­ντας τις εξό­δους του μόνο τα Σαββατοκύριακα.

Το μόνο ευχά­ρι­στο των ημε­ρών ήταν το γεγο­νός ότι επι­τέ­λους είχε τελειώ­σει το βάψι­μο του νεο­κλα­σι­κού κτη­ρί­ου που στέ­γα­ζε τα δικα­στή­ρια, δίνο­ντας τα κάτι από την λάμ­ψη που είχαν  όταν τότε μετά τον εμφύ­λιο είχαν μετα­φερ­θεί εκεί, απο­τε­λώ­ντας το σημείο ανα­φο­ράς της πλα­τεί­ας αλλά και της πόλης ολό­κλη­ρης, μιας και γύρω από αυτά δημιουρ­γή­θη­κε μια μεγά­λη αγο­ρά, που έδι­νε οικο­νο­μι­κή ανά­σα σ’ αυτήν.

Ήθε­λε μάλι­στα να πιστεύ­ει, αφε­λώς ίσως, ότι απο­τε­λού­σε και το «δώρο»  της υπη­ρε­σί­ας για την μετά­θε­σή του εκεί. Γι’ αυτό άλλω­στε και περ­νού­σε συχνά τα απο­γεύ­μα­τα του , μελε­τώ­ντας τις διά­φο­ρες υπο­θέ­σεις στο μικρό γρα­φειά­κι του ‚στον πρώ­το όροφο.

Ήταν περα­σμέ­νες 8  το από­γευ­μα και είχε ξεχά­σει εδώ και ώρες να κοι­τά­ξει το μεγά­λο ρολόι που κρε­μό­ταν στον απέ­να­ντι τοί­χο, απορ­ρο­φη­μέ­νος σε μία υπό­θε­ση πλα­στο­γρα­φί­ας που του είχε προκύψει.

Το χτύ­πη­μα στην πόρ­τα,  δει­λό, σχε­δόν ανε­παί­σθη­το, δεν το άκου­σε. Μόνο όταν έγι­νε πιο δυνα­τό και συνο­δεύ­τη­κε από ένα κεφά­λι που ξεπρό­βα­λε από την πόρ­τα σήκω­σε τα μάτια του.

Δεν τον γνώ­ρι­σε με το κου­στού­μι, τα χτε­νι­σμέ­να μαλ­λιά και κυρί­ως το ξύρι­σμα που είχε.

«Κύριε Εισαγ­γε­λέα με το συμπά­θιο που σας ενο­χλώ τέτοια ώρα. Είμαι ο μπο­για­τζής του κτη­ρί­ου. Θυμά­στε τότε που με μαλώ­σα­τε επει­δή σας πιτσίλισα;».

Το κοί­τα­ξε εξε­τα­στι­κά. Ναι τα μάτια του , αλλά και το πιτσί­λι­σμα τα θυμό­ταν, όμως τα υπόλοιπα…

«Δεν νομί­ζω να ήρθες για να μου ζητή­σεις συγνώ­μη για τότε» του είπε χαμο­γε­λα­στά. «Ούτε φυσι­κά και να μου ζητή­σεις την πλη­ρω­μή για το βάψι­μο. Αυτή έγι­νε αμέ­σως με την παρά­δο­ση του κτη­ρί­ου όπως γνω­ρί­ζω καλά».

«Κύριε εισαγ­γε­λέα. Θα έπρε­πε να το  πω από την πρώ­τη στιγ­μή που την είδα. Φοβή­θη­κα όμως.  Είδα και εκεί­νους τους Αλβα­νούς μαζί της…»

«Δεν σε κατα­λα­βαί­νω. Γίνε πιο συγκεκριμένος»

«Να για εκεί­νη την π… συγνώ­μη για την έκφρα­ση, την Γεωρ­γία Παπα­δο­πού­λου, από τα Γρε­βε­νά που ήρθε πριν 3 βδο­μά­δες, κου­νά­με­νη συνά­με­νη στο δικα­στή­ριο. Ήταν η μέρα που γνω­ρι­στή­κα­με, θυμάστε;»

«Δεν γνω­ρί­ζω για πια λες, αλλά συνέχισε»

«Είχα­με σχέ­σεις πριν τρία χρό­νια κύριε Εισαγ­γε­λέα, στη Φλώ­ρι­να. Και αφού μου έφα­γε τα α αργό­τε­ρα ξανα­γύ­ρι­σε στα Γρε­βε­νά από όπου κατα­γό­ταν. Και τώρα την είδα να μπαί­νει στο δικα­στή­ριο σαν την Μαρία Μαγδα­λη­νή και μετά να φεύ­γει αγκα­ζέ με τους δύο καλο­ντυ­μέ­νους κύριους που έμα­θα ότι είναι Αλβα­νοί. Μου ανέ­βη­κε το αίμα στο κεφά­λι. Σκέ­φτη­κα αμέ­σως ότι σε  κάποια βρω­μο­δου­λειά ήταν μπλεγ­μέ­νη. Έψα­ξα αργό­τε­ρα στα πινά­κια των υπο­θέ­σε­ων αλλά δεν είδα που­θε­νά το όνο­μα της, αλλά ούτε και την ξανα­εί­δα από τότε. Σκέ­φθη­κα όλες αυτές τις μέρες και με την ευκαι­ρία της παρου­σί­ας μου στην πόλη είπα να σας ενη­με­ρώ­σω. Ίσως σας φανεί σε κάτι χρήσιμο».

Τον κοί­τα­ξε για πολύ ώρα χωρίς να του μιλά. Στη συνέ­χεια του ζήτη­σε περισ­σό­τε­ρες πλη­ρο­φο­ρί­ες για την πρώ­ην φίλη του κρα­τώ­ντας λεπτο­με­ρείς σημειώσεις.

Φεύ­γο­ντας τον απο­χαι­ρέ­τη­σε όλο εγκαρ­διό­τη­τα, θυμί­ζο­ντας του, ότι αν χρεια­στεί θα δώσει ενόρ­κως κάποια στοιχεία.

Το περί­γραμ­μα της ιστο­ρί­ας είχε αρχί­σει να σχη­μα­τί­ζε­ται έστω και θολά στο μυα­λό του. Θα ‘έπρε­πε όμως να «δέσει» τα στοι­χεία ‚ώστε να βγει συμπέρασμα .

Απο­φά­σι­σε να δρά­σει άμε­σα. Πήρε τηλέ­φω­νο στη μητέ­ρα του λέγο­ντας της ότι θα έρθει με καθυ­στέ­ρη­ση στο χωριό για­τί κάτι προ­έ­κυ­ψε και θ’ ανα­γκα­ζό­ταν την πρώ­τη μέρα των δια­κο­πών του να πάει στα Γρεβενά.

Το σπί­τι της δεν δυσκο­λεύ­τη­κε να το βρει. Ήταν στον τελευ­ταίο όρο­φο, τριώ­ρο­φης πολυ­κα­τοι­κί­ας. Στο θυρο­τη­λέ­φω­νο φαρ­διά –πλα­τιά το όνο­μα της.

Η τύχη ήταν με το μέρος του, καθό­τι αυτή πάντα όπως λέει και η παροι­μία «βοη­θά τους τολ­μη­ρούς». Απέ­φυ­γε να το χτυ­πή­σει και ανέ­βη­κε με τα πόδια από τις σκά­λες φτά­νο­ντας μπρο­στά στην πόρ­τα της. Γνώ­ρι­ζε ότι ο αιφ­νι­δια­σμός θα ήταν ο καλύ­τε­ρος του σύμμαχος.

Χτύ­πη­σε το κου­δού­νι και περί­με­νε. Η πόρ­τα, δείγ­μα ότι χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε το «ματά­κι» για να τον ξεψα­χνί­σουν νωρί­τε­ρα, άνοι­ξε με καθυ­στέ­ρη­ση. Βοή­θη­σε φαί­νε­ται και το κοστού­μι και γενι­κό­τε­ρα η αρχο­ντιά που απέ­πνεε ώστε να μην προ­κα­λεί υποψίες.

«Ορί­στε, τι θέλε­τε κύριε;» του είπε ανοί­γο­ντας την πόρ­τα, ντυ­μέ­νη με φόρ­μες, άβα­φη και τα μαλ­λιά πια­σμέ­να σε κότσο. Δεν φάνη­κε να τον ανα­γνω­ρί­ζει . Αλλά και σ’ αυτόν δεν θύμι­ζε πολύ την όμορ­φη με το ταγιέρ που είχε δει στο δικαστήριο.

«Αν ήρθα­τε  να που­λή­σε­τε κάτι δεν ενδιαφέρομαι».

«Όχι κυρία Παπα­δο­πού­λου. Απλά ήρθα για να κάνου­με μια κου­βε­ντού­λα, μια και την προη­γού­με­νη φορά που είχα­με συνα­ντη­θεί σας είχα γνω­ρί­σει με άλλο επίθετο»

Το βλέμ­μα της σκο­τεί­νια­σε. Τον θυμή­θη­κε. Απο­μα­κρύν­θη­κε από την πόρ­τα και κάθι­σε στην πρώ­τη καρέ­κλα που βρή­κε μπρο­στά της.  Χαμή­λω­σε το κεφά­λι της και άρχι­σε να κλαίει.

«Θα μου τα πεί­τε όλα και από την αρχή» της είπε επιτακτικά.

«Σας παρα­κα­λώ δεν έφται­γα εγώ σ’αυτήν την ιστο­ρία. Θα σας τα πως όλα αρκεί να με προ­στα­τέ­ψε­τε. Είναι αδί­στα­κτοι και φοβά­μαι για τη ζωή μου».

Η συζή­τη­ση κρά­τη­σε πολύ ώρα και έκρυ­βε πολ­λές εκπλή­ξεις για τον Εισαγ­γε­λέα. Τα πλο­κά­μια της δια­φθο­ράς είχαν απλω­θεί και σε χώρους που θεω­ρού­σε μέχρι τότε απρο­σί­τους. Δικη­γό­ροι, αστυ­νο­μία, «επώ­νυ­μοι», όλος ο «καθώς πρέ­πει κόσμος» σε μία υπό­θε­ση που το χρή­μα φαί­νε­ται πως άνοι­γε όλες τις πόρ­τες και έκλει­νε τα στόματα.

Οι σημειώ­σεις ήταν καυ­τό υλι­κό στα χέρια του. Η υπό­θε­ση απλά έφερ­νε στην επι­φά­νεια αυτό που είχε δια­βά­σει στις εφη­με­ρί­δες για το λεγό­με­νο «παρα­δι­κα­στι­κό κύκλωμα».

Φεύ­γο­ντας από την γυναί­κα που είχαν χρη­σι­μο­ποι­ή­σει στη θέση μιας άλλης (και μάλι­στα εν αγνοί­ας της) οι σκέ­ψεις του ήταν μπερ­δε­μέ­νες. Το άλλο πρωί έφυ­γε για το χωριό του για να δει την μάνα του.

Η επα­φή με τους παλιούς γνω­στούς του στο χωριό , ο καθα­ρός αέρας και το καθιε­ρω­μέ­νο μεση­με­ριά­τι­κο τσί­που­ρο στην πλα­τεία του χωριού του έκα­νε καλό. Για λίγο ξέχα­σε την υπό­θε­ση που τον προ­βλη­μά­τι­ζε το τελευ­ταίο και­ρό. Δεν είχε άλλω­στε ξεκα­θα­ρί­σει μέσα του τι θα έπρε­πε να κάνει. Τα πρέ­πει είχαν μπλε­χτεί με τους φόβους τους, για το με ποιους τελι­κά θα τα έβα­ζε και αν άξι­ζε  τον κόπο.

Ώσπου παρα­μο­νή της ανα­χώ­ρη­σης του από το χωριό τον είδε. Ήταν ο κύριος Κώστας, ο δάσκα­λος του στο δημο­τι­κό. Αυτός που τού­μα­θε όχι μόνο τα πρώ­τα γράμ­μα­τα αλλά κυρί­ως αυτός που του μετά­δω­σε αξί­ες ζωής. Είχε πολ­λά χρό­νια να μάθει νέα του. Από τότε που είχε επι­στρέ­ψει στην Αθή­να ως συντα­ξιού­χος είχε χάσει τα ίχνη του.  Τον νόμι­ζε μάλι­στα για πεθαμένο.

Και τώρα νάτος μπρο­στά του. Με το αιώ­νιο χαμό­γε­λο και τα χοντρά μυω­πι­κά του γυα­λιά που έκρυ­βαν τα γαλά­ζια σπιν­θη­ρο­βό­λα μάτια του.

Τον ανα­γνώ­ρι­σε και εκείνος.

«Καλώς τον. Έμα­θα ότι έγι­νες πια Εισαγ­γε­λέ­ας. Πίστευα από τότε ότι είχες μια φλό­γα που αν την φρό­ντι­ζες θα πήγαι­νες ψηλά».

Τον αγκά­λια­σε και του χάι­δε­ψε το κεφά­λι, όπως έκα­νε και τότε όταν ήταν μαθη­τής και έλε­γε άρι­στα το μάθη­μα σαν τον σήκω­νε στον πίνακα.

Κάθι­σαν στο καφε­νείο για να τα πού­νε. Η παι­δι­κή του ζωή, εκεί , παρού­σα στα λεγό­με­να του αγα­πη­μέ­νου του δασκάλου.

Το τσι­που­ρά­κι έλυ­σε τη γλώσ­σα του. Μίλη­σε για τη ζωή του, τα όνει­ρα του αλλά και τη φύση της δου­λειάς του.

Τον κοι­τού­σε με εκεί­νο το αιώ­νιο χαμό­γε­λο του, έτοι­μος να τον οδη­γή­σει και πάλι στο ξέφω­το. Λες και δια­βά­ζο­ντας τις σκέ­ψεις του με αφορ­μή την τελευ­ταία του υπό­θε­ση του είπε:

«Και μην ξεχνάς , στη δου­λειά που κάνεις , τους άθλους του Ηρα­κλή παι­δί μου. Ιδί­ως τον 11ο, που αν θυμά­σαι ήταν ο καθα­ρι­σμός των στά­βλων του Αυγεία»

Η ώρα πέρα­σε. Αγκα­λιά­στη­καν σφι­χτά με την υπό­σχε­ση ότι θα ξανασυναντηθούν.

Φεύ­γο­ντας, είχε χαρά­ξει τη δια­δρο­μή που θα έπρε­πε να ακολουθήσει.

Φτά­νο­ντας στο γρα­φείο, άνοι­ξε τον υπο­λο­γι­στή του. Άρχι­σε να γράφει:

« Προς τον κύριο Υπουρ­γό Δικαιοσύνης

Υπό­μνη­μα του Εισαγγελέα…»

 

Αλέ­κος Χατζηκώστας

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο