Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πέθανε ο κορυφαίος Ελληνας ζωγράφος, Δημήτρης Μυταράς

Έφυ­γε από τη ζωή σε ηλι­κία 83 ετών ο ζωγρά­φος και δάσκα­λος Δημή­τρης Μυτα­ράς μετά από σοβα­ρά προ­βλή­μα­τα υγεί­ας που τα τελευ­ταία χρό­νια είχαν επι­δει­νω­θεί σε βαθ­μό να απω­λέ­σει την όρα­σή του .

«Αν βγά­λεις τον Μυτα­ρά από την ελλη­νι­κή ιστο­ρία της τέχνης, τότε κατα­λα­βαί­νεις ότι θα μεί­νει φτω­χή» έχει δηλώ­σει για τον σημα­ντι­κό ζωγρά­φο Δημή­τρη Μυτα­ρά η διευ­θύ­ντρια της Εθνι­κής Πινα­κο­θή­κης, Μαρί­να Λαμπρά­κη Πλάκα.

Δάσκα­λος στην Ανω­τά­τη Σχο­λή Καλών Τεχνών, της οποί­ας διε­τέ­λε­σε και πρύ­τα­νης από το 1982 έως το 1985, εκπαί­δευ­σε μεγά­λο αριθ­μό σπου­δα­στών και συνερ­γά­στη­κε με καλ­λι­τέ­χνες στην ΑΣΚΤ οι οποί­οι και διορ­γά­νω­σαν τιμη­τι­κή έκθε­ση στην καλ­λι­τε­χνι­κή του πορεία το 2015, στο Μου­σείο Μπενάκη.

Παράλ­λη­λα με το εκπαι­δευ­τι­κό του έργο στην ΑΣΚΤ, το 1978 και με την αρω­γή του Δήμου Χαλ­κι­δέ­ων, ίδρυ­σε στη γενέ­τει­ρά του την Χαλ­κί­δα, το Εργα­στή­ρι Τέχνης Χαλ­κί­δας, το οποίο, υπό την καλ­λι­τε­χνι­κή διεύ­θυν­ση της συζύ­γου του Χαρί­κλειας Μυτα­ρά, ανα­πτύσ­σει σημα­ντι­κή διδα­κτι­κή και πολι­τι­στι­κή δραστηριότητα.

Γεν­νή­θη­κε το 1934 στη Χαλ­κί­δα. Σπού­δα­σε ζωγρα­φι­κή στην ΑΣΚΤ της Αθή­νας (1953–1957) με τον Γιάν­νη Μόρα­λη και τον Σπύ­ρο Παπα­λου­κά. Συνέ­χι­σε τις σπου­δές του στο Παρί­σι, με υπο­τρο­φία του Ι.Κ.Υ. (1961–1964, σκη­νο­γρα­φία και εσω­τε­ρι­κή δια­κό­σμη­ση, École Nationale des Arts Decoratifs και École des Arts et Métiers).

Η πρώ­τη του ατο­μι­κή έκθε­ση έγι­νε στην Αθή­να (1961, Ζυγός). Η στρο­φή του προς τον κρι­τι­κό ρεα­λι­σμό με χρή­ση φωτο­γρα­φι­κών ντο­κου­μέ­ντων, περιο­ρι­σμέ­νη χρω­μα­τι­κό­τη­τα και πολι­τι­κό περιε­χό­με­νο, ήταν μια χαρα­κτη­ρι­στι­κή φάση πρώ­ι­μης ζωγρα­φι­κής του, στα χρό­νια της δικτα­το­ρί­ας. Ωστό­σο στη συνέ­χεια της πορεί­ας του κυριάρ­χη­σαν τα εξπρε­σιο­νι­στι­κά στοι­χεία και το έντο­νο χρώ­μα. Στο μεγα­λύ­τε­ρο μέρος του έργου του τα θέμα­τα είναι ανθρω­πο­κε­ντρι­κά και συχνά προ­σω­πο­γρα­φι­κά. Η αφαι­ρε­τι­κή διά­θε­ση, η ελευ­θε­ρία της γραμ­μής και οι χρω­μα­τι­κές εντά­σεις συνυ­πάρ­χουν με την οξύ­τη­τα της παρα­τή­ρη­σης, είτε πρό­κει­ται για απει­κο­νί­σεις προ­σώ­πων είτε άλλων θεμά­των. Σε όλο του το έργο, η έμφα­ση στις εικα­στι­κές ποιό­τη­τες φανε­ρώ­νει τη βαθύ­τε­ρη σχέ­ση του με τις παρα­δο­σια­κές αξί­ες της ζωγραφικής.

Ως σκη­νο­γρά­φος και ενδυ­μα­το­λό­γος επι­με­λή­θη­κε δεκά­δες θεα­τρι­κές παρα­στά­σεις, συνερ­γα­ζό­με­νος με σημα­ντι­κά ελλη­νι­κά θέα­τρα (Εθνι­κό, ΚΘΒΕ, Θέα­τρο Τέχνης, Ελλη­νι­κό Χορό­δρα­μα, κ.ά.). Επί­σης ασχο­λή­θη­κε με την εικο­νο­γρά­φη­ση και με διά­φο­ρες εικα­στι­κές εφαρ­μο­γές. Έχει δια­κο­σμή­σει με τοι­χο­γρα­φί­ες πολ­λά δημό­σια και ιδιω­τι­κά κτί­ρια (ξενο­δο­χεία, τρά­πε­ζες, κλπ). Το έργο του Δεξί­λε­ως τοπο­θε­τή­θη­κε πρό­σφα­τα στο σταθ­μό «Δάφ­νη» του αθη­ναϊ­κού μετρό. Το συγ­γρα­φι­κό του έργο περι­λαμ­βά­νει θεω­ρη­τι­κά κεί­με­να και μελέ­τες για την τέχνη που έχουν εκδο­θεί και σε βιβλία, αρθρο­γρα­φία στον Τύπο για διά­φο­ρα θέμα­τα, καθώς και ποίηση.

Δίδα­ξε εσω­τε­ρι­κή δια­κό­σμη­ση στο Αθη­ναϊ­κό Τεχνο­λο­γι­κό Ινστι­τού­το (1964–72) και από το 1969 άρχι­σε να διδά­σκει στην ΑΣΚΤ της Αθή­νας, όπου εξε­λέ­γη καθη­γη­τής το 1977 και διε­τέ­λε­σε Πρύ­τα­νης από το 1982 έως το 1985. Το 1978, με την αρω­γή του Δήμου Χαλ­κι­δέ­ων, ίδρυ­σε στη γενέ­τει­ρά του το Εργα­στή­ρι Τέχνης Χαλ­κί­δας, το οποίο, υπό την καλ­λι­τε­χνι­κή διεύ­θυν­ση της συζύ­γου του Χαρί­κλειας Μυτα­ρά, ανα­πτύσ­σει σημα­ντι­κή διδα­κτι­κή και πολι­τι­στι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα έως σήμερα.

Το έργο του παρου­σιά­στη­κε σε πολ­λές ατο­μι­κές και ομα­δι­κές εκθέ­σεις, στην Ελλά­δα και στο εξω­τε­ρι­κό. Βρα­βεύ­τη­κε για τη συμ­με­το­χή του στην Έκθε­ση Νέων Ζωγρά­φων (Ζυγός, 1958) και στην Πανελ­λα­δι­κή Έκθε­ση Νέων (1961). Συμ­με­τεί­χε στις Μπιε­νά­λε της Αλε­ξάν­δρειας (1958, 1966), Μπιε­νά­λε Νέων (Παρί­σι, 1960), Μπιε­νά­λε Sao Paulo (1966) και Μπιε­νά­λε Βενε­τί­ας (1972). Αρκε­τές είναι και οι ανα­δρο­μι­κές του εκθέ­σεις: 1989 (Πινα­κο­θή­κη Πιε­ρί­δη και Βελ­λί­δειο Πολι­τι­στι­κό Κέντρο Θεσ­σα­λο­νί­κης), 1992 (Château de Chenonceau, Loire, Γαλ­λία), 1993 (Expo 93, Τόκυο, Ιαπω­νία), 1995 (Εθνι­κή Πινα­κο­θή­κη, Αθή­να), 1998 (Millesgarden Museum, Στοκ­χόλ­μη), 2001 (Palazzo Vecchio, Φλω­ρε­ντία,) και 2006 (Δημο­τι­κή Πινα­κο­θή­κη, Θεσσαλονίκη).

Το 2008 εξε­λέ­γη τακτι­κό μέλος της Ακα­δη­μί­ας Αθη­νών και τιμή­θη­κε με τον Ταξιάρ­χη του Τάγ­μα­τος του Φοί­νι­κα. Την ίδια χρο­νιά, ο Δήμος Χαλ­κι­δέ­ων του απέ­νει­με το χρυ­σό μετάλ­λιο της πόλης.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο