Γράφει ο Ηρακλής Κακαβάνης //
Κάποτε όταν οι ποιητές ήταν υμνητές της φύσης και των λουλουδιών ο Μάης ήταν ο μήνας τους. «Πολλάκις εις τα χρυσά μου όνειρα επόθησα να είχα τόσον χρυσόν όσους στίχους έχει αποθηκεύσει ο Μάιος από παντός χρόνου και τόπου τους ποιητάς» (Κ. Παλαμάς).
«Μετά την υπερρεαλιστική επανάσταση, οι ποιητές δεν έχουν ιδιαίτερο μήνα για να υμνήσουν, υμνούνε όλους τους μήνες. Κι όμως υπάρχουν συνδετικοί κρίκοι στις λέξεις: Μάης – Ποιητές. Οι ποιητές σκορπίζουν το αίμα τους σ’ αυτή την πολύτιμη τρέλα που τους κατακαίει. Η εργατική τάξη σκορπίζει το πολύτιμο αίμα της για την καταξίωση δικαιωμάτων της. Το κόκκινο, λοιπόν, είναι το κυρίαρχο χρώμα που φωτίζει και τους δύο: Εργάτες και ποιητές» (Μίλτος Σαχτούρης).
Μέρα Μαγιού μού μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,
άνοιξη, γιε, π’ αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω
στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης (…)
Γλυκέ μου, εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι.
Γιε μου, στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε. (…)
Γιε μου, στ’ αδέλφια σου τραβώ και σμίγω την οργή μου,
σου πήρα το ντουφέκι σου, κοιμήσου, εσύ πουλί μου.
(«Επιτάφιος», Γιάννης Ρίτσος)
***
«Διακόσια παλικάρια τραγουδήσαν σαν σήμερα τον ερχομό του Μάη./ Το τραγούδι τους πυρπόλησε τους ορίζοντες» της ποίησης και έτσι ο Μάης έγινε ο μήνας που η ποίηση με τα δικά της ποιητικά στεφάνια προσκυνά στην οδό Εγνατίας και στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής.
Πέσε στα γόνατα, προσκύνα το πανάγιο χώμα
με την ψυχή κατάκορφα στον ουρανό υψωμένη,
όποιος και να ’σαι, όθε και να ’σαι κι ό,τι – άνθρωπος να ’σαι!
Πιότερο, αν είσαι του λαού ξωμάχος, χερομάχος, (…)
Ήτανε πρώτη του Μαγιού, φως όλα μέσα κι έξω
(έξω τα χρυσολούλουδα και μέσα η καλοσύνη)
που αράδιασε πά’ στο σοβά, πιστάγκωνα δεμένους
και θέρισε με μπαταριές οχτρός ελληνομάχος,
όχι έναν, όχι δυο και τρεις, διακόσια παλικάρια.
Δεν ήρθαν μελλοθάνατοι με κλάμα και λαχτάρα,
μόν’ ήρθανε μελλόγαμπροι με χορό και τραγούδι.
(«Πρωτομαγιά ‘44» Κώστας Βάρναλης)
***
Παράξενη Πρωτομαγιά
μ’ αγκάθια πλέκουν σήμερα στεφάνια
ήρθ’ ο καιρός του έχε γεια
τι να την κάνεις πια την περηφάνια.
Στα δυο σου μάτια τα χρυσαφιά
σκοτάδι πέφτει και συννεφιά
ποιες μπόρες φέρνεις
και ποιες βροχές
σε κουρασμένες νεκρές ψυχές;
Παράξενη Πρωτομαγιά
ο ήλιος καίει το πέλαγο στη δύση
μα της καρδιάς την πυρκαγιά
πού θα βρεθεί ποτάμι να τη σβήσει.
(Νίκος Γκάτσος)
***
Είναι ο Μάης και ο μήνας της ελπίδας. Εκεί, ανάμεσα στους διαδηλωτές της Πρωτομαγιάς και των κοινωνικών αγώνων, σαν τις παπαρούνες στον κάμπο, ανάμεσα στα πράσινα στάχυα. «Και οι παπαρούνες στους αγρούς κόκκινα φέσια να κουνάνε/ κάποιοι πεθάνανε για μας/ κάποιοι που ξέρουν να αγαπάνε».