Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Πατριώτες» και οι ναζί, Μίκη;

«Ανε­ξάρ­τη­τα από τις όποιες δια­φω­νί­ες μας είμα­στε όλοι πατριώ­τες». Τη φρά­ση αυτή ανέ­φε­ρε, προς το τέλος της ομι­λί­ας του στο συλ­λα­λη­τή­ριο του Συντάγ­μα­τος, ο Μίκης Θεο­δω­ρά­κης. Και ερχό­μα­στε, εμείς οι ταπει­νοί μπρο­στά στους αγώ­νες και την ιστο­ρι­κή δια­δρο­μή του Μίκη, να ρωτήσουμε:

Είναι άρα­γε όλοι πατριώ­τες, Μίκη;

Πατριώ­τες οι αγω­νι­στές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, πατριώ­τες και οι ταγ­μα­τα­σφα­λί­τες της Κατο­χής; Διό­τι ανά­με­σα στο πλή­θος που σε χει­ρο­κρο­τού­σε, Μίκη, βρί­σκο­νταν και οι πολι­τι­κοί από­γο­νοι των χιτών και των ταγ­μα­τα­σφα­λι­τών, οι χρυσαυγίτες.

Πατριώ­τες οι σύντρο­φοι σου στο κίνη­μα των Λαμπρά­κη­δων, πατριώ­τες και οι Γκο­τζα­μά­νη­δες του μετεμ­φυ­λια­κού αστι­κού κρά­τους; Διό­τι ανά­με­σα στο πλή­θος που ζητω­κραύ­γα­ζε για το λόγο σου υπήρ­χαν και σύγ­χρο­νοι Γκο­τζα­μά­νη­δες, πολι­τι­κοί και ιδε­ο­λο­γι­κοί από­γο­νοι αυτών που σκό­τω­σαν το Λαμπράκη.

Πατριώ­τες οι αγω­νι­στές της αντι­δι­κτα­το­ρι­κής πάλης (την οποία δόξα­σες με τα τρα­γού­δια σου), πατριώ­τες και οι χου­ντι­κοί; Για­τί, Μίκη, στην πλα­τεία Συντάγ­μα­τος που μίλη­σες σήμε­ρα, υπήρ­χαν και νοσταλ­γοί των Παπα­δό­που­λων και των Πατ­τα­κών. Τι είδους «πατριώ­τες» είναι, άρα­γε, οι πολι­τι­κοί και ιδε­ο­λο­γι­κοί από­γο­νοι αυτών που «χτυ­πού­σαν στην ταρά­τσα τον Ανδρέα», Μίκη;

Τι είδους «πατριώ­τες» είναι, άρα­γε, οι εγκλη­μα­τί­ες ναζί της Χρυ­σής Αυγής, η χιτλε­ρι­κή σαπί­λα του ντου­νιά και τα κάθε λογής φασι­στι­κά απο­βρά­σμα­τα στους οποί­ους απευ­θύν­θη­κες σήμε­ρα, Μίκη;

Τι είδους «πατριώ­τες» είναι οι υμνη­τές του χου­ντι­κού δολο­φό­νου Ντερ­τι­λή – όπως ο φασί­στας μητρο­πο­λί­της Καλα­βρύ­των- και τα λοι­πά ακρο­δε­ξιά απο­λοι­φά­δια που σε χει­ρο­κρό­τη­σαν σήμε­ρα, Μίκη;

Να μας συγ­χω­ρέ­σεις, αγα­πη­μέ­νε μας Μίκη, αλλά η «πατρί­δα» όλων αυτών δεν είναι και δική μας πατρί­δα. Την ιστο­ρία, που γρά­φτη­κε με αίμα και θυσί­ες, δεν πρό­κει­ται να τη σβή­σου­με μονο­κον­δυ­λιά στο όνο­μα μιάς επί­πλα­στης- και βολι­κής για τους αστούς αφε­ντά­δες — «εθνι­κής ενότητας».

Νας μας συγ­χω­ρέ­σεις, Μίκη, αλλά η πατρί­δα που ύμνη­σες- και κάπο­τε τίμη­σες- μέσα απ’ την αξε­πέ­ρα­στη μου­σι­κή σου, η πατρί­δα του Άξιον Εστί και της Ρωμιο­σύ­νης, η πατρί­δα του Ρίτσου, του Βάρ­να­λη, του Λει­βα­δί­τη, ουδε­μία σχέ­ση είχε, έχει και θα έχει με την «πατρί­δα» των Κασι­διά­ρη­δων, των Αμβρό­σιων και των Τζήμερων.

Να μας συγ­χω­ρέ­σεις- και πάλι Μίκη- αλλά ο δικός μας Μίκης Θεο­δω­ρά­κης, αυτός που έβα­λε ανε­ξί­τη­λη την σφρα­γί­δα του στην καρ­διά και το μυα­λό μας, ο Μίκης της Μακρο­νή­σου και του Ωρω­πού, του ΕΑΜ, του βρα­βεί­ου Λένιν, ο Μίκης του Πέτρου­λα, του Λαμπρά­κη, του Πανα­γού­λη, που δε βολεύ­ο­νταν παρά μόνο στον ήλιο και το δίκαιο – δεν έχει καμία σχέ­ση με αυτόν που είδα­με χτες στην εξέ­δρα και δεν πιστεύ­α­με όσα ακούγαμε.

Λυπού­μα­στε βαθιά, με ό,τι είδα­με και ακού­σα­με, μα εκεί­νον το Μίκη δε μπο­ρεί κανείς να μας τον πάρει. Μας ανή­κει. Τον Μίκη της εξέ­δρας τον χαρί­ζου­με στην αστι­κή ολι­γαρ­χία, στους κάθε λογής «πατριώ­τες» που θέλουν το λαό να δίνει το αίμα του και τον ιδρώ­τα του γι’ τ’ αφέ­ντη το φαΐ, και τους πνευ­μα­τι­κούς υπη­ρέ­τες τους.

Ατέ­χνως

Προ­στα­τέψ­τε το Μίκη!

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο