Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πιέρ Πάολο Παζολίνι: Ιδεολόγος, αντιφασίστας, λάτρης του ποδοσφαίρου

Το μελω­δι­κό όνο­μα του Πιέρ Πάο­λο Παζο­λί­νι παρα­μέ­νει ακό­μη και σήμε­ρα, 45 χρό­νια μετά τη δολο­φο­νία του, ένα σύμ­βο­λο για τους φίλους του κινη­μα­το­γρά­φου, τους ανθρώ­πους που ανα­ζη­τούν πάντα κάτι περισ­σό­τε­ρο απ’ την απλή δια­σκέ­δα­ση σε μια ται­νία, τους ιδε­ο­λό­γους, τους αντι­φα­σί­στες. Υπήρ­ξε ένας ποι­η­τής του σινε­μά, ένας ανυ­πό­τα­κτος δια­νο­ού­με­νος, που δια­μόρ­φω­σε συνει­δή­σεις και πλή­ρω­σε με τη ζωή του τις ιδέ­ες του.

Μπο­ρεί μετά την πάρο­δο τόσων χρό­νων από το θάνα­τό του να υπάρ­χουν ενστά­σεις για το έργο του, επι­μέ­ρους επι­κρί­σεις για κάποιες ται­νί­ες του, αλλά το σίγου­ρο είναι ότι απο­τε­λεί πρό­τυ­πο ιδε­ο­λό­γου καλ­λι­τέ­χνη, που έβα­ζε πάνω απ’ τη φήμη του την ιδε­ο­λο­γία του, την ελευ­θε­ρία, τον αγώ­να ενα­ντί­ον του φασι­σμού, με οποια­δή­πο­τε μορφή.

Η άγρια δολοφονία

Ο Παζο­λί­νι δολο­φο­νή­θη­κε στις 2 Νοεμ­βρί­ου του 1975,  στην Όστια, κοντά στη Ρώμη. Μία δολο­φο­νία που συνε­χί­ζει ακό­μη και σήμε­ρα να προ­κα­λεί ερω­τη­μα­τι­κά, για το αν δολο­φό­νος ήταν πράγ­μα­τι ο Πίνο Πελό­ζι, ένας εκπορ­νευό­με­νος 17χρονος, ή μια ομά­δα νεο­φα­σι­στών. Ο Πελό­ζι, το 2005, απέ­συ­ρε την ομο­λο­γία του, ισχυ­ρι­ζό­με­νος ότι δεχό­ταν απει­λές για τον ίδιο και την οικο­γέ­νειά του, ώστε να μην απο­κα­λύ­ψει τους πραγ­μα­τι­κούς ενό­χους. Άλλω­στε, δεν ήταν λίγες οι ανα­φο­ρές που υπο­στή­ρι­ζαν ότι το έγκλη­μα διε­πρά­χθη από ομά­δα νεο­φα­σι­στών, που φώνα­ζαν “θάνα­το στο βρω­μο­κομ­μού­νι”. Όπως ήταν ανα­με­νό­με­νο οι έρευ­νες πάγω­σαν λόγω έλλει­ψης στοι­χεί­ων και η υπό­θε­ση παρέ­μει­νε στη σφαί­ρα των θρυ­λι­κών μυστη­ρί­ων. Πάντως, η άγρια δολο­φο­νία του Παζο­λί­νι ακό­μη και σήμε­ρα μπο­ρεί να αφυ­πνί­σει συνει­δή­σεις, να ανα­δεί­ξει το πραγ­μα­τι­κό πρό­σω­πο του φασι­σμού και το πρό­βλη­μα με όλους αυτούς που παρα­μέ­νουν σιω­πη­λοί σ’ όλα αυτά τα φαι­νό­με­να βαρβαρότητας.

Προκλητικός

Άλλω­στε και ο ίδιος σαν να είχε προ­βλέ­ψει το τέλος του, καθώς είχε μερι­κούς μήνες πριν ολο­κλη­ρώ­σει την περί­φη­μη προ­κλη­τι­κή του ται­νία “Σαλό ή 120 Μέρες στα Σόδο­μα”. Ένα φιλμ για την ωμή κατα­βύ­θι­ση στη φύση του φασι­σμού, με σκλη­ρές σκη­νές βίας, οργί­ων, σεξουα­λι­κής υπο­τα­γής, βασα­νι­στη­ρί­ων και δολο­φο­νιών, που από τη μια αμφι­σβη­τή­θη­κε και απ’ την άλλη αγρί­ε­ψε περισ­σό­τε­ρο τα κατά­λοι­πα του θλι­βε­ρού παρελ­θό­ντος. Όπως προ­φη­τι­κά είχε δηλώ­σει για το “Σαλό”, «η επι­δί­ω­ξή μου ήταν να εξορ­γί­σω, να θυμώ­σω το θεα­τή. Στην αρχή θα στρα­φεί ενα­ντί­ον της ται­νί­ας, ενα­ντί­ον μου. Μερι­κοί όμως μπο­ρεί να το ξανα­σκε­φτούν. Ο φασι­σμός δεν καί­ει μόνο σάρ­κες, μας σπρώ­χνει στον ολο­κλη­ρω­τι­κό αφανισμό».

“Μάμα Ρόμα”

Ο Πιέρ Πάο­λο Παζο­λί­νι γεν­νή­θη­κε στην Μπο­λό­νια στις 5 Μαρ­τί­ου του 1922, χρο­νιά που ανε­βαί­νει στην εξου­σία ο Μου­σο­λί­νι. Πολύ­πλευ­ρη προ­σω­πι­κό­τη­τα, γιος ενός αυταρ­χι­κού αξιω­μα­τι­κού και μίας μάνας στην αντί­θε­τη πλευ­ρά να συμπα­ρα­στέ­κε­ται στο γιο της, ο Παζο­λί­νι θα έχει μία υπερ­βο­λι­κά συντη­ρη­τι­κή παι­δεία και θα φύγει από το σπί­τι του σε νεα­ρή ηλι­κία, για να γνω­ρί­σει τον κόσμο του προ­λε­τα­ριά­του και του περι­θω­ρί­ου. Στο σινε­μά θα μπει το 1961 με το “Ακα­τό­νε”, ένα φιλμ που συν­δυά­ζει τον νεο­ρε­α­λι­σμό με τις δικές του ιδέ­ες για το υποπρολεταριάτο.

Τον επό­με­νο χρό­νο θα γυρί­σει τη φημι­σμέ­νη “Μάμα Ρόμα”, συνε­χί­ζο­ντας να διεισ­δύ­ει στον κόσμο του υπο­προ­λε­τα­ριά­του, αλλά θα προ­σθέ­σει το φρο­ϋ­δι­κό στοι­χείο, δηλα­δή τον άτυ­πο και υπο­λαν­θά­νο­ντα ερω­τι­σμό ενός εφή­βου για την πόρ­νη μάνα του. Ναι, τη λύκαι­να του ιτα­λι­κού σινε­μά, τη συγκλο­νι­στι­κή Άννα Μανιά­νι, που πάνω της βλέ­που­με το κατα­ρα­μέ­νο κομ­μά­τι της Ρώμης, μιας κοι­νω­νί­ας που τρώ­ει τα παι­διά της.

Ο Παζο­λί­νι έχει μπει ήδη στον κατά­λο­γο των μεγά­λων της σημα­ντι­κό­τε­ρης ευρω­παϊ­κής κινη­μα­το­γρα­φί­ας, μαζί με αρκε­τούς άλλους της ακμά­ζου­σας ιτα­λι­κής μετα­πο­λε­μι­κής γενιάς σκη­νο­θε­τών. Ανά­με­σα στις κορυ­φαί­ες ται­νί­ες του είναι σίγου­ρα “Το Θεώ­ρη­μα”, που γύρι­σε το 1968, με μια άλλη τερά­στια φυσιο­γνω­μία του σινε­μά, την Σιλ­βά­να Μάγκα­νο, “Το Κατά Ματ­θαί­ον Ευαγ­γέ­λιο” του 1964, “Μήδεια” του 1969, με την Μαρία Κάλ­λας και φυσι­κά η τελευ­ταία ται­νία της σύντο­μης στα­διο­δρο­μί­ας του “Σαλό ή 120 Μέρες στα Σόδο­μα”. Υπάρ­χει βεβαί­ως και η λεγό­με­νη τρι­λο­γία της ζωής, με τα φιλμ “Δεκα­ή­με­ρο (1971), “Οι Ιστο­ρί­ες του Καντέρ­μπου­ρι” (1972) και “Χίλιες και μια Νύχτες” (1974).

Λατρεία για το ποδόσφαιρο

Ο Παζο­λί­νι είχε πολ­λές ιδιό­τη­τες: Σκη­νο­θέ­της, σενα­ριο­γρά­φος, κρι­τι­κός, ηθο­ποιός, συγ­γρα­φέ­ας, ποι­η­τής, δημο­σιο­γρά­φος και πολ­λά άλλα. Αυτό που δεν ανα­φέ­ρε­ται κακώς είναι η ιδιό­τη­τα του ποδο­σφαι­ρι­στή, που αγά­πη­σε ίσως περισ­σό­τε­ρο. Τι κοι­νό έχουν σινε­μά και ποδό­σφαι­ρο; Μα και τα δύο είναι τα πιο λαο­φι­λή και προ­σφέ­ρουν απί­στευ­τες συγκι­νή­σεις όταν είναι αυθεντικά.

Μιλώ­ντας στην La Stampa το 1973 είχε απα­ντή­σει ότι θα ήθε­λε να είναι «Ένας καλός ποδο­σφαι­ρι­στής, για μένα το ποδό­σφαι­ρο είναι απ’ τις μεγα­λύ­τε­ρες απο­λαύ­σεις, μετά τη λογο­τε­χνία και τον έρω­τα», ενώ για λίγα χρό­νια είχε πέσει έξω για την εξέ­λι­ξη του ποδο­σφαί­ρου, γρά­φο­ντας το 1970: «Παρά­ξε­νο πράγ­μα, όλα άλλα­ξαν τα τριά­ντα τελευ­ταία χρό­νια. Όλα άλλα­ξαν, αλλά το από­γευ­μα της Κυρια­κής στο γήπε­δο έμει­νε ίδιο. Ανα­ρω­τιέ­μαι για­τί…». Κι έπε­σε έξω για­τί το ποδό­σφαι­ρο άλλα­ξε απί­στευ­τα, τις επό­με­νες δεκα­ε­τί­ες. Βιο­μη­χα­νο­ποι­ή­θη­κε, το ταλέ­ντο υπο­χώ­ρη­σε μπρο­στά στους “σού­περ αθλη­τές”, η υψη­λή τεχνι­κή υπο­βαθ­μί­στη­κε ένα­ντι της ταχύ­τη­τας και της δυνα­μι­κής, η “Κυρια­κή από­γευ­μα” και η συγκί­νη­σή της έγι­νε ένα καθη­με­ρι­νό τηλε­ο­πτι­κό υπερ­θέ­α­μα, τα συμ­φέ­ρο­ντα εισέ­βα­λαν με βαρβαρότητα…

Ο μεγαλύτερος… ποιητής

Ο Παζο­λί­νι, ένθερ­μος υπο­στη­ρι­κτής της Μπο­λό­νια, όχι για­τί γεν­νή­θη­κε εκεί, αλλά για­τί εκεί πρω­τό­παι­ξε μπά­λα. Έπαι­ζε επι­θε­τι­κός, τον λέγα­νε “στού­κας”, ενώ λίγο πριν δολο­φο­νη­θεί επρό­κει­το να συμ­με­τά­σχει σε αγώ­να καλ­λι­τε­χνών, μαζί με Ραλφ Βαλό­νε, Φάμπιο Τέστι κ.ά.

Με δικά του λόγια: «Κάθε γκολ είναι πάντα δημιουρ­γία, είναι η παρά­βα­ση του κώδι­κα, όπως ακρι­βώς ο ποι­η­τι­κός λόγος. Ο πρώ­τος σκό­ρερ ενός πρω­τα­θλή­μα­τος είναι πάντα ο μεγα­λύ­τε­ρος ποι­η­τής της χρονιάς…».

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο