Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ποιητές και ποιήτριες της νέας γενιάς που αξίζει να διαβάσεις (Α’ μέρος)

Παρου­σιά­ζει ο Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης //

Ποι­η­τές και ποι­ή­τριες της νέας γενιάς παρου­σιά­ζου­με σήμε­ρα στο περιο­δι­κό Ατέ­χνως χρη­σι­μο­ποιώ­ντας στοι­χεία από παλιό­τε­ρες δημο­σιεύ­σεις μας αλλά και συμπε­ρι­λαμ­βά­νο­ντας και ποι­η­τές που δεν έχου­με ανα­φέ­ρει στο παρελ­θον, με τα ανά­λο­γα βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία και ποι­ή­μα­τα, σε μία προ­σπά­θεια γνω­ρι­μί­ας με φωνές που σίγου­ρα έχουν να προ­σφέ­ρουν στην σύγ­χρο­νη, ελλη­νι­κή ποι­η­τι­κή σκη­νή και οι οποί­ες εκφρά­ζουν μια υπαρ­κτή τάση που άλλοι χαρα­κτη­ρί­ζουν, λαν­θα­σμέ­να, ως “αρι­στε­ρή μελαγ­χο­λία” κι άλλοι ως “ποί­η­ση της κρίσης”. 

Από αυτή την άπο­ψη, αυτές οι τόσες αντι­φα­τι­κές φωνές μετα­ξύ τους έχουν, είναι η αλή­θεια, κάποια στα­θε­ρά στοι­χεία τα οποία μπο­ρού­με να εντο­πί­σου­με και τα οποία κωδι­κο­ποιού­νται στο ότι το παρελ­θόν, ιστο­ρι­κό και φαντα­στι­κό, πραγ­μα­τι­κό και κατα­σκευα­σμέ­νο στα εργα­στή­ρια των αστών ιστο­ρι­κών και οικο­νο­μο­λό­γων αλλά και η πραγ­μα­τι­κή ιστο­ρία που γρά­φε­ται καθη­με­ρι­νά, συνει­δη­τά ή και ασυ­νεί­δη­τα, στους δρό­μους, στις απερ­γί­ες, στα στρα­τό­πε­δα συγκέ­ντρω­σης προ­σφύ­γων, στις ουρές της Εφο­ρί­ας και των ΚΕΠ, στα σπί­τια με έλλει­ψη θέρ­μαν­σης, στα κατα­φύ­για αστέ­γων είναι το υπό­βα­θρο που ανα­πτύσ­σε­ται αυτή η τάση της ποί­η­σης μας που κάποιοι ονο­μά­ζουν ποί­η­σης της κρί­σης ή και ποί­η­ση της αγα­νά­κτη­σης ενώ υπάρ­χουν κι αυτοί που αρκού­νται σε μια ιδε­α­λι­στι­κή προ­σέγ­γι­ση αυτών των ζητη­μά­των ή και σε μία, ηθε­λη­μέ­νη στις περισ­σό­τε­ρες φορές, άγνοια αυτών των ζητημάτων.

Ξεκι­νά­με με τον Πανα­γιώ­της Παπα­πα­να­γιώ­του (1978) που απο­τε­λεί μια από τις πιο ενδια­φέ­ρου­σες ποι­η­τι­κές φωνές της νέας γενιάς. Η πρώ­τη του ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή “Σαπράν­θρω­ποι” (2012) που κυκλο­φό­ρη­σε από τις εκδό­σεις Ρέω, εμφα­νί­στη­κε σαν ατο­μι­κή αυτο­έκ­δο­ση και αυτο­έκ­φρα­ση της προ­σω­πι­κής οργής και αηδί­ας, που ένιω­σε και νιώ­θει ο ποι­η­τής, αλλά και της χαμέ­νης αγά­πης και απώ­λειας, που νιώ­θει σαν άνθρω­πος και δημιουρ­γός μέσα σε μια κοι­νω­νία που όπως θα έλε­γε ένας παλιός φιλό­σο­φος: «Πίνει από κρα­νία σφαγ­μέ­νων ανθρώ­πων». Τα ποι­ή­μα­τα αυτής της συλ­λο­γής αλλά και γενι­κό­τε­ρα η ποί­η­ση του Πανα­γιώ­τη Παπα­πα­να­γιώ­του, κινού­νται γύρω από ένα κοι­νω­νι­κό, πολι­τι­κό πλαί­σιο αλλά είναι και βαθύ­τα­τα ερω­τι­κά. Δεν καταγ­γέ­λουν απλά, αγω­νί­ζο­νται για μια άλλη κοι­νω­νία. Υψώ­νουν φωνή μέχρι τον ουρα­νό. Ερω­τεύ­ο­νται και αγα­πούν. Αγα­πούν το σώμα κι έρχο­νται σε γόνι­μη αντι­πα­ρά­θε­ση με την επί­ση­μη ιδε­ο­λο­γία, με την κατα­πί­ε­ση και τον ιμπε­ρια­λι­σμό. Κι η γλώσ­σα του ποι­η­τή που είναι κοφτή, λυρι­κή, περι­γρα­φι­κή, σατυ­ρι­κή, ειρω­νι­κή, χωρίς περιτ­τά στο­λί­δια κι αγνή στις προ­θέ­σεις της, απο­δί­δει με τον καλύ­τε­ρο τρό­πο αυτά που θέλει να μοι­ρα­στεί μαζί μας ο δημιουρ­γός. Πλού­σια σε εικό­νες, περι­γρα­φι­κή και βαθειά συναι­σθη­μα­τι­κή. Το βασι­κό­τε­ρο όλων είναι ότι ο ποι­η­τής δεν παρα­μέ­νει ένας απλός θεα­τής των εξε­λί­ξε­ων αλλά συμ­με­τέ­χει ενερ­γά στην ταξι­κή πάλη και συγκε­κρι­μέ­να μέσα από τον χώρο της αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κής αρι­στε­ράς. Όπως υπο­στη­ρί­ζει ο ίδιος, είναι ένας «ποι­η­τής της παρακ­μής», κι αυτό για­τί περι­γρά­φει μια παρηκ­μα­σμέ­νη κοι­νω­νία, σχε­δόν νεκρή. Γρά­φει χαρα­κτη­ρι­στι­κά ότι «Μια μπα­λά­ντα της παρακ­μής θα σας πω εγώ / ο ποι­η­τής της παρακ­μα­σμέ­νης επο­χής» κι αυτό μπο­ρού­με να πού­με ότι απο­τε­λεί μια από τις κεντρι­κές ιδέ­ες της ποι­η­τι­κής συλ­λο­γής “Σαπράν­θρω­ποι”. Από την πλευ­ρά μου θα έλε­γα πως είναι ένας ποι­η­τής, ικα­νός να αφή­σει ισχυ­ρό το στίγ­μα του στην λογο­τε­χνία μας.

Γρη­γο­ρό­που­λος όπως Καλτεζάς

Σκι­σμέ­νες αφί­σες στην πλατεία,
λάστι­χα σκα­σμέ­να στο δρόμο,
κάδοι σκου­πι­διών καμένοι.

Ζεστό αίμα κυλά­ει στο δρόμο,
ένα παι­δί νεκρό.
Το κρά­τος θριαμ­βεύ­ει στα πτώματα,
στους νεκρούς μετα­νά­στες, στη γριά,
στο μαγα­ζά­το­ρα που φοβάται.

Το κρά­τος θριαμ­βεύ­ει στα πτώματα,
ο Αλέ­ξης νεκρός.
Ένα οδό­φραγ­μα στην Πανεπιστημίου,
ΜΑΤ τρέ­χουν στην Κουμουνδούρου,
η δια­δή­λω­ση φουντώνει.

Ο Αλέ­ξης έπε­σε νεκρός αλλά είναι ζωντανός.
Ζεστό αίμα κυλά­ει στο δρόμο,
όπως στην Πέτρου Ράλλη.
Το κρά­τος θριαμ­βεύ­ει στα πτώματα
αλλά όχι στους νεκρούς.

Ήταν 1985, είναι 2008.
Λεγό­ταν Μιχά­λης Καλτεζάς,
λέγε­ται Αλέ­ξης Γρηγορόπουλος.
Τάξη επι­κρα­τεί στο Βερο­λί­νο της Αθήνας!
Τάξη επι­κρα­τεί πάνω στα πτώ­μα­τα δύο παιδιών.
Εμείς δεν ξεχά­σα­με ποτέ!

Σύντρο­φε πιά­σε το χέρι μου να κάνου­με αλυσίδα!

 Ο ποι­η­τής Θωμάς Νικο­λά­ου γεν­νή­θη­κε στην Αθή­να το 1988 αλλά η οικο­γέ­νεια του κατά­γε­ται από τον Άγιο Γεώρ­γιο, ένα μικρό χωριό στους πρό­πο­δες των Αγρά­φων, όπου οι λαι­κές ιστο­ρί­ες και οι μύθοι της περιο­χής έχουν επη­ρε­ά­σει την προ­σω­πι­κό­τη­τά του, όπως δηλώ­νει επί­σης. Αλλά μπο­ρού­με να υπο­θέ­σου­με, κι αυτό δια­βά­ζο­ντας τα ποι­ή­μα­τά του και χωρίς να θέλου­με να δημιουρ­γή­σου­με ένα ψυχο­λο­γι­κό-αισθη­τι­κό προ­φίλ του δημιουρ­γού, ότι η ίδια η πόλη, οι κοι­νω­νι­κές και πολι­τι­κές συν­θή­κες έχουν επη­ρε­ά­σει τον δημιουρ­γό. Μια μελαγ­χο­λι­κή διά­θε­ση και μια αίσθη­ση ματαί­ω­σης (και στο βιβλίο του «Έχω δει θεούς να γκρε­μί­ζο­νται» (εκδό­σεις Λογό­τε­χνον) μπο­ρεί να εντο­πί­σει κανείς πίσω από τις λέξεις του αλλά και μια διά­θε­ση για συνο­λι­κό­τε­ρη σύγκρου­ση με θεσμούς, κατε­στη­μέ­νες αντι­λή­ψεις κι ιδέ­ες με υπαρ­κτά προ­βλή­μα­τα. Τα ποι­ή­μα­τα του δεν είναι μονό­πλευ­ρα, δεν έχουν μόνο μία εξή­γη­ση κι η γλώσ­σα τους είναι απλή αλλά όχι απλοϊ­κή, δεί­χνο­ντας με τον καλύ­τε­ρο τρό­πο ότι όντως απο­τυ­πώ­νε­ται δημιουρ­γι­κά η σχέ­ση του ποι­η­τή με την καλ­λι­τε­χνι­κή ελευ­θε­ρία σχε­τι­κά με την εξου­σία και τα ερω­τι­κά, πρό­σκαι­ρα ή μόνι­μα, συναι­σθή­μα­τα. Είναι ένας ποι­η­τής που συμπά­σχει με τα προ­βλή­μα­τα που αντι­με­τω­πί­ζει η εργα­τι­κή τάξη σήμε­ρα, με τους παλιούς κιν­δύ­νους που σηκώ­νουν κεφά­λι αλλά δεν αφή­νε­ται στη μελαγ­χο­λία, που κάπο­τε μπο­ρεί να είναι δημιουρ­γι­κή αλλά στις περισ­σό­τε­ρες μπο­ρεί να είναι και κατα­στρε­πτι­κή ή ισο­πε­δω­τι­κή, φτά­νο­ντας να νιώ­θει ντρο­πή για­τί, κατά τη γνώ­μη του, οι αγώ­νες του σήμε­ρα δεν είναι αντί­στοι­χοι με αυτούς του παρελ­θό­ντος κατα­λή­γο­ντας έτσι να μας καλεί μέσα από την ντροπή

Σήμε­ρα νιώ­θω ντροπή

Στον Παύ­λο Φύσσα

Σήμε­ρα νιώ­θω ντροπή.

Δε θα μιλή­σω με κρυ­φά νοήματα
όπως κάνου­νε οι ποι­η­τές συνήθως.

Σήμε­ρα νιώ­θω ντροπή
για­τί η Ελλά­δα που μεγάλωσα
έχει πεθάνει.

Για­τί ανα­ρω­τιέ­μαι που μεγάλωσα
Και αύριο
δεν θα μπο­ρώ να κοι­τά­ξω τους
γεί­το­νες χωρίς καχυποψία.

Για­τί θα πάψω ν’ αναζητώ
στο γέλιο των περαστικών
την αθωότητα.

Ξέρεις, μπο­ρεί να έχω ένα σπί­τι να κοιμάμαι
και το φαΐ να μην έλει­ψε ποτέ απ’ το τρα­πέ­ζι μας,
αλλά μέσα μου νιώ­θω ντροπή.

Ξέρω, φταί­ει ο καπι­τα­λι­σμός και η κρίση
που γεν­νά­ει τον φασισμό.

Αλλά εγώ μεγά­λω­σα με τις μνήμες
ενός άλλου λαού που ήτα­νε περήφανος.

Που τους φασί­στες και τους προδότες
τους πολέ­μα­γε ξυπόλητος.

Γι’ αυτό και νιώ­θω σήμε­ρα ντροπή.

Ο Ντέ­μης Κων­στα­ντι­νί­δης (Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1976) αν και πολυ­γρα­φό­τα­τος νέος ποι­η­τής δεν είναι ιδιαί­τε­ρα προ­βε­βλη­μέ­νος κι αυτό καθώς ο ίδιος δεν είναι άνθρω­πος άρα και δημιουρ­γός που επι­ζη­τεί να γυρί­ζει μέσα στα λογο­τε­χνι­κά σαλό­νια αλλά παρό­λαυ­τα και κυρί­ως για αυτά ακρι­βώς, ανα­δει­κνύ­ει ότι ο ποι­η­τής έχει το καθή­κον να συμ­με­τέ­χει στις κοι­νω­νι­κές διερ­γα­σί­ες ή του­λά­χι­στον να μην στέ­κει, προ­φή­της μονα­χός και εκτός της πολι­τεί­ας, γρά­φο­ντας ποί­η­ση μόνο για να ικα­νο­ποι­ή­σει τα κρυ­φά και ανο­μο­λό­γη­τα πάθη του. Αντί­θε­τα διεκ­δι­κεί να ταυ­τί­ζε­ται με τη ζωή των άλλων αλλά και να ξεφύ­γει του υπαρ­ξια­κού αδιε­ξό­δου στο οποίο έχει βρε­θεί και να κερ­δί­σει λίγο τον χαμέ­νο εαυ­τό του, έχο­ντας απο­κτή­σει την ώρι­μη γνώ­ση πως οι ουτο­πί­ες, οι ελπί­δες για ένα άλλο, δια­φο­ρε­τι­κό μέλ­λον θα συνε­χί­σουν να διεκ­δι­κούν τα δικαιώ­μα­τά τους μέχρι να γίνουν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ανα­γνω­ρί­ζο­ντας επί­σης πως μέχρι τότε δεν θα πάψουν να μας προ­βλη­μα­τί­ζουν (το πλή­θος, τον λαό, την εργα­τι­κή τάξη, εμέ­να, εσάς και φυσι­κά τον ποι­η­τή) οι απο­τυ­χί­ες στην εφαρ­μο­γή τους που μας οδη­γούν σε μία βίαια ωρί­μαν­ση τόσο κοι­νω­νι­κά, όσο και ψυχο­λο­γι­κά. Δια­βά­ζου­με σχε­τι­κά στο­ποί­η­μα που ακο­λου­θεί, από την εοεκ­δο­θεί­σα ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή του Ντέ­μη Κων­στα­ντι­νί­δη «Σε κλει­στά βιβλία» (εκδό­σεις 24 γράμ­μα­τα, 2017):

Kεί­νες τις μέρες

Είχε βρει αυτός τρόπο
και τα βόλευε:
χρό­νια ψάλ­της στους Άγιους Πάντες,
ασφα­λι­στής το επάγγελμα―
είτε αργί­ες είτε καθημερινές,
το ίδιο πελατολόγιο
να τρομοκρατεί
και να καθησυχάζει.

Μου­σι­κο­δι­δά­σκα­λο πια,
οικογενειάρχη,
διο­ρι­σμέ­νο στη Μ. Εκπαίδευση
―ποτέ δεν έδωσ’ αφορμή,
λόγο κακό δεν είπε για κανένα,
κρε­μα­σμέ­νο τον βρήκανε
κεί­νες τις μέρες
του Χρηματιστηρίου.

 Ο Ε. Μύρων (1983) γεν­νη­μέ­νος στην Αθή­να με κατα­γω­γή από τη Λευ­κά­δα είναι ένας ακό­μα αξιό­λο­γος ποι­η­τής της νέας γενιάς, ο οποί­ος δια­τη­ρεί το ιστο­λό­γιο http://a‑lektor.blogspot.gr/ και ετοι­μά­ζει την πρώ­τη του ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή (αμέ­σως μόλις συγκε­ντρώ­σει τα ποι­ή­μα­τά του από τετρά­δια, χαρ­τιά, σημειω­μα­τά­ρια, οπι­σθό­φυλ­λα βιβλί­ων, αιω­ρού­με­νες σελί­δες, πακέ­τα τσι­γά­ρων και τοί­χους…) Ότι μέχρι σήμε­ρα δεν έχει βγά­λει καποιο σχε­τι­κό βιβλίο, την ίδια ώρα και στιγ­μή που άλλοι βγά­ζουν βιβλία σαν σε βιο­μη­χα­νι­κή γραμ­μή παρα­γω­γής, δεν του στε­ρεί τίπο­τα αντί­θε­τα καλ­λιερ­γεί μια ευχά­ρι­στη ανα­μο­νή για αυτό που αργά ή γρή­γο­ρα, δεν έχει σημα­σία, θα δια­βά­σου­με. Τα δείγ­μα­τα όμως της ποί­η­σης του αρκούν για να γνω­ρί­σου­με μια σεμνή, προ­σε­κτι­κή, μελαγ­χο­λι­κή, λιτή φωνή και παρου­σία που πίσω από τις εικό­νες και τις λέξεις, με εργα­λείο της αυτές τις εικό­νες και τις λέξεις, εστιά­ζει στο ασή­μα­ντο και στο ελά­χι­στο για να ανα­δεί­ξει την σωτε­ρι­κή του μεγα­λειό­τη­τα καθι­στώ­ντας το παράλ­λη­λα και σύμ­βο­λο και στοι­χείο μοντέρ­νο που κι αυτό με τη σει­ρά του μπο­ρεί να οδη­γή­σει στην ανά­δει­ξη πολ­λών περισ­σό­τε­ρων πραγ­μά­των. Η ποί­η­ση του Ε. Μύρων δεν είναι μία χρη­στι­κή ποί­η­ση ενώ δεν κρύ­βει τις καβα­φι­κές και καρυω­τα­κι­κές της επιρ­ρο­ές, αν όχι σε επί­πε­δο μορ­φής σίγου­ρα όμως σε επί­πε­δο ιδε­ών κι αντί­λη­ψης. Είναι γενι­κά μια ποι­η­τι­κή παρου­σία οπωσ­δή­πο­τε αντι­συμ­βα­τι­κή και αιρε­τι­κή που δεν αρκεί, κακά τα ψέμα­τα, μία παρά­γρα­φος για να ανα­δεί­ξει τη σπου­δαιό­τη­τα της. Θα αρκε­στού­με σε αυτά για την ώρα, παρα­θέ­το­ντας δύο ποί­η­μα­τα όπως τα αλιεύ­σα­με από το λογο­τε­χνι­κό ιστο­λό­γιο Το Κόσκι­νο:

Ορυ­μα­γδός 

Κάθο­μαι και χαζεύω το τασάκι
ώρες ώρες
Φορ­τω­μέ­νο με σκέψεις
κι απο­τσί­γα­ρα καθώς είναι,
θυμί­ζει χωματερή
ή νεκρο­τα­φείο
Καμιά φορά ρίχνω
λίγο νερό,
ίσως για να σιγουρευτώ
ότι έσβη­σαν οι καύτρες
ίσως για να μην ενοχλεί
η μυρω­διά της αποσύνθεσης

 ***

 Σκή­πτρο και λύρα

 “Ἄσε τὰ γύναια καὶ τὸ μαστροπὸ
Λαό σου, Ρῶμε Φιλύρα.
Σὲ βάρα­θρο πέφτο­ντας ἀγριωπό,
κρά­τη­σε σκῆπτρο καὶ λύρα.”

Κώστας Καρυω­τά­κης
“Υπο­θή­και”

 

Εκεί ψηλά ελπί­ζω να γρά­φεις στί­χους και νότες
Ξύπνιος από τη νύστα του βρα­χνά καταλύτη
Ελεύ­θε­ρος καβα­λά­ρης στων ονεί­ρων τα μήκη
με αερι­κά και νεράι­δες συνταξιδιώτες

 Εκεί δε θα σε κυνη­γούν πια για τις επωμίδες
θα έχεις γλυ­τώ­σει από τα τετρά­κρυα χιόνια
Απέ­να­ντι στο λογι­κό θα ‘βαλες ωτασπίδες
ώστε να μην έχει δαι­μό­νια και τελώνια

Εφηύ­ρες τελι­κά κεί­νο ‘κει το παυσώδυνο
για το βάσα­νο του χρό­νου, τον βαρύ κασμά,
που θα ‘κανε το ρυθ­μό τού κόσμου πιο ρόδινο;

Να περι­γρά­φεις με ρίμα, τον ουρά­νιο μπασμά
Εσύ, χορευ­τής του θεϊ­κού ρυθ­μού υποφήτης
Τα ψηλά να μαγεύ­ει της τέχνης σου η βαθύτις

Ο Αντρέ­ας Κολ­λια­ρά­κης (Αθή­να, 1982) είναι επί­σης ένας νέος ποι­η­τής με έντο­νες υπαρ­ξια­κές, κοι­νω­νι­κές και καλ­λι­τε­χνι­κές ανη­συ­χί­ες κι ένα άνθρω­πο που ανα­ζη­τά την ομορ­φιά μέσα στην καθη­με­ρι­νό­τη­τα. Δημιουρ­γός με βαθύ ερευ­νη­τι­κό πνεύ­μα και με αγά­πη στον άνθρω­πο προ­σπα­θεί μέσα από διά­φο­ρες καλ­λι­τε­χνι­κές ανα­ζη­τή­σεις να εκφρά­σει την επο­χή μας σε συνάρ­τη­ση με τον εαυ­τό του και το κοι­νω­νι­κό περι­βάλ­λον. Έχει εκδώ­σει ΄δυο βιβλία μέχρι σήμε­ρα: τα Καθα­ρά σεντό­νια (αυτο­έκ­δο­ση, Αθή­να, 2014) και τη Χαρα­μά­δα (εκδ. Οσε­λό­τος, 2018). Η ποί­η­ση του κι ιδιαί­τε­ρα τα  μικρού σχή­μα­τος και λιτής αλλά πλού­σιας συναι­σθη­μα­τι­κής έκφρα­σης ποι­ή­μα­τα του, απο­τε­λούν μικρές βόμ­βες οργής αλλά και μπα­λό­νια δημιουρ­γί­ας και χαράς. Πίσω από κάθε λέξη και στί­χο κρύ­βε­ται και εμφα­νί­ζε­ται μια φωτιά ικα­νή να κάψει τα σκου­πί­δια της κοι­νω­νι­κής αναλ­γη­σί­ας, μια πνοή ικα­νή να σαρώ­σει όλες τις κοι­νω­νι­κές αβε­βαιό­τη­τες. Ο έρω­τας έχει βασι­κό ρόλο στην ποί­η­ση του, επί­σης. Ο έρω­τας και κυρί­ως η ερω­τι­κή μονα­ξιά και απου­σία. Απέ­να­ντι σε αυτό το βαθύ κοι­νω­νι­κό πρό­βλη­μα ο ποι­η­τής διεκ­δι­κεί να αγα­πή­σει ξανά και να τον αγα­πή­σουν, καί­γε­ται από τη φλό­γα της πλη­γής, φλερ­τά­ρει με κρί­σεις πανι­κού, θυσιά­ζε­ται και έρχε­ται ξανά μπρο­στά μας για να επι­κοι­νω­νή­σει μαζί και για να μας χαρί­σει τις ιστο­ρί­ες του σε καθα­ρά σεντό­νια, δηλα­δή με το βιβλίο της ψυχής του ανοι­χτό, αγνό, χωρίς να στα­μα­τά μπρο­στά σε εμπό­δια και σε προκαταλήψεις.

κλαυθ­μώ­νος 

σαβ­βά­το βρά­δυ με απου­σί­ες θεσμικές
γκρί­ζα πολύ­χρω­μα φώτα
συμπλη­ρώ­νω τα κενά με λέξεις
ένας κιτς εσταυ­ρω­μέ­νος ανά­σκε­λα στο ηρώδειο
με απω­θεί
παρά­στα­ση ρηχή
θα βρε­θού­με κάπου απόψε;
ουρά­νιο τόξο η κλαυθμώνος
μια κλού­βα απέ­να­ντι από τη στά­ση μου
φλερ­τά­ρω κρί­σεις πανι­κού και τις ρίχνω

 13/6/2015

 ***

 επο­χές 

οι επο­χές της βίας
του σπίρ­του μου φωτιά
νεκρά, μικρά, γατιά
και λέξεις σε βιβλία
οι επο­χές στη βία
του γέλιου μου η ηχώ
σε φρέ­αρ πια ρηχό
του γάτου μου η λεία
οι επο­χές της βίας
φθαρ­μέ­νες αγκαλιές
του ονεί­ρου μου φωλιές
μαμές της ιστορίας

7/12/2014

Οι γυναί­κες ποι­ή­τριες έχουν επί­σης τη θέση τους στο αφιέ­ρω­μα μας, οι οποί­ες ανα­δει­κνύ­ουν ότι οι γυναί­κες ισό­τι­μα με τους άντρες ποι­η­τές (ή και ακό­μα καλύ­τε­ρα, για­τί όχι) μπο­ρούν να ανα­δεί­ξουν τις κρυμ­μέ­νες πλευ­ρές του ανθρώ­πι­νου ψυχι­σμού, τους υπαρ­ξια­κούς και κοι­νω­νι­κούς μας φόβους, εξε­ρευ­νώ­ντας (και στη­λι­τεύ­ο­ντας κατά περί­πτω­ση) τις αιτί­ες της κοι­νω­νι­κής αδι­κί­ας και της κατα­πί­ε­σης ή επι­κοι­νω­νώ­ντας, πάλι κατά περί­πτω­ση, με τις αγω­νί­ες της ζωής, με τα προ­σω­πι­κά τους όνει­ρα και τις ελπί­δες τους. Σε άλλες περι­πτώ­σεις ασχο­λού­νται και με τον άντρα, ως σύντρο­φο και ερα­στή ή ως δυνά­στη ή με τον απο­τυ­χη­μέ­νο, χωρίς αντα­πό­κρι­ση έρω­τα, χωρίς να υπο­κύ­πτουν σε γλυ­κα­νά­λα­τους ρομα­ντι­σμούς, απο­δο­μώ­ντας, ηθε­λη­μέ­να ή αθέ­λη­τα, το στε­ρε­ό­τυ­πο της ροζ συγγραφέως.

Συγκε­κρι­μέ­να, η νέα γενιά ποι­η­τριών έχει να μας δώσει πολ­λά, τόσο στην ίδια την ποί­η­ση ως τέχνη και τρό­πο έκφρα­σης, όσο και στην κατα­νό­η­ση του κόσμου μας, πολ­λές φορές καλύ­τε­ρα και από κάποιον άντρα ποι­η­τή και δημιουρ­γό. Η ηθο­ποιός Πελα­γία Φυτο­πού­λου (1972), η οποία γεν­νή­θη­κε και μεγά­λω­σε στην Κατε­ρί­νη, απο­τε­λεί μια τέτοια περί­πτω­ση ποι­ή­τριας, με έντο­νη δυνα­μι­κά δρα­μα­τι­κή και λυρι­κή έκφρα­ση στην ποί­η­ση της, που όπως σημειώ­νει και ο Νίκος Κατσια­ού­νης σε παρέμ­βα­ση του στο περιο­δι­κό «Βαβυ­λω­νία», έρχε­ται να δια­τα­ρά­ξει (με τα ποι­ή­μα­τά της) με άμε­σο τρό­πο την κανο­νι­κό­τη­τα της καθη­με­ρι­νής ζωής. Δια­βά­ζου­με, για παρά­δειγ­μα, στο ποί­η­μα της «Κού­κος» από την ομώ­νυ­μη συλ­λο­γή (που απο­τε­λεί το δεύ­τε­ρο βιβλίο της μετά από Το ραβδί των Καλι­καν­τζά­ρων (εκδ. Ίαμ­βος, 2012)) που κυκλο­φο­ρεί από τις εκδό­σεις «Θρά­κα»:

στη ζωή μου
δε θέλη­σα ν’ αφήσω
|κάτι
πίσω
ούτε στε­ριά
ούτε θάλασ­σα
τα βρά­δια μοναχά
ένα μονό­γραμ­μα στα χεί­λη μου
σαλεύ­ει
μικρό κήτος εκπαιδεύει
τη βρο­χή μου
μια φτε­ρού­γα Διόσκουρη
ανε­μί­ζει
στο ύστε­ρο της τύχης
που ξέχα­σα να κουρντίσω
οι τρό­φι­μοι με λένε
Κού­κο
για­τί περ­νώ πρόστυχα
τον τοί­χο
τους δια­σκε­δά­ζει έπειτα
ένας χωρι­κός να μελοποιεί
την αδιάλ­λα­κτη ανυ­παρ­ξία μου
ένα βαλ­σά­κι του ’30
εγώ τους λέω παραμύθια
για να μ’ ευχα­ρι­στή­σουν οι αθεόφοβοι
κατου­ρά­νε τις αλυ­σί­δες τους
να γίνει το ποδά­ρι τους
κυπα­ρίσ­σι σκαλιστό
να ’χω κι εγώ
κάπου να κλάψω
στις ντου­ζιέ­ρες μοι­ρά­ζουν σταυρουδάκια
και οι ψεί­ρες σαλιώ­νουν τα καρφιά

 ενώ στο ποί­η­μα Γενι­κή Απο­χαι­ρε­τι­σμού διαβάζουμε:

Εδώ στον ουρα­νό έχου­με απ’ όλα
Κανέ­να παράπονο
Οι καλό­γριες πετάνε
Κανείς δεν κλει­δώ­νει την ομορφιά
Ζού­με χωρίς κεφάλι
Οι αυτο­κτο­νί­ες λιγόστεψαν
Πεθαί­νου­με κανονικά

Με υπο­χρέ­ω­σαν να κάνω διαθήκη
Σου άφη­σα μια κλω­στή απ’ το γέλιο μου

Με απέ­συ­ραν βιαστικά

 Η Ρω Δέλ­τα είναι επί­σης μια ποι­ή­τρια της νέας γενιάς, με αιχ­μη­ρή και καυ­στι­κή, ποι­η­τι­κή γρα­φή, στην “παρά­δο­ση” της Κατε­ρί­νας Γώγου – χωρίς να μένει σε μια στεί­ρα όσο κι ανώ­φε­λη αντι­γρα­φή, που δεν συμ­βι­βά­ζε­ται με τίπο­τα περισ­σό­τε­ρο από το από­λυ­το, δηλα­δή με την κοι­νω­νι­κή και προ­σω­πι­κή ελευ­θε­ρία, τόσο τη δική της, όσο και της κοι­νω­νί­ας γενι­κό­τε­ρα, φωνή υψώ­νο­ντας γεν­ναία απέ­να­ντι σε κάθε υπο­κρι­σία, απέ­να­ντι σε κάθε καθω­σπρε­πι­σμό, υπε­ρα­σπί­ζο­ντας την αλή­θεια με κάθε τρό­πο αξιο­ποιώ­ντας τη δύνα­μη μιας ποί­η­σης που δεν είναι απλά καταγ­γελ­τι­κή αλλά ανε­ξάρ­τη­τη, δύνα­μη δημιουρ­γί­ας. Όπως ακρι­βώς στο ποί­η­μά της «Ανε­ξι­χνί­α­στες δολο­φο­νί­ες» που θα βρού­με στην ποι­η­τι­κή της συλ­λο­γή «(Τα) (Αν)επίκαιρα» από τις εκδό­σεις «Ωκε­α­νί­δα»:

Σκο­τώ­στε τους γονείς των ποι­η­τών, λοιπόν,
τους αγα­πη­μέ­νους, τις ιδιαί­τε­ρές τους σχέσεις
δολο­φο­νή­στε και τους ίδιους αργότερα,
όταν, τους απο­δυ­να­μώ­σε­τε και τους μολύ­νε­τε ανεπιστρεπτί
τις άμυ­νες εξου­δε­τε­ρώ­στε ύπου­λα, αδιόρατα…

 ποιος ανό­η­τος και λιγό­ψυ­χος πίστε­ψε ότι η αλήθεια
στα­μα­τά­ει
με ηχη­ρές απου­σί­ες και κομ­μέ­νες γλώσσες
ή ίσως και ξερι­ζω­μέ­νες καρδιές,
κορ­μιά άψυχα;

 Η Κατε­ρί­να Ζησά­κη (Λάρι­σα, 1984), και με την οποία θα κλεί­σου­με το πρώ­το μέρος της παρου­σί­α­σης, ζει κι εργά­ζε­ται στην Αθή­να, είναι άλλη μία ποι­ή­τρια που με την αιχ­μη­ρή και σκο­τει­νή, σχε­δόν ακρο­βα­τι­κή γρα­φή της ‚τολ­μά να εκφρά­σει μια ριζο­σπα­στι­κή γλώσ­σα, η οποία δεν μένει σε μια στεί­ρα καταγ­γε­λία αλλά το προ­χω­ρά­ει και λίγο παρα­πά­νω, προ­τεί­νο­ντας ίσως και μια εικό­να και στά­ση ζωής, επι­θε­τι­κή και οπωσ­δή­πο­τε ασυμ­βί­βα­στη. Ποι­ή­μα­τα της έχουν δημο­σιευ­τεί σε περιο­δι­κά και ιστό­το­πους. Συμ­με­τέ­χει στη συντα­κτι­κή ομά­δα του περιο­δι­κού Μαν­δρα­γό­ρας, απ’ τις εκδό­σεις του οποί­ου κυκλο­φό­ρη­σαν το 2014 οι “Ιστο­ρί­ες απ’ το ονει­ρο­σφα­γείο”, στην τελι­κή λίστα για Κρα­τι­κό Βρα­βείο Πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νου συγ­γρα­φέα. Η “μισέ­ρη­μος” είναι η δεύ­τε­ρη ποι­η­τι­κή της συλλογή.

Παρα­θέ­του­με σχε­τι­κά δύο ποι­ή­μα­τα, ένα από την πρώ­τη της συλ­λο­γη κι ένα που δημο­σιεύ­τη­κε στο τεύ­χος 8 του περιο­δι­κού “Θρά­κα” (Καλο­καί­ρι, 2017):

της απερ­για­κής κινητοποίησης

βρέ­χει
συνέ­χεια βρέχει
και δε μπο­ρού­με μια απερ­γία της προκοπής
χωρίς ομπρέ­λες και βρα­χνούς τηλεβόες
συνέ­χεια βρέχει
σκυ­φτοί να μην μπαί­νουν στα­γό­νες στα μάτια
μην πουν πως δακρύσαμε
λυγί­σα­με κι ακό­μα δεν άρχι­σε το πάρτυ
στους δρό­μους κάθε μέρα πιο πολλοί
μ’ ότι έχου­με από σκεπάσματα
χαρ­τό­κου­τα κι ένα ποτή­ρι για ψιλά
όπως και να γρα­φτεί το ΠΕΙΝΑΟ φοβόμαστε
κι ούτε μια απεργία

η μάνα λέει μας κοστί­ζει φαΐ για τρεις μέρες
ο πατέ­ρας παλιός δεξιός πού να τρέχει
συνέ­χεια βρέχει
πονά­ει η φωνή μας
τη χρω­μα­τί­σα­με να δυναμώσει
μα εκεί­νη τίποτα
ψελ­λί­ζει μόνο
τελευ­ταία φωνή­ε­ντα σε συν­θή­μα­τα έτοιμα
ούτε που τα πιστεύ­ει πια
έτσι για τη συνήθεια
για την εκτό­νω­ση και πάλι μέσα
σαν τελε­τουρ­γι­κό παλιό
εκκλη­σια­σμός την κυριακή
άοπλοι δον κιχώ­τες και προφανώς
ο βασι­λιάς είναι γυμνός και ΠΕΙΝΑΟ
τόσο αλή­θεια που άγο­νη πια
και βρέ­χει συνέ­χεια βρέχει
αν είχε ήλιο του­λά­χι­στο θα κάνα­με τη βόλ­τα μας
θα βλέ­πα­με και φίλους
τα εργο­στά­σια έκλεισαν
ποια απερ­γία
η πόλη κοιμάται
σιγά με τους κρό­τους σας
τώρα που συνη­θί­σα­με τους πόνους
απερ­γού­με απ’ τη ζωή
κι όλο βρέχει

 ***

 ο πεθα­μέ­νος ποιητής

 ο πεθα­μέ­νος ποι­η­τής βρί­σκε­ται ακόμα
μες στο συρ­τά­ρι του γρα­φεί­ου του
πάνω απ’ τις κόλλες
πίσω απ’ τη φού­ντα (της ουράς της γάτας του)
και δίπλα απ’ το περίστροφο
που είχε ξεσκο­νί­σει κάπο­τε ν’ αυτοκτονήσει
μα τον πρό­λα­βε το γήρας

τι λέτε ρε
ο πεθα­μέ­νος ποι­η­τής χορεύ­ει μες στο στό­μα σου
κάθε που ουρλιάζεις
κάθε που “σύντρο­φοι”
κάθε που “κι άλλο κι άλλο κι άλλο”
ξαπλώ­νει μέσα στο δέρ­μα που γδέρνουν
τα νύχια σου γιορ­τά­ζο­ντας ή πενθώντας
σέρ­νει τις σόλες των παπου­τσιών σου
κάθε που τρι­γυρ­νάς χαμένος

 ο ποι­η­τής
ο πεθα­μέ­νος
μια απού­σα παρου­σία ζωντανή
φάντα­σμα μες στο σώμα
και πού και πού σκου­ντά­ει τον γραφιά
που μέσα στο συρ­τά­ρι του γρα­φεί­ου του
βρί­σκε­ται ακόμα

(συνε­χί­ζε­ται)

_______________________________________________________________________________________________________

Ο Ειρηναίος Μαράκης γεννήθηκε στα Χανιά το 1986, απόφοιτος της τεχνικής εκπαίδευσης. Συμμετέχει με ποιήματα του στα συλλογικά έργα (e‑books) ενώ ποιήματα του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορες λογοτεχνικές σελίδες. Αρθρογραφεί στην εφημερίδα Αγώνας της Κρήτης καθώς και στο διαδικτυακό πολιτικό και πολιτιστικό περιοδικό Ατέχνως. Διατηρεί το ιστολόγιο Λογοτεχνία και Σκέψη.

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο