Η πιο ισχυρή ανεμογεννήτρια στον κόσμο εγκαταστάθηκε στα ανοιχτά των ακτών της Σκωτίας (2X8,8 MW) – σύνολο εγκατάστασης 93,2 ΜW, 70% των αναγκών του Aberdeen (212.000 κάτοικοι)
▪️ ▪️ ▪️
Ανεμογεννήτρια της «General Electric» στη Βρετανία
|
Η παρουσία των ΗΠΑ στο χώρο της «πράσινης οικονομίας» τα τελευταία χρόνια αναπτύσσεται συστηματικά τόσο στην παραγωγή Ενέργειας στο εσωτερικό της χώρας, όσο και στην ανάπτυξη νέων τεχνoλογιών και συστημάτων παραγωγής «καθαρής» Ενέργειας και στις εξαγωγές τους στον υπόλοιπο κόσμο. Το τελευταίο διάστημα, κι ενώ η κούρσα του ανταγωνισμού πάνω στο πεδίο της «πράσινης» οικονομίας εντείνεται σε παγκόσμιο επίπεδο, στις ΗΠΑ αναπτύσσεται έντονη πολιτική αντιπαράθεση γύρω από το ζήτημα της «Νέας Πράσινης Συμφωνίας», που υποστηρίζουν, κυρίως, πολιτικά κέντρα εντός του κόμματος των Δημοκρατικών, αλλά όχι μόνο. Με πρόσχημα τις δράσεις για τον έλεγχο και περιορισμό των αρνητικών φαινομένων της «κλιματικής αλλαγής», οι υποστηρικτές της «Νέας Πράσινης Συμφωνίας» προτείνουν μέτρα που, όπως ισχυρίζονται, θα μετατρέψουν τις ΗΠΑ σε μια οικονομία «μηδενικών εκπομπών ρύπων», ανοίγοντας νέα μεγάλα πεδία κερδοφορίας στους επιχειρηματικούς ομίλους.
Αξίζει να αναφέρουμε ορισμένα στοιχεία γύρω από τον τομέα της «πράσινης» οικονομίας στις ΗΠΑ. Τα τελευταία χρόνια, η κατανάλωση Ενέργειας από Ανανεώσιμες Πηγές παρουσιάζει σημαντική άνοδο στην χώρα και αυξάνει συστηματικά το μερίδιό της στο σύνολο της τελικής κατανάλωσης Ενέργειας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Αμερικανικής Υπηρεσίας Ενέργειας (ΕΙΑ) το συνολικό μερίδιο των ΑΠΕ έφτασε στο 2018 το 11% της συνολικής τελικής κατανάλωσης, οπότε η παραγωγή Ενέργειας από βιομάζα, ανεμογεννήτριες, φωτοβολταϊκά και γεωθερμία έφτασαν στο υψηλότερο ποσοστό των τελευταίων 50 χρόνων. Μεγαλύτερο μερίδιο παραγωγής Ενέργειας από ΑΠΕ κατέχουν οι τεχνολογίες παραγωγής από βιομάζα, με συνολικό ποσοστό 45%.1
Το υπόλοιπο 89% της τελικής κατανάλωσης προέρχεται από τα ορυκτά καύσιμα και πιο συγκεκριμένα το μερίδιο του άνθρακα ανήλθε στο 13%, του πετρελαίου στο 36%, των πυρηνικών στο 8% και του φυσικού αερίου στο 31%. Το πετρέλαιο παρέχει σχεδόν το 92% της τελικής κατανάλωσης Ενέργειας στον τομέα των Mεταφορών.
Την ίδια χρονιά, το 95% της συνολικής κατανάλωσης Ενέργειας στις ΗΠΑ προήλθε από εγχώριες πηγές, στοιχείο που κάνει τα πράγματα εξαιρετικά σύνθετα σε ό,τι αφορά το ζήτημα της μετάβασης σε «πράσινες» μορφές Ενέργειας και στην πλήρη υιοθέτηση της λεγόμενης «νέας Πράσινης Συμφωνίας».
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα στοιχεία αναφορικά με τις συνολικές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα εκφρασμένες σε κατά κεφαλήν μετρικούς τόνους (mtpc – υπολογισμός με βάση τη συσχέτιση του συνολικού πληθυσμού μιας χώρας με το σύνολο των εκπομπών ρύπων κατ’ έτος).
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, οι ΗΠΑ αν και σταδιακά από τη δεκαετία του 1970 μειώνουν το ποσοστό τους σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο, το 2014 παρέμεναν σταθερά η πρώτη χώρα σε επίπεδο εκπομπών παγκοσμίως. Πιο συγκεκριμένα, οι εκπομπές διοξειδίου στις ΗΠΑ με όρους κατά κεφαλήν μετρικών τόνων ανήλθε στις 16.503 mtpc έναντι 4.981 mtpc στον υπόλοιπο κόσμο.
Η διαφορά είναι υπερτριπλάσια, ωστόσο από τις αρχές του 2000 οι ΗΠΑ μειώνουν κατ’ έτος το παραπάνω μέγεθος, αφού βρίσκονταν στους 20.179 mtpc, ενώ οι εκπομπές στον υπόλοιπο κόσμο ανέρχονταν στους 4.038 mtpc.2-3 Το παραπάνω στοιχείο προφανώς και σχετίζεται με το επίπεδο της βιομηχανικής παραγωγής την τελευταία 20ετία και την εξαγωγή βιομηχανικών δραστηριοτήτων από τις ΗΠΑ σε άλλες χώρες, ωστόσο είναι ζήτημα που χρήζει περαιτέρω διερεύνησης.
Υψηλότατο το κόστος μετάβασης
Στο μεταξύ, αντικείμενο διαπάλης, ανταγωνισμών και «προβληματισμών» αποτελούν τα τεράστια ποσά που απαιτούνται για τη μετάβαση σε ένα σύστημα «μηδενικών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα», όπως διατείνονται οι υπέρμαχοι της «Νέας Πράσινης Συμφωνίας», ποσά που οι επικριτές του έχουν υπολογίσει ότι ξεπερνούν τα 23 τρισ. δολάρια, κάτι περισσότερο δηλαδή από ένα ετήσιο αμερικανικό ΑΕΠ.
Αλλά και το ποια είναι η κατάλληλη «ισορροπία» ώστε από τη μια οι ΗΠΑ να μη χάσουν την κούρσα του διεθνούς ανταγωνισμού σε ό,τι αφορά την «πράσινη» Ενέργεια, αλλά από την άλλη να μην απεμπολήσουν και τα πλεονεκτήματα που τους δίνει στον παγκόσμιο ανταγωνισμό η φτηνή Ενέργεια από ορυκτά καύσιμα κ.τ.λ.
Ενδεικτική, για παράδειγμα, είναι μια σειρά άρθρων και αναφορών που έχει δημοσιεύσει τελευταία το Κέντρο Φορολογικής Πολιτικής των ΗΠΑ (Tax Policy Center, συνεργασία των ινστιτούτων «Brookings» και «Urban Institute») σχετικά με το κατά πόσον μια «Νέα Πράσινη Συμφωνία» μπορεί να συνεισφέρει στις ΗΠΑ όλα όσα υποστηρίζουν οι υπέρμαχοί της.
Σε πρόσφατο άρθρο που κυκλοφόρησε αναλυτής του παραπάνω ινστιτούτου, επισημαίνονται οι δυσκολίες και οι αρνητικές επιπτώσεις που μπορεί να προκληθούν στην οικονομία των ΗΠΑ από την υλοποίηση του συνόλου των πολιτικών που προβλέπει η «Νέα Πράσινη Συμφωνία», με έμμεσες αναφορές στην οικονομική πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ στον παγκόσμιο καπιταλιστικό ανταγωνισμό.
Παρ’ όλα αυτά, το «πράσινο Νιου Ντιλ» δεν απορρίπτεται στο σύνολό του, καθώς αναγνωρίζονται μια σειρά θετικών συνεπειών που θα προκύψουν στις ΗΠΑ, με όρους κερδοφορίας των ομίλων που εμπλέκονται σε αυτό, προτείνοντας έτσι την υιοθέτηση ορισμένων πλευρών, δίχως βεβαίως να αμφισβητηθεί η σταθερή οικονομική «ανάπτυξη» που επιτυγχάνει ο αμερικανικός καπιταλισμός εξαιτίας της χρήσης ορυκτών καυσίμων.4
«Παρών» στον παγκόσμιο ανταγωνισμό
Από αυτήν τη σκοπιά, είναι δεδομένο ότι οι επιχειρηματικοί όμιλοι των ΗΠΑ δεν μπορούν να απουσιάσουν και από τη νέα «κούρσα» του διεθνούς ανταγωνισμού που ακούει στο όνομα «πράσινη Ενέργεια», όπως δείχνει και το «παρών» που δηλώνουν ήδη μερικά από τα μεγαλύτερα αμερικανικά μονοπώλια.
Σημαντικότερη εταιρεία κατασκευής ανεμογεννητριών με τεράστια διεθνή παρουσία είναι η πασίγνωστη «General Electric», που ανάμεσα στις υπόλοιπες δραστηριότητες αναπτύσσει συστηματικά τον εταιρικό κλάδο των τεχνολογιών ΑΠΕ. Πρόσφατα εξαγόρασε τον τομέα παραγωγής Ενέργειας και τις δραστηριότητες ανάπτυξης δικτύων ηλεκτρισμού από τη γαλλική «Alstom» έναντι 13 δισ. δολαρίων και τον Απρίλη του 2017 εξαγόρασε ακόμη μια μεγάλη εταιρεία παραγωγής εξαρτημάτων ανεμογεννητριών, τη δανέζικη «LM Wind Power». Αξίζει δε να σημειωθεί ότι η «GE» έχει προσφέρει και την «τεχνογνωσία» για τη νέα μονάδα φυσικού αερίου του Ομίλου Μυτιληναίου που εγκαινιάστηκε πρόσφατα.
Επιπλέον, η «GE» έχει ανακοινώσει ότι το κύριο βάρος των δραστηριοτήτων της θα πέσει τα επόμενα χρόνια στις ΑΠΕ, στην ανάπτυξη συστημάτων παραγωγής και αποθήκευσης ηλεκτρικής Ενέργειας, διατηρώντας από τις παραδοσιακές της δραστηριότητες τον κλάδο των αερομεταφορών, ενώ σταδιακά θα εγκαταλείψει τις υπόλοιπες.
Iδρύθηκε το 1945, έσοδα στην Ελλάδα [2015] 8,5 δις EUR -|>206.000.000€ τα καθαρά κέρδη 3ου τριμήνου, με πολλές θυγατρικές Utopus Insights Incorporated, UpWind Solutions, Inc. κά, με αιολικά πάρκα σε όλο τον κόσμο …Χιλή, Φινλανδία, Σουηδία, Ιταλία, Ισπανία, Αφρική -μέχρι και στην Κίνα.
Χρυσωρυχείο κερδοφορίας με «παγοθραυστικό» το αστικό κράτος
Οι παραπάνω είναι μερικές από τις πλέον χαρακτηριστικές αμερικανικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον τομέα. Τα τελευταία χρόνια δημιουργείται με ταχύτατους ρυθμούς τεράστιος αριθμός επιχειρήσεων που ασχολείται με τεχνολογίες παραγωγής φίλτρων που μειώνουν τους βιομηχανικούς ρύπους αλλά και τους ρύπους των οχημάτων, εταιρείες διαχείρισης απορριμμάτων για την παραγωγή Ενέργειας αλλά και διαχείρισης υδάτων για την παραγωγή ηλεκτρισμού. Είναι δύσκολο να καταγραφεί το συνολικό μέγεθος της «πράσινης» οικονομίας στις ΗΠΑ, ωστόσο πρόσφατη μελέτη του «London College» που δημοσίευσαν αμερικανικά μέσα πριν από λίγες μέρες, αποτιμά τη συνολική αξία της στα 1,3 τρισ. δολάρια, ενώ οι εργαζόμενοι στον τομέα ξεπερνούν τα 9,5 εκατομμύρια.5
Ολες οι προβλέψεις αναφέρουν ότι ο τομέας αυτός στις ΗΠΑ θα συνεχίσει να αναπτύσσεται με ραγδαίους ρυθμούς όπως επίσης και η δραστηριότητα των επιχειρηματικών ομίλων του χώρου, εκτός συνόρων. Τέλος, να σημειώσουμε ότι στο πλαίσιο της πολιτικής κρατικών επιδοτήσεων στην «πράσινη» Ενέργεια, που εφαρμόζεται και στις ΗΠΑ, το 2016 μόνο για τις ΑΠΕ χορηγήθηκαν άμεσα 11 δισ. δολάρια και επιπλέον 3 δισ. χορηγήθηκαν για δράσεις ενεργειακής αποδοτικότητας. Τα παραπάνω ποσά βέβαια είναι μικρά για το μέγεθος της αμερικανικής οικονομίας, ωστόσο χρησιμοποιούνται ενδεικτικά, αφού η γενική υποστήριξη που απολαμβάνει ο χώρος, όπως οι φοροαπαλλαγές, τα υπερβαίνει κατά πολύ σε μέγεθος. Εννοείται, βέβαια, ότι αυτή η πολιτική υποστήριξης των πράσινων επιχειρήσεων συνεχίστηκε και κατά την περίοδο της προεδρίας Τραμπ, ανεξάρτητα από το γεγονός των ανακοινώσεων περί αποχώρησης των ΗΠΑ από τη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα και τις δεσμεύσεις που αυτή προτάσσει.
Παραπομπές: