Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Προφητεία και άλλα τρία ποιήματα του Πιερ Πάολο Παζολίνι

Παρου­σιά­ζει ο Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης //

«Μου είπαν ότι έχω τρία είδω­λα: τον Χρι­στό, τον Μαρξ και τον Φρό­υντ. Αυτά είναι φόρ­μου­λες. Το μόνο μου είδω­λο είναι η πραγματικότητα.»
                                                                                                                         (Πιερ Πάο­λο Παζολίνι)

Τέσ­σε­ρα ποι­ή­μα­τα του Ιτα­λού ποι­η­τή, συγ­γρα­φέα, στο­χα­στή και κινη­μα­το­γρα­φι­στή Πιερ Πάο­λο Παζο­λί­νι (1922–1975) παρου­σιά­ζου­με σήμε­ρα στο περιο­δι­κό Ατέ­χνως και στο καθιε­ρω­μέ­νο λογο­τε­χνι­κό, και όχι μόνο, ραντε­βού μας. Τα τρία ποι­ή­μα­τα που παρα­θέ­τω ως ένα ελά­χι­στο αφιέ­ρω­μα στον ποι­η­τή είναι από το προ­σω­πι­κό μου “αρχείο”, δηλα­δή από φωτο­τυ­πη­μέ­νες σελί­δες ξεχα­σμέ­νες μέσα σε κάποιο συρ­τά­ρι της μικρής, οικο­γε­νεια­κής βιβλιο­θή­κης, κιτρι­νι­σμέ­νες και βρώ­μι­κες ~ ότι πρό­λα­βε να σωθεί ύστε­ρα από μια μετα­κό­μι­ση είναι αυτά τα ποι­ή­μα­τα που τα αντέ­γρα­ψα εδώ. Το τέταρ­το ποί­η­μα είναι “δανει­σμέ­νο” από μία συζή­τη­ση για τον Παζο­λί­νι στο… facebook και το τελευ­ταίο (Οι στά­χτες του Γκράμ­σι) από τη σελί­δα Radical desire, χωρίς το πρω­τό­τυ­πο ιτα­λι­κό κείμενο.

Τα ποι­ή­μα­τα που ακο­λου­θούν είναι, θα λέγα­με, χαρα­κτη­ρι­στι­κά, της ιδε­ο­λο­γι­κής και καλ­λι­τε­χνι­κής θέσης του δημιουρ­γού ενώ ανα­δει­κνύ­ουν και την λιγό­τε­ρο γνω­στή πλευ­ρά του.

pazolini

Ένας μεγά­λος αιρετικός

   Ο Παζο­λί­νι ήταν μία προ­σω­πι­κό­τη­τα πολι­τι­κά συνει­δη­το­ποι­η­μέ­νη, στρα­τευ­μέ­νη με τις πολυ­ποί­κι­λες αντι­φά­σεις και τα μπερ­δέ­μα­τά της στην υπό­θε­ση της κοι­νω­νι­κής απε­λευ­θέ­ρω­σης του ανθρώ­που, «σημεί­ον αντι­λε­γό­με­νον» για την Αρι­στε­ρά και τα κοι­νω­νι­κά κινή­μα­τα και φυσι­κά ανα­γνω­ρι­σμέ­νος, συγ­γρα­φέ­ας, ποι­η­τής και κινη­μα­το­γρα­φι­στής. Η δολο­φο­νία του, στις 2 Νοεμ­βρί­ου 1975 το βρά­δυ, από τον νεα­ρό ερα­στή στην παρα­λία της Όστια, γιγά­ντω­σε τον μύθο του κι ήρθε να ταρά­ξει τα νερά της ιτα­λι­κής πολι­τι­κής σκη­νής και της τέχνης γενικότερα.

Η αντι­συμ­βα­τι­κή και αντι­κομ­φορ­μι­στι­κή πορεία του τον έφε­ρε σε σύγκρου­ση τόσο με την Ρωμαιο­κα­θο­λι­κή Εκκλη­σία και την παντο­δυ­να­μία του Βατι­κα­νού, όσο με την αστι­κή κανο­νι­κό­τη­τα και τις κατε­στη­μέ­νες αρχές μιας σύγ­χρο­νης δυτι­κής κοι­νω­νί­ας όσο και με την επί­ση­μη ηγε­σία του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος Ιτα­λί­ας. Δεν ξεχνά­με ότι ο μαρ­ξι­στής Παζο­λί­νι ήταν ανοι­χτά ομο­φυ­λό­φι­λος, ο οποί­ος το 1949 δια­γρά­φη­κε από το κόμ­μα με την κατη­γο­ρία για «δια­φθο­ρά νεα­ρών μελών» και «προ­σβο­λή δημο­σί­ας αιδούς»(!) ενώ λίγο πριν τις εκλο­γές του 1948, ένα αγό­ρι θα εξο­μο­λο­γη­θεί στον ιερέα του χωριού Καζάρ­σα όπου εργά­ζε­ται ως καθη­γη­τής, ότι είχε σεξουα­λι­κές σχέ­σεις με τον Παζο­λί­νι – κάτι που ποτέ δεν επι­βε­βαιώ­θη­κε. Έτσι, απο­πέ­μπε­ται από το Γυμνά­σιο και η ζωή πλέ­ον στο μικρό χωριό γίνε­ται αδύ­να­τη για τον νεα­ρό καθη­γη­τή που φεύ­γει με τη μητέ­ρα του για τη Ρώμη η οποία θα γίνει στη συνέ­χεια το σύμ­βο­λο του καλ­λι­τε­χνι­κού έργου και της πολι­τι­κή του παρέμβασης.

. Σε όλη του τη ζωή ο Παζο­λί­νι ανα­κα­τεύ­ε­ται και – σε μεγά­λο βαθ­μό ταυ­τί­ζε­ται με τις πολι­τι­κές εξε­λί­ξεις στην Ιτα­λία. Το 1947 ήταν ένας νεα­ρός, πολ­λά υπο­σχό­με­νος λογο­τέ­χνης και φιλό­λο­γος, όταν δημο­σιεύ­τη­κε μια δήλω­σή του στην πρώ­τη σελί­δα της εφη­με­ρί­δας Λιμπερ­τά, με τίτλο «πιστεύ­ου­με ότι μόνο ο κομ­μου­νι­σμός μπο­ρεί να φέρει σήμε­ρα μια νέα κουλ­τού­ρα». Δεν ήταν ακό­μη μέλος του Κ.Κ. Ιτα­λί­ας και έμελ­λε να γίνει αλλά όχι για πολύ, όπως μόλις είδα­με. Δεν άργη­σε όμως να βγει από την αφά­νεια, αν και πέρα­σε δύσκο­λα χρό­νια, ξεκι­νώ­ντας τη συνερ­γα­σία του με τον μεγά­λο Φεντε­ρί­κο Φελί­νι (Νύχτες της Καμπί­ρια) ενώ το 1960 γύρι­σε την πρώ­τη του ται­νία «Ακα­τό­νε», επη­ρε­α­σμέ­νη από το Κίνη­μα του Ιτα­λι­κού Νεο­ρε­α­λι­σμού και παράλ­λη­λα μπο­λιά­ζο­ντας το δημιουρ­γι­κά, με ήρωα έναν χαρα­κτη­ρι­στι­κό εκπρό­σω­πο του «υπο­προ­λε­τα­ριά­του» των πόλε­ων (ενώ δίπλα τους άνθι­ζε η νέα ιτα­λι­κή οικο­νο­μία και οι ουρα­νο­ξύ­στες δίπλα στις παρα­γκου­πό­λεις και τις αλά­νες), ο οποί­ος θα επι­χει­ρή­σει να αλλά­ξει την ζωή του όταν ερω­τευ­τεί όντας ένας σωμα­τέ­μπο­ρος και άνθρω­πος χωρίς ηθι­κές αρχές – απο­τέ­λε­σμα μιας κοι­νω­νί­ας που οδη­γεί τους απλούς ανθρώ­πους στην εξα­θλί­ω­ση. Της συγκε­κρι­μέ­νης ται­νί­ας είχαν προη­γη­θεί αρκε­τές κινη­μα­το­γρα­φι­κές από­πει­ρες του δημιουρ­γού αλλά και η έκδο­ση δύο μυθι­στο­ρη­μά­των του που κινού­νται στο ίδιο κλί­μα και στους ίδιους χώρους (Τα Παι­διά της Ζωής (Ragazzi di vita, 1955) ― ελλην. μετά­φρ. Β. Ηλιό­που­λος (“Οδυσ­σέ­ας”) , Μια Βίαιη Ζωή (Una vita violenta, 1959) και τα οποία ουσια­στι­κά απο­τε­λούν μία τρι­λο­γία. Κι όπως ο «Ακα­τό­νε» ενό­χλη­σε την ιτα­λι­κή Ακρο­δε­ξιά, έτσι και τα μυθι­στο­ρή­μα­τά του προ­κά­λε­σαν ποι­κί­λες αντι­δρά­σεις, με μηνύ­σεις, απει­λές και αφο­ρι­σμούς, οδη­γώ­ντας τον Παζο­λί­νι μέχρι και σε δίκη για την προ­σβο­λή, τι άλλο, της δημο­σί­ας αιδούς… κι αυτό για­τί και τα τρία έργα ήταν μια πλή­ρης και σοκα­ρι­στι­κή περι­γρα­φή της μετα­πο­λε­μι­κής ιτα­λι­κής κοι­νω­νί­ας και της υπο­κρι­σί­ας πίσω από το ιτα­λι­κό, καπι­τα­λι­στι­κό και ανα­πτυ­ξια­κό, για να μιλή­σου­με και με σύγ­χρο­νους όρους, θαύ­μα αλλά και της επα­νεμ­φά­νι­σης του φασι­στι­κού φαι­νο­μέ­νου στη χώρα, που με σκλη­ρό και βίαιο τρό­πο, ανα­δει­κνύ­ο­ντας το σκο­τά­δι των φασι­στι­κών πρα­κτι­κών, επέ­κρι­νε στο σοκα­ρι­στι­κό για τον φιλή­συ­χο θεα­τή φιλμ το «Σαλό» ή «120 μέρες στα Σόδο­μα» (Salò o le 120 giornate di Sodoma, 1976), που απο­τε­λεί το (κινη­μα­το­γρα­φι­κό) κύκνειο άσμα του.

Η ανε­λέ­η­τη κρι­τι­κή της αστι­κής αλλά και της μεσο­α­στι­κής τάξης, των ηθών και των αντι­λή­ψε­ών τους και η κοι­νω­νι­κή και πνευ­μα­τι­κή εξύ­ψω­ση των εργα­ζο­μέ­νων, των φτω­χών και των αδι­κη­μέ­νων, να ποιος ήταν ο κεντρι­κός στό­χος του Παζο­λί­νι. Και κάτι παρα­πά­νω: ότι μόνο οι φτω­χοί μπο­ρούν να δημιουρ­γή­σουν μια άλλη κοι­νω­νία, αν και η κοι­νω­νι­κή τους θέση τους δημιουρ­γεί προ­βλή­μα­τα και περιο­ρι­σμούς. Σε αυτό το σημείο ήταν η μαρ­ξι­στι­κή του αντί­λη­ψη και η αγνή, σχε­δόν πρω­τό­γο­νη θρη­σκευ­τι­κή του πίστη, που καθό­ρι­σαν τη συνέ­χεια του έργου του (χαρα­κτη­ρι­στι­κό ‚παρά­δειγ­μα η ται­νία «Κατά Ματ­θαί­ον Ευαγ­γέ­λιο» (Il vangelo secondo Matteo, 1964).

Όμως ο Παζο­λί­νι ήταν κατά βάθος ένας ιδε­α­λι­στής, ένας ουτο­πι­κός σοσια­λι­στής, μπο­ρού­με να πού­με, ο οποί­ος και λάθη έκα­νε στην πολι­τι­κή του παρέμ­βα­ση και ίσως να απο­γο­ή­τευ­σε κόσμο – ανα­φέ­ρου­με χαρα­κτη­ρι­στι­κά, ότι όταν το 1969 η Ιτα­λία μπαί­νει σε μια περί­ο­δο ανό­δου του μαζι­κού, εργα­τι­κού, φοι­τη­τι­κού και κοι­νω­νι­κού κινή­μα­τος με το «καυ­τό φθι­νό­πω­ρο», όταν όμως οι φοι­τη­τές συγκρού­ο­νται με την αστυ­νο­μία, ο Παζο­λί­νι θα γρά­ψει ένα ποί­η­μα όπου εξυ­μνεί τους αστυ­νο­μι­κούς(!), ως παι­διά της εργα­τι­κής τάξης (ενώ οι φοι­τη­τές είναι, υπο­τί­θε­ται, μικρο­α­στοί και αστοί). Μεγά­λο ατό­πη­μα, που ανα­πα­ρά­γει μια παλιό­τε­ρη θέση που υπήρ­χε στην Αρι­στε­ρά και στην επο­χή που φοι­τη­τές ήταν μόνο οι γόνοι των αστι­κών τάξε­ων ενώ η φτω­χή νεο­λαία έχα­νε τη ζωή της στα κάτερ­γα, μια απί­στευ­τα συντη­ρη­τι­κή και αντι­δρα­στι­κή θέση, που εξη­γεί­ται από τον ιδε­α­λι­στι­κό τρό­πο που σκε­φτό­ταν. Ασφα­λώς, όπως προ­εί­πα­με,  δεν ήταν με τους αστι­κούς θεσμούς. Αντί­θε­τα συγκρού­στη­κε με ολό­κλη­ρο το εποι­κο­δό­μη­μα της  μετα­πο­λε­μι­κής Ιτα­λί­ας: Δικαιο­σύ­νη, ΜΜΕ, κατα­να­λω­τι­σμός, ηθι­κο­λο­γία, αλλά βασι­κά μόνο με αυτό. Χτυ­πού­σε τα σύμ­βο­λα του καπι­τα­λι­σμού και την αδι­κία, όπως την αντι­λαμ­βα­νό­ταν ο ίδιος – γι’ αυτό και η δημιουρ­γία αντι­φά­σε­ων και θέσε­ων όπως η προη­γού­με­νη, την ίδια επο­χή που οι φοι­τη­τές, από τον Γαλ­λι­κό Μάη του 1968 μέχρι την ανά­πτυ­ξη του αντι­ι­μπε­ρια­λι­στι­κού κινή­μα­τος ενά­ντια στον πόλε­μο των ΗΠΑ στο Βιετ­νάμ βρι­σκό­ταν στην πρω­το­πο­ρία. Όταν όμως  το 1972 η αστυ­νο­μία δαι­μο­νο­ποί­η­σε αναρ­χι­κούς στην βομ­βι­στι­κή επί­θε­ση του Μιλά­νο, συνερ­γά­στη­κε με την οργά­νω­ση της επα­να­στα­τι­κής αρι­στε­ράς «Λότα Κοντί­νουα» και γύρι­σε μια ται­νία μικρού μήκους που απο­κα­θι­στού­σε την αλήθεια.

pazolini4

Ενό­χλη­σε πολ­λούς ο Παζο­λί­νι είναι η αλή­θεια. Με το τελευ­ταίο και ανο­λο­κλή­ρω­το βιβλίο του, το «Πετρέ­λαιο» (εκδό­σεις «Παρα­τη­ρη­τής», 1993), με πρό­φα­ση ιστο­ρί­ες ερω­τι­κών εμμο­νών προ­χώ­ρη­σε σε απο­κα­λύ­ψεις για τους εγκλη­μα­τι­κούς πολι­τι­κούς και οικο­νο­μι­κούς κύκλους της περιό­δου της Δεύ­τε­ρης Δημο­κρα­τί­ας στην Ιτα­λία. Αυτό δημιούρ­γη­σε πολ­λές υπο­ψί­ες σχε­τι­κά με τη δολο­φο­νία του Παζο­λί­νι και εάν υπήρ­χε από πίσω απο­κλει­στι­κά ερω­τι­κό πάθος κι όχι πολι­τι­κές σκο­πι­μό­τη­τες, ιδιαί­τε­ρα εάν συνυ­πο­λο­γί­σου­με ότι ο ίδιος ο δολο­φό­νος, ο Πελό­ζι, χρό­νια μετά, απέ­συ­ρε την αρχι­κή ομο­λο­γία του, δηλώ­νο­ντας πως πλέ­ον ήταν νεκροί όλοι όσοι απει­λού­σαν τον ίδιο και την οικο­γέ­νειά του, κάτι που του επέ­τρε­πε πλέ­ον να πει την αλή­θεια. Αλλά η υπό­θε­ση της δολο­φο­νί­ας του Παζο­λί­νι δεν εξι­χνιά­στη­κε ποτέ ολοκληρωτικά.

Όμως, και πέρα από τις… αστυ­νο­μι­κές υπο­θέ­σεις που μπο­ρεί να κάνει κανείς – και που δεν έχουν θέση σε ένα σημεί­ω­μα όπως το δικό μας, δεν θα πρέ­πει να ξεχά­σου­με τη συμ­βο­λή του Παζο­λί­νι στην τέχνη και στην πολι­τι­κή και να δια­βά­σου­με, με ανα­νε­ω­μέ­νο, κρι­τι­κό βλέμ­μα τις θέσεις του και τη δρά­ση του, χωρίς να υπο­τι­μού­με τόσο το έργο του, όσο και τις θυσί­ες που έκα­νε, δίνο­ντας στο τέλος ακό­μα και την ίδια του τη ζωή. Για­τί, το έργο του Πιερ Πάο­λο Παζο­λί­νι, δεν είναι τίπο­τα άλλο από παι­δί δικό μας, της Αρι­στε­ράς, των κινη­μά­των και της αγω­νί­ας μας, της πάλης για μια άλλη κοι­νω­νι­κή και οπωσ­δή­πο­τε προ­ο­δευ­τι­κή κοι­νω­νι­κή προοπτική.

pazolini1

Προ­φη­τεία*
(από­σπα­σμα)

 Στον Ζαν-Πωλ Σαρτρ, που μου διηγήθηκε
Την ιστο­ρία του Αλή με τα Γαλά­ζια Μάτια.

Ήταν στον κόσμο ένας γιος
Και μια μέρα πήγε στη Καλαβρία:
Ήταν καλο­καί­ρι, και ήσαν
Αδεια­νά τα χαμόσπιτα,
Και­νού­ρια, σαν από ζαχα­ρω­τό ψωμί,
Από παρα­μύ­θια με νεράι­δες στο χώμα
Των περιτ­τω­μά­των. Αδεια­νά. Σαν χοι­ρο­στά­σια χωρίς χοίρους,
Στο κέντρο κήπων χωρίς πρα­σι­νά­δα χωρα­φιών χωρίς χώμα,
Κανα­λιών χωρίς νερό. Καλ­λιερ­γη­μέ­νες από το φεγ­γά­ρι οι πεδιάδες.
Βλα­στά­ρια μεγα­λω­μέ­να μέσα από στό­μα­τα σκε­λε­τών. Ο άνεμος
Απ’ το Ιόνιο ανα­κά­τευε άχυ­ρα μαύρα
Όπως στα όνει­ρα τα προφητικά:
Και η σελή­νη, στο χρώ­μα των περιττωμάτων,
Καλ­λιερ­γού­σε χωράφια
Που ποτέ δεν αγά­πη­σε το καλοκαίρι.
Και ήταν η  επο­χή του γιου
Που τού­τη η αγά­πη μπορούσε
Ν’ αρχί­σει, και δεν άρχισε.
Ο γιος είχε μάτια
Από καμέ­νο άχυ­ρο, μάτια
Χωρίς φόβο, και τα είδε όλα
Όσα ήταν στρα­βά: τίποτε
Δε γνώ­ρι­ζε από γεωργία,
Από μεταρ­ρυθ­μί­σεις, από τους
Συν­δι­κα­λι­στι­κούς αγώ­νες, από τα Κοι­νω­φε­λή Ιδρύματα,
Αυτός. Είχε όμως εκεί­να τα μάτια…
Ο Αλή με τα Γαλά­ζια Μάτια,
Ένας από τους τόσους γιους των γιων,
Θα κατε­βεί από το Αλγέ­ρι, πάνω σε καράβια
Με πανιά ή κου­πιά. Θα είναι
Μαζί του χιλιά­δες άνθρωποι
Μικρό­σω­μοι και με τα μάτια
Των φτω­χών σκύ­λων των πατεράδων
Πάνω στις βάρ­κες τις φτιαγ­μέ­νες στα Βασί­λεια της Πείνας.
Θα φέρον μαζί τους τα μωρά,το ψωμί και το τυρί, στα λαδό­χαρ­τα της Δευ­τέ­ρας του Πάσχα.
Θα φέρουν τις για­γιά­δες και τα γαϊδούρια,
Πάνω στις τρι­ή­ρεις τις κλεμ­μέ­νες στα αποι­κια­κά λιμάνια.
Θα ξεμπαρ­κά­ρουν στον Κρό­τω­να, στο Πάλμι,
Κατά εκα­τομ­μύ­ρια, ντυ­μέ­νοι με ασιάτικα
Κου­ρέ­λια και με  αμε­ρι­κα­νι­κά πουκάμισα.
Μεμιάς οι Καλα­βρέ­ζοι θα πουν
Όπως αλή­τες σε αλήτες:
«Να οι παλιοί αδερφοί,
Με τους γιους και με το ψωμί και το τυρί!».
Από τον Κρό­τω­να και το Πάλ­μι θ’ ανεβούν
Στη Νεά­πο­λη, κι από κει στη Βαρκελώνη
Στη Θεσ­σα­λο­νί­κη και στη Μασσαλία,
Στις Πολι­τεί­ες της Διαφθοράς.
Ψυχές και άγγε­λοι, ποντί­κια και ψείρες,
Με σπέρ­μα της Αρχαί­ας Ιστορίας,
Θα πετά­ξουν μπρο­στά στους νέγρους.
Αυτοί πάντα ταπεινοί
Αυτοί πάντα αδύναμοι
Αυτοί πάντα φοβισμένοι
Αυτοί πάντα κατώτεροι
Αυτοί πάντα ένοχοι
Αυτοί πάντα υπήκοοι
Αυτοί πάντα  μικροί,
Αυτοί, που δε θέλη­σαν ποτέ να γνωρίσουν,
Αυτοί που είχαν μάτια μόνο για να παρακαλούν,
Αυτοί που έζη­σαν σα ληστές,
Στο βάθος της θάλασ­σας, αυτοί που έζη­σαν σαν τρελοί
Στη μέση τ’ ουρανού,
Αυτοί που φτιάξανε
Νόμους έξω από το νόμο,
Αυτοί που προσαρμόστηκαν
Σ’ έναν κόσμο κάτω από τον κόσμο
Αυτοί που πίστεψαν
Σ’ έναν θεό δού­λο του θεού,
Αυτοί που τραγούδησαν
Στις σφα­γές των βασιλιάδων,
Αυτοί που χόρεψαν
Στους πολέ­μους των αστών,
Αυτοί που προσευχήθηκαν
Στους εργα­τι­κούς αγώνες
κατα­θέ­το­ντας την τιμιότητα
Των χωριά­τι­κων θρησκειών,
Ξεχνώ­ντας την τιμή
Του υποκόσμου,
Προ­δί­νο­ντας την ειλικρίνεια
Των βαρ­βα­ρι­κών λαών
Πίσω από τους δικούς τους Αλή με τα Γαλάζια
Μάτια – θα βγουν κάτω από τη γη για να ληστέψουν –
Θ’ ανέ­βουν από το βάθος της θάλασ­σας για να σκοτώσουν –
Θα κατε­βούν από τα ύψη του ουρανού
Για ν’ αρπά­ξουν – και για να μάθουν στους συντρόφους
Εργά­τες τη χαρά της ζωής –
Για να μάθουν στους αστούς
Τη χαρά της ελευθερίας –
Για να μάθουν τους χριστιανούς
Τη χαρά του θανάτου
Θα κατα­στρέ­ψουν τη Ρώμη
Και  πάνω στα ερεί­πιά της
Θα κατα­θέ­σουν το σπόρο
Της Αρχαί­ας Ιστορίας.
Ύστε­ρα με τον Πάπα και με το κάθε άγιο μυστήριο
Θα πάνε σαν τους τσιγγάνους
Τον ανή­φο­ρο προς τη Δύση και το Βορρά
Με τις κόκ­κι­νες σημαίες
Του Τρό­τσκι να κυματίζουν…

Ποί­η­ση σε σχή­μα τρια­ντά­φυλ­λου, εκδ. Τυπωθήτω

 

Μια απελ­πι­σμέ­νη ζωντάνια

VIII

«Ήρθα στον κόσμο την επο­χή Της Αναλογικής.
Δούλεψα
Σ’ αυτό τον τομέα σαν μαθητευόμενος.
Ύστε­ρα ήρθε η Αντίσταση
Κι εγώ
Αγω­νί­στη­κα με τα όπλα της ποίησης.
Απο­κα­τέ­στη­σα τη Λογι­κή, και ήμουνα
Ένας πολι­τι­κός ποιητής.
Τώρα είναι η εποχή
Της Ψυχαγωγικής.
Μπο­ρώ να γρά­φω μόνο προφητεύοντας
Συνε­παρ­μέ­νος με τη Μουσική
Από περίσ­σε­μα σπό­ρου ή συμπόνιας».

«Αν τώρα επι­βιώ­νει η Αναλογική
Κι έχει περά­σει η μόδα της Λογικής
(μαζί κι η δικιά μου:
Κανείς δε μου ζητά πια ποί­η­ση), υπάρχει
Η Ψυχαγωγική
(εις πεί­σμα της Δημαγωγίας
Που πάντα είναι περισ­σό­τε­ρο κυρία
Της καταστάσεως).
Γι’ αυτό
Μπο­ρώ να γρά­φω για Θέμα­τα και Θρήνους
Ακό­μη και Προφητείες
Σαν πολι­τι­κός ποι­η­τής, α, ναι, πάντα!».

«Όσο για το μέλ­λον, άκου:
Οι γιοι σου οι φασίστες
Θ’ απλώ­σου­νε πανιά
Για τους κόσμους της Νέας Προϊστορίας.
Εγώ θα στέ­κο­μαι εκεί,
Σαν κάποιος που ονει­ρεύ­ε­ται το χαμό του
Στις όχθες της θάλασσας
Απ’ όπου ξεκι­νά η ζωή.
Μόνος, ή σχε­δόν μόνος, στην παλιά παραλία
Ανά­με­σα σε χαλά­σμα­τα αρχαί­ων κοινωνιών,
Τη Ραβέννα
Την Όστια, ή την Βομ­βάη – είναι το ίδιο –
Με θεούς που ξεφλου­δί­ζουν, προ­βλή­μα­τα παλιά
Όπως η πάλη των τάξεων –
Που
Διαλύονται…
Σαν ένας παρτιζάνος
Που πέθα­νε πριν το Μάη του ‘45
Θ’ αρχί­σω σιγά σιγά ν’ αποσυντίθεμαι
Μέσα στο εκτυ­φλω­τι­κό φως αυτής της θάλασσας,
Ποι­η­τής και πολί­της ξεχασμένος».

ΙΧ

(επί­λο­γος)
«Ω Θεέ μου, μα τότε τι έχε­τε στο ενερ­γη­τι­κό σας;…»
«Εγώ; – (ένα τραύ­λι­σμα, ο άθλιος δεν πήρα το ηρεμιστικό,
Τρέ­μει η φωνή μου σαν άρρω­στου παιδιού) –
Εγώ; Μια απελ­πι­σμέ­νη ζωντάνια».

Ποί­η­ση σε σχή­μα τρια­ντά­φυλ­λου, Τυπωθήτω

 

Κοι­νω­νι­κό άσμα 

Τα μάγου­λά τους ήταν δρο­σε­ρά και τρυφερά
Κι ίσως να τους τα είχαν φιλή­σει για πρώ­τη φορά.
Αν τους έβλε­πες τις πλά­τες, όταν τις γύριζαν
Για να επι­στρέ­ψουν στο νεα­νι­κή αγέ­λη, έδει­χναν μεγαλύτεροι,
Με τα παλ­τά ριγ­μέ­να πάνω σε καλο­και­ρι­νά παντελόνια.
Η φτώ­χεια τους έκα­νε να ξεχνά­νε πως είναι βαρυχειμωνιά.
Οι γάμπες στρα­βές κι οι για­κά­δες ξηλω­μέ­νοι, ίδιοι
Με τους μεγα­λύ­τε­ρους αδελ­φούς τους, κι ήδη απαξιωμένους
Πολί­τες. Αυτοί ωστό­σο θα παρα­μεί­νουν για κανά δυο χρονάκια
Εκτός συνα­γω­νι­σμού. Τίπο­τα δεν μπο­ρεί να σε προσβάλλει,
Σε όποιον δεν μπο­ρείς να τον απο­τι­μή­σεις. Όσο και να το κάνουν
Με τόση, απί­στευ­τη φυσι­κό­τη­τα, άλλο τόσο προ­σφέ­ρο­νται στη ζωή.
Και η ζωή με τη σει­ρά της τους απο­ζη­τά­ει. Φαί­νο­νται και είναι έτοιμοι!
Αντα­πο­δί­δουν τα φιλιά, γεύ­ο­νται το καινούριο.
Φεύ­γουν μετά, ατσα­λά­κω­τοι όπως ήρθαν.
Επει­δή όμως εμπι­στεύ­ο­νται από­λυ­τα αυτή τη ζωή
Που τους αγα­πά­ει όλους,
Δίνουν όρκους γεμά­τους ειλι­κρί­νεια, υπόσχονται
Ένα προ­σε­χές μέλ­λον γεμά­το αγκα­λιές αν όχι και φιλιά.
Ποιος θα κάνει την επα­νά­στα­ση-αν είναι να γίνει-
Εκτός από αυτά τα παι­διά; Πέστε το: είναι
Έτοιμα,
Όλα με τον ίδιο τρό­πο, έτσι όπως σε αγκαλιάζουν,
Έτσι όπως σε φιλούν, με την ίδια μυρω­διά στα μάγουλα.
Το πιστεύω τους όμως δεν θα θριαμ­βεύ­σει στον κόσμο.
Ο κόσμος το έχει ήδη κατα­δι­κά­σει στην αφά­νεια. 

 

Οι στά­χτες του Γκράμσι

 III

Ένα κομ­μά­τι κόκ­κι­νο πανί, όπως αυτό
που έδε­ναν στον λαι­μό τους οι παρτιζάνοι
και κοντά στο δοχείο της στά­χτης, στην κερω­μέ­νη γη

το δια­φο­ρε­τι­κό κόκ­κι­νο δυο γερανιών.
Εκεί κεί­τε­σαι, παρά­νο­μος, κατα­γε­γραμ­μέ­νος με άτεγ­κτη κομψότητα
μη καθο­λι­κή, ανά­με­σα σε ξένους

νεκρούς. Οι στά­χτες του Γκράμσι…Ανάμεσα στην ελπίδα
και την παλιά μου επι­φυ­λα­κτι­κό­τη­τα, σε πλησιάζω
πέφτο­ντας σ’ αυτό το απο­ψι­λω­μέ­νο θερ­μο­κή­πιο, μπροστά

στον τάφο σου, μπρο­στά στο πνεύ­μα σου, ζωντα­νό ακόμα
εδώ κάτω, ανά­με­σα στους λεύ­τε­ρους. (Ή είναι κάτι
άλλο, ίσως πιο εκστατικό

ακό­μα και πιο ταπει­νό: μια μεθυσμένη,
εφη­βι­κή συμ­βί­ω­ση του σεξ και του θανάτου..)
Και στην γη αυτή όπου το πάθος σου ποτέ

δεν έχα­σε την έντα­σή του, νιώ­θω πόσο εσφαλμένος
–εδώ, ανά­με­σα στην ησυ­χία τού­των των τάφων–
αλλά και πόσο σωστός –στην ανή­συ­χή μας μοίρα–

υπήρ­ξες, καθώς έγρα­φες τις τελευ­ταί­ες σου
σελί­δες τις μέρες της δολο­φο­νί­ας σου.
Εδώ, μαρ­τυ­ρώ­ντας για τους σπόρους,

ασκόρ­πι­στους ακό­μα, της αρχαί­ας τους κυριαρχίας
κεί­το­νται αυτοί οι νεκροί, παρα­δο­μέ­νοι σε μια απληστία
που μες στους αιώ­νες θάβει την αισχύ­νη της

και το μεγα­λείο της· και την ίδια ώρα
μαρ­τυ­ρά το τέλος της: αφιο­νι­σμέ­νο χτύπημα
των αμο­νιών, πνιγ­μέ­νο, θρηνώντας

απα­λά, έρχε­ται από τις φτωχογειτονιές.
Και εδώ στέ­κο­μαι εγώ…φτωχός, ντυμένος
ρού­χα που οι φτω­χοί θαυ­μά­ζουν στις βιτρίνες

για το χοντρο­κομ­μέ­νο τους αστράφτισμα
και που τα βρώ­μι­κα σοκά­κια και τα καθίσματα
των τραμ (που τη μέρα μου θαμπώ­νουν) ξεθώριασαν

Ενώ, όλο και λιγό­τε­ρο συχνά
αυτές οι στιγ­μές έρχο­νται να δια­κό­ψουν το βάσανο
του να είμαι ζωντα­νός· και αν τύχει

να αγα­πώ τον κόσμο, είναι μια αφελής
βίαια, αισθη­σια­κή αγά­πη, όπως
όταν ήμουν ένας έφη­βος συγχυσμένος

τον μισού­σα, και τα μπουρ­ζουά­δι­κα κακά του
πλή­γω­ναν τον μπουρ­ζουά εαυ­τό μου: και τώρα, διχασμένος
μαζί σου, δεν μοιά­ζει ο κόσμος

άξιος μόνο εχθρό­τη­τας και μιας μυστικιστικής
σχε­δόν περιφρόνησης;
Όμως χωρίς την στι­βα­ρό­τη­τά σου επι­βιώ­νω γιατί

δεν δια­λέ­γω. Ζω στην μη-θέληση
των νεκρών μετα­πο­λε­μι­κών χρό­νων: αγαπώντας
τον κόσμο που μισώ, περι­φρο­νώ­ντας τον, χαμένος

στη μιζέ­ρια του –σε ένα θολό σκάνδαλο
συνείδησης…

IV

Το σκάν­δα­λο της αυτο­α­ναί­ρε­σής μου, του ότι είμαι
μαζί σου και ενα­ντί­ον σου· με σένα στην καρδιά
στο φως, αλλά ενα­ντί­ον σου στα σκο­τει­νά σπλάχνα

προ­δό­της της πατρι­κής μου τάξης
–στη σκέ­ψη μου, στις σκιές της δράσης–
ξέρω πως είμαι δεμέ­νος πάνω της, στη ζέση

των ενστί­κτων, του αισθη­τι­κού πάθους
συνε­παρ­μέ­νος απ’ την προ­λε­τα­ρια­κή ζωή
που προη­γεί­ται εσού· για μένα είναι θρησκεία

η χαρά της, όχι η χιλια­στι­κή της πάλη·
η φύση της, όχι
η συνεί­δη­σή της. Μόνο η γεν­νε­σιουρ­γός δύναμη

του ανθρώ­που, που την έχα­σε για να γίνει άνθρωπος
θα μπο­ρού­σε να της δώσει αυτή την μεθυ­στι­κή νοσταλγία
αυτό το ποι­η­τι­κό φως· και περισσότερα

δεν ξέρω πως να πω από ό,τι
είναι δίκαιο μα όχι ειλι­κρι­νές, αφηρημένη
αγά­πη, όχι θρη­νη­τι­κό συμπάσχειν

Φτω­χός όπως οι φτω­χοί κρέμομαι,
όπως και αυτοί, από εξευ­τε­λι­στι­κές ελπίδες
όπως και αυτοί, για να ζήσω αυτοκτονώ

κάθε μέρα. Αλλά αν και είμαι ορφανεμένος,
απόκληρος,
κατέ­χω (και είναι η πιο υψιπετής

από τις αστι­κές κτή­σεις), την πιο απόλυτη
κατά­στα­ση. Αλλά και αν κατέ­χω την ιστορία
με κατέ­χει κι αυτή. Φωτί­ζο­μαι απ’ αυτή:

μα σε τι χρη­σι­μεύ­ει τέτοιο φως;

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο