Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σαν σήμερα, 18 Μαρτίου 1996 έφυγε από τη ζωή ο Οδ. Ελύτης

Ο Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της (Αλε­που­δέ­λης τα πραγ­μα­τι­κό του επί­θε­το) γεν­νή­θη­κε ένα πρωί, με ήλιο και θάλασ­σα, στο Ηρά­κλειο της Κρή­της. Το έκτο και τελευ­ταίο παι­δί του Πανα­γιώ­τη Αλε­που­δέ­λη και της Μαρί­ας Βρα­νά. Ηταν 2 Νοεμ­βρί­ου του 1911. Το 1914 η οικο­γέ­νειά του μετα­κο­μί­ζει στην Αθή­να. Το 1930 γρά­φε­ται στη Νομι­κή και το 1934 γρά­φει τα “Πρώ­τα Ποιήματα”.Τ ο 1935 γνω­ρί­ζει τον Ανδρέα Εμπει­ρί­κο και μαζί του τον υπερ­ρε­α­λι­σμό. Εκεί­νη τη χρο­νιά χρη­σι­μο­ποιεί για πρώ­τη φορά το ψευ­δώ­νυ­μο Ελύτης.Ενα χρό­νο αργό­τε­ρα γνω­ρί­ζει τον Νίκο Γκά­τσο. Το 1938 γρά­φει τη “Μαρί­να των Βράχων”,και την”Ηλικία της γλαυ­κής θύμησης”.Το 1939 έρχε­ται η “Θητεία του καλοκαιριού”.Τον ίδιο χρό­νο τυπώ­νο­νται οι”Προσανατολισμοί”. Η αρχή ενός έργου που συνε­χώς πλούτιζε.

Από τα χρό­νια της Κατο­χής και μετά η ποί­η­σή του απο­κτά κοι­νω­νι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό. Το «Άσμα ηρω­ι­κό και πέν­θι­μο για το χαμέ­νο λοχα­γό της Αλβα­νί­ας» και το «Καλο­σύ­νη στις λυκο­πο­ριές» εγκαι­νιά­ζουν μια νέα περί­ο­δο στην ποί­η­σή του, εμπνευ­σμέ­νη από τα πρό­σφα­τα γεγο­νό­τα και τη δόξα του λαού. Συνα­ντιέ­ται με το λαό.

Μεγά­λη η συμ­βο­λή του στην ποί­η­ση της Εθνι­κής Αντί­στα­σης, στη νεο­ελ­λη­νι­κή ποί­η­ση και στην παγκόσμια.

***

Κορυ­φαία δημιουρ­γία του το «Άξιον εστί» το 1959 μα κορυ­φαία στιγ­μή της νεο­ελ­λη­νι­κής ποί­η­σης, που έγι­νε σύμ­βο­λο αντί­στα­σης κατά της εξουσίας

Έργο μνη­μεια­κό που δένει με την ιστο­ρι­κή περι­πέ­τεια του λαού μας.

Το έργο είναι μια σύν­θε­ση που απο­τε­λεί­ται από τρία μέρη: Η Γένε­σις, Τα Πάθη, Το Δοξα­στι­κόν. Η Γένε­ση είναι μια εισα­γω­γή όπου ο ποι­η­τής ταυ­τί­ζει τη μοί­ρα του με εκεί­νη του υπό­λοι­που Γένους. Τα Πάθη εκφρά­ζουν τα πάθη του ελλη­νι­κού λαού μέχρι το τέλος της Κατο­χής. Το Δοξα­στι­κό είναι ένα όρα­μα γεμά­το αισιο­δο­ξία για μια καλύ­τε­ρη ζωή για την Ελλά­δα και για όλη την ανθρωπότητα.

Γρά­φει ο Γ. Βαλέ­τας: «Ο Ελύ­της χρη­σι­μο­ποιώ­ντας τον τίτλο ‘’Αξιον Εστί’’ ήθε­λε να κατα­ξιώ­σει με την ποι­η­τι­κή της διε­κτρα­γώ­δη­ση και την επι­κο­λυ­ρι­κή της προ­βο­λή και μεγα­λο­σύ­νη, την αξία, τους αγώ­νες, τα πάθη και τη νίκη του λαού, του ελλη­νι­κού, του δικού του λαού, πάνω στις δαι­μο­νι­κές δυνά­μεις της κατα­στρο­φής και της βίας και πιο συγκε­κρι­μέ­να να υμνή­σει μέσα σε μια καθο­λι­κή ιστο­ρι­κή και ανθρω­πο­γε­ω­γρα­φι­κή σύλ­λη­ψη την επο­ποι­ία της Εθνι­κής Αντί­στα­σης, όπως με όλα τα δει­νά και τα παθή­μα­τά του, κρα­τώ­ντας πάντα ορθο­στή­λω­τη την ψυχή του και αδά­μα­στο το ηθι­κό του κατόρ­θω­σε να τη δημιουρ­γή­σει ο ελλη­νι­κός λαός σαν αλη­θι­νό θαύ­μα και να προ­κα­λέ­σει με αυτό το παγκό­σμιο θαυμασμό».

***

Ο Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της, ένας από τους ηλιά­το­ρες της ελλη­νι­κής ποί­η­σης, υπήρ­ξε και φωτο­δό­της του ελλη­νι­κού τρα­γου­διού, όπως και άλλοι μεγά­λοι ποι­η­τές μας που το έργο τους ενέ­πνευ­σε μου­σι­κούς δημιουργούς.

Πιστεύ­ο­ντας ότι το τρα­γού­δι δεν είναι καθό­λου ασυμ­βί­βα­στο με την ποί­η­σή του, ο Οδ. Ελύ­της άφη­σε την ποί­η­σή του να συνα­ντη­θεί με τις νότες πολ­λών συν­θε­τών μας. Κι αν η αρχή έγι­νε με τον Μάνο Χατζι­δά­κι, που αγκα­λιά­ζει τα τέσ­σε­ρα τρα­γού­δια του Οδυσ­σέα Ελύ­τη από τον «Κύκλο με την Κιμω­λία» του Μπρεχτ (1959), η κορυ­φαία στιγ­μή της μελο­ποι­η­μέ­νης ποί­η­σης του Ελύ­τη έρχε­ται με το «Αξιον Εστί» από τον Μίκη Θεο­δω­ρά­κη, έργο που αγγί­ζει βαθιά τα σπλά­χνα της Ρωμιο­σύ­νης κι έγι­νε σύμ­βο­λο αντί­στα­σης και αγώνα.

Ηταν ο ίδιος ο ποι­η­τής που πρό­τει­νε στον συν­θέ­τη να μελο­ποι­ή­σει το «Αξιον Εστί», καθώς ήταν το πρώ­το ποι­η­τι­κό έργο που έγρα­ψε ο Ελύ­της με την ενσυ­νεί­δη­τη πρό­θε­ση να το συν­δέ­σει με μου­σι­κή. «Καρ­πός» της συνά­ντη­σης των δύο δημιουρ­γών – ένα μνη­μειώ­δες έργο, που σφρά­γι­σε την ελλη­νι­κή μου­σι­κή και αγκα­λιά­στη­κε από το λαό μας

****

Ο Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της έφυ­γε από τη ζωή στις 18 Μάρ­τη του 1996

Συνή­θως δια­βά­ζου­με ή ακού­με ότι ήταν ο ποι­η­τής του Αιγαί­ου. Μα τού­τος ο χαρα­κτη­ρι­σμός που απο­δό­θη­κε στην ποί­η­σή του την περί­ο­δο της βρά­βευ­σής του με Νόμπελ, προ­κά­λε­σε την οργή του ποι­η­τή. Η οργή του ήταν και η κρι­τι­κή του στά­ση απέ­να­ντι στο έργο του των πρώ­των χρό­νων («Προ­σα­να­το­λι­σμοί» 1940).

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο