Γράφει ο Αλέκος Χατζηκώστας //
Η σχετική είδηση αναφέρει: «Ο βανδαλισμός από αγνώστους, πριν από λίγες μέρες, του αγάλματος του Σοβιετικού στρατηγού Ιβάν Κόνιεφ στην Πράγα προκαλεί τριβές στις σχέσεις τσέχικων και ρώσικων αρχών.
Οι τοπικές αρχές αρνήθηκαν να καθαρίσουν το άγαλμα (στο οποίο οι βάνδαλοι είχαν ρίξει μπογιές και είχαν γράψει αντικομμουνιστικά συνθήματα), προκαλώντας την αντίδραση της πρεσβείας της Ρωσίας.
Χθες, οι τοπικές αρχές της Πράγας κάλυψαν το άγαλμα με έναν μουσαμά και μια σκαλωσιά, με τη δικαιολογία ότι πρόκειται για την… οικονομικότερη λύση ώστε να το προστατέψουν από τυχόν μελλοντικές επιθέσεις βανδαλισμού.
Με αφορμή το συμβάν, ο δήμαρχος της έκτης δημοτικής περιφέρειας της τσεχικής πρωτεύουσας, Οντρεζ Κόλαρ, ζήτησε προσφάτως την μεταφορά του αγάλματος στις εγκαταστάσεις της ρωσικής πρεσβείας. Η πρεσβεία απάντησε λέγοντας ότι το άγαλμα είναι ένα μνημείο αφιερωμένο στους χιλιάδες Σοβιετικούς στρατιώτες που σκοτώθηκαν κατά την απελευθέρωση της Τσεχοσλοβακίας. «
Πρόκειται για μία ακόμη πράξη ασέβειας απέναντι στην πραγματική ιστορία και ιδιαίτερα στη συμβολή της ΕΣΣΔ στη συντριβή του φασισμού – Ναζισμού στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Και αυτή η ασέβεια (δείγμα του άκρατου αντικομουνισμού που κυριαρχεί) εκφράζεται ενάντια σε έναν ξεχωριστό σοβιετικό στρατηλάτη, που έπαιξε ιδιαίτερο ρόλο τόσο στην έκβαση του πολέμου, όσο και μεταπολεμικά στην απόκρουση των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων στο νεαρό τότε σοσιαλιστικό στρατόπεδο και αυτό ενοχλεί ξεχωριστά τους απόγονους των συνεργατών των Ναζί…
Λίγα στοιχεία του βιογραφικού του, έτσι για να θυμόμαστε οι νεότεροι τι πραγματικά θέλουν να γκρεμίσουν στην καπιταλιστική πλέον Τσεχία…
Ο Ιβάν Στεπάνοβιτς Κόνιεφ (28 Δεκεμβρίου 1897 – 21 Μαΐου 1973) ήταν Ρώσος αξιωματικός του σοβιετικού Στρατού. Γεννήθηκε στους κόλπους μιας αγροτικής οικογένειας στις 28 Δεκεμβρίου 1897. Πριν γίνει αξιωματικός του τσαρικού στρατού κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν απλός υλοτόμος. Το 1918 εντάχθηκε στον Κόκκινο Στρατό και τα επόμενα χρόνια υπηρέτησε ως πολιτικός κομισάριος σε διάφορες θωρακισμένες αμαξοστοιχίες. Το 1932 διοικούσε σύνταγμα, το 1934 μεραρχία, το 1937 σώμα και το 1938 τη 2η Στρατιά Κόκκινου Λαβάρου στο Μέτωπο της Άπω Ανατολής.
Κατά τη διάρκεια του δύσκολου χειμώνα του 1941, ο Ιωσήφ Στάλιν του ανέθεσε τη διοίκηση της 19ης Στρατιάς στον τομέα της Μόσχας και ο Κόνιεφ επέδειξε τέτοιες αρετές, ώστε κέρδισε την προσωνυμία «ο στρατηγός που δεν υποχώρησε ποτέ» και γρήγορα ανέλαβε διοικητής του Μετώπου Καλίνιν. Το άστρο του άρχισε να λάμπει εκτυφλωτικά από την περίοδο της μάχης του Κουρσκ, όπου, ως επικεφαλής του εφεδρικού Μετώπου της Στέπας, συνέτριψε με την έγκαιρη επέμβασή του τις γερμανικές μεραρχίες πάντσερ στη μεγαλύτερη αρματομαχία της Ιστορίας, ενώ τον Φεβρουάριο του 1944 έλαβε τη στραταρχική ράβδο για τη συντριβή του γερμανικού θύλακα του Κορσούν.
Διοικώντας το 1ο Ουκρανικό Μέτωπο, ο Κόνιεφ συνέδεσε το όνομά του με τις μεγαλύτερες νίκες των σοβιετικών όπλων στα δύο τελευταία χρόνια του πολέμου, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην απελευθέρωση της Ουκρανίας, στην κατάληψη της Πολωνίας και στην πτώση του Βερολίνου. Για τη δράση του αυτή τιμήθηκε τρεις φορές με το παράσημο του Ήρωα της Σοβιετικής Ένωσης. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο χρημάτισε διοικητής των σοβιετικών δυνάμεων στην Αυστρία (1945–1946), αρχηγός Χερσαίων Δυνάμεων και υφυπουργός Άμυνας (1946–1950), γενικός επιθεωρητής Στρατού (1950–1951), αρχηγός Ενόπλων Δυνάμεων του Συμφώνου της Βαρσοβίας (1956–1960), διοικητής των σοβιετικών δυνάμεων στην Λ.Δ Γερμανίας (1961–1962), και γενικός επιθεωρητής στο Υπουργείο Άμυνας το 1962. Παρά την ταπεινή καταγωγή του, είχε τη φήμη εξαιρετικά καλλιεργημένου ανθρώπου. Λέγεται, μάλιστα, ότι ακόμη και στο μέτωπο είχε μαζί του το βιβλίο «Πόλεμος και Ειρήνη» του Τολστόι και την «Ιστορία της Ρώμης» του Λίβιου.
Ο Κόνιεφ απεβίωσε το 1973 και τάφηκε στο Κρεμλίνο.
