Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σε κάθε μεσαίωνα μυρίζει καμένη σάρκα

Ο θάνα­τος είναι για όλους. Γεν­νιέ­σαι-πεθαί­νεις. «Σκο­τά­δι, μια λάμ­ψη κι ύστε­ρα πάλι σκο­τά­δι», λέει ο Μπέ­κετ στο “Περι­μέ­νο­ντας τον Γκο­ντό”. Αυτή η λάμ­ψη είναι που έχει σημα­σία. Πόσο θα απο­τυ­πω­θεί στα μάτια των σύγ­χρο­νών μας, πόσο θα φωτί­σει τους επόμενους.

Εκεί­νη, την ύστα­τη στιγ­μή, λίγο πριν το αμε­τά­κλη­το τέλος, πρέ­πει να λει­τουρ­γεί ένας ισο­λο­γι­σμός. Κι ένα αμε­τά­κλη­το ερώ­τη­μα. Τί έκα­να; Τί πρό­σφε­ρα; Το έθε­σε ο μεγά­λος παρα­τη­ρη­σια­κός αστρο­νό­μος Τύχοο Μπρά­χε καθώς ξεψυ­χού­σε στην αγκα­λιά του Κέπλερ. Είχε αφιε­ρώ­σει τη ζωή του στη μελέ­τη των ουρα­νί­ων σωμά­των. Χιλιά­δες ώρες παρα­τή­ρη­σης. Παρ’ όλα αυτά πέθαι­νε στις 24 Οκτω­βρί­ου του 1601, ουρλιάζοντας:

“Πες μου πως δεν ξόδε­ψα τη ζωή μου τσάμπα…”

Η αγω­νία του πήγα­ζε απ’ το ότι πέρα­σε μέρος της ζωής του σε γλέ­ντια και παντός είδους συμπό­σια. Κι όμως αναί­τια η αγω­νία του Μπρά­χε. Στη δου­λειά του και στις ατέ­λειω­τες παρα­τη­ρή­σεις του στη­ρί­χτη­κε ο Κέπλερ, για να δια­τυ­πώ­σει τους νόμους για την κίνη­ση των πλα­νη­τών και να φωτί­σει λίγο τη σκο­τει­νιά της εποχής.

Την ίδια επο­χή και σ’ εκεί­νον τον Μεσαί­ω­να, έναν χρό­νο νωρί­τε­ρα, έψη­σαν ζωντα­νό τον μεγά­λο Τζορ­ντά­νο Μπρού­νο. Είχε προ­λά­βει όμως να δια­τυ­πώ­σει την ηλιο­κε­ντρι­κή θεω­ρία και να μιλή­σει για άλλους κόσμους και για τα αστέ­ρια που είναι σαν τον δικό μας ήλιο.

Έτσι ο Τζορ­ντά­νο Μπρού­νο δεν «πήγε» τσά­μπα. Ψήθη­κε στη φωτιά της φεου­δαρ­χί­ας ήρε­μος, γνω­ρί­ζο­ντας πως άφη­νε πίσω του μεγά­λο έργο. Απευ­θυ­νό­με­νος στους δολο­φό­νους του είπε:

“Πιθα­νόν εσείς, κρι­τές μου, να ανακοινώνετε
την κατα­δί­κη ενα­ντί­ον μου,
με μεγα­λύ­τε­ρο φόβο απ’ ό,τι τη δέχο­μαι εγώ”

Πόσο ασύλ­λη­πτα τρα­γι­κό, πέρα κι απ’ τον θάνα­το ακό­μη, να ανα­λο­γί­ζε­σαι καθώς καί­γε­σαι μαζί με αγα­πη­μέ­νους, αγκα­λιά­ζο­ντας παι­διά που καί­γο­νται μαζί σου, πως δολο­φο­νεί­σαι εσύ, αυτά και τόσοι άλλοι φρι­κτά, από ένα κρά­τος που στή­νε­ται πάνω στους τάφους μας.

Κρά­τος θύτες και δολο­φό­νων που, όσο ισχυ­ροί κι αν φαντά­ζουν, ζουν με την αγω­νία της νομο­τε­λεια­κής πτώ­σης τους, από την οργή των αφυπνισμένων.

Ο ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΜΑΣ

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο