Γράφει ο Περικλής Παυλίδης* //
Για την ανασυγκρότηση της επαναστατικής Αριστεράς
Μια τέτοια αντίληψη της κοινωνικής χειραφέτησης απαιτεί ριζικό επαναπροσδιορισμό της κλίμακας των θεωρητικών επεξεργασιών και της στρατηγικής των επαναστατικών αριστερών δυνάμεων και σπεύδω εδώ να διευκρινίσω ότι ως επαναστατικές αριστερές δυνάμεις εννοώ αυτές που θέτουν το στόχο της ανατροπής της κεφαλαιοκρατίας και της οικοδόμησης μιας σοσιαλιστικής – κομμουνιστικής κοινωνίας (με δεδομένες τις ποικίλες –διαφορετικές αντιλήψεις για το χαρακτήρα αυτής της κοινωνίας).
Κρίνω αναγκαίο να τονίσω ότι μια εφικτή σοσιαλιστική – κομμουνιστική κοινωνία του μέλλοντος θα πρέπει να γίνει αντιληπτή όχι ως εθνική προοπτική (αν και αφετηριακά δεν μπορεί να μην έχει εθνική διάσταση και να μην επηρεαστεί σημαντικά από εθνικές ιδιαιτερότητες), αλλά ως προοπτική της παγκόσμιας ανθρωπότητας, θεμελιωμένη σε τάσεις και δυνατότητες του παγκόσμιου πολιτισμού (οι οποίες πολύ συχνά είναι αδύνατο να γίνουν αντιληπτές υπό το πρίσμα μιας εθνοκεντρικής ανάλυσης των κοινωνικών φαινομένων).
Και αυτές οι τάσεις και δυνατότητες, όσον αφορά την επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο, την ανάπτυξη κατεξοχήν κοινωνικού χαρακτήρα παραγωγικών δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένου του εξόχως κοινωνικού χαρακτήρα των μέσων σχεδίασης και διεύθυνσής τους, τους τρόπους αλληλεπίδρασης μεταξύ ανθρώπων και φύσης και ικανοποίησης των ανθρώπινων αναγκών, είναι σήμερα συγκλονιστικές και επιτρέπουν μιαν ασύγκριτα πιο συγκροτημένη και ισχυρή, εν σχέσει με το παρελθόν, θεμελίωση της σοσιαλιστικής –κομμουνιστικής στρατηγικής.
Με άλλα λόγια, η συζήτηση σήμερα για τον κομμουνισμό (πέραν κάποιων παρατηρούμενων ενίοτε ασκήσεων ακαδημαϊκού σχολαστικισμού και φλυαρίας) μπορεί να έχει νόημα για την Αριστερά και τον κόσμο της εργασίας, όταν συνάπτεται με την εξέταση των νέων δυνατοτήτων που εμφανίζονται εντός του συστήματος της υλικής παραγωγής για τη μετατροπή των εργαζομένων από υπηρέτες επιμέρους μέσων παραγωγής και έρμαια των δικών τους αποξενωμένων και ανεξέλεγκτων κοινωνικών δυνάμεων σε συλλογικούς διαχειριστές παραγωγικών διαδικασιών, σε αυθεντικά υποκείμενα της κοινωνικής εξέλιξης. Αναφέρομαι σε δυνατότητες που προκύπτουν από τη δυναμική τάση αυτοματοποίησης των μέσων παραγωγής, την τάση παρεμβολής μεταξύ των εργαζόμενων και του φυσικού περιβάλλοντος αυτοματοποιημένων – αυτορυθμιζόμενων, σε ορισμένο βαθμό, παραγωγικών διαδικασιών, οι οποίες μπορούν να ελέγχονται συνειδητά και συλλογικά από την κοινωνία. Η τάση αυτή περιλαμβάνει την εμφάνιση εξαιρετικά ευέλικτων ρομποτικών συστημάτων και την αυτοματοποίηση της παραγωγής στην κλίμακα ολόκληρων εργοστασίων, τη δημιουργία νέων πολυλειτουργικών υλικών με προσχεδιασμένες ιδιότητες, την χρήση νέων πηγών ενέργειας (εκ των οποίων εξαιρετικές φαίνεται να είναι οι προοπτικές της ηλιακής), την εμφάνιση νέου τύπου γεωργίας με υψηλό επίπεδο ελέγχου των φυσικο-παραγωγικών διαδικασιών ανάπτυξης των οργανισμών (υδροπονία, αεροπονία), την εξάπλωση τεχνολογιών επικοινωνίας και τεχνητής νοημοσύνης που επιτρέπουν την επεξεργασία τεράστιου όγκου δεδομένων, την εξαιρετικά ακριβή (με ισχυρές προγνωστικές δυνατότητες) μοντελοποίηση και σχεδίαση παραγωγικών δραστηριοτήτων και την άμεση επικοινωνία – συνεργασία μεταξύ απομακρυσμένων παραγωγών αλλά και μεταξύ παραγωγών και τελικών καταναλωτών.
Επισημαίνω τη σημασία των παραπάνω φαινομένων όχι γιατί θεωρώ ότι η τεχνολογική πρόοδος εντός της κεφαλαιοκρατίας θα οδηγήσει αυτομάτως σε κάποια άλλη κοινωνία, αλλά γιατί χωρίς τη διακρίβωση σε συνάρτηση με αυτά υπαρκτών δυνατοτήτων υπέρβασης της εργασίας ως καταπιεστικής υποχρέωσης, ως μόχθου και άχθους, αλλά και ικανοποίησης κατά βέλτιστο ποσοτικά και ποιοτικά τρόπο των βιοτικών αναγκών όλων των ανθρώπων είναι αδύνατο να θεμελιωθεί το εφικτό μιας κομμουνιστικής κοινωνίας καθολικά συντροφικών σχέσεων.
Δυστυχώς το επίπεδο των σύγχρονων θεωρητικών επεξεργασιών των διαφόρων δυνάμεων της Αριστεράς, της στρατηγικής τους και της ιδεολογικής επιρροής που ασκούν στις σύγχρονες κοινωνίες είναι θλιβερά χαμηλό.
Οι αριστερές δυνάμεις παγκοσμίως και βεβαίως και στην Ελλάδα αδυνατούν να διεκδικήσουν την ιδεολογική ηγεμονία διότι, πλην λίγων εξαιρέσεων, αντιλαμβάνονται επιδερμικά τις αλλαγές που συντελούνται στη σύγχρονη κεφαλαιοκρατία και, πολύ περισσότερο, κατανοούν ελάχιστα το πώς αυτές οι αλλαγές μπορούν να καταστήσουν εφικτή μια σοσιαλιστική – κομμουνιστική κοινωνία του μέλλοντος.
Ο θεωρητικός και ιδεολογικός λόγος της Αριστεράς είναι πολύ συχνά ιδιαίτερα φτωχός, αβάσταχτα αγκυλωμένος σε αφηρημένες συνθηματολογίες, ιδεοληπτικούς βερμπαλισμούς και ανούσιες θεωρητικολογίες, που δε σημαίνουν τίποτε περισσότερο από την οριοθέτηση των ιδιαίτερων ιδεολογικών ταυτοτήτων των ποικίλων πολιτικών ρευμάτων και οργανώσεών της.
Η αδιαφορία για τα ζητήματα της σοσιαλιστικής θεωρίας η ανάλωση σε ένα ατέρμονο τακτικισμό, περιορισμένο σε σπασμωδικές αντιδράσεις στις πρωτοβουλίες και ενέργειες του ταξικού αντιπάλου είναι δηλωτική του άρρητου συμβιβασμού της Αριστεράς με την κυριαρχία της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας.
Βεβαίως υπάρχουν και κάποιες δυνάμεις της Αριστεράς που αναφέρονται σε ζητήματα στρατηγικής, που καταπιάνονται με τη μελέτη των σοσιαλιστικών εμπειριών του παρελθόντος και προσπαθούν βάσει αυτών να διατυπώσουν ιδέες για τη σοσιαλιστική κοινωνική αλλαγή του μέλλοντος. Οι προσπάθειές τους όμως σε αυτή την κατεύθυνση είναι περιορισμένες, αποσπασματικές και χωρίς σημαντικά αποτελέσματα, ενώ ενίοτε δεν υπερβαίνουν τη μεταφορά, εν είδει συνταγών, σε σύγχρονα προγραμματικά κείμενα απλουστευτικά ερμηνευμένων και εξιδανικευμένων σοσιαλιστικών πρακτικών του παρελθόντος.
Αναφορικά με την εμπειρία των πρώτων σοσιαλιστικών κοινωνιών φρονώ ότι απαιτείται ακόμη σημαντική θεωρητική έρευνα, προκείμενου να γίνουν κατανοητοί οι βασικοί παράγοντες — οι νομοτελείς αντιφάσεις που προσέδωσαν σε αυτές τα ιδιότυπα χαρακτηριστικά τους και καθόρισαν την ιστορική τους πορεία. Το ζήτημα αυτό έχει τεράστια σημασία για την ανάπτυξη της σοσιαλιστικής θεωρίας και στρατηγικής και η ενασχόληση μαζί του περιλαμβάνει όχι μόνο την εξέταση των εν λόγω κοινωνιών υπό το πρίσμα της κλασικής θεωρίας του μαρξισμού, αλλά και την εξέταση του μαρξισμού (και τη διακρίβωση της εμβέλειάς του, όσον αφορά την κατανόηση της κομμουνιστικής προοπτικής) υπό το πρίσμα της ιστορικής εμπειρίας των πρώτων σοσιαλιστικών κοινωνιών. Όπως έδειξε με το έργο του ο σοβιετικός στοχαστής Β.Α.Βαζιούλιν, οι πρώτες σοσιαλιστικές κοινωνίες (τις οποίες ο ίδιος αποκαλεί κοινωνίες του πρώιμου σοσιαλισμού) καθιστούν εφικτή και αναγκαία την επανεξέταση και διαλεκτική άρση του θεωρητικού κεκτημένου του μαρξισμού, σε συνάρτηση με τη θεμελιώδη ανάπτυξη της θεωρίας για τους νόμους της κοινωνικής εξέλιξης και την κομμουνιστική προοπτική.
Η συστηματική επεξεργασία και ριζική ανασυγκρότηση της σοσιαλιστικής θεωρίας είναι εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση της διεκδίκησης από την Αριστερά πρωταγωνιστικού ρόλου στις κοινωνικές εξελίξεις. Οι σύγχρονοι ταξικοί αγώνες στην Ελλάδα και διεθνώς δεν μπορούν να είναι επιθετικοί και νικηφόροι, αν δεν έχουν σαφή τελικό σκοπό, θεμελιωμένο στη θεωρητική συνειδητοποίηση του εφικτού οργάνωσης και εξέλιξης της εργασίας χωρίς την κηδεμονία του κεφαλαίου, της δυνατότητας δηλαδή ανάκτησης από τους εργαζόμενους όλων εκείνων των λειτουργιών που το κεφάλαιο, ως αποξενωμένη και ανεξέλεγκτη κοινωνική δύναμη, επιτελεί στο σύστημα της παραγωγής.
Σαφώς η σύζευξη των άμεσων ζητημάτων της ταξικής πάλης με την θεωρητική τεκμηρίωση του εφικτού χειραφέτησης της εργασίας δεν είναι καθόλου απλή και εύκολη υπόθεση. Είναι όμως απαραίτητη για την επίτευξη ιδεολογικής ηγεμονίας των δυνάμεων της Αριστεράς, χωρίς την οποία δεν μπορεί να συγκροτηθεί μέτωπο κοινωνικών – ταξικών δυνάμεων ικανών να ανατρέψουν την κεφαλαιοκρατία.
Η συζήτηση για τη δημιουργία ενός τέτοιου μετώπου οφείλει να λαμβάνει υπόψη και την αναγκαιότητα συγκρότησης, ιδιαίτερα στις ανεπτυγμένες κεφαλαιοκρατικές κοινωνίες του 21ου αιώνα, μιας κρίσιμης συμμαχίας μεταξύ των παραδοσιακών στρωμάτων της εργατικής τάξης που σχετίζονται κυρίως με τη φυσική – χειρωνακτική εργασία (βιομηχανική και μη) και των μαζικών πλέον και ραγδαία προλεταριοποιούμενων στρωμάτων της διανοητικής εργασίας (επιστημονικοτεχνική διανόηση της παραγωγής, μισθωτή διανόηση στον τομέα των υπηρεσιών, εκπαιδευτικοί κλπ). Αν στους ταξικούς αγώνες και στα σοσιαλιστικά εγχειρήματα του 20ου αιώνα αποφασιστικής σημασίας ήταν η συμμαχία των βιομηχανικών εργατών με τα φτωχά στρώματα των αγροτών, τώρα στις αναπτυγμένες κεφαλαιοκρατικές κοινωνίες κρίσιμη καθίσταται η πολιτική ενότητα των φορέων της φυσικής (βιομηχανικής και μη) και της διανοητικής μισθωτής εργασίας. Η αύξηση του αριθμού των τελευταίων, ο εν πολλοίς διεθνοποιημένος χαρακτήρας της εργασίας τους, οι μεγαλύτερες ικανότητές τους για γνώση – κατανόηση του κόσμου, σχεδίαση δραστηριοτήτων, αυτο-οργάνωση και αυτόβουλη δράση σε συνδυασμό με τη ριζοσπαστικοποίησή τους λόγω της ισχυρής υποβάθμισης της παραδοσιακά καλύτερης κοινωνικής θέσης τους, διαμορφώνουν πιο ευνοϊκές συνθήκες για την αποφασιστική ενίσχυση του στρατοπέδου της εργασίας στον μεγάλο ταξικό αγώνα ενάντια στην εξουσία του κεφαλαίου.
Ειρήσθω εν παρόδω ότι, δυστυχώς, το ζήτημα της ταξικής – πολιτικής ενότητας των στρωμάτων της φυσικής μισθωτής εργασίας με τα στρώματα της μισθωτής διανοητικής εργασίας (στρώματα που αμφότερα συγκροτούν σήμερα το συλλογικό εργαζόμενο, δεδομένου ότι μόνο στην ενότητα των εργασιακών τους δραστηριοτήτων είναι σήμερα εφικτή η λειτουργία του συστήματος της υλικής παραγωγής σε παγκόσμια κλίμακα), καθώς και το θεωρητικό – ιδεολογικό πλαίσιο που απαιτείται για την επίτευξή της έχει ελάχιστα έως καθόλου απασχολήσει τις οργανωμένες δυνάμεις της σύγχρονης Αριστεράς.
Αντίστοιχα προς την αναπόδραστα διεθνή διάσταση που θα πρέπει να έχει μια εφικτή κοινωνική επανάσταση στις σύγχρονες συνθήκες και την αναγκαία παγκόσμια διάσταση – οπτική της επαναστατικής στρατηγικής, καθίσταται αναγκαία η συγκρότηση πολιτικών δυνάμεων της Αριστεράς σε διεθνικό – διεθνές επίπεδο, ως δυνάμεων που θα εκκινούν από μια κοινή συγκεκριμένη αντίληψη για την κατεύθυνση, τους στόχους και το περιεχόμενο της κοινωνικής επανάστασης σε μιαν ολόκληρη περιοχή (σε ολόκληρες περιοχές) του πλανήτη.
Μόνο τέτοιες δυνάμεις θα μπορέσουν να αμφισβητήσουν την εξουσία του κεφαλαίου σε εθνικό και συνάμα διεθνές επίπεδο, να αποτελέσουν πολιτικά υποκείμενα ιστορικών γεγονότων και ανατροπών.
Η παραπάνω αναγκαιότητα συχνά όχι μόνο δε γίνεται κατανοητή (ή γίνεται μερικώς κατανοητή) από τις δυνάμεις της Αριστεράς, αλλά υπάρχουν και πολιτικά μορφώματα που κινούνται στην αντίθετη κατεύθυνση. Επιδιώκουν, δηλαδή, τη συγκρότηση εθνικο-πατριωτικών συσπειρώσεων ερμηνεύοντας το σύγχρονο κοινωνικό ζήτημα υπό το πρίσμα κατεξοχήν πατριωτικών αντιλήψεων, δηλαδή ως ζήτημα καταπίεσης και εκμετάλλευσης των εθνών από τις νεοφιλελεύθερες ελίτ, τους διεθνείς τραπεζίτες και χρηματιστές – κερδοσκόπους. Αυτές οι (αριστερές;) δυνάμεις υποβαθμίζουν συστηματικά τον ταξικό χαρακτήρα των κοινωνικών σχέσεων και των κοινωνικών προβλημάτων και συνακόλουθα τον ταξικό χαρακτήρα της επίλυσής τους, προτάσσοντας το εθνικό συμφέρον, την εθνική κυριαρχία και τους εθνικο-πατριωτικούς αγώνες. Η «αριστερή» διάσταση αυτής της στάσης δεν υπερβαίνει προτάσσεις υλοποίησης πολιτικών σοσιαλδημοκρατικής προστασίας της εργασίας εντός μιας κρατικά ρυθμιζόμενης κεφαλαιοκρατικής οικονομίας.
Εν προκειμένω πρόκειται για μια «Αριστερά» τύπου πατριωτικής σοσιαλδημοκρατίας, η οποία με τον εθνικο-πατριωτικό της λόγο (λόγο που προτάσσει τη μικροαστική ουτοπία της επιστροφής σε έναν προ της περιβόητης «νέας τάξης πραγμάτων» εθνικο-κρατικά ρυθμιζόμενο καπιταλισμό) όχι μόνο δεν αντιμετωπίζει (όπως ενίοτε δίνεται η εντύπωση) την ευρέως παρατηρούμενη άνοδο του εθνικισμού, αλλά αντιθέτως μπορεί να τη διευκολύνει. Όταν η Αριστερά προτάσσει το «εθνικό συμφέρον» και αγωνίζεται για αυτό, τότε στα μάτια του λαού δικαιώνει τον κατεξοχήν εκφραστή της ιδεολογίας του «εθνικού συμφέροντος», την ακροδεξιά.
Μια τέτοια στάση, όντας παντελώς αδιέξοδη (η κλίμακα των παραγωγικών διαδικασιών στη σύγχρονη κεφαλαιοκρατία έχει κατά πολύ υπερβεί τα όρια των εθνικών κρατών), εγκλωβίζει εκφυλιστικά την Αριστερά σε αντιδραστικές ουτοπίες, δρομολογεί την παραμόρφωση και παρακμή της, ακριβώς ως Αριστεράς, δηλαδή ως δύναμης που αγωνίζεται για τη χειραφέτηση της εργασίας και της κοινωνίας.
Η Αριστερά, ως τέτοια ακριβώς δύναμη, ως κομμουνιστική Αριστερά, δεν μπορεί παρά να είναι διεθνιστική, υπαρξιακά διεθνιστική. Διεθνισμός για την Αριστερά σημαίνει αφοσίωση στον τελικό σκοπό της χειραφέτησης της εργασίας – σκοπό ταξικό και συνάμα πανανθρώπινο, ο οποίος μπορεί πλήρως να υλοποιηθεί μόνο στην κλίμακα της παγκόσμιας ανθρωπότητας. Ο διεθνισμός της Αριστεράς ταυτίζεται με τον πανανθρώπινο χαρακτήρα των χειραφετικών στρατηγικών συμφερόντων της εργατικής τάξης, από τον οποίο (χαρακτήρα) πηγάζει το πρόταγμα της αγωνιστικής αλληλεγγύης μεταξύ των εργαζομένων όλου του κόσμου, ως αναγκαίου όρου νίκης στον αγώνα για την κομμουνιστική ενοποίηση της ανθρωπότητας.
Ως εκ τούτου, διεθνισμός για την Αριστερά σημαίνει ακλόνητη αφοσίωση στη διεξαγωγή ανεξάρτητης ταξικής πολιτικής, υπεράσπιση εντός των συγκεκριμένων εθνικο-κρατικών συνθηκών όχι των συμφερόντων της πατρίδας και του έθνους, τα οποία είναι εξ ορισμού απατηλά, αντιστοιχούν στα κυρίαρχα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου, καθώς και σε συμφέροντα, αυταπάτες και φιλοδοξίες των στρωμάτων της μικρομεσαίας ιδιωτικής ιδιοκτησίας και της εθνικο-κρατικής γραφειοκρατίας, αλλά των στρατηγικών συμφερόντων του κόσμου της μισθωτής εργασίας, ως συμφερόντων από τη φύση τους κοινών για όλους τους εργαζομένους του πλανήτη. Η Αριστερά απέναντι στην πλασματική ενότητα των ανθρώπων εντός της πατρίδας και του έθνους (σε κοινωνίες γενικευμένης αλλοτρίωσης και ανταγωνισμού, όπως είναι οι κεφαλαιοκρατικές, η πατριωτική ενότητα δεν μπορεί παρά να είναι πλασματική) προτάσσει την επαναστατική προοπτική της αυθεντικής σοσιαλιστικής ενοποίησής τους.
Βεβαίως η Αριστερά, δραστηριοποιούμενη αναπόφευκτα εντός διαφορετικών εθνικών κρατών, δεν μπορεί να αδιαφορεί για τις ιστορικές εμπειρίες και τις πολιτισμικές παραδόσεις του κάθε ξεχωριστού λαού. Πρέπει όμως να αντιμετωπίζει, να αξιολογεί και να υπερασπίζεται αυτές τις εμπειρίες και παραδόσεις υπό το πρίσμα των δικών της χειραφετικών ιδανικών. Έτσι, όταν τίθεται το ζήτημα της εθνικής ιστορίας και του εθνικού πολιτισμού, η Αριστερά δεν μπορεί παρά να υπερασπίζεται εκείνα τα στοιχεία τους που σηματοδοτούν την έκφραση στην ιστορική πορεία ενός λαού, στους αγώνες και στα επιτεύγματά του, αναγκών, ιδεών, στάσεων με πανανθρώπινη αξία, οι οποίες αποτελούν συμβολή στον παγκόσμιο πολιτισμό της ανθρωπότητας, στην παγκόσμια προσπάθεια των εργαζομένων για κοινωνική χειραφέτηση και πρόοδο. Συνάμα η Αριστερά θα πρέπει να διεξάγει ανειρήνευτο αγώνα ενάντια στις αναπόδραστα αναφυόμενες, εντός των εμποτισμένων από ανταγωνιστικές – αλλοτριωτικές σχέσεις εθνικών πολιτισμών, παραδόσεις και ιδεολογίες που εκφράζουν τα συμφέροντα και τις κοσμοαντιλήψεις των αφεντικών (της άρχουσας τάξης αλλά και των κάθε λογής μικρομεσαίων αφεντικών), ενάντια σε πατριαρχικές νοοτροπίες και πρακτικές, σε ποικίλες μορφές θρησκευτικού ανορθολογισμού, εθνικο-πατριωτικού ναρκισσισμού, εθνικιστικού μισανθρωπισμού και ρατσισμού.
Η Αριστερά δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την εξάπλωση του εθνικισμού – φασισμού διαμέσου της παραίτησης από τα δικά της ιδανικά και της στροφής προς εθνικο-πατριωτικές κοινωνικές ουτοπίες και ιδεολογίες, παρά δύναται να το κάνει αυτό καλλιεργώντας μέσω της πολιτικής πράξης και του λόγου της την εμπιστοσύνη των εργαζομένων στο εφικτό της υπέρβασης της εκμετάλλευσης και του ανταγωνισμού μεταξύ των ανθρώπων (άρα και μεταξύ των διαφορετικών εθνών, λαών κλπ), της ανάπτυξης καθολικών σχέσεων συντροφικότητας και αλληλεγγύης. Αν η έννοια «Αριστερά» εξακολουθεί να έχει πραγματική κοινωνική σημασία, δεν μπορεί παρά να είναι συνδεδεμένη με την αναγκαιότητα και προοπτική επαναστατικής υπέρβασης της κεφαλαιοκρατίας και χειραφέτησης της εργασίας, τουτέστιν με τη σοσιαλιστική – κομμουνιστική προοπτική.
Δυστυχώς το ξέσπασμα της τελευταίας οικονομικής κρίσης βρήκε στην Ελλάδα και διεθνώς τις δυνάμεις που επιμένουν ακόμη στον αγώνα για μια τέτοια προοπτική σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, κατ’ ουσίαν ανίκανες να επηρεάσουν τις πολιτικές εξελίξεις.
Το κομμουνιστικό κίνημα, ο μεγάλος πρωταγωνιστής των ταξικών αγώνων και καθοριστικός παράγων κοινωνικής προόδου στον 20ο αιώνα, υφίσταται ακόμη τις συνέπειες της συντριπτικής ήττας που υπέστη και της κονιορτοποίησης των δυνάμεών του μετά την κατάρρευση – ανατροπή των πρώτων σοσιαλιστικών καθεστώτων. Οδυνηρή πτυχή αυτής της ήττας είναι το γεγονός ότι στη συνείδηση εκατομμυρίων ανθρώπων της εργασίας σε όλο τον κόσμο είναι αδύναμη έως ανύπαρκτη η πεποίθηση ότι μια άλλη κοινωνία, πέραν του καπιταλισμού, είναι εφικτή. Ο σοσιαλισμός – κομμουνισμός εκλαμβάνεται σήμερα από πάρα πολλούς ως ουτοπία.
Με ιδιαίτερα συρρικνωμένη για δύο και πλέον δεκαετίες την κοινωνική τους επιρροή (σε αρκετές χώρες της Ευρώπης με εξαιρετικά ισχνή παρουσία) οι δυνάμεις της κομμουνιστικής Αριστεράς βρέθηκαν αντιμέτωπες με την κρίση και συμμετείχαν σε σημαντικούς κοινωνικούς αγώνες, χωρίς όμως να μπορούν για αντικειμενικούς λόγους να πρωταγωνιστήσουν πολιτικά, να ηγηθούν κινημάτων ικανών να ανατρέψουν το σύστημα που προκαλεί την κρίση.
Χρειάζεται να επισημανθεί ότι, δεδομένων των παραπάνω συνθηκών, καμία πολιτική έκφραση της Αριστεράς δε θα μπορούσε να επιτύχει κάτι καλύτερο. Θα πρέπει με ψυχραιμία και ειλικρίνεια να αναγνωριστεί ότι πρόκειται για ιστορικά καθορισμένη αδυναμία της Αριστεράς, η οποία φέρει το στίγμα ολόκληρης εποχής.
Στις μέρες μας η Αριστερά που επιμένει στην αγώνα για τη σοσιαλιστική αλλαγή της κοινωνίας θα λειτουργεί αναπόφευκτα ως δύναμη αντίστασης, όχι όμως ανατροπής. Αυτό καθίσταται αντικείμενο εκμετάλλευσης από ποικίλους εκπροσώπους του αριστερού ρεφορμισμού, οι οποίοι επιχειρούν να παρουσιάσουν την κομμουνιστική Αριστερά ως ιστορικά ξεπερασμένη, πιέζοντάς τη να ενσωματωθεί στα δικά τους πολιτικά μορφώματα και σχέδια. Θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι σε συνθήκες παγκόσμιας ήττας του κομμουνιστικού κινήματος και ύπαρξής του σε εχθρικό κοινωνικό περιβάλλον (με αρνητικά διακείμενο προς αυτό και τον καθημερινό κοινό νου μεγάλων τμημάτων των ίδιων των εργαζομένων, τα οποία ενδιαφέρονται για άμεσες βελτιώσεις εντός της υπάρχουσας κοινωνίας) η συμμετοχή των δυνάμεων του σε ιδεολογικά και πολιτικά αμφίβολες συσπειρώσεις, οι οποίες στον ένα ή τον άλλο βαθμό επιδιώκουν τη διαχείριση της κεφαλαιοκρατίας, θα έχει ως αναπόδραστη συνέπεια τη γρήγορη παραμόρφωση και διάλυσή τους.
Η ανασυγκρότηση των δυνάμεων της επαναστατικής Αριστεράς με όρους που να την καθιστούν ικανή να πρωταγωνιστήσει καθοριστικά στις πολιτικές εξελίξεις θα απαιτήσει χρόνο και, συν τοις άλλοις, σημαντική αλλαγή – αναβάθμιση του επιπέδου κατανόησης της κοινωνικής πραγματικότητας και συγκρότησης των στρατηγικών της στόχων. Μια τέτοια ανασυγκρότηση θα πρέπει να γίνει αντιληπτή με όρους εποχής: νέα πολιτικά υποκείμενα μεγάλων κοινωνικών ανατροπών (πραγματικά επαναστατικά κόμματα) μπορούν να διαμορφωθούν σε κλίμακα εποχής, ως γέννημα, εν τέλει, των ίδιων των κοινωνιών που βρίσκονται σε κατάσταση επαναστατικής αναζήτησης εναλλακτικών προοπτικών (και όχι απλώς ορισμένων βουλησιαρχικά ενεργούντων προσώπων), ως αποτέλεσμα βαθιών αλλαγών στην κοινωνική συνείδηση βάσει συσσωρευμένης εμπειρίας των αδιεξόδων του κυρίαρχου συστήματος, ως συνέπεια νέων αναβαθμισμένων ικανοτήτων των εργαζομένων με ισχυρότερα στοιχεία αυτενέργειας σε συνάρτηση με μια αναγκαία σημαντική επιστημονικο-τεχνολογική και ευρύτερα πολιτισμική πρόοδο, βάσει αντικειμενικά υπαρκτών κι αξιοποιημένων νέων δυνατοτήτων πρόβλεψης του κοινωνικού μέλλοντος.
Δέον να σημειωθεί ότι πολύ συχνά στις μέρες μας αυτή η ανασυγκρότηση μεταφράζεται σε αίτημα και προσπάθεια δημιουργίας μετώπων, συσπειρώσεων, ενώσεων κλπ εντός της πληθώρας των υπαρχουσών αριστερών οργανώσεων, που είτε εκφράζουν ιστορικές διασπάσεις και ρεύματα του κομμουνιστικού κινήματος, είτε αφορούν σε νεοφανή πολιτικά μορφώματα. Αυτός ο μετωποκατασκευαστικός ζήλος αναλώνεται κατά κανόνα σε συγκυριακές (συνήθως με στόχο την εκλογική καταγραφή) συγκολλήσεις διαφορετικών αριστερών δυνάμεων, αρκετές από τις οποίες έχουν μικρή παρουσία στους κοινωνικούς αγώνες, πενιχρό θεωρητικό λόγο και ασήμαντη ιδεολογική επιρροή στην κοινωνία, με αποτέλεσμα τη σύμπηξη εξαιρετικά πλαδαρών σχημάτων, τα οποία ως τέτοια στερούνται κοινωνικής δυναμικής και προοπτικής.
Όσον αφορά τις ποικίλες συζητήσεις για την ανάγκη ενότητας της Αριστεράς και με δεδομένη την αναγνώριση της σημασίας της συνεργασίας σε ευρύ φάσμα κινηματικών δραστηριοτήτων, φρονώ ότι το μέλλον της Αριστεράς (ως επαναστατικής Αριστεράς) και των κοινωνικών αγώνων δε θα κριθεί απλώς από τη συγκόλληση των υπαρχόντων μορφωμάτων της, η οποία αντί να συνεπάγεται τη διαλεκτική δημιουργία ισχυρότερων πολιτικών δυνάμεων, ικανών να πρωταγωνιστήσουν στις κοινωνικές εξελίξεις, συνιστά απλώς αθροιστική συσσώρευση των ιστορικών ορίων, των πολιτικών – ιδεολογικών αδυναμιών κι αδιεξόδων αυτών των μορφωμάτων (πολύ συχνά μάλιστα συνιστά συσσώρευση των καιροσκοπικών μικροπολιτικών τους επιδιώξεων).
Στο ορατό μέλλον η πορεία της επαναστατικής Αριστεράς στην Ελλάδα και στην Ευρώπη θα κινηθεί στην κατεύθυνση αγώνων αντίστασης, οι οποίοι έχουν αναμφισβήτητα μεγάλη σημασία. Όσο πιο μαζικοί, τολμηροί και αποφασιστικοί θα είναι αυτοί οι αγώνες τόσο πιο δύσκολο θα είναι για το κεφάλαιο να υλοποιήσει τη στρατηγική του και σαφώς τόσο μεγαλύτερη θα είναι η ανάπτυξη μαχητικών δεσμών μεταξύ της Αριστεράς και των εργαζομένων.
Σε βάθος χρόνου η ανασυγκρότηση της Αριστεράς θα εξαρτηθεί από την εμφάνιση πολιτικών δυνάμεων, οι οποίες θα μπορέσουν να υπερβούν διαλεκτικά το ιστορικό παρελθόν της, να κατανοήσουν και να αναδείξουν τις σύγχρονες δυνατότητες σοσιαλιστικής χειραφέτησης της εργασίας, να συγκροτήσουν επαναστατική στρατηγική που να ανοίγει προοπτικές και να καθιστά εφικτή τη δημιουργία ενός κρίσιμου κοινωνικού μετώπου των εργαζομένων (όχι μόνο σε εθνικό αλλά και σε διεθνές επίπεδο), ικανού να διεξάγει σκληρούς και νικηφόρους ταξικούς αγώνες.
Τέτοιες δυνάμεις, ικανές να διαμορφώσουν ισχυρή ριζοσπαστική ιδεολογική – πολιτική δυναμική μέσα στην κοινωνία, θα μπορέσουν να δρομολογήσουν και να καθορίσουν πιθανές γόνιμες πολιτικές συσπειρώσεις και στο χώρο της Αριστεράς.
ΤΕΛΟΣ
*Επίκουρος καθηγητής ΠΤΔΕ ΑΠΘ
Το Α” ΜΕΡΟΣ
Το Β’ ΜΕΡΟΣ