Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σκέψεις για το μέλλον της Αριστεράς και των κοινωνικών αγώνων

Γρά­φει ο Περι­κλής Παυ­λί­δης* //

Η (για πολ­λο­στή φορά) χρε­ο­κο­πία του αρι­στε­ρού ρεφορμισμού 

Το γεγο­νός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα ρεφορ­μι­στι­κό κόμ­μα που επι­διώ­κει τη δια­χεί­ρι­ση του ελλη­νι­κού καπι­τα­λι­σμού δεν είναι κάτι που προ­έ­κυ­ψε αίφ­νης. Ήταν εμφα­νές από γεν­νή­σε­ως αυτού του μορ­φώ­μα­τος. Το γεγο­νός ότι στην ΕΕ άλλα κατ’ ουσί­αν και στο μεγα­λύ­τε­ρο μέρος του παγκό­σμιου κεφα­λαιο­κρα­τι­κού συστή­μα­τος δεν υπάρ­χουν περι­θώ­ρια ρεφορ­μι­στι­κών πολι­τι­κών, ότι το κεφά­λαιο δια­μέ­σου της νεο­φι­λε­λεύ­θε­ρης στρα­τη­γι­κής του προ­ω­θεί παγκο­σμί­ως με εξαι­ρε­τι­κή αδιαλ­λα­ξία  την κατάρ­γη­ση του αστι­κού «κοι­νω­νι­κού κρά­τους» και των κεϋν­σια­νών μορ­φών ρύθ­μι­σης της οικο­νο­μί­ας ήταν και είναι επί­σης ευρέ­ως γνω­στό. Το ότι η υπό­σχε­ση του ΣΥΡΙΖΑ να καταρ­γή­σει τα μνη­μό­νια και τις πολι­τι­κές λιτό­τη­τας εντός της ζώνης του ΕΥΡΩ και της ΕΕ είναι εγγε­νώς κατα­δι­κα­σμέ­νη σε χρε­ο­κο­πία ήταν   επί­σης κάτι εξ αρχής εξό­χως προβλέψιμο.

Δέον να τονι­στεί  ότι η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ προς το 3ο μνη­μό­νιο ήταν εν πολ­λοίς προ­δια­γε­γραμ­μέ­νη, δεδο­μέ­νης της προ­σή­λω­σής του στη συμ­με­το­χή της χώρας στη ζώνη του ΕΥΡΩ και στην  ΕΕ, της απο­δο­χής εκ μέρους του των πλαι­σί­ων δια­πραγ­μά­τευ­σης που έθε­σαν οι «εταί­ροι», της παραί­τη­σής του από μονο­με­ρείς ενέρ­γειες, της ανα­γνώ­ρι­σης «υπο­χρε­ώ­σε­ων» ενώ­πιον των δανει­στών κλπ. Ήταν προ­δια­γε­γραμ­μέ­νη  και προ­βλέ­ψι­μη αυτή η πορεία διό­τι ήταν γνω­στό τοις πάσι ότι ΕΕ/ΟΝΕ σημαί­νει θεσμο­θε­τη­μέ­νη διαρ­κή λιτό­τη­τα για τους εργα­ζό­με­νους, διαρ­κή επι­δί­ω­ξη μεί­ω­σης του κόστους εργα­σί­ας,  επι­θε­τι­κή ιδιω­τι­κο­ποί­η­ση και εμπο­ρευ­μα­το­ποί­η­ση δημό­σιων αγα­θών και υπη­ρε­σιών, ανυ­παρ­ξία δυνα­το­τή­των εθνι­κής νομι­σμα­τι­κής και δημο­σιο­νο­μι­κής πολι­τι­κής, κατάρ­γη­ση των περι­θω­ρί­ων κεϋν­σια­νής – ρεφορ­μι­στι­κής δια­χεί­ρι­σης της οικο­νο­μί­ας, και συνε­πώς, για την Ελλά­δα σημαί­νει  διαρ­κές μνη­μό­νιο (όπως σημαί­νει άτυ­πο μνη­μό­νιο δημο­σιο­νο­μι­κών προ­σαρ­μο­γών και για τις άλλες χώρες της ΕΕ).

Ο ΣΥΡΙΖΑ απέ­τυ­χε πατα­γω­δώς όχι εξαι­τί­ας εσφαλ­μέ­νων τεχνι­κών χει­ρι­σμών του και κακών προ­θέ­σε­ων των «εταί­ρων» (κάποιοι μάλι­στα μίλη­σαν για πρα­ξι­κό­πη­μα, απο­φεύ­γο­ντας να κάνουν λόγο για θεσμο­θε­τη­μέ­νες πρα­κτι­κές ιμπε­ρια­λι­στι­κής κυριαρ­χί­ας),   αλλά για­τί εξ αρχής ήταν αδύ­να­το να επι­τύ­χει αυτό που με ακραία πολι­τι­κά­ντι­κο τρό­πο υπο­σχό­ταν: να πεί­σει τις ηγε­μο­νι­κές δυνά­μεις της ΕΕ για το αδιέ­ξο­δο της εφαρ­μο­ζό­με­νης στην Ελλά­δα πολι­τι­κής και να απο­σπά­σει τη συναί­νε­σή τους για δια­γρα­φή μέρους του χρέ­ους και εφαρ­μο­γή κεϋν­σια­νών  μέτρων ανα­θέρ­μαν­σης της οικονομίας.

Ο ΣΥΡΙΖΑ υπο­σχέ­θη­κε τη φαι­νο­με­νι­κά εύκο­λη αλλά στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ανύ­παρ­κτη οδό αντι­με­τώ­πι­σης της βαθύ­τα­της κρί­σης του ελλη­νι­κού καπι­τα­λι­σμού προς όφε­λος των εργα­ζο­μέ­νων εντός των θεσμι­κών πλαι­σί­ων και βάσει των κανό­νων λει­τουρ­γί­ας του συστή­μα­τος,  χωρίς σύγκρου­ση με το εγχώ­ριο κεφά­λαιο και την ιμπε­ρια­λι­στι­κή ΕΕ, χωρίς ανα­τρο­πή της εξου­σί­ας τους.

Η κοι­νο­βου­λευ­τι­κή πορεία του  ΣΥΡΙΖΑ  προς την κυβερ­νη­τι­κή εξου­σία, με το λαό απλώς σε ρόλο παρα­τη­ρη­τή, την αστι­κή τάξη καθό­λα κυρί­αρ­χη, το  κρά­τος καθό­λα στην υπη­ρε­σία της, και τους θεσμούς της ΕΕ/ΟΝΕ να ελέγ­χουν την οικο­νο­μία    δεν μπο­ρού­σε να επι­φέ­ρει την παρα­μι­κρή  κοι­νω­νι­κή ανατροπή.

Βέβαια η πορεία αυτή ήταν εγγε­γραμ­μέ­νη στον χαρα­κτή­ρα της ιδε­ο­λο­γί­ας του ΣΥΡΙΖΑ, απο­τε­λού­σε συνει­δη­τή επι­λο­γή της ηγε­σί­ας  και των στε­λε­χών του, δεδο­μέ­νου ότι ως  πολι­τι­κό μόρ­φω­μα του αρι­στε­ρού ρεφορ­μι­σμού (με ισχυ­ρά χαρα­κτη­ρι­στι­κά μετα­μο­ντέρ­νας ιδε­ο­λο­γι­κής θολού­ρας),   εμφα­τι­κά αντί­θε­του στις θεω­ρη­τι­κές αρχές και επα­να­στα­τι­κές παρα­δό­σεις του κομ­μου­νι­στι­κού κινή­μα­τος, εγκα­τέ­λει­ψε στις ανα­λύ­σεις και τον πολι­τι­κό του λόγο τις έννοιες του ιμπε­ρια­λι­σμού και του ταξι­κού χαρα­κτή­ρα  του κρά­τους. Γι’ αυτό και στην πολι­τι­κή πρα­κτι­κή του έβλε­πε μπρο­στά του ένα κυβερ­νη­τι­κό μηχα­νι­σμό στο οποίο η «Αρι­στε­ρά» δύνα­ται να συμ­με­τέ­χει δια­χει­ρι­στι­κά, και όχι ένα κρα­τι­κό θεσμό ταξι­κής εξου­σί­ας τον οποίο η Αρι­στε­ρά καλεί­ται να ανα­τρέ­ψει,  να κατα­στρέ­ψει και να αλλά­ξει επα­να­στα­τι­κά, όπως έβλε­πε  «ευρω­παί­ους εταί­ρους» με τους οποί­ους η «Αρι­στε­ρά» θα πρέ­πει να διε­ξά­γει διά­λο­γο και δια­πραγ­μα­τεύ­σεις και όχι ιμπε­ρια­λι­στές με τους οποί­ους η Αρι­στε­ρά καλεί­ται να διε­ξά­γει πόλε­μο ανα­τρο­πής της κυριαρ­χί­ας τους.

Ο ΣΥΡΙΖΑ απέ­φευ­γε να ανα­γνω­ρί­σει και να ανα­δεί­ξει τον ταξι­κό – ιμπε­ρια­λι­στι­κό χαρα­κτή­ρα της ΕΕ/ΟΝΕ  και να την αντι­με­τω­πί­σει ακρι­βώς βάσει αυτού του χαρα­κτή­ρα της. Απο­τέ­λε­σε παρα­δο­σια­κά (εκκι­νώ­ντας από το κόμ­μα – πυρή­να  του, το Συνα­σπι­σμό) δύνα­μη ιδε­ο­λο­γι­κού εξω­ραϊ­σμού των ιμπε­ρια­λι­στι­κών θεσμών του ευρω­παϊ­κού κεφα­λαί­ου  και  καλ­λιέρ­γειας αυτα­πα­τών για τη δυνα­τό­τη­τα αλλα­γής τους. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι συνυ­φα­σμέ­νος με την απα­τη­λή ιδέα της αρι­στε­ρής μεταρ­ρύθ­μι­σης της ΕΕ, όπως είναι  συνυ­φα­σμέ­νος με την ιδέα της αρι­στε­ρής δια­χεί­ρι­σης του αστι­κού κρά­τους και μεταρ­ρύθ­μι­σης της κεφα­λαιο­κρα­τι­κής κοινωνίας.

Και  ας μη μας δια­φεύ­γει ότι  υπεύ­θυ­νες   για τη στά­ση αυτή του ΣΥΡΙΖΑ είναι  όλες οι τάσεις και συνι­στώ­σες του. Όλες συνέ­βαλ­λαν με τον τρό­πο τους στην ιδε­ο­λο­γι­κή εξα­πά­τη­ση του λαού, όσον αφο­ρά το εφι­κτό ενός άλλου καλύ­τε­ρου καπι­τα­λι­σμού εντός τη ΕΕ και δια­μέ­σου αρι­στε­ρών μεταρ­ρυθ­μι­στι­κών πολιτικών.

Κρί­νω ανα­γκαίο να υπο­γραμ­μί­σω ότι όλες οι  πολι­τι­κές συνι­στώ­σες του ΣΥΡΙΖΑ φέρουν μεγά­λη ευθύ­νη για την πολι­τι­κά­ντι­κη δια­δρο­μή του, ενώ η κραυ­γα­λέα χρε­ω­κο­πία του ρεφορ­μι­στι­κού του εγχει­ρή­μα­τος σημα­το­δο­τεί και τη δική τους πατα­γώ­δη χρε­ω­κο­πία. Τα πολι­τι­κά μορ­φώ­μα­τα που τώρα προ­κύ­πτουν ως τρό­πον τινά εξ αρι­στε­ρών διά­σπα­ση του ΣΥΡΙΖΑ, ως έξο­δος από αυτόν συνι­στω­σών του,  και διεκ­δι­κούν μιαν αυτό­νο­μη  πολι­τι­κή  παρου­σία (ανα­φέ­ρο­μαι κυρί­ως στους ταγούς και τα στε­λέ­χη  αυτών των μορ­φω­μά­των και όχι στους απλούς οπα­δούς τους) είναι  εξό­χως βεβα­ρυμ­μέ­να  από το παρελ­θόν τους και κατ’ ουσί­αν  πολι­τι­κά αναξιόπιστα.

Η  χρε­ω­κο­πία  των ευρω­παϊ­κών αυτα­πα­τών του ΣΥΡΙΖΑ απο­κα­λύ­πτει με τον πλέ­ον οδυ­νη­ρό για τους εργα­ζό­με­νους τρό­πο  ότι η ΕΕ δεν είναι η Ευρώ­πη των λαών, ότι   οι ηγε­μο­νι­κές της δυνά­μεις δεν είναι απλώς μια συμ­μα­χία δογ­μα­τι­κών του νεο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού, αλλά μαζί με τις ΗΠΑ απο­τε­λούν τη συμ­μο­ρία των ισχυ­ρό­τε­ρων ιμπε­ρια­λι­στι­κών χωρών του πλα­νή­τη, οι οποί­ες εκμε­ταλ­λεύ­ο­νται το μεγα­λύ­τε­ρο μέρος των ανθρώ­πι­νων και φυσι­κών του πόρων και για τα συμ­φέ­ρο­ντά τους δε διστά­ζουν  να αιμα­το­κυ­λί­σουν  ολό­κλη­ρους λαούς, εμπλε­κό­με­νες διαρ­κώς σε  ιμπε­ρια­λι­στι­κές  επεμ­βά­σεις ανά τον κόσμο.

Και ας μη μας δια­φεύ­γει ότι η συμ­με­το­χή της Ελλά­δας στην ΕΕ/ΟΝΕ και στο ΝΑΤΟ είναι εξαι­ρε­τι­κής γεω­στρα­τη­γι­κής σημα­σί­ας για τον ευρω­α­τλα­ντι­κό ιμπε­ρια­λι­στι­κό πόλο. Πιθα­νή απο­δέ­σμευ­ση της χώρας από αυτούς τους θεσμούς θα προ­κα­λού­σε ισχυ­ρό πλήγ­μα στις οικο­νο­μι­κές-πολι­τι­κές και στρα­τιω­τι­κές δομές του, αλλά­ζο­ντας τις ισορ­ρο­πί­ες σε μια εξαι­ρε­τι­κά ευαί­σθη­τη γεω­πο­λι­τι­κά περιο­χή. Γι’ αυτό θα πρέ­πει να θεω­ρεί­ται απο­λύ­τως βέβαιο ότι η οποια­δή­πο­τε προ­σπά­θεια απο­δέ­σμευ­σης θα επέ­φε­ρε την  άμε­ση αντί­δρα­ση   του ευρω­α­τλα­ντι­κού ιμπε­ρια­λι­σμού, με ό,τι μεθό­δους και μορ­φές μπο­ρεί κανείς να φανταστεί.

Η γρή­γο­ρη πατα­γώ­δης απο­τυ­χία του ρεφορ­μι­στι­κού εγχει­ρή­μα­τος του ΣΥΡΙΖΑ κατέ­δει­ξε και το γεγο­νός ότι η ελλη­νι­κή αστι­κή τάξη, κυρί­ως αυτή που απο­τε­λεί το μεγά­λο κεφά­λαιο (τρα­πε­ζί­τες-χρη­μα­το­πι­στω­τι­κό κεφά­λαιο, εφο­πλι­στές, διε­θνο­ποι­η­μέ­να τμή­μα­τα  του παρα­γω­γι­κού κεφα­λαί­ου), είναι υπαρ­ξια­κά συν­δε­δε­μέ­νη με την συμ­με­το­χή της Ελλά­δας στην ζώνη του ΕΥΡΩ, στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ, για­τί σε αυτή τη σχέ­ση ιμπε­ρια­λι­στι­κής εξάρ­τη­σης βλέ­πει τη δια­σφά­λι­ση της ηγε­μο­νί­ας της στη χώρα, την  προ­στα­σία της από τον κίν­δυ­νο μεταρ­ρυθ­μι­στι­κών ανα­δια­νε­μη­τι­κών πολι­τι­κών, καθώς και τη δυνα­τό­τη­τα διε­θνούς της παρου­σί­ας,  ανά­πτυ­ξης υποϊ­μπε­ρια­λι­στι­κών δρα­στη­ριο­τή­των σε περι­φε­ρεια­κό επί­πε­δο. Πιθα­νή προ­σπά­θεια απο­δέ­σμευ­σης  της χώρας από την ΕΕ/ΟΝΕ και το ΝΑΤΟ θα σήμαι­νε άμε­ση σύγκρου­ση με την ελλη­νι­κή αστι­κή τάξη και τους κοι­νω­νι­κούς συμ­μά­χους της.

Η χει­ρα­φε­τι­κή προ­ο­πτι­κή για την Ελλάδα

Δεδο­μέ­νων των παρα­πά­νω είναι ευκό­λως αντι­λη­πτή η αστο­χία της αντι­μνη­μο­νια­κής ρητο­ρεί­ας και πολι­τι­κής, η οποία εστιά­ζει την προ­σο­χή στην αντι­με­τώ­πι­ση των  μνη­μο­νί­ων, κάνο­ντας πως δε βλέ­πει ότι τα μνη­μό­νια είναι απλώς η έκφαν­ση και όχι το αίτιο της  κατά­στα­σης στην οποία βρί­σκε­ται η χώρα.

Για να το θέσω αλλιώς, η αντι­μνη­μο­νια­κή ρητο­ρεία συνι­στά στρου­θο­κα­μη­λι­σμό, λίγο-πολύ συνει­δη­τή απο­φυ­γή της ανα­γκαιό­τη­τας αμφι­σβή­τη­σης της στρα­τη­γι­κά κρί­σι­μης για το ελλη­νι­κό κεφά­λαιο και τον ευρω­α­τλα­ντι­κό ιμπε­ρια­λι­στι­κό πόλο συμ­με­το­χής της Ελλά­δας στην ΕΕ/ΟΝΕ, εντός της οποί­ας η χώρα οδη­γή­θη­κε στη σημε­ρι­νή δει­νή θέση.

Ενί­ο­τε η αντι­μνη­μο­νια­κή ρητο­ρεία συνο­δεύ­ε­ται από την αμφι­σβή­τη­ση της παρα­μο­νής της Ελλά­δας στη ζώνη του ΕΥΡΩ  και την υπο­στή­ρι­ξη της επι­στρο­φής σε εθνι­κό νόμι­σμα, με συνα­κό­λου­θη ανά­κτη­ση από το κρά­τος της δυνα­τό­τη­τας να ασκεί νομι­σμα­τι­κή και δημο­σιο­νο­μι­κή πολιτική.

Η ιδέα της εξό­δου από τη ζώνη του ΕΥΡΩ δια­τυ­πώ­νε­ται σε ποι­κί­λες παραλ­λα­γές, περισ­σό­τε­ρο ή λιγό­τε­ρο ριζο­σπα­στι­κές. Σε κάθε περί­πτω­ση είναι σημα­ντι­κό να έχου­με υπό­ψη ότι η ύπαρ­ξη εθνι­κού  νομί­σμα­τος από μόνη  της  δε θα δώσει καμία ουσια­στι­κή λύση στα μεγά­λα προ­βλή­μα­τα της χώρας, δε θα καθο­ρί­σει την ανα­συ­γκρό­τη­ση των παρα­γω­γι­κών της δυνά­με­ων, τον επα­να­προσ­διο­ρι­σμό της θέσης της στον παγκό­σμιο κατα­με­ρι­σμό εργα­σί­ας, την κατα­νο­μή του κοι­νω­νι­κού πλού­του. Στο σύγ­χρο­νο κόσμο υπάρ­χει πλη­θώ­ρα χωρών, μικρών αλλά και μεγά­λων, οι οποί­ες αν και δια­θέ­τουν εθνι­κό νόμι­σμα, έχουν εξαι­ρε­τι­κά μικρές δυνα­τό­τη­τες  να αντι­με­τω­πί­ζουν τις δια­κυ­μάν­σεις του παγκό­σμιου χρη­μα­το­πι­στω­τι­κού συστή­μα­τος,  τις αβε­βαιό­τη­τες και τις κρί­σεις των καπι­τα­λι­στι­κών αγο­ρών, να προ­στα­τεύ­ουν τις εγχώ­ριες παρα­γω­γι­κές τους δυνά­μεις από τα πανί­σχυ­ρα συγκρο­τή­μα­τα του πολυ­ε­θνι­κού κεφαλαίου.

Η έκδο­ση νομί­σμα­τος από μια εθνι­κή κεντρι­κή τρά­πε­ζα μπο­ρεί κάλ­λι­στα να σημαί­νει εκτύ­πω­ση πολύ­χρω­μων ετι­κε­τών άνευ αξί­ας και πλη­θω­ρι­στι­κή απο­διορ­γά­νω­ση της οικο­νο­μί­ας, κατάρ­ρευ­ση του συστή­μα­τος πλη­ρω­μών και απα­ξί­ω­ση των απο­τα­μιεύ­σε­ων. Κρί­σι­μο ζήτη­μα για την δια­σφά­λι­ση της στα­θε­ρό­τη­τας του νομι­σμα­τι­κού συστή­μα­τος και την υλο­ποί­η­ση φιλο­λαϊ­κής πολι­τι­κής είναι το μέγε­θος  του πλού­του που παρά­γε­ται σε μια  χώρα και το ποιος τον ιδιο­ποιεί­ται. Πρό­κει­ται ακρι­βώς για το ζήτη­μα της ιδιο­κτη­σί­ας στον κοι­νω­νι­κό πλού­το και στα μέσα που τον παρά­γουν. Και χωρίς τη ριζι­κή αλλα­γή των σχέ­σε­ων ιδιο­κτη­σί­ας καμία αλλα­γή νομί­σμα­τος δε θα βελ­τιώ­σει σημα­ντι­κά τη ζωή των εργαζομένων.

Οι αρι­στε­ρές δυνά­μεις που δίνουν έμφα­ση κυρί­ως στην έξο­δο από τη ζώνη του ΕΥΡΩ και στην επι­στρο­φή σε εθνι­κό νόμι­σμα (συνα­ντώ­νται όχι μόνο στην Ελλά­δα, αλλά και σε κατε­ξο­χήν  ιμπε­ρια­λι­στι­κές χώρες όπως η Γαλ­λία και η Ιτα­λία), που θεω­ρούν ότι στις δύσκο­λες συν­θή­κες της Ελλά­δας αυτός πρέ­πει να είναι ο κύριος τρό­πος αντι­με­τώ­πι­σης των κοι­νω­νι­κών προ­βλη­μά­των, που απο­φεύ­γουν να  ανα­φερ­θούν (ή ανα­φέ­ρο­νται με εξαι­ρε­τι­κά ασα­φή τρό­πο) στην ανα­γκαιό­τη­τα αλλα­γής των σχέ­σε­ων ιδιο­κτη­σί­ας, προ­δί­δουν ακού­σια ότι ο ριζο­σπα­στι­σμός τους δεν πηγαί­νει πέραν της επι­δί­ω­ξης ενός κεϋν­σια­νού  τύπου εθνι­κο-κρα­τι­κά ρυθ­μι­ζό­με­νου καπι­τα­λι­σμού, δοκι­μα­σμέ­νου σε μια προ­γε­νέ­στε­ρη περί­ο­δο ανά­πτυ­ξης της κεφα­λαιο­κρα­τί­ας. Όχι τυχαία, αυτές οι δυνά­μεις δια­κρί­νο­νται  κατά κανό­να από  πατριω­τι­κά ιδε­ο­λο­γι­κά χαρα­κτη­ρι­στι­κά και από ρεφορ­μι­στι­κή – δια­χει­ρι­στι­κή στά­ση απέ­να­ντι στο αστι­κό κράτος.

Το πρό­βλη­μα όμως της Ελλά­δας δεν είναι απλώς τα μνη­μό­νια, ούτε μόνο το χρέ­ος, ούτε φυσι­κά μόνο το ΕΥΡΩ, αλλά το γεγο­νός ότι ο ελλη­νι­κός κεφα­λαιο­κρα­τι­κός σχη­μα­τι­σμός είναι  βαθύ­τα­τα παρηκ­μα­σμέ­νος, ότι η ελλη­νι­κή αστι­κή τάξη και οι κεφα­λαιο­κρα­τι­κές σχέ­σεις παρα­γω­γής αδυ­να­τούν να δώσουν στη χώρα σημα­ντι­κές προ­ο­πτι­κές ανά­πτυ­ξης, ευερ­γε­τι­κές για τους εργαζομένους.

H πρόσ­δε­ση του ελλη­νι­κού καπι­τα­λι­σμού στους θεσμούς του εισέ­τι κυρί­αρ­χου ευρω­τλα­ντι­κού ιμπε­ρια­λι­στι­κού πόλου δεν μπο­ρεί να δώσει καμία λύση, δεδο­μέ­νου ότι ο ίδιος αυτός ο πόλος  βρί­σκε­ται σε βαθύ­τα­τη κρί­ση. Σε ένα κόσμο όπου η κυριαρ­χία του συρ­ρι­κνώ­νε­ται και αμφι­σβη­τεί­ται διαρ­κώς από νέες ανερ­χό­με­νες καπι­τα­λι­στι­κές δυνά­μεις, ο πόλος αυτός στρέ­φε­ται στην αύξη­ση της εκμε­τάλ­λευ­σης των εργα­ζο­μέ­νων στο εσω­τε­ρι­κό του, πράγ­μα που συνο­δεύ­ε­ται ανα­πό­φευ­κτα από τη συρ­ρί­κνω­ση – κατάρ­γη­ση των δικαιω­μά­των τους, από την ανά­πτυ­ξη των πιο επι­θε­τι­κών μηχα­νι­σμών  παρα­γω­γής και από­σπα­σης υπεραξίας.

Όσον αφο­ρά το εγχεί­ρη­μα  οικο­νο­μι­κής ολο­κλή­ρω­σης εντός της ΕΕ/ΟΝΕ, τα αδιέ­ξο­δά του είναι κάτι παρα­πά­νω από εμφα­νή.  Οι μεγά­λες ανι­σορ­ρο­πί­ες και ανι­σό­τη­τες μετα­ξύ των χωρών μελών της, η αδυ­να­μία των περισ­σό­τε­ρων να αντέ­ξουν το σκλη­ρό αντα­γω­νι­σμό με τη Γερ­μα­νία και μια μικρή ομά­δα των πλέ­ον ισχυ­ρών οικο­νο­μιών, η κρί­ση χρέ­ους και η οικο­νο­μι­κή τελ­μά­τω­ση των χωρών της περι­φέ­ρειας δημιουρ­γούν μια ιδιαί­τε­ρα δυσχε­ρή και αστα­θή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα με δυσοί­ω­νες προοπτικές.

Την ίδια στιγ­μή  η θέση των εργα­ζο­μέ­νων επι­δει­νώ­νε­ται στο μεγα­λύ­τε­ρο μέρος του σύγ­χρο­νου κεφα­λαιο­κρα­τι­κού  κόσμου: υφι­στά­με­νοι την εκτε­νή ιδιω­τι­κο­ποί­η­ση – εμπο­ρευ­μα­το­ποί­η­ση δημό­σιων αγα­θών και υπη­ρε­σιών και την  ευρεία απορ­ρύθ­μι­ση των σχέ­σε­ων εργα­σί­ας, υπο­χρε­ώ­νο­νται να δεχτούν να δου­λεύ­ουν περισ­σό­τε­ρο και σε χει­ρό­τε­ρες συν­θή­κες για να έχουν κάποια δου­λειά, να λαμ­βά­νουν μικρό­τε­ρο μισθό για να λαμ­βά­νουν κάποιο μισθό, να ζουν μια διαρ­κώς πιο επι­σφα­λή ζωή, προ­κει­μέ­νου να έχουν κάποια ζωή.

Η περιρ­ρέ­ου­σα πραγ­μα­τι­κό­τη­τα κατα­μαρ­τυ­ρεί το γεγο­νός ότι οι παλιές καλές μέρες του καπι­τα­λι­σμού με κοι­νω­νι­κό κρά­τος έχουν πλέ­ον περά­σει., πράγ­μα που καθι­στά εκτός πραγ­μα­τι­κό­τη­τας την ελπί­δα για μια κοι­νο­βου­λευ­τι­κή επα­νά­καμ­ψη των πολι­τι­κών του  αρι­στε­ρού ρεφορμισμού.

Για τους παρα­πά­νω λόγους στις συν­θή­κες αυτές  μπο­ρεί να είναι εξαι­ρε­τι­κά επι­ζή­μια η άνο­δος της Αρι­στε­ράς στην κυβερ­νη­τι­κή εξου­σία σε ρόλο απλού δια­χει­ρι­στή της  κεφα­λαιο­κρα­τί­ας, διό­τι τότε η Αρι­στε­ρά,  αντί να απο­τε­λέ­σει τη λύση  των προ­βλη­μά­των του λαού, καθί­στα­ται μέρος τους. Και είναι αυτο­νό­η­το ότι, όταν η Αρι­στε­ρά, η οποία υπο­τί­θε­ται ότι υφί­στα­ται για να οδη­γή­σει την κοι­νω­νία σε ένα καλύ­τε­ρο – χει­ρα­φε­τη­μέ­νο μέλ­λον, κατα­λή­γει να δια­χει­ρί­ζε­ται το παρόν του παρηκ­μα­σμέ­νου καπι­τα­λι­σμού, εκπέ­μπει στους εργα­ζό­με­νους το μήνυ­μα ότι εναλ­λα­κτι­κό μέλ­λον δεν υπάρ­χει, κατα­στρέ­φο­ντας στις συνει­δή­σεις τους την ελπί­δα για λύτρω­ση και κοι­νω­νι­κή πρό­ο­δο, την εμπι­στο­σύ­νη στις ιδέ­ες και τα ιδε­ώ­δη της Αρι­στε­ράς. Κι όταν οι άνθρω­ποι χάσουν την ελπί­δα και την αφο­σί­ω­ση στην προ­ο­πτι­κή ενός καλύ­τε­ρου κόσμου, τότε το μόνο που απο­μέ­νει είναι να ζήσουν κομ­φορ­μι­στι­κά και κυνι­κά βάσει των κανό­νων  του υπάρ­χο­ντος κόσμου.

Η συμ­με­το­χή της Αρι­στε­ράς σε ρεφορ­μι­στι­κούς κυβερ­νη­τι­κούς τυχο­διω­κτι­σμούς  επι­φέ­ρει πάντα απο­γο­ή­τευ­ση στους εργα­ζό­με­νους, καλ­λιερ­γεί ισχυ­ρό­τα­τη δυσπι­στία στους αγώ­νες για την ανα­τρο­πή της κεφα­λαιο­κρα­τί­ας, διευ­κο­λύ­νει την εξά­πλω­ση δεξιών,  λαϊ­κι­στι­κών – φασι­στι­κών ιδε­ών και ρευ­μά­των στους κόλ­πους των εργαζομένων.

Για την Ελλά­δα πλέ­ον δεν υπάρ­χουν  εύκο­λες λύσεις. Η προ­ο­πτι­κή ανα­συ­γκρό­τη­σης των παρα­γω­γι­κών της δυνά­με­ων και ανά­καμ­ψης της οικο­νο­μί­ας της προς όφε­λος των εργα­ζο­μέ­νων συνά­πτε­ται με την έξο­δό της από τη ζώνη του ΕΥΡΩ και φυσι­κά από την ΕΕ και με τη ριζι­κή αλλα­γή των σχέ­σε­ων ιδιοκτησίας.

Δέον να τονι­στεί ότι η εν λόγω προ­ο­πτι­κή  συνι­στά ζήτη­μα κυρί­ως ταξι­κό, ταξι­κού συσχε­τι­σμού δυνά­με­ων, έντα­σης και έκβα­σης της ταξι­κής πάλης, και δευ­τε­ρευό­ντως ζήτη­μα τεχνι­κο-οικο­νο­μι­κών ρυθ­μί­σε­ων.   Και  είναι απλου­στευ­τι­κές έως αφε­λείς οι ανα­φο­ρές σε μια πιθα­νή ρήξη με την ΕΕ/ΟΝΕ, δηλα­δή με έναν θεμε­λιώ­δη πυλώ­να του ευρω­α­τλα­ντι­κού ιμπε­ρια­λι­στι­κού πόλου, ως σαν να επρό­κει­το απλώς για απο­τέ­λε­σμα κυβερ­νη­τι­κών χει­ρι­σμών (μιας κυβέρ­νη­σης – μετώ­που – συσπεί­ρω­σης κάποιων δυνά­με­ων της Αρι­στε­ράς)  το οποίο, όπως εκτι­μά­ται,   μετά από κάποιες προ­σω­ρι­νές οικο­νο­μι­κές δυσκο­λί­ες,    θα γίνει η απαρ­χή νέων ευκαι­ριών για την ελλη­νι­κή οικο­νο­μία, απε­λευ­θε­ρώ­νο­ντας κρυμ­μέ­νες δυνα­τό­τη­τές της.

Οι αρι­στε­ρές – αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κές  δυνά­μεις που προ­τάσ­σουν την έξο­δο από τη ζώνη του ΕΥΡΩ και την ΕΕ  (θεω­ρώ ανα­πό­δρα­στη στο πλαί­σιο μιας τέτοιας στό­χευ­σης και  την έξο­δο από το ΝΑΤΟ) ως επι­λο­γή του εργα­ζό­με­νου λαού, καθώς και την άρνη­ση πλη­ρω­μής του χρέ­ους, θα πρέ­πει να έχουν σαφή αντί­λη­ψη του γεγο­νό­τος ότι ένα τέτοιο εγχεί­ρη­μα συνι­στά άμε­σα επα­να­στα­τι­κή κοι­νω­νι­κή ανα­τρο­πή, συνα­πτό­με­νη με σφο­δρό­τα­τη σύγκρου­ση με τους ευρω­α­τλα­ντι­κούς ιμπε­ρια­λι­στές και την ελλη­νι­κή αστι­κή τάξη.

Στην περί­πτω­ση της Ελλά­δας δεν μπο­ρεί να  υπάρ­ξει κανέ­να «μετα­βα­τι­κό πρό­γραμ­μα» στο πλαί­σιο του οποί­ου θα αρχί­σουν  υπο­τί­θε­ται να ξηλώ­νο­νται στα­δια­κά ορι­σμέ­να μεμο­νω­μέ­να αλλά βασι­κά  στοι­χεία –θεμέ­λια ύπαρ­ξης του ελλη­νι­κού καπι­τα­λι­σμού (έξο­δος από ζώνη του ΕΥΡΩ, εθνι­κο­ποί­η­ση τρα­πε­ζών, άρνη­ση πλη­ρω­μής του χρέ­ους προς τα κρά­τη μέλη της ΕΕ) χωρίς να ξεσπά­σει  από τις  πρώ­τες κιό­λας στιγ­μές αυτής της δια­δι­κα­σί­ας   σφο­δρό­τα­τη σύγκρου­ση με την εγχώ­ρια αστι­κή τάξη και τους ιμπε­ρια­λι­στές πάτρω­νές της, η οποία για την Αρι­στε­ρά ανα­πό­φευ­κτα θα απο­κτή­σει τη μορ­φή του αγώ­να για την ανα­τρο­πή της εξου­σί­ας του κεφα­λαί­ου και την εγκα­θί­δρυ­ση της κρα­τι­κής εξου­σί­ας των εργαζομένων.

Η έξο­δος από τη ζώνη του ΕΥΡΩ και την ΕΕ  με όρους που υπα­γο­ρεύ­ο­νται από τα συμ­φέ­ρο­ντα του εργα­ζό­με­νου λαού θα απαι­τή­σει άμε­ση αλλα­γή της κρα­τι­κής εξου­σί­ας (και όχι απλώς της κυβερ­νη­τι­κής) και  των σχέ­σε­ων ιδιο­κτη­σί­ας, θα  επι­φέ­ρει τη ριζι­κή αλλα­γή των συν­θη­κών  λει­τουρ­γί­ας της οικο­νο­μί­ας και ζωής της ελλη­νι­κής κοι­νω­νί­ας, σε μια πορεία ανα­πό­φευ­κτου επα­να­προσ­διο­ρι­σμού των κατα­να­λω­τι­κών δυνα­το­τή­των, των κοι­νω­νι­κών ανα­γκών και παρα­γω­γι­κών προ­τε­ραιο­τή­των της.

Στό­χοι όπως οι παρα­πά­νω δεν μπο­ρούν να υλο­ποι­η­θούν σε οποιεσ­δή­πο­τε συν­θή­κες και μάλι­στα δια­μέ­σου στα­δια­κών πολι­τι­κών μεταρ­ρυθ­μί­σε­ων με όρους κοι­νο­βου­λευ­τι­κής απο­τύ­πω­σης κάποιας πλειο­ψη­φι­κής λαϊ­κής ετυ­μη­γο­ρί­ας (όταν ριζο­σπα­στι­κές κοι­νω­νι­κές δια­θέ­σεις απο­τυ­πώ­νο­νται μόνο κοι­νο­βου­λευ­τι­κά, τότε, αφε­νός δεν είναι και τόσο ριζο­σπα­στι­κές, αφε­τέ­ρου ο ταξι­κός αντί­πα­λος έχει πάντα τη δυνα­τό­τη­τα να τις παρα­κο­λου­θή­σει και να προ­βεί σε προ­λη­πτι­κά μέτρα ανά­σχε­σής τους). Πρέ­πει να επι­ση­μαν­θεί εμφα­τι­κά ότι πρό­κει­ται για στό­χους η υλο­ποί­η­ση των οποί­ων συν­δέ­ε­ται  με την αντι­με­τώ­πι­ση ισχυ­ρό­τα­των αντι­πά­λων και απει­λών, πράγ­μα που απαι­τεί τη μεγά­λη, συνει­δη­τή και εξαι­ρε­τι­κά απο­φα­σι­στι­κή – επα­να­στα­τι­κή κινη­το­ποί­η­ση του εργα­ζό­με­νου λαού.

Ανα­τρο­πές αυτής της κλί­μα­κας θα μπο­ρού­σαν να επι­χει­ρη­θούν μόνο στην περί­πτω­ση  εμφά­νι­σης συγκε­κρι­μέ­νης κατά­στα­σης στην ελλη­νι­κή κοι­νω­νία, με δια­κρι­τά χαρα­κτη­ρι­στι­κά της την απώ­λεια εκ μέρους της κυρί­αρ­χης τάξης και των πολι­τι­κών της εκπρο­σώ­πων της ικα­νό­τη­τας να διευ­θύ­νουν την κοι­νω­νία (να δια­τη­ρούν την πρω­το­βου­λία κινή­σε­ων, να δια­σφα­λί­ζουν τη συναί­νε­ση – ενσω­μά­τω­ση των αντί­πα­λων κοι­νω­νι­κών τάξε­ων), τον ισχυ­ρό μαζι­κό κλο­νι­σμό της εμπι­στο­σύ­νης μεγά­λου μέρους των εργα­ζο­μέ­νων στις προ­ο­πτι­κές του συστή­μα­τος, τη διά­χυ­τη αίσθη­ση του ανέ­φι­κτου ικα­νο­ποί­η­σης από αυτό των θεμε­λιω­δών τους ανα­γκών, αλλά οπωσ­δή­πο­τε και την εξαι­ρε­τι­κή ανα­βάθ­μι­ση της αγω­νι­στι­κής απο­φα­σι­στι­κό­τη­τας και κινη­το­ποί­η­σης των λαϊ­κών στρω­μά­των. Με τέτοιους όρους συντε­λού­νται οι πραγ­μα­τι­κές ριζι­κές αλλα­γές των κοι­νω­νι­κών σχέ­σε­ων, όταν βεβαί­ως υφί­στα­νται πολι­τι­κές δυνά­μεις που έχουν σαφή αντί­λη­ψη της εναλ­λα­κτι­κής κοι­νω­νι­κής προ­ο­πτι­κής και σαφή στρα­τη­γι­κή (η οποία θα πρέ­πει να προ­βάλ­λει στην κοι­νω­νι­κή συνεί­δη­ση με όρους ιδε­ο­λο­γι­κής ηγε­μο­νί­ας) και βρί­σκο­νται σε σύν­δε­ση με μια υπαρ­κτή κοι­νω­νι­κή πρω­το­πο­ρία ιδε­ο­λο­γι­κά συνει­δη­το­ποι­η­μέ­νων και πολι­τι­κά έμπει­ρων εργα­ζο­μέ­νων, η οποία δύνα­ται να επη­ρε­ά­ζει και να κινη­το­ποιεί ευρύ­τε­ρα στρώ­μα­τα του λαού.

Δυστυ­χώς για την ελλη­νι­κή Αρι­στε­ρά το εγχεί­ρη­μα της ρήξης με τη ζώνη του ΕΥΡΩ και την ΕΕ δυσχε­ραί­νουν σημα­ντι­κά οι πολύ μικρές παρα­γω­γι­κές δυνα­τό­τη­τες της χώρας,  η μεγά­λη εξάρ­τη­σή της από εισα­γω­γές τεχνο­λο­γι­κού εξο­πλι­σμού  (οι παρα­γω­γι­κές δυνα­τό­τη­τες μιας χώρας δεν αφο­ρούν απλώς στην ύπαρ­ξη φυσι­κών πόρων, αλλά στην κατο­χή της τεχνο­λο­γί­ας που καθι­στά εφι­κτή την παρα­γω­γι­κή αξιο­ποί­η­σή τους) και η απου­σία σαφών προ­ο­πτι­κών έντα­ξης σε κάποιο εναλ­λα­κτι­κό διε­θνή κατα­με­ρι­σμό εργα­σί­ας, εύρε­σης εναλ­λα­κτι­κών γεω­πο­λι­τι­κών συμ­μά­χων, στή­ρι­ξης σε άλλες ισχυ­ρές χώρες,  πέραν αυτών του ευρω­α­τλα­ντι­κού ιμπε­ρια­λι­στι­κού πόλου.

Δυσχε­ραί­νει το όποιο πιθα­νό εγχεί­ρη­μα ρήξης της Ελλά­δας με τους θεσμούς του ευρω­α­τλα­ντι­κού ιμπε­ρια­λι­σμού και το  γεγο­νός ότι προς το παρόν φαί­νε­ται απί­θα­νο αυτό να συνα­ντη­θεί με αντί­στοι­χα εγχει­ρή­μα­τα σε άλλες χώρες της ΕΕ, και να λάβει ανα­γκαία υπο­στή­ρι­ξη από αυτά. Σε όλες σχε­δόν τις χώρες της ευρω­παϊ­κής ηπεί­ρου  (με λίγες ίσως εξαι­ρέ­σεις) οι αρι­στε­ρές δυνά­μεις είναι μικρές, με ισχνή κοι­νω­νι­κή επιρ­ροή, ενώ οι ριζο­σπα­στι­κές δια­θέ­σεις των ίδιων των εργα­ζο­μέ­νων είναι  περιο­ρι­σμέ­νες έως ανύ­παρ­κτες. Στην Ευρώ­πη και ιδιαί­τε­ρα στο νότιο και ανα­το­λι­κό τμή­μα της (τα οποία πλήτ­το­νται περισ­σό­τε­ρο από τον αντα­γω­νι­σμό εντός της ΕΕ  με τις χώρες του Βορ­ρά, αλλά και από την παγκό­σμια κρί­ση της κεφα­λαιο­κρα­τί­ας) οι αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κές δια­θέ­σεις των κοι­νω­νιών και οι αντί­στοι­χες πολι­τι­κές τους εκφρά­σεις απέ­χουν παρα­σάγ­γες από το να διεκ­δι­κή­σουν πρω­τα­γω­νι­στι­κό ιστο­ρι­κό ρόλο.

Το ζήτη­μα της συνά­ντη­σης ενός ριζο­σπα­στι­κού κοι­νω­νι­κού εγχει­ρή­μα­τος στην Ελλά­δα με αντί­στοι­χα στην Ευρώ­πη είναι απο­φα­σι­στι­κής σημα­σί­ας, δεδο­μέ­νου ότι μόνο σε μια τέτοια περί­πτω­ση (σε μια περί­πτω­ση γενι­κευ­μέ­νου αντι-ΕΕ, αντι-καπι­τα­λι­στι­κού ξεση­κω­μού σε ομά­δα χωρών, σε ολό­κλη­ρη περι­φέ­ρεια της ηπεί­ρου) θα μπο­ρού­σα­με βάσι­μα να ελπί­ζου­με σε νικη­φό­ρα έκβα­σή του εντός κάθε χώρας, δεδο­μέ­νης μια περισ­σό­τε­ρο εφι­κτής σε αυτή τη περί­πτω­ση αδρα­νο­ποί­η­σης των μηχα­νι­σμών αντί­δρα­σης των ηγε­μο­νι­κών ιμπε­ρια­λι­στι­κών δυνά­με­ων και συνα­κό­λου­θα μιας ευκο­λό­τε­ρης αντι­με­τώ­πι­σης της αντί­δρα­σης των εγχώ­ριων αστι­κών δυνάμεων.

Εν γένει απο­τε­λεί ζήτη­μα  που απαι­τεί ψύχραι­μη και σοβα­ρή  εξέ­τα­ση από τις δυνά­μεις της Αρι­στε­ράς  το κατά πόσο στις συν­θή­κες της Ευρώ­πης, και όχι μόνο, ριζι­κές κοι­νω­νι­κές αλλα­γές, οι οποί­ες δύνα­νται αρχι­κά να επι­χει­ρη­θούν σε μεμο­νω­μέ­νες χώρες,   μπο­ρούν να επι­βιώ­σουν και να βαθύ­νουν σε αυτές χωρίς να απαι­τη­θούν συγ­χρο­νι­σμέ­νες ή αλυ­σι­δω­τές  ανα­τρο­πές σε ομάδα/ομάδες χωρών.

Η ανα­γκαιό­τη­τα εξέ­τα­σης του εφι­κτού της ρήξης με την ΕΕ/ΟΝΕ στην κλί­μα­κα ομά­δας χωρών, ολό­κλη­ρης περιο­χής της ηπεί­ρου, συνά­πτε­ται επί­σης με το εξαι­ρε­τι­κά σημα­ντι­κό γεγο­νός ότι στις σύγ­χρο­νες συν­θή­κες δυνα­μι­κής διε­θνο­ποί­η­σης της επι­στη­μο­νι­κής – τεχνο­λο­γι­κής και παρα­γω­γι­κής δρα­στη­ριό­τη­τας και αντί­στοι­χα του εξαι­ρε­τι­κά διε­θνο­ποι­η­μέ­νου κατα­με­ρι­σμού εργα­σί­ας καμία οικο­νο­μία (πόσο μάλ­λον μια μικρή οικο­νο­μία όπως αυτή της Ελλά­δας)  δεν μπο­ρεί να υπάρ­ξει και να προ­ο­δεύ­σει σε καθε­στώς απο­μό­νω­σης και αυτάρκειας.

Η αυτάρ­κεια, περί της οποί­ας συχνά γίνε­ται λόγος (ανα­φέ­ρε­ται, φερ’ ειπείν, η αυτάρ­κεια της χώρας όσον αφο­ρά την παρα­γω­γή ορι­σμέ­νων βασι­κών δια­τρο­φι­κών προ­ϊ­ό­ντων φυτι­κής και ζωι­κής προ­έ­λευ­σης, ενώ απο­σιω­πά­ται το γεγο­νός ότι τα προ­ϊ­ό­ντα αυτά παρά­γο­νται με  λιπά­σμα­τα, φυτο­φάρ­μα­κα, θερ­μο­κή­πια, υδρο­πο­νι­κό εξο­πλι­σμό,  ζωο­τρο­φές, τρα­κτέρ και άλλα αγρο­τι­κά μηχα­νή­μα­τα, τα οποία εισά­γο­νται κυρί­ως από τις χώρες της ΕΕ και τις ΗΠΑ και ότι χωρίς αυτά τα μέσα η αγρο­τι­κή οικο­νο­μία της Ελλά­δας και η «αυτάρ­κειά» της  θα ήταν σε πολύ δια­φο­ρε­τι­κή κατά­στα­ση) μπο­ρεί να απο­τε­λέ­σει κρί­σι­μο ζητού­με­νο, ανα­γκαία επι­δί­ω­ξη  (επι­δί­ω­ξη στοι­χειώ­δους  αυτάρ­κειας έκτα­της ανά­γκης) στην περί­πτω­ση που η χώρα βρε­θεί οικο­νο­μι­κά απο­μο­νω­μέ­νη, υπό την απει­λή των χωρών του ευρω­α­τλα­ντι­κού ιμπε­ρια­λι­στι­κού πόλου και  των δορυ­φό­ρων του.

Όμως καμία χώρα δεν μπο­ρεί να εξε­λι­χθεί στις σημε­ρι­νές συν­θή­κες χωρίς να εντα­χθεί σε ένα διε­θνι­κό σύστη­μα κατα­με­ρι­σμού της επι­στη­μο­νι­κο-τεχνι­κής και παρα­γω­γι­κής δρα­στη­ριό­τη­τας. Συνα­κό­λου­θα, το στρα­τη­γι­κό πρό­ταγ­μα της Αρι­στε­ράς – το μέλ­λον της σοσια­λι­στι­κής χει­ρα­φέ­τη­σης και προ­ό­δου (όπως του­λά­χι­στον μπο­ρού­με να το δια­κρί­νου­με βάσει του σημε­ρι­νού επι­πέ­δου ανά­πτυ­ξης των παρα­γω­γι­κών δυνά­με­ων) δεν μπο­ρεί σε καμία περί­πτω­ση να ταυ­τι­στεί με το μοντέ­λο κλει­στών εθνι­κών οικο­νο­μιών που παρά­γουν στο εσω­τε­ρι­κό τους όλα τα βασι­κά προ­ϊ­ό­ντα ή συν­δέ­ο­νται με άλλες εθνι­κές οικο­νο­μί­ες   δια­μέ­σου της ανταλ­λα­γής έτοι­μων εμπορευμάτων.

Η σοσια­λι­στι­κή υπέρ­βα­ση της ανά­πτυ­ξης και ολο­κλή­ρω­σης των παρα­γω­γι­κών δυνά­με­ων και δια­δι­κα­σιών που έχει επι­τύ­χει ο καπι­τα­λι­σμός εντός της ΕΕ (ολο­κλή­ρω­ση που φέρει  ανα­πό­δρα­στα και τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά της ιμπε­ρια­λι­στι­κής εκμε­τάλ­λευ­σης των ασθε­νέ­στε­ρων οικο­νο­μιών από τις ισχυ­ρό­τε­ρες) δε θα είναι σαφώς η οικο­δό­μη­ση κάποιων αμι­γώς  εθνι­κο-κρα­τι­κών  σοσια­λι­στι­κών οικο­νο­μιών, αλλά η ανά­πτυ­ξη (επι­προ­σθέ­τως προς τις εθνι­κές κοι­νω­νι­κές επι­χει­ρή­σεις) διε­θνι­κών (εντός ομά­δας χωρών, περιο­χών της ηπεί­ρου ή και στην κλί­μα­κα όλης της ηπεί­ρου) σοσια­λι­στι­κών επι­χει­ρή­σε­ων, παρα­γω­γι­κών συγκρο­τη­μά­των,  δικτύ­ων και υπο­δο­μών που θα λει­τουρ­γούν υπό την αιγί­δα διε­θνι­κών θεσμών σχε­διο­ποι­η­μέ­νης  διεύ­θυν­σής τους.

Πρό­κει­ται για την προ­ο­πτι­κή κοι­νω­νι­κο­ποί­η­σης της παρα­γω­γής σε διε­θνές επί­πε­δο ως κατ’ ουσί­αν  μονα­δι­κού δρό­μου δια­τή­ρη­σης και ανά­πτυ­ξης των σύγ­χρο­νων παρα­γω­γι­κών δυνά­με­ων, αλλά και  πραγ­μα­τι­κής υπέρ­βα­σης του καπι­τα­λι­σμού σε εθνι­κό επί­πε­δο.   Φρο­νώ ότι ριζο­σπα­στι­κά κοι­νω­νι­κά εγχει­ρή­μα­τα τα οποία θα ξεκι­νή­σουν σε μεμο­νω­μέ­νες χώρες, κι αν ακό­μα υλο­ποι­ή­σουν σημα­ντι­κές κοι­νω­νι­κές αλλα­γές σε εθνι­κό επί­πε­δο (πράγ­μα που σε κάθε περί­πτω­ση θα έχει τερά­στια σημα­σία), δε θα μπο­ρέ­σουν να έχουν προ­ο­πτι­κή και εν τέλει να κατα­στούν βιώ­σι­μα, αν δεν ενσω­μα­τω­θούν σε μεγα­λύ­τε­ρης – διε­θνι­κής κλί­μα­κας εγχει­ρή­μα­τα κοι­νω­νι­κής αλλα­γής και οικο­δό­μη­σης εναλ­λα­κτι­κής οικονομίας.

Για την ανα­συ­γκρό­τη­ση της επα­να­στα­τι­κής Αριστεράς

Μια τέτοια αντί­λη­ψη της κοι­νω­νι­κής χει­ρα­φέ­τη­σης απαι­τεί ριζι­κό επα­να­προσ­διο­ρι­σμό της κλί­μα­κας των θεω­ρη­τι­κών επε­ξερ­γα­σιών και της στρα­τη­γι­κής των επα­να­στα­τι­κών αρι­στε­ρών δυνά­με­ων και σπεύ­δω εδώ να διευ­κρι­νί­σω ότι   ως επα­να­στα­τι­κές αρι­στε­ρές δυνά­μεις εννοώ αυτές που θέτουν το  στό­χο της ανα­τρο­πής της κεφα­λαιο­κρα­τί­ας και της οικο­δό­μη­σης μιας σοσια­λι­στι­κής – κομ­μου­νι­στι­κής κοι­νω­νί­ας (με δεδο­μέ­νες τις ποι­κί­λες –δια­φο­ρε­τι­κές  αντι­λή­ψεις για το χαρα­κτή­ρα αυτής της κοινωνίας).

Κρί­νω ανα­γκαίο να τονί­σω ότι μια εφι­κτή σοσια­λι­στι­κή – κομ­μου­νι­στι­κή κοι­νω­νία του μέλ­λο­ντος θα πρέ­πει να γίνει αντι­λη­πτή όχι ως εθνι­κή προ­ο­πτι­κή (αν και αφε­τη­ρια­κά δεν μπο­ρεί να μην έχει εθνι­κή διά­στα­ση και να μην επη­ρε­α­στεί σημα­ντι­κά από εθνι­κές ιδιαι­τε­ρό­τη­τες), αλλά ως προ­ο­πτι­κή της παγκό­σμιας ανθρω­πό­τη­τας, θεμε­λιω­μέ­νη σε τάσεις και δυνα­τό­τη­τες του παγκό­σμιου πολι­τι­σμού (οι οποί­ες πολύ συχνά είναι αδύ­να­το να γίνουν αντι­λη­πτές υπό το πρί­σμα μιας εθνο­κε­ντρι­κής  ανά­λυ­σης των κοι­νω­νι­κών φαινομένων).

Και αυτές οι τάσεις και δυνα­τό­τη­τες, όσον αφο­ρά την επι­στη­μο­νι­κή και τεχνο­λο­γι­κή πρό­ο­δο, την ανά­πτυ­ξη κατε­ξο­χήν κοι­νω­νι­κού χαρα­κτή­ρα παρα­γω­γι­κών δυνά­με­ων, συμπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου του εξό­χως κοι­νω­νι­κού χαρα­κτή­ρα   των  μέσων σχε­δί­α­σης και διεύ­θυν­σής τους,  τους τρό­πους αλλη­λε­πί­δρα­σης μετα­ξύ ανθρώ­πων και φύσης και ικα­νο­ποί­η­σης των ανθρώ­πι­νων ανα­γκών, είναι σήμε­ρα συγκλο­νι­στι­κές και επι­τρέ­πουν μιαν ασύ­γκρι­τα πιο συγκρο­τη­μέ­νη και ισχυ­ρή, εν σχέ­σει με το παρελ­θόν,  θεμε­λί­ω­ση της σοσια­λι­στι­κής –κομ­μου­νι­στι­κής στρατηγικής.

Με άλλα λόγια, η   συζή­τη­ση σήμε­ρα για τον κομ­μου­νι­σμό (πέραν κάποιων παρα­τη­ρού­με­νων ενί­ο­τε ασκή­σε­ων ακα­δη­μαϊ­κού σχο­λα­στι­κι­σμού και φλυα­ρί­ας) μπο­ρεί να έχει νόη­μα για την Αρι­στε­ρά και τον κόσμο της εργα­σί­ας, όταν συνά­πτε­ται με την εξέ­τα­ση των νέων δυνα­το­τή­των που εμφα­νί­ζο­νται εντός του συστή­μα­τος της υλι­κής παρα­γω­γής για τη μετα­τρο­πή  των εργα­ζο­μέ­νων από υπη­ρέ­τες επι­μέ­ρους μέσων παρα­γω­γής και έρμαια των δικών τους απο­ξε­νω­μέ­νων και ανε­ξέ­λεγ­κτων κοι­νω­νι­κών δυνά­με­ων  σε συλ­λο­γι­κούς  δια­χει­ρι­στές παρα­γω­γι­κών δια­δι­κα­σιών, σε αυθε­ντι­κά υπο­κεί­με­να της κοι­νω­νι­κής εξέ­λι­ξης. Ανα­φέ­ρο­μαι σε δυνα­τό­τη­τες που προ­κύ­πτουν από τη δυνα­μι­κή τάση  αυτο­μα­το­ποί­η­σης των μέσων παρα­γω­γής, την τάση  παρεμ­βο­λής  μετα­ξύ των εργα­ζό­με­νων και του φυσι­κού περι­βάλ­λο­ντος αυτο­μα­το­ποι­η­μέ­νων – αυτο­ρυθ­μι­ζό­με­νων, σε ορι­σμέ­νο βαθ­μό,  παρα­γω­γι­κών  δια­δι­κα­σιών, οι οποί­ες μπο­ρούν να ελέγ­χο­νται συνει­δη­τά και συλ­λο­γι­κά από την κοι­νω­νία. Η τάση αυτή περι­λαμ­βά­νει την εμφά­νι­ση εξαι­ρε­τι­κά ευέ­λι­κτων ρομπο­τι­κών συστη­μά­των και την αυτο­μα­το­ποί­η­ση της παρα­γω­γής στην κλί­μα­κα ολό­κλη­ρων εργο­στα­σί­ων,  τη δημιουρ­γία νέων πολυ­λει­τουρ­γι­κών υλι­κών με προ­σχε­δια­σμέ­νες ιδιό­τη­τες, την χρή­ση νέων πηγών ενέρ­γειας (εκ των οποί­ων εξαι­ρε­τι­κές φαί­νε­ται να είναι οι προ­ο­πτι­κές της ηλια­κής), την εμφά­νι­ση νέου τύπου γεωρ­γί­ας με υψη­λό επί­πε­δο ελέγ­χου των φυσι­κο-παρα­γω­γι­κών δια­δι­κα­σιών ανά­πτυ­ξης των οργα­νι­σμών (υδρο­πο­νία, αερο­πο­νία), την εξά­πλω­ση τεχνο­λο­γιών επι­κοι­νω­νί­ας και τεχνη­τής νοη­μο­σύ­νης που επι­τρέ­πουν την επε­ξερ­γα­σία τερά­στιου όγκου δεδο­μέ­νων, την εξαι­ρε­τι­κά ακρι­βή (με ισχυ­ρές προ­γνω­στι­κές δυνα­τό­τη­τες) μοντε­λο­ποί­η­ση και σχε­δί­α­ση παρα­γω­γι­κών δρα­στη­ριο­τή­των και την άμε­ση επι­κοι­νω­νία – συνερ­γα­σία μετα­ξύ απο­μα­κρυ­σμέ­νων παρα­γω­γών αλλά και  μετα­ξύ παρα­γω­γών και τελι­κών καταναλωτών.

Επι­ση­μαί­νω τη σημα­σία των παρα­πά­νω φαι­νο­μέ­νων  όχι για­τί θεω­ρώ ότι η τεχνο­λο­γι­κή πρό­ο­δος εντός της κεφα­λαιο­κρα­τί­ας θα οδη­γή­σει αυτο­μά­τως σε κάποια άλλη κοι­νω­νία, αλλά για­τί χωρίς τη δια­κρί­βω­ση σε συνάρ­τη­ση με αυτά υπαρ­κτών δυνα­το­τή­των υπέρ­βα­σης της εργα­σί­ας ως κατα­πιε­στι­κής υπο­χρέ­ω­σης, ως μόχθου και άχθους, αλλά και ικα­νο­ποί­η­σης κατά βέλ­τι­στο ποσο­τι­κά και ποιο­τι­κά τρό­πο  των βιο­τι­κών ανα­γκών όλων των ανθρώ­πων είναι αδύ­να­το να θεμε­λιω­θεί το εφι­κτό μιας κομ­μου­νι­στι­κής κοι­νω­νί­ας  καθο­λι­κά συντρο­φι­κών σχέσεων.

Δυστυ­χώς το επί­πε­δο των σύγ­χρο­νων θεω­ρη­τι­κών επε­ξερ­γα­σιών των δια­φό­ρων δυνά­με­ων της Αρι­στε­ράς, της στρα­τη­γι­κής τους και της ιδε­ο­λο­γι­κής επιρ­ρο­ής που ασκούν στις σύγ­χρο­νες κοι­νω­νί­ες είναι θλι­βε­ρά χαμηλό.

Οι αρι­στε­ρές δυνά­μεις παγκο­σμί­ως και βεβαί­ως και στην Ελλά­δα αδυ­να­τούν να διεκ­δι­κή­σουν την ιδε­ο­λο­γι­κή ηγε­μο­νία διό­τι, πλην λίγων εξαι­ρέ­σε­ων, αντι­λαμ­βά­νο­νται επι­δερ­μι­κά τις αλλα­γές που συντε­λού­νται στη σύγ­χρο­νη κεφα­λαιο­κρα­τία και, πολύ περισ­σό­τε­ρο, κατα­νο­ούν ελά­χι­στα το πώς αυτές οι αλλα­γές μπο­ρούν να κατα­στή­σουν εφι­κτή μια σοσια­λι­στι­κή – κομ­μου­νι­στι­κή κοι­νω­νία του μέλλοντος.

Ο θεω­ρη­τι­κός και ιδε­ο­λο­γι­κός λόγος της  Αρι­στε­ράς είναι πολύ συχνά ιδιαί­τε­ρα φτω­χός, αβά­στα­χτα αγκυ­λω­μέ­νος  σε αφη­ρη­μέ­νες συν­θη­μα­το­λο­γί­ες, ιδε­ο­λη­πτι­κούς βερ­μπα­λι­σμούς και ανού­σιες θεω­ρη­τι­κο­λο­γί­ες, που  δε σημαί­νουν τίπο­τε περισ­σό­τε­ρο από την οριο­θέ­τη­ση των ιδιαί­τε­ρων ιδε­ο­λο­γι­κών ταυ­το­τή­των  των ποι­κί­λων πολι­τι­κών ρευ­μά­των και οργα­νώ­σε­ών της.

Η αδια­φο­ρία για τα ζητή­μα­τα της σοσια­λι­στι­κής θεω­ρί­ας  η ανά­λω­ση σε ένα ατέρ­μο­νο τακτι­κι­σμό, περιο­ρι­σμέ­νο σε σπα­σμω­δι­κές αντι­δρά­σεις στις πρω­το­βου­λί­ες και ενέρ­γειες του ταξι­κού αντι­πά­λου είναι δηλω­τι­κή του  άρρη­του συμ­βι­βα­σμού της Αρι­στε­ράς με την κυριαρ­χία της κεφα­λαιο­κρα­τι­κής κοινωνίας.

Βεβαί­ως υπάρ­χουν και κάποιες δυνά­μεις της Αρι­στε­ράς που ανα­φέ­ρο­νται σε ζητή­μα­τα στρα­τη­γι­κής,  που κατα­πιά­νο­νται με τη μελέ­τη των σοσια­λι­στι­κών εμπει­ριών του παρελ­θό­ντος και προ­σπα­θούν βάσει αυτών να δια­τυ­πώ­σουν ιδέ­ες για τη σοσια­λι­στι­κή κοι­νω­νι­κή αλλα­γή του μέλ­λο­ντος. Οι προ­σπά­θειές τους όμως σε αυτή την κατεύ­θυν­ση είναι περιο­ρι­σμέ­νες, απο­σπα­σμα­τι­κές και χωρίς σημα­ντι­κά απο­τε­λέ­σμα­τα, ενώ ενί­ο­τε δεν υπερ­βαί­νουν τη  μετα­φο­ρά, εν είδει συντα­γών,  σε σύγ­χρο­να προ­γραμ­μα­τι­κά κεί­με­να απλου­στευ­τι­κά ερμη­νευ­μέ­νων και εξι­δα­νι­κευ­μέ­νων σοσια­λι­στι­κών πρα­κτι­κών του παρελθόντος.

Ανα­φο­ρι­κά με την εμπει­ρία των πρώ­των σοσια­λι­στι­κών κοι­νω­νιών φρο­νώ ότι απαι­τεί­ται ακό­μη σημα­ντι­κή θεω­ρη­τι­κή έρευ­να, προ­κεί­με­νου να γίνουν κατα­νοη­τοί οι βασι­κοί παρά­γο­ντες — οι νομο­τε­λείς αντι­φά­σεις που προ­σέ­δω­σαν σε αυτές τα ιδιό­τυ­πα χαρα­κτη­ρι­στι­κά τους και καθό­ρι­σαν την ιστο­ρι­κή τους πορεία. Το ζήτη­μα αυτό έχει τερά­στια σημα­σία για την ανά­πτυ­ξη της σοσια­λι­στι­κής θεω­ρί­ας  και στρα­τη­γι­κής και η ενα­σχό­λη­ση μαζί του περι­λαμ­βά­νει  όχι μόνο την εξέ­τα­ση των εν λόγω κοι­νω­νιών υπό το πρί­σμα της κλα­σι­κής θεω­ρί­ας του μαρ­ξι­σμού, αλλά και την εξέ­τα­ση του μαρ­ξι­σμού (και τη δια­κρί­βω­ση της εμβέ­λειάς του, όσον αφο­ρά την κατα­νό­η­ση της κομ­μου­νι­στι­κής προ­ο­πτι­κής) υπό το πρί­σμα της ιστο­ρι­κής εμπει­ρί­ας των πρώ­των σοσια­λι­στι­κών κοι­νω­νιών. Όπως έδει­ξε με το έργο του ο σοβιε­τι­κός στο­χα­στής Β.Α.Βαζιούλιν, οι πρώ­τες σοσια­λι­στι­κές κοι­νω­νί­ες (τις οποί­ες ο ίδιος απο­κα­λεί κοι­νω­νί­ες του πρώ­ι­μου σοσια­λι­σμού) καθι­στούν εφι­κτή και ανα­γκαία την επα­νε­ξέ­τα­ση και δια­λε­κτι­κή άρση του θεω­ρη­τι­κού κεκτη­μέ­νου  του μαρ­ξι­σμού,  σε συνάρ­τη­ση με τη θεμε­λιώ­δη ανά­πτυ­ξη της θεω­ρί­ας για τους νόμους της κοι­νω­νι­κής εξέ­λι­ξης και την κομ­μου­νι­στι­κή προοπτική.

Η  συστη­μα­τι­κή επε­ξερ­γα­σία και ριζι­κή ανα­συ­γκρό­τη­ση της σοσια­λι­στι­κής θεω­ρί­ας είναι εκ των ων ουκ άνευ προ­ϋ­πό­θε­ση της διεκ­δί­κη­σης από την Αρι­στε­ρά πρω­τα­γω­νι­στι­κού ρόλου στις κοι­νω­νι­κές εξε­λί­ξεις.  Οι σύγ­χρο­νοι ταξι­κοί αγώ­νες στην Ελλά­δα και διε­θνώς δεν μπο­ρούν να είναι επι­θε­τι­κοί και νικη­φό­ροι, αν δεν έχουν σαφή τελι­κό σκο­πό, θεμε­λιω­μέ­νο στη θεω­ρη­τι­κή συνει­δη­το­ποί­η­ση του εφι­κτού οργά­νω­σης και εξέ­λι­ξης της εργα­σί­ας χωρίς την κηδε­μο­νία του κεφα­λαί­ου, της δυνα­τό­τη­τας δηλα­δή ανά­κτη­σης από τους εργα­ζό­με­νους όλων εκεί­νων των λει­τουρ­γιών που το κεφά­λαιο, ως απο­ξε­νω­μέ­νη και ανε­ξέ­λεγ­κτη κοι­νω­νι­κή δύνα­μη, επι­τε­λεί στο σύστη­μα της παραγωγής.

Σαφώς η σύζευ­ξη των άμε­σων ζητη­μά­των της ταξι­κής πάλης με την θεω­ρη­τι­κή τεκ­μη­ρί­ω­ση του εφι­κτού  χει­ρα­φέ­τη­σης της εργα­σί­ας δεν είναι καθό­λου απλή και εύκο­λη υπό­θε­ση. Είναι όμως απα­ραί­τη­τη για την επί­τευ­ξη ιδε­ο­λο­γι­κής ηγε­μο­νί­ας των δυνά­με­ων της Αρι­στε­ράς, χωρίς την οποία δεν μπο­ρεί να συγκρο­τη­θεί μέτω­πο κοι­νω­νι­κών – ταξι­κών  δυνά­με­ων ικα­νών να ανα­τρέ­ψουν την κεφαλαιοκρατία.

Η συζή­τη­ση για τη δημιουρ­γία ενός τέτοιου μετώ­που οφεί­λει να λαμ­βά­νει υπό­ψη και την ανα­γκαιό­τη­τα συγκρό­τη­σης, ιδιαί­τε­ρα στις ανε­πτυγ­μέ­νες κεφα­λαιο­κρα­τι­κές κοι­νω­νί­ες του 21ου αιώ­να, μιας κρί­σι­μης συμ­μα­χί­ας μετα­ξύ των παρα­δο­σια­κών στρω­μά­των της εργα­τι­κής τάξης που σχε­τί­ζο­νται κυρί­ως με τη φυσι­κή – χει­ρω­να­κτι­κή εργα­σία (βιο­μη­χα­νι­κή και μη) και των μαζι­κών πλέ­ον  και ραγδαία προ­λε­τα­ριο­ποιού­με­νων στρω­μά­των  της δια­νοη­τι­κής εργα­σί­ας (επι­στη­μο­νι­κο­τε­χνι­κή δια­νό­η­ση της παρα­γω­γής, μισθω­τή δια­νό­η­ση στον τομέα των υπη­ρε­σιών, εκπαι­δευ­τι­κοί κλπ). Αν στους ταξι­κούς αγώ­νες και στα σοσια­λι­στι­κά εγχει­ρή­μα­τα του 20ου  αιώ­να απο­φα­σι­στι­κής σημα­σί­ας ήταν η συμ­μα­χία των βιο­μη­χα­νι­κών εργα­τών με τα φτω­χά στρώ­μα­τα των αγρο­τών, τώρα στις ανα­πτυγ­μέ­νες κεφα­λαιο­κρα­τι­κές κοι­νω­νί­ες κρί­σι­μη καθί­στα­ται η πολι­τι­κή ενό­τη­τα των φορέ­ων της φυσι­κής (βιο­μη­χα­νι­κής και μη)  και της δια­νοη­τι­κής μισθω­τής εργα­σί­ας. Η αύξη­ση του αριθ­μού των τελευ­ταί­ων, ο εν πολ­λοίς διε­θνο­ποι­η­μέ­νος χαρα­κτή­ρας της εργα­σί­ας τους, οι μεγα­λύ­τε­ρες ικα­νό­τη­τές τους για γνώ­ση – κατα­νό­η­ση του κόσμου, σχε­δί­α­ση δρα­στη­ριο­τή­των, αυτο-οργά­νω­ση και αυτό­βου­λη δρά­ση σε συν­δυα­σμό με τη ριζο­σπα­στι­κο­ποί­η­σή τους λόγω της ισχυ­ρής υπο­βάθ­μι­σης της παρα­δο­σια­κά καλύ­τε­ρης κοι­νω­νι­κής θέσης τους, δια­μορ­φώ­νουν πιο ευνοϊ­κές συν­θή­κες για την απο­φα­σι­στι­κή ενί­σχυ­ση του στρα­το­πέ­δου της εργα­σί­ας στον μεγά­λο ταξι­κό αγώ­να ενά­ντια στην εξου­σία του κεφαλαίου.

Ειρή­σθω εν παρό­δω  ότι, δυστυ­χώς, το ζήτη­μα της ταξι­κής – πολι­τι­κής ενό­τη­τας των στρω­μά­των της φυσι­κής μισθω­τής εργα­σί­ας με τα στρώ­μα­τα της μισθω­τής δια­νοη­τι­κής εργα­σί­ας (στρώ­μα­τα που αμφό­τε­ρα συγκρο­τούν σήμε­ρα το συλ­λο­γι­κό εργα­ζό­με­νο, δεδο­μέ­νου ότι μόνο στην ενό­τη­τα των εργα­σια­κών τους δρα­στη­ριο­τή­των είναι σήμε­ρα εφι­κτή η λει­τουρ­γία του συστή­μα­τος της υλι­κής παρα­γω­γής σε παγκό­σμια κλί­μα­κα), καθώς και το θεω­ρη­τι­κό – ιδε­ο­λο­γι­κό πλαί­σιο που απαι­τεί­ται για την επί­τευ­ξή της έχει ελά­χι­στα έως καθό­λου απα­σχο­λή­σει τις οργα­νω­μέ­νες δυνά­μεις της σύγ­χρο­νης Αριστεράς.

Αντί­στοι­χα προς την ανα­πό­δρα­στα διε­θνή  διά­στα­ση που θα πρέ­πει να έχει μια εφι­κτή κοι­νω­νι­κή επα­νά­στα­ση στις σύγ­χρο­νες συν­θή­κες και την ανα­γκαία παγκό­σμια διά­στα­ση – οπτι­κή  της επα­να­στα­τι­κής στρα­τη­γι­κής,  καθί­στα­ται ανα­γκαία η συγκρό­τη­ση πολι­τι­κών δυνά­με­ων της Αρι­στε­ράς σε διε­θνι­κό – διε­θνές επί­πε­δο, ως δυνά­με­ων που θα εκκι­νούν από μια κοι­νή συγκε­κρι­μέ­νη αντί­λη­ψη για την κατεύ­θυν­ση, τους στό­χους και το περιε­χό­με­νο της κοι­νω­νι­κής επα­νά­στα­σης σε μιαν ολό­κλη­ρη περιο­χή (σε ολό­κλη­ρες περιο­χές) του πλανήτη.

Μόνο τέτοιες δυνά­μεις θα μπο­ρέ­σουν να αμφι­σβη­τή­σουν την εξου­σία του κεφα­λαί­ου σε εθνι­κό και συνά­μα διε­θνές επί­πε­δο, να απο­τε­λέ­σουν  πολι­τι­κά υπο­κεί­με­να ιστο­ρι­κών γεγο­νό­των και ανατροπών.

Η παρα­πά­νω ανα­γκαιό­τη­τα συχνά  όχι μόνο δε γίνε­ται κατα­νοη­τή (ή γίνε­ται μερι­κώς κατα­νοη­τή) από τις δυνά­μεις της Αρι­στε­ράς, αλλά υπάρ­χουν και πολι­τι­κά μορ­φώ­μα­τα που κινού­νται στην αντί­θε­τη κατεύ­θυν­ση. Επι­διώ­κουν, δηλα­δή, τη συγκρό­τη­ση εθνι­κο-πατριω­τι­κών συσπει­ρώ­σε­ων ερμη­νεύ­ο­ντας το σύγ­χρο­νο κοι­νω­νι­κό ζήτη­μα υπό το πρί­σμα κατε­ξο­χήν πατριω­τι­κών αντι­λή­ψε­ων, δηλα­δή ως ζήτη­μα κατα­πί­ε­σης και  εκμε­τάλ­λευ­σης των εθνών  από τις νεο­φι­λε­λεύ­θε­ρες ελίτ, τους διε­θνείς τρα­πε­ζί­τες και χρη­μα­τι­στές – κερ­δο­σκό­πους.   Αυτές οι (αρι­στε­ρές;) δυνά­μεις υπο­βαθ­μί­ζουν συστη­μα­τι­κά τον ταξι­κό χαρα­κτή­ρα των κοι­νω­νι­κών σχέ­σε­ων και των κοι­νω­νι­κών προ­βλη­μά­των και συνα­κό­λου­θα τον ταξι­κό χαρα­κτή­ρα της επί­λυ­σής τους, προ­τάσ­σο­ντας το εθνι­κό συμ­φέ­ρον, την εθνι­κή κυριαρ­χία και  τους εθνι­κο-πατριω­τι­κούς  αγώ­νες. Η  «αρι­στε­ρή» διά­στα­ση αυτής της  στά­σης δεν υπερ­βαί­νει προ­τάσ­σεις υλο­ποί­η­σης πολι­τι­κών σοσιαλ­δη­μο­κρα­τι­κής προ­στα­σί­ας της εργα­σί­ας εντός μιας κρα­τι­κά ρυθ­μι­ζό­με­νης κεφα­λαιο­κρα­τι­κής οικονομίας.

Εν προ­κει­μέ­νω πρό­κει­ται για μια «Αρι­στε­ρά» τύπου  πατριω­τι­κής σοσιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας, η οποία με τον εθνι­κο-πατριω­τι­κό της λόγο  (λόγο που προ­τάσ­σει τη μικρο­α­στι­κή ουτο­πία της επι­στρο­φής σε έναν προ της περι­βό­η­της  «νέας τάξης πραγ­μά­των»  εθνι­κο-κρα­τι­κά ρυθ­μι­ζό­με­νο καπι­τα­λι­σμό) όχι μόνο δεν αντι­με­τω­πί­ζει  (όπως ενί­ο­τε δίνε­ται η εντύ­πω­ση)  την ευρέ­ως παρα­τη­ρού­με­νη άνο­δο του εθνι­κι­σμού, αλλά αντι­θέ­τως μπο­ρεί να τη διευ­κο­λύ­νει. Όταν η Αρι­στε­ρά προ­τάσ­σει το «εθνι­κό συμ­φέ­ρον» και αγω­νί­ζε­ται για αυτό, τότε στα μάτια του λαού δικαιώ­νει τον κατε­ξο­χήν εκφρα­στή της ιδε­ο­λο­γί­ας του «εθνι­κού συμ­φέ­ρο­ντος», την ακροδεξιά.

Μια τέτοια στά­ση, όντας παντε­λώς αδιέ­ξο­δη (η κλί­μα­κα των παρα­γω­γι­κών δια­δι­κα­σιών στη σύγ­χρο­νη κεφα­λαιο­κρα­τία έχει κατά πολύ υπερ­βεί τα όρια των εθνι­κών κρα­τών), εγκλω­βί­ζει εκφυ­λι­στι­κά την Αρι­στε­ρά σε αντι­δρα­στι­κές ουτο­πί­ες, δρο­μο­λο­γεί την παρα­μόρ­φω­ση και  παρακ­μή της, ακρι­βώς ως Αρι­στε­ράς, δηλα­δή ως δύνα­μης που αγω­νί­ζε­ται για τη χει­ρα­φέ­τη­ση της εργα­σί­ας και της κοινωνίας.

Η Αρι­στε­ρά, ως τέτοια ακρι­βώς δύνα­μη, ως κομ­μου­νι­στι­κή Αρι­στε­ρά, δεν μπο­ρεί παρά να είναι διε­θνι­στι­κή, υπαρ­ξια­κά διε­θνι­στι­κή. Διε­θνι­σμός για την Αρι­στε­ρά σημαί­νει αφο­σί­ω­ση στον τελι­κό σκο­πό της χει­ρα­φέ­τη­σης της εργα­σί­ας – σκο­πό ταξι­κό και συνά­μα παναν­θρώ­πι­νο, ο οποί­ος μπο­ρεί πλή­ρως να υλο­ποι­η­θεί μόνο στην κλί­μα­κα της παγκό­σμιας ανθρω­πό­τη­τας. Ο διε­θνι­σμός της Αρι­στε­ράς ταυ­τί­ζε­ται με τον παναν­θρώ­πι­νο χαρα­κτή­ρα  των χει­ρα­φε­τι­κών στρα­τη­γι­κών συμ­φε­ρό­ντων της εργα­τι­κής τάξης, από τον οποίο (χαρα­κτή­ρα) πηγά­ζει το πρό­ταγ­μα της αγω­νι­στι­κής αλλη­λεγ­γύ­ης μετα­ξύ των εργα­ζο­μέ­νων όλου του κόσμου, ως ανα­γκαί­ου όρου νίκης στον αγώ­να για την κομ­μου­νι­στι­κή ενο­ποί­η­ση της ανθρωπότητας.

Ως εκ τού­του, διε­θνι­σμός για την Αρι­στε­ρά σημαί­νει ακλό­νη­τη αφο­σί­ω­ση στη διε­ξα­γω­γή ανε­ξάρ­τη­της ταξι­κής πολι­τι­κής, υπε­ρά­σπι­ση εντός των συγκε­κρι­μέ­νων εθνι­κο-κρα­τι­κών συν­θη­κών όχι των συμ­φε­ρό­ντων της πατρί­δας και του έθνους, τα οποία είναι εξ ορι­σμού απα­τη­λά, αντι­στοι­χούν στα κυρί­αρ­χα συμ­φέ­ρο­ντα του μεγά­λου  κεφα­λαί­ου, καθώς και σε συμ­φέ­ρο­ντα,  αυτα­πά­τες και φιλο­δο­ξί­ες των  στρω­μά­των της μικρο­με­σαί­ας ιδιω­τι­κής ιδιο­κτη­σί­ας και της εθνι­κο-κρα­τι­κής γρα­φειο­κρα­τί­ας, αλλά των στρα­τη­γι­κών συμ­φε­ρό­ντων του κόσμου της μισθω­τής εργα­σί­ας, ως συμ­φε­ρό­ντων από τη φύση τους κοι­νών για όλους τους εργα­ζο­μέ­νους του πλα­νή­τη. Η Αρι­στε­ρά απέ­να­ντι στην πλα­σμα­τι­κή ενό­τη­τα των ανθρώ­πων εντός της πατρί­δας και του έθνους (σε  κοι­νω­νί­ες γενι­κευ­μέ­νης αλλο­τρί­ω­σης και αντα­γω­νι­σμού, όπως είναι οι κεφα­λαιο­κρα­τι­κές, η πατριω­τι­κή ενό­τη­τα δεν μπο­ρεί παρά να είναι πλα­σμα­τι­κή) προ­τάσ­σει την επα­να­στα­τι­κή προ­ο­πτι­κή της αυθε­ντι­κής σοσια­λι­στι­κής ενο­ποί­η­σής τους.

Βεβαί­ως η Αρι­στε­ρά, δρα­στη­ριο­ποιού­με­νη ανα­πό­φευ­κτα εντός δια­φο­ρε­τι­κών εθνι­κών κρα­τών, δεν μπο­ρεί να αδια­φο­ρεί για τις ιστο­ρι­κές εμπει­ρί­ες και  τις   πολι­τι­σμι­κές παρα­δό­σεις του κάθε ξεχω­ρι­στού λαού. Πρέ­πει όμως να αντι­με­τω­πί­ζει, να αξιο­λο­γεί και να υπε­ρα­σπί­ζε­ται αυτές τις εμπει­ρί­ες και παρα­δό­σεις  υπό το πρί­σμα των δικών της χει­ρα­φε­τι­κών ιδα­νι­κών. Έτσι, όταν  τίθε­ται το ζήτη­μα της εθνι­κής ιστο­ρί­ας και του εθνι­κού πολι­τι­σμού, η Αρι­στε­ρά δεν μπο­ρεί  παρά να υπε­ρα­σπί­ζε­ται εκεί­να τα στοι­χεία τους που σημα­το­δο­τούν την έκφρα­ση στην ιστο­ρι­κή πορεία ενός λαού, στους αγώ­νες και στα επι­τεύγ­μα­τά του, ανα­γκών, ιδε­ών, στά­σε­ων με παναν­θρώ­πι­νη αξία, οι οποί­ες απο­τε­λούν συμ­βο­λή στον παγκό­σμιο πολι­τι­σμό της ανθρω­πό­τη­τας, στην παγκό­σμια προ­σπά­θεια των εργα­ζο­μέ­νων για κοι­νω­νι­κή χει­ρα­φέ­τη­ση και  πρό­ο­δο.  Συνά­μα η Αρι­στε­ρά θα πρέ­πει να διε­ξά­γει ανει­ρή­νευ­το αγώ­να ενά­ντια στις ανα­πό­δρα­στα ανα­φυό­με­νες, εντός των εμπο­τι­σμέ­νων από αντα­γω­νι­στι­κές – αλλο­τριω­τι­κές σχέ­σεις εθνι­κών πολι­τι­σμών, παρα­δό­σεις και ιδε­ο­λο­γί­ες που εκφρά­ζουν τα συμ­φέ­ρο­ντα και τις κοσμο­α­ντι­λή­ψεις των αφε­ντι­κών (της άρχου­σας τάξης αλλά και των κάθε λογής μικρο­με­σαί­ων αφε­ντι­κών), ενά­ντια σε πατριαρ­χι­κές νοο­τρο­πί­ες και πρα­κτι­κές, σε   ποι­κί­λες μορ­φές θρη­σκευ­τι­κού ανορ­θο­λο­γι­σμού,  εθνι­κο-πατριω­τι­κού ναρ­κισ­σι­σμού,   εθνι­κι­στι­κού μισαν­θρω­πι­σμού και  ρατσισμού.

Η Αρι­στε­ρά δεν μπο­ρεί να αντι­με­τω­πί­σει την εξά­πλω­ση του εθνι­κι­σμού – φασι­σμού δια­μέ­σου της παραί­τη­σης από τα δικά της ιδα­νι­κά και της στρο­φής προς εθνι­κο-πατριω­τι­κές κοι­νω­νι­κές ουτο­πί­ες και ιδε­ο­λο­γί­ες, παρά δύνα­ται να το κάνει αυτό καλ­λιερ­γώ­ντας μέσω της πολι­τι­κής πρά­ξης και του λόγου της την εμπι­στο­σύ­νη των εργα­ζο­μέ­νων στο εφι­κτό της υπέρ­βα­σης της εκμε­τάλ­λευ­σης και του αντα­γω­νι­σμού μετα­ξύ των ανθρώ­πων (άρα και μετα­ξύ των δια­φο­ρε­τι­κών εθνών, λαών κλπ), της ανά­πτυ­ξης καθο­λι­κών σχέ­σε­ων συντρο­φι­κό­τη­τας και αλλη­λεγ­γύ­ης. Αν η έννοια  «Αρι­στε­ρά» εξα­κο­λου­θεί να έχει πραγ­μα­τι­κή κοι­νω­νι­κή σημα­σία,  δεν μπο­ρεί παρά να είναι συν­δε­δε­μέ­νη με την ανα­γκαιό­τη­τα και προ­ο­πτι­κή επα­να­στα­τι­κής υπέρ­βα­σης της κεφα­λαιο­κρα­τί­ας και χει­ρα­φέ­τη­σης της εργα­σί­ας, του­τέ­στιν με τη σοσια­λι­στι­κή – κομ­μου­νι­στι­κή προοπτική.

Δυστυ­χώς το ξέσπα­σμα της τελευ­ταί­ας οικο­νο­μι­κής κρί­σης βρή­κε στην Ελλά­δα και διε­θνώς τις δυνά­μεις που επι­μέ­νουν ακό­μη  στον αγώ­να για μια τέτοια προ­ο­πτι­κή σε εξαι­ρε­τι­κά δύσκο­λη θέση, κατ’ ουσί­αν ανί­κα­νες να επη­ρε­ά­σουν τις πολι­τι­κές εξελίξεις.

Το κομ­μου­νι­στι­κό κίνη­μα, ο  μεγά­λος πρω­τα­γω­νι­στής των ταξι­κών αγώ­νων και καθο­ρι­στι­κός παρά­γων κοι­νω­νι­κής προ­ό­δου στον 20ο  αιώ­να, υφί­στα­ται ακό­μη τις συνέ­πειες της συντρι­πτι­κής ήττας που υπέ­στη και της κονιορ­το­ποί­η­σης των δυνά­με­ών του μετά την κατάρ­ρευ­ση – ανα­τρο­πή των πρώ­των σοσια­λι­στι­κών καθε­στώ­των. Οδυ­νη­ρή πτυ­χή αυτής της ήττας είναι το γεγο­νός ότι στη συνεί­δη­ση εκα­τομ­μυ­ρί­ων ανθρώ­πων της εργα­σί­ας σε όλο τον κόσμο είναι αδύ­να­μη έως ανύ­παρ­κτη η πεποί­θη­ση ότι μια άλλη κοι­νω­νία, πέραν του καπι­τα­λι­σμού, είναι εφι­κτή. Ο σοσια­λι­σμός – κομ­μου­νι­σμός εκλαμ­βά­νε­ται σήμε­ρα από πάρα πολ­λούς ως ουτοπία.

Με ιδιαί­τε­ρα συρ­ρι­κνω­μέ­νη για δύο και πλέ­ον δεκα­ε­τί­ες την κοι­νω­νι­κή τους επιρ­ροή (σε αρκε­τές χώρες της Ευρώ­πης με εξαι­ρε­τι­κά ισχνή παρου­σία) οι δυνά­μεις της κομ­μου­νι­στι­κής Αρι­στε­ράς βρέ­θη­καν αντι­μέ­τω­πες με την κρί­ση και συμ­με­τεί­χαν σε σημα­ντι­κούς κοι­νω­νι­κούς αγώ­νες, χωρίς όμως να μπο­ρούν για αντι­κει­με­νι­κούς λόγους να πρω­τα­γω­νι­στή­σουν πολι­τι­κά, να ηγη­θούν κινη­μά­των ικα­νών να ανα­τρέ­ψουν το σύστη­μα που προ­κα­λεί την κρίση.

Χρειά­ζε­ται να επι­ση­μαν­θεί ότι, δεδο­μέ­νων των παρα­πά­νω συν­θη­κών, καμία πολι­τι­κή έκφρα­ση της Αρι­στε­ράς δε θα μπο­ρού­σε να επι­τύ­χει κάτι καλύ­τε­ρο. Θα πρέ­πει με ψυχραι­μία και ειλι­κρί­νεια να ανα­γνω­ρι­στεί ότι πρό­κει­ται για ιστο­ρι­κά καθο­ρι­σμέ­νη αδυ­να­μία της Αρι­στε­ράς, η οποία φέρει το στίγ­μα ολό­κλη­ρης εποχής.

Στις μέρες μας η Αρι­στε­ρά που επι­μέ­νει στην αγώ­να για τη σοσια­λι­στι­κή αλλα­γή της κοι­νω­νί­ας  θα λει­τουρ­γεί ανα­πό­φευ­κτα ως δύνα­μη αντί­στα­σης, όχι όμως ανα­τρο­πής. Αυτό καθί­στα­ται αντι­κεί­με­νο εκμε­τάλ­λευ­σης από ποι­κί­λους εκπρο­σώ­πους του αρι­στε­ρού ρεφορ­μι­σμού, οι οποί­οι  επι­χει­ρούν  να παρου­σιά­σουν την κομ­μου­νι­στι­κή Αρι­στε­ρά ως ιστο­ρι­κά ξεπε­ρα­σμέ­νη, πιέ­ζο­ντάς τη να ενσω­μα­τω­θεί  στα δικά τους πολι­τι­κά μορ­φώ­μα­τα και σχέ­δια. Θα πρέ­πει να υπο­γραμ­μι­στεί ότι σε συν­θή­κες παγκό­σμιας ήττας του κομ­μου­νι­στι­κού κινή­μα­τος και ύπαρ­ξής του σε εχθρι­κό κοι­νω­νι­κό περι­βάλ­λον (με αρνη­τι­κά δια­κεί­με­νο προς αυτό και τον καθη­με­ρι­νό  κοι­νό νου μεγά­λων τμη­μά­των των ίδιων των εργα­ζο­μέ­νων, τα οποία ενδια­φέ­ρο­νται  για άμε­σες βελ­τιώ­σεις εντός της υπάρ­χου­σας κοι­νω­νί­ας) η συμ­με­το­χή των δυνά­με­ων του  σε ιδε­ο­λο­γι­κά και πολι­τι­κά αμφί­βο­λες  συσπει­ρώ­σεις, οι οποί­ες στον ένα ή τον άλλο βαθ­μό επι­διώ­κουν τη δια­χεί­ρι­ση της κεφα­λαιο­κρα­τί­ας, θα έχει ως ανα­πό­δρα­στη συνέ­πεια τη γρή­γο­ρη παρα­μόρ­φω­ση και διά­λυ­σή τους.

Η ανα­συ­γκρό­τη­ση των δυνά­με­ων της επα­να­στα­τι­κής Αρι­στε­ράς με όρους που να την καθι­στούν ικα­νή να πρω­τα­γω­νι­στή­σει καθο­ρι­στι­κά στις πολι­τι­κές εξε­λί­ξεις θα απαι­τή­σει χρό­νο και, συν τοις άλλοις, σημα­ντι­κή αλλα­γή – ανα­βάθ­μι­ση του επι­πέ­δου κατα­νό­η­σης της κοι­νω­νι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας και συγκρό­τη­σης των στρα­τη­γι­κών της στό­χων. Μια τέτοια ανα­συ­γκρό­τη­ση θα πρέ­πει να γίνει αντι­λη­πτή με όρους επο­χής: νέα πολι­τι­κά υπο­κεί­με­να μεγά­λων κοι­νω­νι­κών ανα­τρο­πών  (πραγ­μα­τι­κά επα­να­στα­τι­κά κόμ­μα­τα) μπο­ρούν να δια­μορ­φω­θούν σε κλί­μα­κα επο­χής, ως γέν­νη­μα, εν τέλει, των ίδιων  των κοι­νω­νιών που βρί­σκο­νται σε κατά­στα­ση επα­να­στα­τι­κής ανα­ζή­τη­σης εναλ­λα­κτι­κών προ­ο­πτι­κών (και όχι απλώς ορι­σμέ­νων βου­λη­σιαρ­χι­κά ενερ­γού­ντων προ­σώ­πων), ως απο­τέ­λε­σμα βαθιών αλλα­γών στην κοι­νω­νι­κή συνεί­δη­ση βάσει συσ­σω­ρευ­μέ­νης εμπει­ρί­ας των αδιε­ξό­δων του κυρί­αρ­χου συστή­μα­τος,  ως συνέ­πεια νέων ανα­βαθ­μι­σμέ­νων ικα­νο­τή­των των εργα­ζο­μέ­νων με ισχυ­ρό­τε­ρα στοι­χεία αυτε­νέρ­γειας σε συνάρ­τη­ση με μια ανα­γκαία σημα­ντι­κή επι­στη­μο­νι­κο-τεχνο­λο­γι­κή και ευρύ­τε­ρα πολι­τι­σμι­κή πρό­ο­δο, βάσει αντι­κει­με­νι­κά υπαρ­κτών κι αξιο­ποι­η­μέ­νων νέων δυνα­το­τή­των πρό­βλε­ψης του κοι­νω­νι­κού μέλλοντος.

Δέον να σημειω­θεί ότι πολύ συχνά στις μέρες μας αυτή η ανα­συ­γκρό­τη­ση μετα­φρά­ζε­ται σε αίτη­μα και προ­σπά­θεια δημιουρ­γί­ας μετώ­πων, συσπει­ρώ­σε­ων, ενώ­σε­ων κλπ εντός της πλη­θώ­ρας των υπαρ­χου­σών αρι­στε­ρών οργα­νώ­σε­ων, που είτε εκφρά­ζουν ιστο­ρι­κές  δια­σπά­σεις και ρεύ­μα­τα του κομ­μου­νι­στι­κού κινή­μα­τος, είτε αφο­ρούν σε νεο­φα­νή πολι­τι­κά μορ­φώ­μα­τα. Αυτός ο  μετω­πο­κα­τα­σκευα­στι­κός ζήλος ανα­λώ­νε­ται κατά κανό­να σε συγκυ­ρια­κές (συνή­θως με στό­χο την εκλο­γι­κή κατα­γρα­φή)  συγκολ­λή­σεις δια­φο­ρε­τι­κών αρι­στε­ρών δυνά­με­ων, αρκε­τές από τις οποί­ες έχουν μικρή παρου­σία στους κοι­νω­νι­κούς αγώ­νες, πενι­χρό θεω­ρη­τι­κό λόγο  και ασή­μα­ντη ιδε­ο­λο­γι­κή επιρ­ροή στην κοι­νω­νία, με απο­τέ­λε­σμα τη σύμπη­ξη εξαι­ρε­τι­κά πλα­δα­ρών σχη­μά­των, τα οποία ως τέτοια στε­ρού­νται κοι­νω­νι­κής δυνα­μι­κής και προοπτικής.

Όσον αφο­ρά τις ποι­κί­λες συζη­τή­σεις για την ανά­γκη ενό­τη­τας της Αρι­στε­ράς και με δεδο­μέ­νη την ανα­γνώ­ρι­ση της σημα­σί­ας της συνερ­γα­σί­ας  σε ευρύ φάσμα κινη­μα­τι­κών δρα­στη­ριο­τή­των,  φρο­νώ ότι το μέλ­λον της Αρι­στε­ράς (ως επα­να­στα­τι­κής Αρι­στε­ράς) και των κοι­νω­νι­κών αγώ­νων δε θα κρι­θεί απλώς από τη συγκόλ­λη­ση των υπαρ­χό­ντων μορ­φω­μά­των της, η οποία αντί να συνε­πά­γε­ται τη δια­λε­κτι­κή δημιουρ­γία ισχυ­ρό­τε­ρων πολι­τι­κών δυνά­με­ων, ικα­νών να πρω­τα­γω­νι­στή­σουν στις κοι­νω­νι­κές εξε­λί­ξεις, συνι­στά απλώς αθροι­στι­κή συσ­σώ­ρευ­ση των ιστο­ρι­κών ορί­ων, των πολι­τι­κών – ιδε­ο­λο­γι­κών αδυ­να­μιών κι  αδιε­ξό­δων αυτών  των  μορ­φω­μά­των (πολύ συχνά μάλι­στα συνι­στά συσ­σώ­ρευ­ση των και­ρο­σκο­πι­κών μικρο­πο­λι­τι­κών τους επιδιώξεων).

Στο ορα­τό μέλ­λον η πορεία της επα­να­στα­τι­κής Αρι­στε­ράς στην Ελλά­δα και στην Ευρώ­πη θα κινη­θεί στην κατεύ­θυν­ση αγώ­νων αντί­στα­σης, οι οποί­οι έχουν αναμ­φι­σβή­τη­τα μεγά­λη σημα­σία. Όσο πιο μαζι­κοί, τολ­μη­ροί  και απο­φα­σι­στι­κοί θα είναι αυτοί οι αγώ­νες  τόσο πιο δύσκο­λο θα είναι για το κεφά­λαιο να υλο­ποι­ή­σει τη στρα­τη­γι­κή του και σαφώς τόσο μεγα­λύ­τε­ρη θα είναι η ανά­πτυ­ξη μαχη­τι­κών δεσμών μετα­ξύ της Αρι­στε­ράς και των εργαζομένων.

Σε βάθος χρό­νου η ανα­συ­γκρό­τη­ση της Αρι­στε­ράς θα εξαρ­τη­θεί  από την εμφά­νι­ση πολι­τι­κών δυνά­με­ων,  οι οποί­ες θα μπο­ρέ­σουν να υπερ­βούν δια­λε­κτι­κά το ιστο­ρι­κό παρελ­θόν της,  να κατα­νο­ή­σουν  και να ανα­δεί­ξουν  τις σύγ­χρο­νες δυνα­τό­τη­τες σοσια­λι­στι­κής χει­ρα­φέ­τη­σης της εργα­σί­ας, να συγκρο­τή­σουν επα­να­στα­τι­κή στρα­τη­γι­κή που να  ανοί­γει προ­ο­πτι­κές και να καθι­στά εφι­κτή τη δημιουρ­γία ενός κρί­σι­μου κοι­νω­νι­κού μετώ­που των εργα­ζο­μέ­νων (όχι μόνο σε εθνι­κό αλλά και σε διε­θνές επί­πε­δο), ικα­νού να διε­ξά­γει σκλη­ρούς και νικη­φό­ρους ταξι­κούς αγώνες.

Τέτοιες δυνά­μεις, ικα­νές να δια­μορ­φώ­σουν  ισχυ­ρή ριζο­σπα­στι­κή ιδε­ο­λο­γι­κή – πολι­τι­κή δυνα­μι­κή μέσα στην κοι­νω­νία,   θα μπο­ρέ­σουν να δρο­μο­λο­γή­σουν και να καθο­ρί­σουν πιθα­νές γόνι­μες πολι­τι­κές συσπει­ρώ­σεις και στο χώρο της Αριστεράς.

 

*Επί­κου­ρος καθη­γη­τής ΠΤΔΕ ΑΠΘ

(Το κεί­με­νο δημο­σιεύ­τη­κε σε τρεις συνέ­χειες την προη­γού­με­νη βδο­μά­δα στο ΑΤΕΧΝΩΣ)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο