Της Λαρίσας Σιέσλερ //
Όταν η χώρα μας γιόρταζε τα 50χρονα της Μεγάλης Επανάστασης είχα την ίδια ηλικία που έχει σήμερα η εγγονή μου. Τότε έβλεπα τη γιαγιά μου ως ένα παλιό αρχαιολογικό αντικείμενο. Γεννήθηκε σε μια φτωχή αγροτική οικογένεια και σε ηλικία 10 χρόνων εργαζόταν βοηθός μάγειρα, κοιμόταν σ’ ένα χαλάκι μπροστά στη σόμπα και έτρωγε τα απομεινάρια από το τραπέζι του αφεντικού.
Η γιαγιά ήταν αυτόπτης μάρτυρας της κατάπνιξης στο αίμα της εξέγερσης στον ποταμό Λένα, για την οποία είχε γράψει στην πρώτη της έκδοση η Εφημερίδα «Πράβντα», επέζησε από τον Εμφύλιο Πόλεμο, που στις περιοχές της Σιβηρίας και της Γιακούντια συνεχίστηκε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’20. Επέζησε επίσης από τον Πατριωτικό Πόλεμο, από τον οποίο η μητέρα μου θυμόταν τον σκληρό λιμό, που επιβίωναν στη διάρκεια των χρόνων
του πολέμου –στον Άπω Βορρά ακόμα και οι πατάτες δεν απέφεραν κάθε χρόνο, ενώ για κάθε εξαρτώμενο παρείχαν κουπόνι μόνο για 300 γραμμάρια ψωμί.
Ο σύζυγος της γιαγιάς είχε συλληφθεί ‑ένας Κορεάτης χωρίς διαβατήριο- που αναζητούσε χρυσό, η γιαγιά μου είχε πολλά παιδιά, ζούσαν τόσο φτωχά που σήμερα είναι πάρα πολύ δύσκολο να αντιληφθούμε. Όλα όμως τα παιδιά της μορφώθηκαν, η μητέρα μου αποφοίτησε από το Μηχανολογικό-Μαθηματικό Πανεπιστήμιο, η αδελφή της δούλευε αρχιλογίστρια σε ένα Συνεταιρισμό, τα αδέλφια της ήταν μηχανικοί, οδηγοί γεωλόγοι.
Η γιαγιά ήταν ένθερμος υποστηρικτής της σοβιετικής εξουσίας γιατί έβλεπε ότι μόνο μ’ αυτή θα μπορούσε ολόκληρη η χώρα να απογειωθεί στο διάστημα να οικοδομήσει μια νέα ζωή. Σ’ αυτή την αναδιαμορφωνόμενη χώρα έβλεπε ότι το μέλλον ανοιγόταν στα παιδιά και τα εγγόνια της, πάντως όχι δίπλα από τη σόμπα στο υπόγειο ενός πλυσταριού ή ενός τσαγκαράδικου.
Ήταν ζωντανός μάρτυρας τού πώς μια κατεστραμμένη από τον πόλεμο χώρα κατέκτησε τον Άπω Βορρά, διάβαζε για το πρώτο ατομικό παγοθραυστικό «ΛΕΝΙΝ», για τους τεράστιους υδροηλεκτρικούς σταθμούς, που προδιέγραφαν το μέλλον της Σιβηρίας. Παρακολουθούσε πώς τα παιδιά και εγγόνια της ξεκουράζονταν στα σανατόρια και τις κατασκηνώσεις των Πιοnιέρων στην Κριμαία και στον Καύκασο, πώς τα εγγόνια της μάθαιναν να
παίζουν βιολί και να ασχολούνται σε θεατρικά εργαστήρια.
Για μένα λοιπόν όλα φαίνονταν φυσιολογικά και το πιο εκπληκτικό ήταν ότι είχαν περάσει ΠΛΗΡΩΣ ΠΕΝΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ! Από τη φτώχεια και την αδικία, από την καθυστέρηση και την αθλιότητα – στα ύψη της ανθρώπινης
ανάπτυξης.
Ήδη πέρασαν ακόμα 50 χρόνια! Ολόκληρα 50 χρόνια! Μόνον 50 χρόνια! Και μόνο σήμερα μπορώ να εκτιμήσω το τεράστιο άλμα που έκανε η χώρα από το 1917 στα πρώτα 50 χρόνια ύπαρξής της.
Ήμασταν αφελείς, πεπεισμένοι ότι η ζωή μπορεί να προχωρά μόνο μπροστά και ανοδικά, μόνο πρόοδος, μόνο ανάπτυξη! Μάθαμε δυστυχώς ότι στην ιστορία υπάρχει και η υποβάθμιση, ότι υπάρχουν περίοδοι υποχώρησης και παρακμής, ότι είναι δυνατή η παλινόρθωση του φαινομενικά ηττημένου κοινωνικού συστήματος της ταξικής ανισότητας.
Αυτό που στην περίοδο της ΕΣΣΔ ήταν αδιανόητο – η έχθρα μεταξύ των λαών και των ανθρώπων ξαφνικά έγινε μια εφιαλτική πραγματικότητα, που προσωποποιείται στον πόλεμο του Ναγκόρνο Καραμπάχ, το Τατζικιστάν
και στην οικεία περιοχή του Ντον.
Η εποχή της παλινδρόμησης έχει έρθει στη ζωή μας. Είμαστε η γενιά των ηττημένων. Η ιστορία όμως καταδεικνύει ότι όλες οι παλινορθώσεις του παρελθόντος έχουν προσωρινό χαρακτήρα, η ανθρωπότητα έτσι κι αλλιώς προχωρεί προς τα εμπρός προς το μέλλον μέσα από θυσίες και εμπόδια.
Αλλά ξέρουμε τι είναι σοσιαλισμός και οφείλουμε να διαπαιδαγωγήσουμε τα εγγόνια μας ότι η κοινωνική δικαιοσύνη μπορεί να υπάρξει και ότι η ΕΣΣΔ αποτελούσε γι’ αυτό ένα απτό παράδειγμα.
Θέλω όπως η εγγονή μου, έχοντας ζήσει τη ζωή της, να δει στο τέλος τη νίκη του πιο δίκαιου κοινωνικού συστήματος.
Με την εκατονταετηρίδα του Μεγάλου Οκτώβρη, αγαπητοί σύντροφοι!
Από την Εφ. «Κομσομόλσκαγια Πράβντα» / Χαραυγή