Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σπιναλόγκα (Διήγημα από το ομώνυμο έργο του Θέμου Κορνάρου)

Οχτώ

Δε μοιά­ζει τού­τος ο γάμος, στη Σπι­να­λό­γκα, με τους γάμους τ’ άλλου κόσμου. Αλλιώ­τι­κος είναι, όπως κι όλα τ’ άλλα.

Έκα­να μια δια­πί­στω­ση σήμε­ρα: δεν είναι κακοί οι Σπι­να­λο­γκί­τες — παρα­ξη­γη­μέ­νους τους έχω, τόσον και­ρό τώρα, από το θάνα­το της συντα­ξι­διώ­τισ­σάς μου… Μ’ ας είναι… Καμιά πενη­ντα­ριά θα ‘ναι οι καλεσμένοι.

Το σπί­τι που γίνε­ται ο γάμος είναι στε­νό­μα­κρο, σα χωριά­τι­κος αχε­ρώ­νας. Κρέ­μου­νται και ταλα­ντεύ­ο­νται πελώ­ριες αρά­χνες, σεντό­νια ολό­κε­ρα. από μαυ­ρι­σμέ­να δοκά­ρια. Ένα παρα­θύ­ρι έχει όλο κι όλο. Τα παρα­θυ­ρό­φυλ­λα του κρέ­μου­νται ξεθω­ρια­σμέ­να. Το πάτω­μα έχει πολ­λή υγρα­σία και κατα­ντά γλιστερό.

Τα φαγιά, λογιώ λογιώ, είναι στρω­μέ­να χάμω· κι όμως υπάρ­χου­νε τρα­πέζια στο νησί…

Κάνω να ρωτή­σω «για­τί χάμω;» Ξαφ­νι­κά μετα­νιώ­νω και δαγκώ­νω τη γλώσ­σα μου.

Δίπλα μου κάθε­ται ο Μανώ­λα­ρος. Δηλα­δή, τι θα πει κάθε­ται; Γονα­τι­στός είναι. Οι πλη­γές του πίσω ανοί­ξα­νε. Βρο­μά­νε, πονά­νε. Έτσι γονα­τι­στό, για μπρού­μυ­τα, τονέ κρα­τού­νε μέρα και νύχτα. Μυρί­ζει σαν ξινι­σμέ­νο κρέας…

Μα αυτός είναι από τους πιο… γερούς!

Παρα­τη­ρώ τους απο­δέ­λοι­πους κι ανα­τρι­χιά­ζω πάλι.

Ένας εκεί κατά τη μέση είναι πεσμέ­νος με το πλευ­ρό. Αλλιώς πώς να φάει; Η αρρώ­στια του ‘χει άγαρ­μπα μπαλ­τα­δια­σμέ­να τα σκέ­λια του και είν’ αδύ­να­το να βρει ισορ­ρο­πία καθι­στός. Τους πιο πολ­λούς το κακό τους έχει χτυ­πή­σει στα «άκρα», χέρια και πόδια.

Το δύσκο­λο είναι η ταχτο­ποί­η­σή τους στο τραπέζι.

Kornaros5Πώς θα ζευ­γα­ρω­θού­νε για να μπο­ρέ­σου­νε να φάνε! Μα τα ‘χου­νε κανο­νίσει αυτοί από άλλες φορές. Ένας στρα­βός κάθε­ται δίπλα σ’ έναν που του λεί­που­νε τα δάχτυ­λα απ’ τα χέρια. Τρώ­νε μαζί. Δηλα­δή, στη γλώσ­σα τη συμ­βο­λαιο­γρα­φι­κή θα πει τού­το: «Ευρε­θέ­ντες επί τω αύτω συνε­φώ­νη­σαν και συνα­πο­δε­ξά­με­νοι απε­φά­σι­σαν»… να βάλει ο στρα­βός τα χέρια κι ο κου­λός τα μάτια και τη γλώσ­σα και… τρώ­νε έτσι: «Γιάν­νη, δώσε πατά­τα. Χαμή­λω­σε το πιρού­νι… Α. αυτού είναι κου­κιά! Κάνε αρι­στε­ρά, κολ­λη­τά μ’ αυτό το πιά­το είναι τ’ άλλο με τις πατά­τες… Μα… όχι, ρ’ αδερ­φέ! Μην πολε­μάς να τσιτώ­σεις, είναι λιω­μέ­νες οι πατά­τες… πιρούνιασε!…»

Η σει­ρά του άλλου: «Γιώρ­γη, φασόλια!»

— «Ε; άπλω­σε το χέρι σου, τσι­τω­μέ­νο όσο παίρ­νει δεξά… Α! Καλά! τώρα κύκλο προς τ’ αρι­στε­ρά… στοπ! Βούτα…»

Ένας νέος είναι παρέ­κει με βλαμ­μέ­να χεί­λια και του πέφτου­νε φαγιά το στόμα…

Η μυρου­διά των φαγιών ανα­κα­τώ­νε­ται με τη μυρου­διά των πλη­γών και με τα χνό­τα ‑αυτά τα χνό­τα!- και χωρίς να ρωτή­σου­νε τη μύτη, σέρ­νου­νται ίσια στην κοι­λιά και μ’ ανα­κα­τώ­νου­νε στο στομάχι.

Εγώ είμ’ ο πιο γερός. Ταί­ζω τρεις. Ο ένας είναι ο γεί­το­νας. Τονέ κου­βα­λή­σα­νε και κεί­νον σηκω­τό, στα χέρια!…

Και κάθε­ται τώρα δω πέρα, εφτα­κό­σα εκα­τομ­μύ­ρια μίλια μακριά ( σπί­τι του, απ’ την τρύ­πα του, μα χαμπά­ρι και που το ‘χει. Λάμπου­νε τα μάτια του από χαρά, από νιά­τα, από μεθύ­σι αλέρωτο.

Στην αντι­κρι­νή άκρη συνερ­γά­ζου­νται δυο άλλοι. Η γυναί­κα δεν εχει πιγού­νι. Όλο το πρό­σω­πο είναι μια πρά­σι­νη υγρή πλη­γή. Ο λαι­μός είναι τού­μπα­νο απ’ το πρή­ξι­μο και τα μαλ­λιά μαδη­σμέ­να, σαν τσου­δι­σμέ­να με φωτιά. Το ένα της χέρι είναι μαρα­μέ­νο. Το άλλο όμως εργά­ζετ’ ακό­μα. Τα πόδια της είναι γερά. Του συνέ­ται­ρου της τα πόδια είναι παρα­λυ­μέ­να και το μού­τρο του έχει έκφρα­ση γέρι­κου, κακο­ζω­ι­σμέ­νου, ψωρια­σμέ­νου γατιού.

Αυτοί είναι η νύφη κι ο γαμπρός. Ο ένας βάζει κεφά­λαιο τα πόδια · ο άλλος τα χέρια και τα μάτια και συνε­ται­ρί­ζου­νται, παντρεύ­ου­νται. Παλεύ­ου­νε λυσ­σα­σμέ­να με τα στοι­χειά για Ζωή μιας στιγμής!…

Γι’ αυτό δε χρειά­ζου­νται παπά­δες και στε­φά­νια κι ευλο­γί­ες εδώ. Φτα­νει που τα κεφά­λαια βρε­θή­κα­νε και δυο άνθρω­ποι μπο­ρέ­σα­νε και φτιά­ξαν του­λά­χι­στον ένανε…

Κρα­σί μπό­λι­κο υπάρ­χει. Τόσο μπό­λι­κο που χύνε­ται κι όξω απ’ τα ποτή­ρια, χωρίς… να πειράζει.

— «Να μη χρεια­στεί τρίτος!…»
— «Τρί­τος αχρείαστος!…»
— «Όξω ο τρίτος…»

Αυτή είν’ ευκή για τους νιό­πα­ντρους. Η πιο θερ­μή ευκή, φαί­νε­ται, μπο­ρείς να δώσεις σ’ ένα Σπι­να­λο­γκί­τι­κο ζευγάρι.

Απ’ όλες τις άκρες του… τρα­πε­ζιού ξεκι­νού­νε οι ευκές και σμί­γου­νε και μπερ­δεύ­ου­νται μ’ άλλες, κι έτσι μπερ­δε­μέ­νες φτά­νου­νε μάτσα μάτσα στα πλη­για­σμέ­να αφτιά του γαμπρού και της νύφης.

Κι αυτοί δε λένε «ευχα­ρι­στώ», παρά «αμήν!». Αυτή η λέξη, βρί­σκου­νε πως ται­ριά­ζει στο νησί μας. Το ευχα­ρι­στώ το ‘χου­νε για μεγά­λη πολυ­τέ­λεια, που μόνο ο γεί­το­νάς μου εννο­εί να μην την καταρ­γή­σει. Μα και τα χεί­λια του να πέσου­νε, θα βρει αυτός τρό­πο να τη ζωγρα­φί­ζει μες στα μάτια του…

Αρχί­ζω να τονέ ξανα­συ­μπα­θώ το γεί­το­νά μου. Αυτό το πιστεύω, για­τί δε σκέ­φτου­μαι να τον αφή­σω εδώ και να φύγω. Σα δική μου, απο­κλει­στι­κό δου­λειά το ‘χω πως θα τόνε μετα­φέ­ρω στην τρύ­πα του μετά το… γλέντι…

— Γεί­το­να, τονέ ρωτώ, τι θα πει: «αχρεί­α­στος ο τρίτος;»

— Α! να, να… να στα­μα­τή­σει η αρρώ­στια ως εκεί και να μην τους κλα­δέ­ψει ακα­τά­στα­τα, για να μπο­ρού­νε να βοη­θιού­νται οι δυο τους. Για­τί αλλιώς θα βρού­νε και τρίτο…

— Κι αυτός ο τρί­τος με τα ίδια δικαιώματα;

— Αμ βέβαια, με τα ίδια. Αν είν’ άντρας θα ‘χει τη γυναί­κα, κι αν είναι γυναί­κα θα ‘χει κι αυτή, τον ίδιο τον άντρα… και τους δυο άντρες…

Ευχα­ρι­στή­θη­κε που του ζήτη­σα κάτι και μπό­ρε­σε να μ’ ευχα­ρι­στή­σει. Το κατα­λα­βαί­νω για­τί λάμπει το μού­τρο του και δε θέλει άλλο φαΐ. Έτσι λέει πάντα, σαν ενθου­σια­στεί: «Δεν θέλω άλλο!», κι ας μην έχει αρχί­σει ακόμα!…

Σε λίγο γυρί­ζει και μου λέει:

— Το ίδιο, παι­δά­κι μου, γίνε­ται και στον όξω κόσμο, μα δε μπο­ρού­με να το ξεδια­κρί­νου­με, για­τί είναι πιο μπερ­δε­μέ­να τα περι­θώ­ρια εκεί. Και πολ­λά πρά­μα­τα παί­ζου­νε το κρυφτούλι…

Άμα θέλεις τα λέμε άλλη ώρα, ε;

Ο μπα­γα­πό­ντης! Για να με κάμει vu ξανα­πάω να τονέ βρω…

Ένας λεπρός πέτα­ξε ένα δυνα­μί­τη όξω κι έσκα­σε με τρο­με­ρό κρό­το. Σα να ‘τανε σύν­θη­μα κι ακο­λού­θη­σε ύστε­ρα δεύ­τε­ρος και τρί­τος κι άλλοι κι άλλοι…

Τρα­γού­δια, φωνές στρι­γκλιές, ζήτω, πλημ­μυ­ρί­ζου­νε τον αχε­ρώ­να του γλεντιού…

Μ’ απ’ όλα πιο θαυ­μα­στό είναι το τρα­γού­δι, από πολ­λούς μαζί, από πολ­λά βλαμ­μέ­να και γερά λαρύγ­για μαζί.

Δηλα­δή, το θαυ­μα­στό είναι ο αγώ­νας τ’ αφτιού να βάλει σε τάξη τους ήχους, να ισιώ­σει το σακα­τε­μέ­νο του τρύ­πιου λαρυγ­γιού και να τόνε σφιχτο­δέσει κανο­νι­κά με το γερό τον ήχο, για να δώσει στο τρα­γού­δι κεί­νο τον τόνο που πρέ­πει να περά­σει μέσ’ απ’ το τύμπα­νο. Καθα­ρή τρο­φή για την καρ­διά και την ψυχή του λεπρού κορμιού!…

Εγώ είπα πώς… βρο­μά­νε τα χνό­τα του λεπρού: Ψέμα­τα! Τίπο­τα τέτοιο δεν αιστά­νο­μαι τώρα…

Και κάποιος είπε, ένας μικράν­θρω­πος, παλια­θρω­πά­κος ασή­μα­ντος, πως θα πεθά­νει με τη νηστεία.

Γεμί­ζω ένα ποτή­ρι κρα­σί και το δίνω, το σιμώ­νω στα χεί­λια του γερον­τάκου που τρα­γου­δά… ξετρε­λα­μέ­νος μαζί με τους άλλους…

Δακρύ­ζει, από­το­μα κόβει το τρα­γού­δι και με κοι­τά­ζει ερω­τη­μα­τι­κά και βέβαια. Το ερώ­τη­μα κι η βεβαιό­τη­τα παλεύ­ου­νε. Η βεβαιό­τη­τα νικά και σκύ­βει, κάνει επί­θε­ση με τα χεί­λια, στο ποτή­ρι. Το ρού­φη­ξε ως τον πάτο. Έγλει­ψε τα χεί­λια του μα δε μου ‘πε τώρα «ευχα­ρι­στώ».

— Το ‘ξερα! μου ‘πε θριαμβευτικά.
— Ποιο; ρωτώ ξαφνιασμένος.
— Ποιος δεν θα τις χαρά­μι­ζες τι μέρες που θα ζήσεις ακό­μα. Έτσι γίνε­ται πάντα. Στην αρχή, παι­δί μου, μόλις έρθεις, θέλεις vu πεθά­νεις. Αν είσαι λίγο αδύ­να­τος, γκρε­μί­ζε­σαι στη θάλασ­σα αμέ­σως. Αν έχεις όμως μια στα­λιά σεβα­σμό στη Ζωή, ταλα­ντεύ­ε­σαι μια-δυο μέρες κι ύστε­ρα ρίχνε­σαι με τα μού­τρα, μ’ όλα σου τα δυνα­τά, να χαρείς τις υπό­λοι­πες στιγμές!…

Απ’ όλες τις μεριές, απ’ όλες τις παρέ­ες, φτά­νου­νε: «Μπρά­βο, γερο­ντά­κο! Μπρά­βο, μπαρ­μπα-Μιχά­λη… λεβέντη!»

Ο γαμπρός κι η νύφη του φωνά­ζου­νε κι αυτοί μπρά­βο του γεί­το­να μου… Γιατί;

- Ποτέ, λέει, δεν είχε βάλει στο στό­μα του κρα­σί! Κι από­ψε ήπιε! Ο γα­μπρός νομί­ζει πως πίνει για δικό του χατίρι.

Σκέ­φτο­μαι πως αύριο πρέ­πει να του ασβε­στώ­σω τον τοί­χο του το λερω­μένο. Και πως πρέ­πει να τόνε βγά­ζω κάθε μέρα όξω, να καμα­ρώ­νει τον ήλιο και τα βουνά…

Ήτα­νε φωτο­γρά­φος όξω στον κόσμο…

Ο αχε­ρώ­νας είν’ όμορ­φος! Ξεχει­λά, σειέ­ται και τρέ­μει από τη χαρά και τον ενθου­σια­σμό και την τρέ­λα που γιο­μί­ζου­νε το μου­χλια­σμέ­νο, σαραβαλια­σμένο κου­φά­ρι του. Η Σπι­να­λό­γκα όλη πάλ­λε­ται! Τέτοιος είν’ ο παλ­μός ετού­τος, που όλη η γης ποτές δεν τον εγνώ­ρι­σε, παρά μόνον ίσως μέσα στου… Νώε την κιβωτό!…

Ποιος μπο­ρεί ν’ απο­χαι­ρε­τή­σει πιο ξέφρε­να τη ζωή απ’ το λεπρό της Σπιναλόγκας;

Σε μιαν άκρη του τρα­πε­ζιού μας είναι στρι­μωγ­μέ­νη μια γυναί­κα. Δε μοιά­ζει γι’ άρρω­στη. Δεν τη γνω­ρί­ζω, όπως δε γνω­ρί­ζω και τους πιο πολλούς.

Γελα­στή, χαρού­με­νη, ταΐ­ζει κι αυτή τρεις-τέσ­σε­ρις άρρω­στους γύρω της και τρώ­ει με το ίδιο πιρού­νι. Tα μάγου­λά της είναι ροδο­κόκ­κι­να, τα χέρια της παχου­λά παχου­λά κι η γάμπα της, όπως είναι διπλο­γό­να­τα καθι­σμέ­νη, ξεσκε­πά­ζε­ται σαν τρα­γα­νός τρα­γα­νός καρπός.

— Μα… άρρω­στη είναι κι αυτή; Δεν της φαί­νε­ται… Πλη­ρο­φο­ρί­ες ζητώ απ’ τον καλό μου το μπαρμπα-Μιχάλη…
— Ποια λες; Ρωτά και ψάχνει μ’ ανή­συ­χα μάτια, κου­νώ­ντας σβέλ­τα, σαν τουρ­λα­φτια­σμέ­νος λαγός δεξά, ζερ­βά, το κεφά­λι του…

Να αυτή εκεί… δίπλα στο… Δ.

— Βρε άτι­μη, βρε πόρ­νη, παλιο­γυ­ναί­κα! Τρά­βα όξω, μωρή! Τι τη βλέ­πε­τε ακό­μα, μωρέ; Βγάλ­τε την όξω, μωρέ!…

Ο καλός κι άκα­κος γεί­το­νας μου, το κού­τσου­ρο, τα ξερ­νά­ει αυτά τα λόγια!!!

Έκα­νε μια κίνη­ση ενστι­χτώ­δι­κη να σηκω­θεί κι έπε­σε τ’ ανά­σκε­λα καθώς δε βρή­κε πόδια να στη­ρι­χτεί το βάρος του κορ­μιού του.

Στρι­φο­γυ­ρί­ζει χάμω σαν τόπι λαστι­χέ­νιο. Μα τις βρι­σιές δεν τις στα­μα­τά. Πολ­λά στό­μα­τα επα­να­λα­βαί­νου­νε τα ίδια…

Η γυναί­κα, σει­στή, λυγι­στή, προ­κλη­τι­κή, σα γυναί­κα, βγή­κε όξω, μασώ­ντας νευ­ρι­κά μια μπου­κιά ψωμί. Την άκου­σα, όταν περ­νού­σε από κοντά μου κι ανα­μα­σού­σε μαζί με το ψωμί και μια βρι­σιά: «…Παλιό­γε­ρε!»

Με ξάφ­νια­σε αυτός ο ξετρο­χια­σμός του ήσυ­χου και ήρε­μου αθρώ­που. Μα σα μου ξήγη­σε το για­τί γίνη­κε αυτό, μου ‘ρθε να τον αγκα­λιά­σω και να τόνε φιλή­σω πολ­λές φορές:

«Γερή ήτα­νε, λέει! Απ’ την Κρι­τσά, ένα Κρη­τι­κό χωριό. Ο άντρας της ήρθε λεπρός στο νησί. Τον ακο­λού­θη­ξε. Πέθα­νε. Αυτή δεν έφυ­γε. Περιποι­είται πότε τον ένα, πότε τον άλλο, πλέ­νει, κάνει τον έμπο­ρα. Ξανα­πα­ντρεύ­τη­κε εδώ με λεπρό! Τον έθα­ψε. Παντρεύ­τη­κε και τρί­τον, τον έθα­ψε κι αυτόν. Κι εξα­κο­λου­θά να μένει. Και θέλει, λέει, να κολ­λή­σει λέπρα για να παίρ­νει κι αυτή το εικο­σι­πε­ντά­ρι­κο που δίνει το κρά­τος στο λεπρό!…»

«Κι αυτό το προ­τι­μά, για­τί οι δου­λειές στο χωριό της είναι… βαριές!…»

Κι ο γερο­ντά­κος πρό­στε­σε μ’ αγα­νά­κτη­ση που έστα­ζε απ’ τα μάτια του: «Τέτοιες ψυχι­κές λέπρες σε σκο­τώ­νου­νε, άμα τις νιώ­θεις δίπλα σου. Και να σκέ­βε­σαι πως όλος ο όξω κόσμος είναι άρρω­στος από παρό­μοια λέπρα! Βρί­ζου­νε τη Ζωή. Χαρα­μί­ζου­νε, παι­δί μου, τη Ζωή για το στο­μά­χι, για τον παρά, για … για… την τεμπε­λιά, μωρέ παι­δί μου.»

— «Μ’ άλλη ώρα, άλλη ώρα… Τώρα έχου­με άλλη δουλειά…».

Και πήρε, νευ­ρω­μέ­νος, το σκο­πό ενός τρα­γου­διού που ‘χει αρχί­σει από την μπά­ντα των νιόπαντρων…

* * *

Μια φορά, σ’ όλο μου τον και­ρό, γλέ­ντη­σα στον όξω κόσμο. Κι ήμου­να παι­δά­κι μικρό!

Ήτα­νε παρά­ξε­να όμορ­φο κεί­νο το γλέ­ντι. Όλο το χωριό, μικροί-μεγά­λοι, εχτροί και φίλοι, είχα­με μαζευ­τεί σ’ ένα χωρά­φι, στη ριζο­βού­νια του «αϊ-Λια».

Την άλλη βρα­διά θα ‘πεφτε ο κομή­της και θα… καψά­λια­ζε τη γης. «Τελευ­ταία μας μέρα! Κάτω όλα το λοιπόν»

Τα ζώα όλα, τα ‘χανε μαζέ­ψει εκεί! Σφά­ζα­νε, σου­βλί­ζα­νε, απ’ τη μεγά­λη μέση, χωρίς ν’ ακού­γε­ται: «δικό μου και δικό σου και δικό του!»

Τα χρέη ξεχα­στή­κα­νε. Τα σύνο­ρα, που μετα­κί­νη­σε ο Χατζής για να κλέ­ψει, κάπο­τε, απ’ του γεί­το­να το χωρά­φι δυο-τρεις πιθα­μές, ξεχα­στή­κα­νε κι αυτά.

Όλοι αδέρ­φια! Όλοι φίλοι, αγα­πη­μέ­νοι και… λεύτεροι!

«Όλα τ’ αγα­θά κοι­νά! Δικά Μας. Αύριο δε ζούμε!»

Αυτό το πνέ­μα κυβερ­νού­σε στο χωριό σε κεί­νο το μεγά­λο γλέ­ντι. Βρά­διασε και ξημέ­ρω­σε και ξανα­βρά­δια­σε και το χωριό γλε­ντού­σε, τραγου­δούσε, απο­χαι­ρε­τού­σε τη Ζωή, όπως της πρέπει.

Μα ο κομή­της δεν έπεσε!

Σαν αντι­λη­φτή­κα­νε πως πέρα­σε η βρα­διά του κομή­τη κι εκεί­νοι μένα­νε ζωντα­νοί… λυσ­σά­ξα­νε απ’ το κακό τους!!!

Αρχι­σε το μαλ­λιο­τρά­βηγ­μα πάλι για τιπο­τέ­νια πραματάκια:

«Το μαύ­ρο βοϊ­δά­κι που σφά­ξα­με ήτα­νε δικό Μου! Και για­τί να μεί­νει το

δικό Σου! Για­τί να μη σφά­ξου­με, βρε, το δικό Σου!… Λέγε, βρε!»

Μα δε θέλω να πω αυτό, ήθε­λα να πω πως κεί­νο το γλέ­ντι με τού­το δω δεν

ξεχω­ρί­ζου­νε πολύ.

(Από τη Σπι­να­λό­γκα Εκδό­σεις «Αλφα», Αθή­να 1956)

 

Το 1933 ο Θέμος Κορ­νά­ρος εξέ­δω­σε την «Σπι­να­λό­γκα». Αυτό που αξί­ζει εδώ δεν είναι η περί­τε­χνη φρά­ση. Είναι η δυνα­τή περι­γρα­φή και η αγά­πη για τον άνθρω­πο. Περι­γρά­φει τη ζωή των λεπρών στον ξερό­βρα­χο, που βασα­νί­ζο­νται από την αρρώ­στια τους και από την απαν­θρω­πιά του κρά­τους και των εκπρο­σώ­πων του. Είχε επι­σκε­φτεί ο ίδιος το νησί και έδω­σε ζωντα­νά τη μακά­βρια εικό­να της δια­βί­ω­σης των λεπρών που συντά­ρα­ξε την ελλη­νι­κή κοι­νή γνώ­μη. Με τη «Σπι­να­λό­γκα» κου­ρε­λιά­ζει, ξεγυ­μνώ­νει την αστι­κή «φιλαν­θρω­πία» και την κρα­τι­κή «μέρι­μνα» για την υγεία των εργαζομένων.
Περισ­σό­τε­ρα σε σχε­τι­κή ανα­φο­ρά του Ηρα­κλή Κακα­βά­νη στο συγκε­κρι­μέ­νο έργου του Θέμου Κορνάρου

(Αφιέ­ρω­μα του περιο­δι­κού με επι­μέ­λεια Ηρα­κλή Κακα­βά­νη στη ζωή και το έργο του Θέμου Κορ­νά­ρου, με αφορ­μή την εκδή­λω­ση προς τιμήν του στις 6 Μάη 2015)
Το έργο του Θέμου Κορνάρου
Από­σπα­σμα από το έργου του «Αγιον Ορος»

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο