Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Στρατόπεδο Χαϊδαρίου

Επι­μέ­λεια Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

Βγαί­νει ο Σεπτέμ­βρης και μια ανα­φο­ρά την οφεί­λου­με σε ένα από τα πιο σκλη­ρά στρα­τό­πε­δα που λει­τούρ­γη­σαν την περί­ο­δο της Κατοχής.
Το στρα­τό­πε­δο του Χαϊ­δα­ρί­ου ιδρύ­θη­κε το Σεπτέμ­βρη του 1943 και ήταν ένα από τα πιο σκλη­ρά στρα­τό­πε­δα — από τα 36 συνο­λι­κά — που λει­τουρ­γού­σαν στην Ελλά­δα. Πάνω από τους 3.000 έφτα­σε ο αριθ­μός των κρα­του­μέ­νων, που ανα­νε­ω­νό­ταν συνε­χώς. Ανδρες, γυναί­κες, ακό­μη και παι­διά με τις μανά­δες τους, πέρα­σαν μέρες, μήνες και χρό­νια, σε κεί­νο το κολαστήρι.
Το στρα­τό­πε­δο του Χαϊ­δα­ρί­ου ήταν έρη­μο μέχρι τις αρχές Σεπτέμ­βρη του 1943, όταν έφτα­σαν από τη Λάρι­σα οι πρώ­τοι κρα­τού­με­νοι. Εκεί­νοι την περί­ο­δο, η ΕΑΜι­κή Εθνι­κή Αντί­στα­ση, είχε φου­ντώ­σει για τα καλά. Μετα­ξύ αυτών ήταν οι 243 κομ­μου­νι­στές Ακρο­ναυ­πλιώ­τες, από την επο­χή του Μετα­ξά, και 20 Ανα­φιώ­τες. Επί­σης, υπήρ­χαν και 327 ήρω­ες του Αλβα­νι­κού Μετώ­που, αλλά και όσοι είχαν κατά και­ρούς συλ­λη­φθεί στα μπλό­κα. Στις 5 Σεπτέμ­βρη, οι κρα­τού­με­νοι μετα­φέρ­θη­καν στο στρα­τό­πε­δο του Χαϊ­δα­ρί­ου και άρχι­σε η λει­τουρ­γία ενός ακό­μη κολαστηρίου.

Εχου­νε να διη­γιού­νται πολ­λές ιστο­ρί­ες γι’ αυτούς. Αυτοί εγκαι­νιά­σα­νε το Χαϊ­δά­ρι, το Σεπτέμ­βρη του 1943. Τους φέρα­νε από τη Λάρι­σα. Πριν, ολά­κε­ρα έξι χρό­νια, τους είχαν κλεί­σει στην Ακρο­ναυ­πλία. Για κομ­μου­νι­στές. Και πολ­λοί κρα­τού­με­νοι βρί­σκα­νε την ευκαι­ρία να ρωτή­σου­νε αν πρέ­πει να είναι ο άνθρω­πος σαν κι αυτούς για να γίνει κομ­μου­νι­στής. Μετα­ξύ τους πάλι δίνου­νε την εξή­γη­ση, πως ο χει­ρό­τε­ρος άνθρω­πος, άμα τους κάνει παρέα, θα τους μοιά­σει το δίχως άλλο. Στην παρέα τους δε στε­ριώ­νει και δε χου­ζου­ρεύ­ει ο πονη­ρός. Αργά ή γρή­γο­ρα, θα φύγει. Ναι, πρέ­πει να τούς σιμώ­σεις με καθα­ρή καρ­διά. Σαν τους αγίους…
(Θέμος Κορ­νά­ρος «Στρα­τό­πε­δο του Χαϊ­δα­ρί­ου», σελ. 45, εκδό­σεις Δίφρος 1958).

Από τον Οκτώ­βρη του 1943 και εξής στο στρα­τό­πε­δο Χαϊ­δα­ρί­ου οδη­γού­νταν ολο­έ­να και περισ­σό­τε­ροι κρα­τού­με­νοι, συλ­λη­φθέ­ντες είτε σε μπλό­κα, είτε από την Γκε­στά­πο. Οι τελευ­ταί­οι αρχι­κά οδη­γού­νταν στο αρχη­γείο των «Ες-Ες» στην Αθή­να, το δια­βό­η­το κτί­ριο της οδού Μέρ­λιν, προ­κει­μέ­νου να ανα­κρι­θούν και να βασα­νι­στούν. Στη Μέρ­λιν, συντάσ­σο­νταν τα φυλα­κι­στή­ρια για το Χαϊ­δά­ρι, καθώς και οι κατα­στά­σεις των εκτελέσεων.
«Ρεπορ­τάζ» για το Στρα­τό­πε­δο και τι συνέ­βαι­νε εκεί μας έδω­σε ο Θέμος Κορ­νά­ρος στο ομώ­νυ­μο έργο του «Στρα­τό­πε­δο του Χαϊ­δα­ρί­ου», το οποίο δυστυ­χώς δεν κυκλοφορεί. 

Από­σπα­σμα από το «Στρα­τό­πε­δο του Χαϊ­δα­ρί­ου» του Θέμου Κορνάρου

Τρία νού­με­ρα δε θα σβή­σου­νε ποτέ από τη μνή­μη των ανθρώ­πων που πέρα­σαν από τού­το τον τόπο: Το «15», το νού­με­ρο του μπλοκ που έμε­νε, και το «21».

Στο «21» στε­γά­ζο­νται όλες οι ειδι­κές υπη­ρε­σί­ες, τα συνερ­γεία, όπως τα συνη­θί­σα­με. Από το κου­ρείο ως τo ρολο­γά­δι­κο. Από το σιδε­ρά ως το ράφτη. Ολα τα επαγ­γέλ­μα­τα, όλες οι τέχνες, όλες οι πιο απί­θα­νες ειδι­κό­τη­τες για την εξυ­πη­ρέ­τη­ση της φρου­ράς των Ες — Ες. Ακό­μη εκεί εργά­ζε­ται κι’ ένα έξυ­πνος ρωμιός, που λέει για τον Ομη­ρο πως στα 1821 κιντύ­νε­ψε πολ­λές φορές στις μάες της Στε­ρε­άς! Αυτός, λοι­πόν, έχει δου­λειά να συγ­γρά­ψει την Ιστο­ρία της Ακρό­πο­λης για το Διοι­κη­τή. Εχει, σα να λέμε, ανα­λά­βει υπεύ­θυ­να την αρχαιο­λο­γι­κή μόρ­φω­ση του αρχη­γού των Ες — Ες στο Χαϊ­δά­ρι . Τον έχει φαί­νε­ται, σε μεγά­λη εχτί­μη­ση ο Διοι­κη­τής — χωρίς ν’ απο­κλεί­ε­ται ο βούρ­δου­λας — για­τί τον επι­σκέ­πτε­ται συχνά. Ητα­νε, λέει, οδη­γός αρχαιο­τή­των. Καθη­γη­τής! βιά­ζε­ται να προ­σθέ­σει, για να μην τύχει και ξεπέ­σει στα μάτια μας σαν σκέ­τος οδηγός.

Για ν’ απο­φύ­γει ο κακο­μοί­ρης τις αγγα­ρεί­ες και το πάρε — δώσε με το βούρ­δου­λα των Ες — Ες, απο­φά­σι­σε να γίνει συγγραφέας.

Μα του «21» μπλοκ η αξία δεν είναι στο πως στε­γά­ζει τις τέχνες, τα επαγ­γέλ­μα­τα, και τα… γράμ­μα­τα, αλλά για κάποιον άλλο λόγο. Μπρο­στά — μπρο­στά, έχει ένα μακρό­στε­νο δια­μέ­ρι­σμα, που, όταν η πόρ­τα του είν’ ανοι­χτή, σου κάνει την εντύ­πω­ση πλού­σιου παλια­τζί­δι­κου. Βλέ­πεις κρε­μα­σμέ­να στη σει­ρά, παλ­τά, βαλί­τσες, ομπρέ­λες, καμπαρ­τί­νες, δίχτυα με κρεμ­μύ­δια, τσά­ντες μαθη­τι­κές, τσά­ντες μ’ εργα­τι­κά σύνερ­γα, ό,τι μπο­ρεί να βάλει ο νους σου. Και σ’ ένα ιδιαί­τε­ρο χώρι­σμα κρέ­μο­νται χιλιά­δες μικρά σακου­λά­κια με ονό­μα­τα πάνω.

Είναι το σπί­τι των ανα­μνή­σε­ων και των ελπί­δων. Ποτέ σπί­τι δεν αγα­πή­θη­κε τόσο πολύ.

Οι κατά­δι­κοι, μόλις έρθου­νε, πριν να δια­μοι­ρα­στού­νε στα διά­φο­ρα μπλοκ κι επι­κοι­νω­νή­σου­νε με τους προη­γού­με­νους, περ­νούν από έρευ­να. Στο Στρα­τό­πε­δο θα μπού­νε μόνο με τα ρού­χα που φορού­νε. Ο,τι κρα­τού­νε στα χέρια τους, ό,τι υπάρ­χει στις τσέ­πες, ως και τα μαύ­ρα τους γυα­λιά, τις βέρες και τα ρολό­για τους, πρέ­πει να τα παραδώσουν.

Συμ­βαί­νει να πιά­στη­καν άνθρω­ποι την ώρα που ψώνι­ζαν στην αγο­ρά, με το δίχτυ γεμά­το κρεμ­μύ­δια ή μαθη­τές με τα βιβλία και το κου­λού­ρι στο χέρι. Κι’ αυτά παρα­δί­νο­νται. Θα τα παρα­λά­βεις όταν θα φύγεις.

Κάθε που θα φωνά­ξουν ονό­μα­τα για διά­φο­ρες δου­λειές, ή για οποια­δή­πο­τε αφορ­μή, κανέ­νας δεν ξέρει πού πηγαί­νουν. Av όμως τους πάνε στο «21», μπρο­στά στο παλια­τζί­δι­κο, θα πει από­λυ­ση. Παρα­λα­βή των πραγ­μά­των τους αυτό θα πει. Στη χει­ρό­τε­ρη περί­πτω­ση θα είναι απο­στο­λή για τη Γερ­μα­νία ή μετά­θε­ση σ’ άλλες φυλα­κές. Μα ποτέ θάνατος.

(…)

Το Χαϊ­δά­ρι δεν είναι ένα οποιο­δή­πο­τε Στρα­τό­πε­δο που μαζεύ­ου­νε τις ρεζέρ­βες τους οι Γερ­μα­νοί, για να έχου­νε πρό­χει­ρα τα κεφά­λια που θα χρεια­στού­νε για τ’ αντί­ποι­να. Ο κόσμος αυτό πιστεύ­ει. Αλλα η ίδρυ­ση του Χαϊ­δα­ριού έχει ένα πιο σοβα­ρό σκοπό (…).

Η υπο­τα­γή της Ελλη­νι­κής ψυχής, η δου­λο­ποί­η­ση του Λαού μας, το σβή­σι­μο της προ­σω­πι­κό­τη­τας του Ελλη­να. Αυτό είναι το σχέ­διο που απαι­τού­σε την ίδρυ­ση του Χαϊ­δα­ριού. Της Σχο­λής του Χαϊ­δα­ρί­ου, που είχε μονα­δι­κό σκο­πό την  κατα­σκευή δού­λων, ηττο­πα­θών και προδοτών (…).

Το Χαϊ­δά­ρι ιδρύ­θη­κε περισ­σό­τε­ρο για τους έξω και λιγό­τε­ρο για τους ίδιους τους κρατούμενους.

Ως εδώ τα πρά­μα­τα πήγαι­ναν καλά για τον εχθρό. Από το Χαϊ­δά­ρι δεν μπο­ρού­σες να επη­ρε­ά­σεις τα γεγο­νότα και τη μοί­ρα σου. Καμ­μιά ελπί­δα. Επη­ρέ­α­ζες όμως με τα μαρ­τύ­ριά σου, με το θάνα­τό σου, με το σκο­τει­νό μυστή­ριο, τη φαντα­σία του κόσμου.

Η λει­τουρ­γία της Σχο­λής, ο εσω­τε­ρι­κός κανο­νι­σμός όπως θα λέγα­με, ήταν η πεί­ρα του Μεσαί­ω­να εφαρ­μο­σμέ­νη στον ύψι­στο βαθ­μό της υπερβολής.

Τα ανα­κρι­τι­κά γρα­φεία της Μέρ­λιν — η έδρα των Ες — Ες — ήταν η πραγ­μα­τι­κή είσο­δο του Χαϊ­δα­ριού , θα νόμι­ζε κανέ­νας πως τα βασα­νι­στή­ρια κι’ οι κατα­τρεγ­μοί στην οδό Μέρ­λιν γίνο­νταν κυρί­ως για να σ’ απο­σπά­σουν μυστι­κά. Οχι πάντα. Τις περισ­σό­τε­ρες φορές ήτα­νε προ­πα­ρα­σκευή για τον κύριο, τον πλα­τύ­τε­ρο σκο­πό της Σχο­λής: Την τρο­μο­κρά­τη­ση και υπο­δού­λω­ση της Λαϊ­κής ψυχής.

Στο Χαϊ­δά­ρι σε περί­με­νε μια και­νού­ρια τρο­μο­κρα­τία. Μια συνε­χής ψυχο­λο­γι­κή επί­θε­ση, μελε­τη­μέ­νη σ’ όλες τις λεπτο­μέ­ρειες. Είχε σκο­πό να σου παρα­λύ­σει κάθε δύνα­μη, κάθε αντο­χή. Να σου σβή­σει τη θέλη­ση, να μην αφή­σει απεί­ρα­χτη καμιά ψυχι­κή λει­τουρ­γία. Οχι, βέβαια, για να σε σκο­τώ­σουν έπει­τα! Κάθε άλλο. Ησου­να πολύ­τι­μος πια. Μικρό­βιο έτοι­μο για να μετα­φέ­ρεις στον κόσμο τη φρι­χτή σου αρρώ­στια. Σε απολούσανε!…

Αλλά εδώ ακρι­βώς ξέσπα­σε μια λυσ­σα­σμέ­νη αντε­πί­θε­ση ενα­ντίο του εχθρού. Την επι­χεί­ρη­ση τη διεύ­θυ­νε τα επι­τε­λείο του Στρα­το­πέ­δου . Οι 260 του θαλά­μου «1», μ’ επί κεφα­λής το Ναπο­λέ­ο­ντα. Σκο­πός της μάχης: Ποιος θα κερ­δί­σει την ψυχή του κατά­δι­κου. Την ψυχή του Λαού.

Σύν­θη­μα του επι­τε­λεί­ου μας: Αμεί­ω­τη θέλη­ση, ακέ­ραιη την προ­σω­πι­κό­τη­τα, ατσά­λω­μα της αντο­χής του κατάδικου!

Κάθε μέτρο της Διοί­κη­σης ενα­ντίο μας χτυ­πού­σε σ’ ένα ισχυ­ρό­τα­το αντί­με­τρο. Κάθε σκο­τει­νή ενέρ­γεια, κάθε ύπου­λη κι’ υπο­νο­μευ­τι­κή δρά­ση της, εκφυ­λι­ζό­τα­νε κι’ αχρη­στεύ­ο­νταν από μιαν επι­στη­μο­νι­κή, σοφή, τέλεια ορ­γανωμένη αντίδραση.

Χρεια­ζό­ταν μια τέτοια εξή­γη­ση, αρχή — αρχή, για να μην ξαφ­νια­στού­με βλέ­πο­ντας την ψυχή του κατά­δι­κου φρού­ριο και τον κατά­δι­κο να μένει με ακέ­ραιες τις αγω­νι­στι­κές του ικανότητες.

Κατόρ­θω­μα πρω­το­φα­νέ­ρω­το στην Ιστο­ρία των φυλα­κών, των στρα­το­πέ­δων και των κατα­χτη­μέ­νων Χωρών.

Αυτή την ατμό­σφαι­ρα μυρί­ζε­σαι μπαί­νο­ντας στο Χαϊ­δά­ρι. Οι αγω­νι­στι­κές σου ιδιό­τη­τες θεριεύ­ου­νε. Kάθε στιγ­μή είσαι έτοι­μος. Αισθά­νε­σαι πως παίρ­νεις μέρος στη μεγα­λύ­τε­ρη μάχη της ιστο­ρί­ας του κόσμου. Της ιστο­ρί­ας της ζωής, για­τί εδώ θ’ αντι­με­τω­πί­σεις και το θάνα­το, όχι σα δού­λος του, αλλά σαν περι­φρο­νη­τής αντί­πα­λός του.

(Από την ίδια έκδο­ση, σελ. 50–51, 53–55)

 

Στη φωτό το εξώ­φυλ­λο της δεύ­τε­ρης έκδο­σης το 1945 και αυτό της έκδο­σης του 1958

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο