Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τα «δάνεια της ανεξαρτησίας» και η …ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

 Γρά­φει ο Αλέ­κος Χατζη­κώ­στας //

Μπο­ρεί η χώρα και ο πλα­νή­της να βιώ­νουν την παν­δη­μία του κορο­νοϊ­ου, όμως αυτό δεν σημαί­νει ότι η ιδε­ο­λο­γι­κή πάλη στα­μα­τά (όπως γενι­κό­τε­ρα η ταξι­κή πάλη σε όλες τις εκφάν­σεις της) . Αντί­θε­τα η περί­ο­δος αυτή «αξιο­ποιεί­ται» για την εμπέ­δω­ση σε πλα­τειές λαϊ­κές μάζες ιδε­ο­λο­γη­μά­των όπως «εθνι­κή ομο­ψυ­χία» «ατο­μι­κή ευθύ­νη» κλπ. Φυσι­κά από το ιδε­ο­λο­γι­κό αυτό μέτω­πο δεν θα μπο­ρού­σε να ξεφύ­γει και η Επα­νά­στα­ση του ’21 και τα σύγ­χρο­νά μηνύ­μα­τα της όχι μόνο από την Επι­τρο­πή που έχει στη­θεί για τον εορ­τα­σμό των 200 χρό­νων της, αλλά και από εφη­με­ρί­δες που δια­χρο­νι­κά στη­ρί­ζουν το σύστημα.

Έτσι σε ολο­σέ­λι­δο άρθρο στην Κυρια­κά­τι­κη ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (29/3) με τίτλο «Ήταν ληστρι­κά τα δάνεια που λάβα­με από την Αγγλία; 1824–1825: Μύθοι και αλή­θειες» επι­χει­ρεί να ανα­τρέ­ψει παγιω­μέ­νες και ιστο­ρι­κά απο­δε­δειγ­μέ­νες αλή­θειες γύρω από το ζήτη­μα αυτό. Βασι­κό συμπέ­ρα­σμα του άρθρου είναι ότι «τα περί­φη­μα δάνεια της Αγγλί­ας δεν ήταν καθό­λου ληστρι­κά και αυτοί που τα δια­πραγ­μα­τεύ­θη­καν δεν ήταν ούτε προ­δό­τες ούτε ανό­η­τοι». Μάλι­στα ενώ παρα­δέ­χε­ται ότι έγι­ναν «διά­φο­ρα παρα­τρά­γου­δα» στη δια­χεί­ρι­ση τους επι­μέ­νει ότι  τα δάνεια «είχαν συνα­φθεί με πολύ λογι­κού όρους». Επί­σης εκτι­μά ότι τα δάνεια «απο­τε­λού­σαν τις ισχυ­ρό­τε­ρες πολι­τι­κές πρά­ξεις επί­ση­μης ανα­γνώ­ρι­σης των Ελλή­νων και της προ­ο­πτι­κής να συστή­σουν στο μέλ­λον ανε­ξάρ­τη­το κρά­τος (σ.σ προ­φα­νώς υπό το άρμα των δανειστών..)

Γίνε­ται σαφέ­στα­τη προ­σπά­θεια να δικαιο­λο­γη­θεί (μέσω της αντι­στρο­φής της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας) η υπό­θε­ση των περί­φη­μων «δανεί­ων της ανε­ξαρ­τη­σί­ας» και μάλι­στα ανι­στό­ρη­τα κάνο­ντας π.χ συγκρί­σεις με τον δανει­σμό της χώρας μας τότε και σήμε­ρα, αλλά και με τον δανει­σμό άλλων χωρών τότε, ενώ εμφα­νής είναι η προ­σπά­θεια να μην δοθούν χρή­σι­μες λεπτο­μέ­ρειες. Στη­ριγ­μέ­νοι σε πλή­θος μελε­τών, βιβλί­ων και άρθρων που έχουν γρα­φτεί όλα αυτά τα χρό­νια και που φυσι­κά δεν υπήρ­χε ουσια­στι­κός αντί­λο­γος παρου­σιά­ζου­με ορι­σμέ­νες πλευ­ρές του ζητήματος.

Α).Η επα­να­στα­τι­κή κυβέρ­νη­ση εξου­σιο­δό­τη­σε, με διά­ταγ­μα της 2ας Ιου­νί­ου 1823, τους Ι. Ορλάν­δο, Ιωάν­νη Ζαΐ­μη και Αν. Λου­ριώ­τη να κάνουν τις δια­πραγ­μα­τεύ­σεις για τη σύνα­ψη δανεί­ου. Στο μετα­ξύ, όμως, τα ελλη­νι­κά οικο­νο­μι­κά είχαν εξα­θλιω­θεί και είχε ξεσπά­σει ο πρώ­τος εμφύ­λιος πόλε­μος, με απο­τέ­λε­σμα να καθυ­στε­ρή­σουν 8 μήνες να φτά­σουν στο Λον­δί­νο οι Ελλη­νες δια­πραγ­μα­τευ­τές .Η καθυ­στέ­ρη­ση αυτή είχε θετι­κά απο­τε­λέ­σμα­τα διό­τι στην Αγγλία είχε αρχί­σει ένας κερ­δο­σκο­πι­κός πυρε­τός που ευνο­ού­σε τις επεν­δύ­σεις σε επι­σφα­λείς επι­χει­ρή­σεις, ιδιαί­τε­ρα τον δανει­σμό σε μη επι­σή­μως ανα­γνω­ρι­σμέ­να κρά­τη, όπως ήταν τότε η Βρα­ζι­λία, η Χιλή, η Κολομ­βία κ.ά.

Ετσι, μόλις 25 ημέ­ρες μετά την άφι­ξη των Ελλή­νων πλη­ρε­ξου­σί­ων στην αγγλι­κή πρω­τεύ­ου­σα, στις 21 Φεβρουα­ρί­ου 1824, το πρώ­το δάνειο του ελλη­νι­κού κρά­τους ήταν γεγο­νός, μέσα σε κλί­μα κερ­δο­σκο­πι­κού ενθου­σια­σμού υπέρ της ελλη­νι­κής υπόθεσης.

Οι όροι του δανεί­ου ήταν σύμ­φω­νοι με τις οδη­γί­ες που είχε δώσει ο Μαυ­ρο­κορ­δά­τος. Και συγκεκριμένα:

1) Το κεφά­λαιο ορί­στη­κε σε 800.000 λίρες «ήτοι το αρχι­κώς ορι­σθέν κεφάλαιον».
2) Η απο­πλη­ρω­μή ορί­στη­κε σε περί­ο­δο 36 ετών, με χρε­ο­λυ­τι­κή από­σβε­ση 1% (ζητού­νταν 10 — 20 χρόνια).
3) Ο τόκος ορί­στη­κε στο 5% (υπο­λο­γι­ζό­ταν στο 6–8%).
4) Το δάνειο εκδό­θη­κε στο 59% της ονο­μα­στι­κής αξί­ας, όπως περί­που προ­έ­βλε­πε η κυβέρνηση.

Ωστό­σο, υπο­θη­κεύ­ο­νταν όλα τα δημό­σια έσο­δα και τα εθνι­κά κτήματα.

Σε από­λυ­τους αριθ­μούς, ενώ το δάνειο ήταν ύψους 800.000 λιρών, το πραγ­μα­τι­κά δανει­σθέν ποσόν ανήλ­θε σε 472.000 λίρες. Απ’ αυτό το ποσόν αφαι­ρέ­θη­καν τόκοι δύο ετών και άλλα έξο­δα και το πραγ­μα­τι­κό κεφά­λαιο που εκτα­μιεύ­τη­κε ήταν 348.800 λίρες.

Τελι­κά, στην κυβέρ­νη­ση έφτα­σαν, μέσω των τρα­πε­ζών Λογο­θέ­τη και Βαρφ της Ζακύν­θου, 308.000 λίρες σε μετρη­τά. Επί­σης, έφτα­σαν πολε­μο­φό­δια αξί­ας 11.900 λιρών, ενώ στο Λον­δί­νο απέ­μει­νε ένα ποσόν 28.100 λιρών.

Η πραγ­μα­τι­κή τιμή του δανεί­ου ήταν 454.700 λίρες αφού εκδό­θη­κε στο 59% της οικο­νο­μι­κής τιμής του. Έτσι όποιος επεν­δυ­τής αγό­ρα­ζε μια μετο­χή 100 λιρών έδι­νε γι’ αυτή μόνο 59. Ο ετή­σιος όμως τόκος (5%) ορί­στη­κε πάνω στην ονο­μα­στι­κή του αξία. Με απλά λόγια σχε­δόν ο τόκος διπλα­σιά­στη­κε. Για την από­σβε­σή του δόθη­κε διο­ρία 36 ετών. Εγγύ­η­ση ήταν «τα εθνι­κά κτή­μα­τα». Ίσχυε ανα­δρο­μι­κά από τον Ιανουά­ριο του 1824, και ήταν πλη­ρω­τέ­ος στο Λον­δί­νο κατά εξά­μη­νο. Οι τόκοι ορί­στη­καν σε 8000 λίρες το χρό­νο, δηλα­δή το 1% και ως εγγύ­η­ση για την κατα­βο­λή τους έμπαι­ναν όλα τα δημό­σια έσο­δα. Το δάνειο θα δινό­ταν σε αγγλι­κές λίρες και ισπα­νι­κά δίστη­λα σε κατα­θέ­σεις σε αγγλι­κή τρά­πε­ζα της Ζακύν­θου. Ως επί­τρο­ποι του δανεί­ου ορί­στη­καν ο Λ. Κου­ντου­ριώ­της, ο Λόρ­δος Βύρων και ο συνταγ­μα­τάρ­χης Λ. Στάνχοπ8. Και η απο­στο­λή του θα γινό­ταν σε περιο­δι­κές δόσεις και με αγγλι­κά πλοία.
Θα μεσο­λα­βή­σουν άπει­ρες όσες ίντρι­γκες οικο­νο­μι­κές και πολι­τι­κές μέχρι να φτά­σουν στην προ­σω­ρι­νή διοί­κη­ση μόνο 298.700 λίρες. Κι αυτό για­τί παρα­κρα­τή­θη­καν οι τόκοι και τα χρε­ο­λύ­σια δυο χρό­νων. Κάπου 3% παρα­κρα­τή­θη­κε από τους τοκο­γλύ­φους υπό μορ­φή μεσι­τεί­ας, 1,5% για ασφά­λι­στρα, διά­φο­ρα άλλα ποσά για έξο­δα και άλλες απί­θα­νες δαπά­νες. Όπως ας πού­με για προ­μή­θεια πλη­ρω­μής των τόκων 3.200 λίρες!! Μια σπου­δαία λεπτο­μέ­ρεια: η ελλη­νι­κή αντι­προ­σω­πία πήρε για προ­σω­πι­κά της έξο­δα το μυθώ­δες ποσό των 5.046 λιρών. Τόσο μεγά­λοι πατριώ­τες αποδείχτηκαν!!
Δυστυ­χώς, όμως, και αυτό το μεγά­λο ποσόν (308.000 λίρες) αλλά και σχε­δόν όλα τα χρή­μα­τα του δεύ­τε­ρου δανεί­ου που έφτα­σαν στην Ελλά­δα, «αφιε­ρώ­θη­σαν όχι εις τον υπέρ ελευ­θε­ρί­ας, αλλ’ εις τον υπέρ ηγε­μο­νί­ας και πρω­τεί­ων αγώ­να, εχρη­σί­μευ­σαν δε μόνον όπως περα­τω­θώ­σιν οι εμφύ­λιοι πόλε­μοι, ους αυτά ταύ­τα τα δάνεια κατά μέγα μέρος προεκάλεσαν».

Πριν καλά καλά φτά­σουν τα (όποια) χρή­μα­τα του πρώ­του δανεί­ου στην ελλη­νι­κή κυβέρ­νη­ση, με τον φόβο της επί­θε­σης του αιγυ­πτια­κού στό­λου, απο­φα­σί­στη­κε, στις 27 Μαρ­τί­ου 1824, η λήψη ενός δεύ­τε­ρου, μεγα­λύ­τε­ρου δανείου.

Για τις νέες δια­πραγ­μα­τεύ­σεις εξου­σιο­δο­τή­θη­καν, ξανά, οι Ορλάν­δος, Λου­ριώ­της και Ζαΐ­μης, αλλά ο τελευ­ταί­ος γρή­γο­ρα ανα­κλή­θη­κε, επει­δή οι συγ­γε­νείς του ανή­καν στην αντί­θε­τη πλευ­ρά από την κυβερ­νη­τι­κή. Ετσι, οι δυο πρώ­τοι ανέ­λα­βαν τον χει­ρι­σμό της υπό­θε­σης και κατέ­λη­ξαν σε συμ­φω­νία με τον τρα­πε­ζι­κό οίκο των αδελ­φών Ρικάρ­ντο στο Λον­δί­νο για την έκδο­ση ενός ομο­λο­για­κού δανεί­ου ονο­μα­στι­κού κεφα­λαί­ου δυο εκα­τομ­μυ­ρί­ων λιρών, διαι­ρε­μέ­νο σε 200.000 ομο­λο­γί­ες, αξί­ας 100 λιρών η κάθε μία.

Τα ομό­λο­γα αυτά εκδί­δο­νταν στο 55,5% της ονο­μα­στι­κής αξί­ας τους, δηλα­δή απέ­φε­ραν καθα­ρά 1.100.000 λίρες. Από αυτά τα χρή­μα­τα η τρά­πε­ζα παρα­κρά­τη­σε τους τόκους δυο ετών, χρε­ο­λύ­σια και άλλα έξο­δα, συνο­λι­κού ύψους 284.000 λιρών.

Ετσι, το καθα­ρό εκτα­μιευό­με­νο ποσόν ήταν μόνο 816.000 λίρες.

Η «έξο­δος στις αγο­ρές», όπως θα λέγα­με με σημε­ρι­νούς όρους, στέ­φθη­κε με επι­τυ­χία καθώς α) εξα­σφα­λί­ζο­νταν οι τόκοι δύο ετών, β) παρέ­με­νε στα­θε­ρή η αξία των ομο­λό­γων του πρώ­του δανεί­ου και γ) συνε­χι­ζό­ταν η κερ­δο­σκο­πι­κή έξα­ψη στο Λονδίνο.

«Δυστυ­χώς η λαμπρά αύτη επι­τυ­χία έμελ­λε να κατα­λή­ξη εις αθλί­αν κατα­στρο­φήν», σημειώ­νει ο Ανδρε­ά­δης και φαί­νε­ται ότι σημα­ντι­κό ρόλο σε αυτό έπαι­ξαν ο Σπε­τσιώ­της καρα­βο­κύ­ρης Ορλάν­δος και ο Γιαν­νιώ­της πολι­τι­κός Λου­ριώ­της, οι οποί­οι κατη­γο­ρή­θη­καν για υπέρ­με­τρες σπα­τά­λες κατά την παρα­μο­νή τους στο Λον­δί­νο και επί Οθω­να έγι­νε προ­ση­μεί­ω­ση της περιου­σί­ας τους.

Ειδι­κό­τε­ρα, η Γ’ Εθνο­συ­νέ­λευ­ση στη συνε­δρί­α­σή της, στις 3 Μαΐ­ου 1827, αξί­ω­νε να ζητη­θεί λόγος από τον Ορλάν­δο για 16.050 λίρες και από τον Λου­ριώ­τη για 4.552 λίρες.

Οι κινή­σεις των δυο εκπρο­σώ­πων στο Λον­δί­νο είναι αμφι­λε­γό­με­νες. Κάποιοι ιστο­ρι­κοί τούς μέμ­φο­νται ότι είχαν απο­κλεί­σει από τη δια­δι­κα­σία το «φιλελ­λη­νι­κό κομι­τά­το», ενώ από άλλες πηγές προ­κύ­πτει ότι βρί­σκο­νταν σε συνερ­γα­σία με ορι­σμέ­νους «φιλέλ­λη­νες» κερδοσκόπους.

Το βέβαιο είναι ότι συνερ­γά­στη­καν με μια τετρα­με­λή ομά­δα, που αργό­τε­ρα η εφη­με­ρί­δα Times του Λον­δί­νου, γρά­φο­ντας αλλε­πάλ­λη­λα δημο­σιεύ­μα­τα για το «σκάν­δα­λο των ελλη­νι­κών δανεί­ων», χαρα­κτή­ρι­σε ως «τετραρ­χία».

Η «τετραρ­χία» απο­τε­λού­νταν από την τρά­πε­ζα Ρικάρ­ντο και τους Ελις (Ellice), Χομπ­χά­ους (Hobhouse) και Μπαρ­ντέτ (Burdett), οι οποί­οι δια­χει­ρί­στη­καν κατά βού­λη­ση τα χρή­μα­τα, χωρίς να δίνουν λόγο στους Ελλη­νες αντι­προ­σώ­πους, οι οποί­οι προ­φα­νώς είχαν πλή­ρη άγνοια των συν­θη­κών των αγο­ρών και δεν μπο­ρού­σαν να αντι­στα­θούν στα τεχνά­σμα­τα των δαι­μό­νιων τραπεζιτών.

Οπως και να έχει, οι Λου­ριώ­της και Ορλάν­δος είχαν να δια­χει­ρι­στούν ένα πολύ μεγά­λο ποσόν, περί­που 1.150.800 λίρες, ιδιαί­τε­ρα σημα­ντι­κό για ένα κρά­τος μη ανα­γνω­ρι­σμέ­νο, που καθη­με­ρι­νά κιν­δύ­νευε να εξαφανιστεί…

Β) Το δεύ­τε­ρο δάνειο έγι­νε με όρους πολύ χει­ρό­τε­ρους από το πρώ­το, αφού όλη σχε­δόν η τότε Ελλά­δα ήταν υπο­θη­κευ­μέ­νη. Το ονο­μα­στι­κό κεφά­λαιο ήταν 2 εκ. λίρες και διαι­ρέ­θη­κε σε 2000.000 ομο­λο­γί­ες που η καθε­μία ισο­δυ­να­μού­σε με 100 λίρες. Η πραγ­μα­τι­κή αξία ορί­στη­κε στο 55,5%. Αφού τρα­πε­ζί­τες, τοκο­γλύ­φοι και όλοι οι υπό­λοι­ποι εξα­ντλή­σα­νε τις απαι­τή­σεις ( έφτα­σαν στο ποσό των 284400!) απέ­μει­νε για την Ελλά­δα το ποσό των 826.000 λιρών.Το δάνειο ανα­λά­βα­νε οι ίδιοι οι δανει­στές να το δια­χει­ρι­στούν! Να ξανα­βά­λουν δηλα­δή το κεφά­λαιο με ληστρι­κές αξιώ­σεις στην τσέ­πη τους. Δανει­στές αυτή τη φορά ήταν οι εβραί­οι τρα­πε­ζί­τες αδελ­φοί Ρικάρ­ντο. Και εδώ αρχί­ζουν τα κωμι­κο­τρα­γι­κά. Ένα κον­δύ­λι 496.000 θα κατευ­θυν­θεί με διά­φο­ρες προ­φά­σεις στο Χρη­μα­τι­στή­ριο του Λον­δί­νου, ενώ κάπου 392.000 για στρα­τιω­τι­κές δαπά­νες εκτός Ελλά­δος! Για τις πρώ­τες «επεν­δύ­σεις» ένα μόνο παρά­δειγ­μα. Έρι­ξαν τις ομο­λο­γί­ες του πρώ­του δανεί­ου στο 15–22%. Ύστε­ρα …για να μην κλο­νι­στεί η πίστη της Ελλά­δος τις αγό­ρα­σαν με λεφτά του δεύ­τε­ρου δανεί­ου σε τρι­πλά­σια τιμή από την τρέ­χου­σα αξία τους. Όσο και αν οι τόκοι, οι προ­μή­θειες ήταν μια καθα­ρή αισχρο­κέρ­δεια και οι όροι του δανεί­ου αβά­στα­χτοι, αυτό ξεπερ­νού­σε τα όρια της κατα­λή­στευ­σης της εθνι­κής περιου­σί­ας. «Η ελλη­νι­κή υπό­θε­ση προ­δό­θη­κε στην Αγγλία», θα γρά­ψουν, τότε, οι ΤΑΙΜΣ του Λονδίνου.

Το ποσόν προ­ερ­χό­ταν από τα χρή­μα­τα του δεύ­τε­ρου δανεί­ου (1.100.000 λίρες), το υπό­λοι­πο του πρώ­του δανεί­ου (18.100 λίρες), τα χρή­μα­τα ερά­νου στην Καλ­κού­τα των Ινδιών (2.200 λίρες) και τόκους εξα­γο­ρα­σθει­σών ομο­λο­γιών του α’ και του β’ δανεί­ου (10.500 λίρες).

Τα χρή­μα­τα συνο­πτι­κά κατα­νε­μή­θη­καν ως εξής:

1) Σχε­δόν το μισό του δια­θέ­σι­μου ποσού, δηλα­δή 496.220 λίρες, δια­τέ­θη­κε στο Χρη­μα­τι­στή­ριο του Λον­δί­νου για διά­φο­ρα έξο­δα αλλά και κερ­δο­σκο­πι­κά παι­χνί­δια της «τετραρ­χί­ας».
2) Σε αυτά που έφτα­σαν στα χέρια της ελλη­νι­κής κυβέρ­νη­σης ή χρη­σί­μευ­σαν για την πλη­ρω­μή συναλ­λα­γών της και ανήλ­θαν σε 232.888 λίρες.
3) Για στρα­τιω­τι­κές και ναυ­τι­κές προ­πα­ρα­σκευ­ές στην Αγγλία και στις Ηνω­μέ­νες Πολι­τεί­ες 392.600 λίρες. Ομως, «εκ των χρη­μά­των τού­των ουδε­μί­αν σχε­δόν ωφέ­λειαν ηρύ­σθη η Ελλάς».

Σε αυτή την ενό­τη­τα θα πρέ­πει να ανα­φερ­θούν τα εξής άκρως απο­κα­λυ­πτι­κά στοιχεία:

α) Ενα κον­δύ­λι 57.000 λιρών δια­τέ­θη­κε για την προ­μή­θεια όπλων και πολε­μο­φο­δί­ων. Ενα άλλο κον­δύ­λι 20.000 δια­τέ­θη­κε για κανό­νια τόσο για τα φρού­ρια όσο και για πλοία, τα οποία, όμως, δεν έφτα­σαν ποτέ στην Ελλάδα!
β) Κον­δύ­λι 113.000 λιρών δια­τέ­θη­κε για τη ναυ­πή­γη­ση έξι ατμο­κί­νη­των πολε­μι­κών πλοί­ων. Οι ιστο­ρι­κοί σημειώ­νουν ότι εάν αγο­ρά­ζο­νταν έτοι­μα πλοία θα ήταν πολύ φθη­νό­τε­ρα και θα δια­τί­θε­ντο άμε­σα στην ενί­σχυ­ση του στόλου.Η παραγ­γε­λία έγι­νε στον Αγγλο ναυ­πη­γό Γκα­λο­γου­έι (Galloway), του οποί­ου ο γιος εργα­ζό­ταν κοντά στον Τούρ­κο σουλ­τά­νο και με διά­φο­ρες προ­φά­σεις καθυ­στε­ρού­σε την κατα­σκευή, η οποία έπρε­πε να ολο­κλη­ρω­θεί σε 4 ή 5 μήνες. Ωστό­σο, ο… φιλέλ­λη­νας Ελις, μέλος της «τετραρ­χί­ας», δεν είχε προ­βλέ­ψει καμία ρήτρα σε βάρος του ναυ­πη­γού. Ετσι, έπει­τα από πολ­λές ανα­βο­λές παρα­δό­θη­κε, με καθυ­στέ­ρη­ση ενός χρό­νου, τον Σεπτέμ­βριο του 1926, ένα πλοίο, το «Καρ­τε­ρία», που έφτα­σε στην Ελλά­δα σε πολύ κακή κατά­στα­ση και πρό­σφε­ρε ελάχιστα.

Τον Απρί­λιο του 1826, ανα­λα­µβά­νο­ντας η κυβέρ­νη­ση του Α. Ζαΐ­µη, στο ταµείο υπήρ­χαν µόνο 16 γρό­σια, ούτε µία λίρα (Τάσος Μ. Ηλια­δά­κης, εφη­µε­ρί­δα Πατρίς, 3.11.2009). Αυτή ήταν και η πρώ­τη στην ουσία πτώ­χευ­ση στην Ιστο­ρία του ελλη­νι­κού κρά­τους, πριν καν αυτό συγκρο­τη­θεί. Εντού­τοις, την ίδια περί­ο­δο, πολ­λές οικο­γέ­νειες γαιο­κτη­µό­νων και εµπό­ρων διέ­θε­ταν τερά­στιες περιου­σί­ες για τα δεδο­µέ­να της επο­χής, µε τις οποί­ες θα µπο­ρού­σε να χρη­µα­το­δο­τη­θεί ο εθνι­κο-απε­λευ­θε­ρω­τι­κός αγώ­νας χωρίς να υπο­θη­κευ­τεί στις επι­διώ­ξεις των ξένων. Αντ’ αυτού, µέσω των δανεί­ων οι «ευερ­γέ­τες» πολ­λα­πλα­σί­α­σαν τις πε-ριου­σί­ες τους, ενώ πολ­λά εκα­το­µµύ­ρια από αυτά πήγαν στις οχτώ µεγα­λύ­τε­ρες οικο­γέ­νειες πλοιο­κτη­τών ως «απο­ζη­µί­ω­ση» για τη συµµε­το­χή των πλοί­ων τους στον εθνι­κο-απε­λευ­θε­ρω­τι­κό αγώνα.

Γ), Ενδια­φέ­ρον παρου­σιά­ζουν το τι γρά­φτη­κε για το όλο ζήτη­μα από διά­φο­ρους μελετητές:

- Ο Μ. Οικο­νό­μου στα «Ιστο­ρι­κά της Ελλη­νι­κής Παλιγ­γε­νε­σί­ας» περι­γρά­φει ως εξής την κατά­στα­ση καθώς έφτα­ναν οι δόσεις των δανεί­ων: «Κατά την παροι­μί­αν εν ταύ­τη τη επο­χή και το σκυ­λί δεν εγνώ­ρι­ζε τον αφέ­ντη του, συγ­γε­νείς τους συγ­γε­νείς τους συγ­γε­νείς, φίλοι τους φίλους, αδελ­φοί τους αδελ­φούς, γονείς τα τέκνα και ταύ­τα τους γονείς παρή­τουν επί μόνη τη προσ­δο­κία του χρυ­σού. Εκοι­μά­το τις εν μέσω πολ­λών φίλων και εξυ­πνών ευρι­σκό­με­νος εν μέσω εχθρών ή έρη­μος. Τόσο μεγά­λη η του χρυ­σού προσ­δο­κώ­με­νη δύναμις».
— Ο Αδα­μά­ντιος Κορα­ής με γράμ­μα του από το Παρί­σι προς τον Γ. Κου­ντου­ριώ­τη σχο­λιά­ζει την πρώ­τη δανεια­κή συνο­μο­λό­γη­ση με τού­τα τα λόγια: «Το δάνειον το γενό­με­νον από το Αγγλι­κόν Έθνος, δεν πρέ­πει να στο­χά­ζε­σθε πολ­λά μεγά­λην ευερ­γε­σί­αν. Και εις αυτόν τον διά­βο­λον ήθε­λαν μετά χαράς δανεί­σουν αργύ­ρια, αν ο διά­βο­λος είχε να τους ασφα­λί­σει με ενέχυρα»
- Ο ιστο­ρι­κός Δ. Φωτιά­δης κρί­νο­ντας τα δυο πρώ­τα δάνεια σημειώ­νει: «Οι οικο­νο­μι­κές αλυ­σί­δες, όπου από αυτές ποτέ δεν γλι­τώ­σα­με, είχα­με δέσει τον τόπο μας πριν ακό­μη απο­κτή­σει τη λευ­τε­ριά του. Και όμως η Βου­λή της κυβέρ­νη­σης Κου­ντου­ριώ­τη δέχτη­κε με μεγά­λες εκδη­λώ­σεις χαράς την είδη­ση της συνο­μο­λό­γη­σης του δανεί­ου, όπως της χάρι­ζε τη βεβαιό­τη­τα ότι θα κέρ­δι­ζε τον εμφύ­λιο σπα­ραγ­μό. Σωστά ειπώ­θη­κε πως με την προ­ο­πτι­κή της δια­νο­μής του πρώ­του δανεί­ου τερ­μα­τί­στη­κε ο πρώ­τος εμφύ­λιος και με την προ­ο­πτι­κή του δευ­τέ­ρου αρχί­ζει ο δεύ­τε­ρος. Όταν πήρε τέλος και ο δεύ­τε­ρος εμφύ­λιος κι έπε­σε το Μεσο­λόγ­γι και παραι­τή­θη­κε ο Κου­ντου­ριώ­της και σχη­μα­τί­στη­κε η κυβέρ­νη­ση Ζαΐ­μη βρέ­θη­καν στο ταμείο του κρά­τους όλα και όλα 60 γρόσια!»
— Ο ακα­δη­μαϊ­κός Αγγ. Αγγε­λό­που­λος που έχει ασχο­λη­θεί με το θέμα των δύο πρώ­των δανεί­ων εκτι­μώ­ντας συνο­λι­κά την κατά­στα­ση γρά­φει: «Η Ελλάς εισέ­πρα­ξε τελι­κώς μόνον 540.000 λίρες, ήτοι μόνον το 20% του αρχι­κού κεφα­λαί­ου. Το υπό­λοι­πον εσπα­τα­λή­θη υπό του εν Αγγλία ομί­λου του ανα­λα­βό­ντος την χρη­σι­μο­ποί­η­σιν του δανεί­ου, δια την κατα­βο­λήν των προ­μη­θειών, δια την παρα­κρά­τη­σιν τόκων, δια την εξα­γο­ράν ομο­λο­γιών προς δήθεν συγκρά­τη­σιν της χρη­μα­τι­στη­ρια­κής αξί­ας και δια την παραγ­γε­λί­αν έξι ατμο­πλοί­ων, τα οποία πάντα πλην ενός κατε­πο­ντί­σθη­σαν ή εξό­κει­λαν καθ’ οδόν και δυο φρε­γα­τών εξ ων παρε­λή­φθη μόνο η μία και αυτή εις αθλί­αν κατάστασιν».
— Ο Νίκος Μπε­λο­γιάν­νης στη μελέ­τη του «Ξένο Κεφά­λαιο στην Ελλά­δα» δια­πι­στώ­νει: « Ο επί­λο­γος αυτής της θλι­βε­ρής ιστο­ρί­ας είναι ότι τις 2.800.000 λίρες στην ουσία τις χρω­στά­με ως σήμε­ρα (το βιβλίο γρά­φτη­κε λίγο μετά την απε­λευ­θέ­ρω­ση από τους Γερ­μα­νούς), παρό­λο που πλη­ρώ­νου­με για δαύ­τες αμέ­τρη­τα ποσά… Να προ­σθέ­σου­με μόνο ότι από το 1827 και ύστε­ρα οι ξένοι δανει­στές δεν είσπρα­ξαν τόκους και χρε­ο­λύ­σια και η Ελλά­δα κηρύ­χτη­κε σε κατά­στα­ση πτώ­χευ­σης. Από τότε αρχί­ζει — μαζί με άλλες αιτί­ες η επέμ­βα­ση των ξένων δυνά­με­ων στα εσω­τε­ρι­κά της χώρας μας και έτσι τα δάνεια αυτά που ονο­μά­στη­καν – για ειρω­νεία – δάνεια της ανε­ξαρ­τη­σί­ας απο­τε­λέ­σα­νε τον πρό­λο­γο της οικο­νο­μι­κής υπο­δού­λω­σης της Ελλά­δας στο ξένο κεφάλαιο…»

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο