Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τα πτερόεντα δώρα, πρωτοχρονιάτικο διήγημα του Αλ. Παπαδιαμάντη

Ξένος του κόσμου και της σαρ­κός, κατήλ­θε την παρα­μο­νήν από τα ύψη, συστεί­λας τας πτέ­ρυ­γας όπως τας κρύ­πτῃ, θεί­ος άγγε­λος. Έφε­ρε δώρα από τα άνω βασί­λεια δια να φιλεύ­σῃ τους κατοί­κους τής πρω­τευού­σης. Ήτον ο καλός άγγε­λος της πόλεως.

Εκρά­τει εἰς την χεί­ρα εν άστρον και επί του στέρ­νου του έπαλ­λε ζωή και δύνα­μις, και από το στό­μα του εξήρ­χε­το πνοή θεί­ας γαλή­νης. Τα τρία Τατα­ρία δώρα ήθε­λε να μετα­δω­σῃ εις όλους όσοι προ­θύ­μως τα δέχονται.

Εισήλ­θεν εν πρώ­τοις εις εν αρχο­ντι­κόν μέγα­ρον. Είδεν εκεί το ψεύ­δος και την σεμνο­τυ­φί­αν, την ανί­αν και το ανω­φε­λές της ζωής ζωγρα­φι­σμέ­να εις τα πρό­σω­πα του ανδρός και της γυναι­κός, και ήκου­σε τα δύο τεκνία να ψελ­λί­ζω­σι λέξεις εις άγνω­στον γλώσ­σαν. Ο Άγγε­λος επή­ρε τα τρία ουρά­νια δώρα του, και έφυ­γε τρέ­χων εκείθεν.

 

Επῆγεν εις τηην καλύ­βην πτω­χού ανθρώ­που. Ο ανήρ έλει­πεν όλην την εσπέ­ραν εις την ταβέρ­ναν. Η γυνή επρο­σπά­θει ν᾿ απο­κοι­μί­σῃ με ολί­γον ξηρόν άρτον τα πέντε τέκνα, βλα­σφη­μού­σα άμα την ώραν που είχεν υπαν­δρευ­θή. Τα μεσά­νυ­χτα επέ­στρε­ψεν ο σύζυ­γός της· αὐτή τον ύβρι­σε νευ­ρι­κή με φωνήν οξεί­αν, εκεί­νος την έδει­ρε με την ράβδον την οζώ­δη, και μετ᾿ ολί­γον οι δύο επλά­για­σαν χωρίς να κάμουν την προ­σευ­χήν των, και ήρχι­σαν να ροχα­λί­ζουν με βαρείς τόνους. Έφυ­γεν εκεί­θεν ο Άγγελος.

Ανέ­βη εις μέγα κτί­ριον πλου­σί­ως φωτι­σμέ­νον. Ήσαν εκεῖ πολ­λά δωμά­τια με τρα­πέ­ζας, κ᾿ επά­νω των έκυ­πτον άνθρω­ποι μετρού­ντες αδια­κό­πως χρή­μα­τα, παί­ζο­ντες με χαρ­τία. Ωχροί και δυστυ­χείς, όλη η ψυχή των ήτο συγκε­ντρω­μέ­νη εις την ασχο­λί­αν ταύ­την. Ο Αγγε­λος εκά­λυ­ψε το πρό­σω­πον με τας πτέ­ρυ­γάς του δια να μη βλέ­πῃ κ᾿ έφυ­γε δρομαίος.

Εις τον δρό­μον συνή­ντη­σε πολ­λούς ανθρώ­πους, άλλους εξερ­χο­μέ­νους από τα καπη­λεία, οινο­βα­ρείς, και άλλους κατερ­χο­μέ­νους από τα χαρ­το­παί­γνια, μεθύ­ο­ντας χει­ρο­τέ­ραν μέθην. Τινάς είδε ν᾿ ασχη­μο­νούν, και τινάς ήκου­σε να βλα­σφη­μούν τον Ἁι-Βασί­λην ως πταί­στην. Ο Άγγε­λος εκά­λυ­ψε με τας πτέ­ρυ­γας τα ωτα, δια να μην ακούῃ, και ἀαντιπαρῆλθεν.

Υπέ­φω­σκεν ήδη η πρω­ία της πρω­το­χρο­νιάς, και ο Άγγε­λος δια να παρη­γο­ρη­θῇ, εισῆλ­θεν εις μίαν εκκλη­σί­αν. Αμέ­σως πλη­σί­ον της θύρας είδεν ανθρώ­πους να μετρούν νομί­σμα­τα, μόνον πως δεν είχον παι­γνιό­χαρ­τα εις τας χεί­ρας· και εις το βάθος, αντί­κρυ­σεν ένα άνθρω­πον χρυ­σο­στό­λι­στον και μιτρο­φο­ρο­ῦντα ως Μήδον σατρά­πην της επο­χής του Δαρεί­ου, ποιο­ῦντα δια­φό­ρους ακκι­σμούς και επι­τη­δευ­μέ­νας κινή­σεις. Δεξιά και αρι­στε­ρά άλλοι μερι­κοί έψαλ­λον με πεπλα­σμέ­νας φωνάς: Τον Δεσπό­την και αρχιερέα!

Ο Άγγε­λος δεν εύρε παρη­γο­ρί­αν. Επῆρε τα πτε­ρό­ε­ντα δώρα του ― το άστρον το προ­ω­ρι­σμέ­νον να λάμπῃ εις τας συνει­δή­σεις, την αύραν, την ικα­νήν δια να δρο­σί­ζῃ τας ψυχάς, και την ζωήν, την πλα­σμέ­νην δια να πάλ­λῃ εις τας καρ­δί­ας, ετά­νυ­σε τας πτέ­ρυ­γας, και επα­νήλ­θεν εις τας ουρα­νί­ας αψίδας.

(1907)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο