Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τα Χριστούγεννα του κυρ Αντώνη, του Νίκου Γεωργαντώνη

Παρα­μο­νή Χρι­στου­γέν­νων. Βρά­δυ. Παγω­νιά. Και η μικρή και κου­ρα­σμέ­νη καρ­διά του κυρ Αντώ­νη κεί­το­νταν στο τρα­πέ­ζι του αδεια­νού σπι­τιού του, στην ξεχα­σμέ­νη του γει­το­νιά. Δεν είχε κάποιον στον κόσμο. Ο κόσμος ήταν ο εαυ­τός του. Οι σκέ­ψεις του. Η μονα­ξιά του. Η λύπη του…

Είχε από και­ρό χάσει τη κυρά Τασού­λα, την αγα­πη­μέ­νη του γυναί­κα, την «τρια­ντα­φυλ­λέ­νια» του και επερ­νού­σε τον χρό­νο του πότε στο καφε­νείο παρέα με φίλους παι­δι­κούς, πότε στην αυλή κάτω από την κλη­μα­τα­ριά, πότε στου Ξυρο­γιάν­νη τη ταβέρ­να ξοδεύ­ο­ντας και τις τελευ­ταί­ες οικο­νο­μί­ες της φτω­χής σύντα­ξής του, πότε στον ανι­ψιό του τον Κωστή και τη γυναί­κα του το Ελε­νά­κι (τον καλού­σαν πότε-πότε για να γευ­μα­τί­ζουν το μεση­μέ­ρι), πότε στο κατά­στη­μα τυχε­ρών παι­χνι­διών, ονει­ρο­πό­λος και πεί­σμων μήπως και πιά­σει την άφα­ντη τύχη που όλο γλι­στρού­σε… πότε στο μανά­βι­κο του κυρ Γιαν­να­κού και γενι­κά όπου έβρι­σκε καλή παρέα, ζεστα­σιά και θαλ­πω­ρή ψυχική…

Αλλά τα Χρι­στού­γεν­να αυτά, ο κυρ Αντώ­νης ήταν μόνος στη ζωή… Έτσι ένιω­θε. Μόνος μες τους έρη­μους τοί­χους του σπι­τιού του. Χωρίς την γυναί­κα του. Δίχως τα παι­διά του που ζού­σαν στην πρω­τεύ­ου­σα. Μακριά από τους φίλους και τους άσκε­πτους χωρια­νούς του.

Ήταν μόνος… Έρη­μος. Ίσως για­τί οι και­ροί είχαν αλλά­ξει, και η παλιά ζεστα­σιά που κάπο­τε έθαλ­λε στις ψυχές των ανθρώ­πων, τώρα έσβη­νε, έφθι­νε… ακό­μη και στους ανθρώ­πους της δικής του της γενιάς.

Δεν ήταν ήρω­ας ο κυρ Αντώ­νης. Ένας φτω­χός, καθη­με­ρι­νός, καλο­κά­γα­θος άνθρω­πος ενός άση­μου χωριού ήταν. Δεν είχε περ­γα­μη­νές ηρω­ι­σμού στο σεντού­κι της ζωής του ούτε ηθι­κά παρά­ση­μα, εκεί­να του υψη­λού και μεγά­λου καθή­κο­ντος του αγώ­να. Όχι… Ο κυρ Αντώ­νης ήταν το τρε­μά­με­νο φως μιας ζωής που φθί­νει… και που αλλάζει.

 

Ήταν μόνος σπί­τι… Παρα­μο­νή Χρι­στου­γέν­νων. Οι άνθρω­ποι όλοι με τις οικο­γέ­νειές τους, με τα παι­διά τους, με τ’ εγγό­νια τους. Κι εκεί­νος ασκη­τής. Ιερός μονα­χός πίστης άπι­στης… Άνθρω­πος έρη­μος· μα και πει­να­σμέ­νος, γι’ ανθρώ­πι­νη συντροφιά…

Μα σε ποιον να τό ‘λεγε; Σε ποιον να τ’ ομολογούσε;

Με ποιον ν’ ακου­μπού­σε την καρ­διά του; Ποιον να φώνα­ζε τέτοια στιγμή;

Όλοι οι φίλοι και οι γνω­στοί του είχαν τις οικο­γέ­νειές τους και, η αλή­θεια είναι, ότι κανείς δεν είχε σκε­φτεί να τον καλέ­σει να περά­σουν μαζί την παρα­μο­νή των Χρι­στου­γέν­νων. Η ανθρω­πιά και η ζεστα­σιά, είχε ασυ­νει­δή­τως χαθεί από τα σπί­τια των ανθρώ­πων. Δίχως να το κατα­λα­βαί­νουν εντρυ­φού­σαν στα ήθη της εποχής…

Μόνοι, έρη­μοι, μακριά από τον χωρια­νό, τον άνθρω­πο, τον φίλο. Τι κι αν οι ανέ­σεις είχαν αυξη­θεί; Το σπί­τι της ψυχής είχε φτω­χύ­νει… Και τώρα κρύ­ω­νε ακό­μη περισ­σό­τε­ρο, για­τί οι επο­χές είχαν αλλά­ξει και ήταν πλέ­ον άλλες, και η ζωή των ανθρώ­πων κατρα­κυ­λού­σε ακό­μη μια φορά, με φού­ρια προς τα σκο­τει­νά, τα τρο­με­ρά, τ’ ανί­δω­τα, βαθιά Τάρ­τα­ρα της Γης!

Μα το μυα­λό, μέσα σ’ αυτή την θανά­τια πτώ­ση πάλι ζωντά­νευε, αφυ­πνι­ζό­ταν, σηκώ­νο­νταν…· για να στο­χα­στεί και να νιώ­σει πάλι της ζωής τα καθη­με­ρι­νά, μεγά­λα προ­βλή­μα­τα… Α, ναι. Τώρα πάλι στη φτώ­χεια οι άνθρω­ποι μπο­ρούν να υπει­σέλ­θουν στον κόσμο των ιδε­ών, και να στο­χα­στουν, και να σμί­ξουν τις καρ­διές τους…

Μα μέχρι τότες υπάρ­χει κάποιος δρό­μος που πρέ­πει να διαβούμε.

Οι πόρ­τες της ζωής δεν ανοί­γουν έτσι απλά…

 

Τα παι­διά του κυρ Αντώ­νη, παρ’ ότι μακριά, θα μπο­ρού­σαν να είχαν μερι­μνή­σει να κάνουν γιορ­τές μαζί με τον μονα­χό πατέ­ρα τους. Αλλά η βου­λή τους ήταν άλλη.

Ο κυρ Αντώ­νης, νέος όντας μιαν επο­χή, μεγά­λω­σε τα παι­διά του με κόπο και αυτα­πάρ­νη­ση. Ασπρι­τζής τω επάγ­γελ­μα, έκα­νε κι άλλες περι­στα­σια­κές κι επο­χι­κές δου­λειές για να μπο­ρέ­σει να θρέ­ψει την οικο­γέ­νειά του. Όλη μέρα δού­λευε. Το βρά­δυ ξυπνού­σε να πάει στη δου­λειά, το βρά­δυ γυρ­νού­σε. Κάθε χάρα­μα έπαιρ­νε μαζί του ένα μπο­γα­λά­κι κολα­τσιό από τη τρυ­φε­ρή γυναί­κα του, έδε­νε στο στή­θος του τα πλη­γω­μέ­να όνει­ρά του και μαζί μ’ αυτά κινού­σε ν’ ανε­βεί τον Γολ­γο­θά της κατα­φρο­νε­μέ­νης ζωής του. Και τον ανέ­βη­κε. Και καθώς τον ανέ­βαι­νε επτύ­σθη… εμα­στι­γώ­θη, εκο­ροϊ­δεύ­θη από τους υπέρ­τε­ρους κι εξευ­τε­λί­σθη, και εκτυ­πή­θη από φίλους κι εφό­ρε­σε ακάν­θι­νο στε­φά­νι αγκυλωτό…

Όλα τα υπέστη.

Μόνον ο θάνα­τος δεν είχε ακό­μη αγγί­ξει την πικρο­βα­σα­νι­σμέ­νη ζωή του… Μα που ελλό­χευε κι αυτός· όπως σ’ όλα τα πλά­σμα­τα της γης, ανα­πό­τρε­πτος… Για­τί έτσι κι οι άνθρω­ποι: κου­βα­λούν τους νόμους της ζωής, μέχρι να τους αλλάξουν…

 

Ένε­κα μιας τέτοιας δύσβα­της ζωής (ζωής κατά πολύ καλύ­τε­ρης εν συγκρί­σει με τις στε­ρή­σεις και τις κακου­χί­ες φίλων…), στε­ρή­θη­κε τα παι­διά του και τα παι­διά στε­ρή­θη­καν τον πατέ­ρα τους. Η μητέ­ρα τους, που επω­μί­στη­κε όλη την ανα­τρο­φή και τις έννοιες του μεγα­λώ­μα­τός τους, ήταν ένα στορ­γι­κό κι ανοι­ξιά­τι­κο περι­στέ­ρι που κούρ­νια­ζε πάνω απ’ τα όνει­ρά των παι­διών της και τα φύλα­γε μ’ αγά­πη· μπας και γίνουν μάγια, κι εκπλη­ρω­θούν, κι ανθί­σουν και δώσουν χαρά!…

Όμορ­φη η μητέ­ρα αυτή, ζεστή… πλην όμως εξό­χως μαλα­κή και ήπια, σε βαθ­μό που τα μικρά χαρι­τω­μέ­να τους εκμε­ταλ­λεύ­ο­νταν αυτή την διτ­τή πλευ­ρά της αδυ­να­μί­ας της και του από­ντος πατέ­ρα, κι απέ­κτη­σαν με τον και­ρό ελα­φρύ εγω­ι­σμό, ατο­μι­κό­τη­τα, κακό­τρο­πο πεί­σμα και χαρα­κτή­ρα ιδιωτελή…

Τα παι­διά του κυρ Αντώ­νη δεν στε­ρή­θη­καν τίπο­τα. Τίπο­τα όσο επέ­τρε­πε η επο­χή και το κου­ρά­γιο του ίδιου και της γυναι­κός του. Οι άμοι­ροι γονείς στε­ρή­θη­καν τα πάντα, για να έχουν τα βλα­στά­ρια τους μια ζωή καλύ­τε­ρη από αυτή που έζησαν.

Και ποιο ήταν το αποτέλεσμα;…

Χρι­στού­γεν­να. Παγω­νιά. Χει­μώ­νας. Κι ο κυρ Αντώ­νης έψα­χνε με κόπο, σμί­γο­ντας τα μάτια, ένα βιβλίο… από τα λίγα που τύχαι­νε να έχει. Ήταν αυτή η ύστα­τη συντρο­φιά του. Τώρα στα γερά­μα­τα είχε την επι­θυ­μία και το κου­ρά­γιο να μελε­τά­ει πότε-πότε κανέ­να εκλε­κτό λογοτέχνημα.

Έψα­χνε.

Θαρ­ρώ… πως έψα­χνε Παπαδιαμάντη.

***

Ή ώρα είχε περά­σει κι ο κυρ Αντώ­νης είχε δια­βά­σει ολό­κλη­ρο διή­γη­μα… «Μια ψυχή» σιγο­ψι­θύ­ρι­σε τέλος κι εσυγκινήθη.

Το διή­γη­μα είχεν αγγί­ξει την ψυχή του. Αγα­πού­σε πολύ τη λογο­τε­χνία και ελυ­πά­το που είχε «χαρα­μί­σει» τα χρό­νια της ζωής του στον άχθο και την χει­ρω­να­ξία. Πόσο θα ήθε­λε να είχε εντρυ­φή­σει στον κόσμο των ιδε­ών και των απει­κα­σμά­των! Τι δε θά ‘δινε να είχε γίνει κι αυτός ένας πιστός και πεί­σμων υπη­ρέ­της του υψηλού!

Η ζωή αλλιώς είχε γρά­ψει το χαρ­τί της ιστο­ρί­ας των χρό­νων του. Οι Μοί­ρες αλλιώς είχαν θελή­σει το ξόδε­μα των δυνά­με­ών του.

Ας είναι.

Το είχε δεχτεί…

Μόνο, που τό ‘χε παρά­πο­νο, για τα παι­διά του… Να σπου­δά­σουν, να μάθουν, να μορ­φω­θούν (πράγ­μα που το πέτυ­χαν!) μα που, όπως έκρι­νε ύστε­ρα ο κυρ Αντώ­νης από τις πρά­ξεις τους, τίπο­τα δεν είχαν μάθει κι ίσως νά ‘ταν σε χει­ρό­τε­ρη θέση απ’ ό,τι ήταν η δική του η γενιά στα νιά­τα της!

Ω, ναι… Το σκέ­φτο­νταν αυτό συχνά.

 

Ο κυρ Αντώ­νης έκλει­σε το δερ­μα­τό­δε­το βιβλίο. Χάι­δε­ψε για μια στιγ­μή το εξώ­φυλ­λο κάνο­ντας κάποιες τελευ­ταί­ες σκέ­ψεις και μ’ όμορ­φο συναί­σθη­μα λογο­τε­χνι­κό… σηκώ­θη­κε με δυσκο­λία κρα­τώ­ντας το χερού­λι της καρέ­κλας… Έπει­τα, προ­μη­θεύ­θη­κε το μπα­στού­νι του και πλη­σί­α­σε αργά-αργά προς την ταπει­νή βιβλιο­θή­κη να βάλει το βιβλίο στη θέση του.

Το βιβλίο εφαρ­μό­στη­κε στην σχι­σμή της τέχνης μαγνη­τί­ζο­ντας και το χέρι του κυρ Αντώ­νη που ακού­σια πώς!… το είχε αφή­σει μετε­ω­ρι­ζό­με­νο στο ράφι του βιβλίου.

Ήταν σκέ­ψεις· που είχαν παρα­σύ­ρει το μυα­λό του. Ήταν κάποιες αδιό­ρα­τες για τον παρα­τη­ρη­τή, εσω­τε­ρι­κές φωτει­νές διε­νέ­ξεις… Το μυα­λό του κυρ Αντώ­νη – του μονα­χού, του έρη­μου, του ξεχα­σμέ­νου – είχε αρχί­σει να παρει­σφρέ­ει εις περιο­χή σκέ­ψης αλλό­κο­τη για τους πολ­λούς. Εις τόπο συναι­σθή­μα­τος βαθύ, κι αόρα­το και ξένο για τους αμύ­η­τους… Πρά­ξεις που έμελ­λαν ν’ εκδη­λω­θούν και που βρί­σκο­νταν και­ρό τώρα καλά κρυμ­μέ­νες, μακριά… ακό­μη κι απ’ αυτόν, τον ίδιο· τον ίδιο του τον εαυτό.

Δεν ήταν λογι­κό να περ­νά­ει την παρα­μο­νή των Χρι­στου­γέν­νων μόνος…

Όχι!

Το έβλε­πε καθα­ρά… Ανέ­ντι­μο! Καμία δικαιο­λο­γία! Καμία έκπτωση!

Δημιουρ­γή­θη­κε βαθ­μη­δόν η ανά­γκη να κάνει κάτι εκτός των ανθρώ­πι­νων ορί­ων και των συνη­θι­σμέ­νων… Εκ βάθους αυθόρ­μη­του ένιω­σε την ανά­γκη να γίνει διαφορετικός…

Δεν μπο­ρού­σε να κάνει αλλιώς. Η ιδιο­συ­γκρα­σία του ήταν πλέ­ον μια πελώ­ρια πλημ­μυ­ρί­δα της οποί­ας τον έλεγ­χο είχε απωλέσει.

Παρα­τη­ρη­τής θα ήταν απόψε.

Επό­πτης.

Αβο­ή­θη­τος… μπρο­στά στο αυθόρ­μη­το μυστή­ριο της ψυχής του που έμελ­λε να εκδηλωθεί.

***

Ο κυρ Αντώ­νης περ­πα­τού­σε μες το κρύο, πεί­σμων, κρα­τώ­ντας το μπα­στού­νι του και την ψυχή του. Είχε γνώ­ση των πρά­ξε­ών του, δεν είχε τον έλεγ­χό τους.

Για την ηλι­κία του η από­φα­ση να βγει από το σπί­τι, νύχτα, με κρύο και παγω­νιά, να πάει κόντρα στη φύση και το λογι­κό ήταν κατόρ­θω­μα ουκ ολί­γον ασήμαντο.

Μα δεν τον ένοια­ζε… Δεν ένιω­θε τον κίν­δυ­νο. Μάλι­στα σχε­δόν χαμο­γε­λού­σε! Ένιω­θε μιαν αλλό­κο­τη χαρά καθώς περ­πα­τού­σε… μόνος, μέσα στη νύχτα με τον αγέ­ρα να πέφει πάνω του δυνα­τός και να προ­σπα­θεί να τον ρίξει!

Πού πήγαι­νε; Τι σκο­πό είχε; Ποιος ήξερε!…

Εκεί­νος ένιω­θε την ορμή εντός του να ξεχει­λί­ζει. Την φύση να τον εξου­σιά­ζει!… Αυτό ήξε­ρε. Και περ­πα­τού­σε. Μόνος. Έρη­μος. Μέσα στη νύχτα. Παρα­μο­νή Χρι­στου­γέν­νων. Και παγωνιά…

 

Καθώς περ­νού­σε έξω από το σπί­τι του δημάρ­χου είδε φως, και κουρ­τί­να ημι­δια­φα­νής οπι­σθεν του παρα­θύ­ρου έδι­νε την δυνα­τό­τη­τα ο περα­στι­κός να δει εντός του οικήματος.

Ο κυρ Αντώ­νης στα­μά­τη­σε. Στη­ρί­χτη­κε στο μπα­στού­νι του και περιέ­στρε­ψε το κυρ­τό του κορ­μί… Κοίταξε…

Μες τη βουή του ανέ­μου ακού­γο­νταν αμυ­δρά φωνές χαρού­με­νες και γέλια προ­ερ­χό­με­να από την οικία. Θα σκε­φτό­ταν εύλο­γα κανείς ότι οι άνθρω­ποι αυτοί χαί­ρο­νταν την εορ­τι­νή αυτή μέρα, τη μέρα της συνεύ­ρε­σης και της χαράς της οικο­γε­νεί­ας. Θα σκέ­φτο­νταν ότι η τύχη τους χαμο­γε­λά και προ­στα­τεύ­ει ολο­νών τις ζωές υπο­σχό­με­νη βίον απρό­σκο­πτο, όμορ­φο και μακρύ…

Χαρού­με­νες φωνές και γέλια ακού­γο­νταν από το σπί­τι του δημάρχου.

Ο κυρ Αντώ­νης πλη­σί­α­ζε προς το παρά­θυ­ρο… της χαράς και της καταφρόνιας.

***

«Παπ­πού! Παπ­πού!… Κοί­τα!… Εμέ­να είναι κόκ­κι­νη η μπά­λα μου!» είπε γελα­στή η εγγο­νή στον παπ­πού της που κάθο­νταν στον καναπέ.

Ο δήμαρ­χος διέ­κο­ψε την συζή­τη­ση και στρά­φη­κε προς την εγγο­νή του.

«Ω! Τι όμορ­φη μπά­λα! Πού τη βρή­κες Λενού­λα μου;…»

«Μου την έδω­σε η μαμά!» είπε η τρι­σχα­ρι­τω­μέ­νη παιδίσκη.

«Μα τι όμορ­φη μπά­λα πού έχεις! Πολύ όμορ­φη! Μπρά­βο στη μαμά­κα σου!»

«Ναι! Είναι! Πολύ όμορ­φη!» είπε ολο­γέ­λα­στο το κοριτσάκι.

«Και τι θα την κάνεις, για­σε­μά­κι μου;! Θέλεις να την βάλου­με στο δέντρο;»

«Ναι! Ναι! Να την βάλου­με στο δέντρο!»

Το μικρό κορι­τσά­κι άρχι­σε να χορο­πη­δά γεμά­το χαρά κρα­τώ­ντας την χρι­στου­γεν­νιά­τι­κη μπά­λα με τα μικρά της χεράκια.

Ο παπ­πούς σηκώ­θη­κε από την καρέ­κλα του.

«Με συγ­χω­ρεί­τε μια στιγ­μή! Με καλεί η εγγο­νή μου!» είπε γεμά­τος χαρά.

«Έλα, παπ­πού! Έλα!… Μην αργείς!…» τον έβια­ζε η χαρι­τω­μέ­νη εγγο­νή του.

«Έρχο­μαι! Έρχο­μαι!» έλε­γε ο παπ­πούς χαμο­γε­λώ­ντας, απο­λαμ­βά­νο­ντας τις μικρές χαρές της ζωής…

Ο παπ­πούς της μικρής Λενού­λας πλη­σί­α­σε στο δέντρο κι έσκυ­ψε προς την μικρή εγγο­νή του.

«Πού θέλεις να την βάλουμε;»

Η μικρή ανα­σή­κω­σε τους ώμους της δηλώ­νο­ντας σύγ­χυ­ση για το πού μπο­ρού­σε να τοπο­θε­τη­θεί η μπάλα.

«Θέλεις να την βάλου­με ψηλά;… Εκεί, ψηλά στ’ αστέ­ρι;!» είπε ο παπ­πούς χαμογελαστός.

«Ναι! Ναι! Εκεί θέλω!» είπε η μικρή εγγο­νού­λα σηκώ­νο­ντας ψηλά με τα δυο της χέρια την χρι­στου­γεν­νιά­τι­κη μπάλα.

Ο παπ­πούς πήρε την μπά­λα, την σήκω­σε και την κρέ­μα­σε λίγο πιο κάτω από το παρα­μυ­θέ­νιο αστέ­ρι των Χριστουγέννων…

«Ορί­στε!» είπε. «Πώς σου φαί­νε­ται; Σ’ αρέσει;»

«Μ’ αρέ­σει πολύ! Μ’ αρέ­σει πολύ, παπ­πού­λη!» είπε το κορι­τσά­κι χορο­πη­δώ­ντας, γελώ­ντας και χτυ­πώ­ντας τα χέρια του.

«Ωραία! Θες κάτι άλλο;» είπε ο δήμαρ­χος στην μικρή του εγγο­νή με πονη­ρό χαμόγελο.

«Όχι! Όχι, παπ­πού μου! Ευχα­ρι­στώ!» έλε­γε το κορι­τσά­κι ακό­μη χοροπηδόν.

Ο παπ­πούς επέ­στρε­ψε στην θέση του χαμο­γε­λα­στός· κάθι­σε ανα­παυ­τι­κά κι είπε:

«Τι λέγα­με;»

«Λέγα­με ότι το γου­ρου­νό­που­λο είναι το καλύ­τε­ρο έδε­σμα των Χρι­στου­γέν­νων, πατέ­ρα…» είπε η κόρη του, η μητέ­ρα της Λενούλας.

«Ναι! Ψημέ­νο στον φούρ­νο με τα μπα­χα­ρι­κά του και τα μυρω­δι­κά του και τις σάλ­τσες του… είναι το κάτι άλλο!» πρό­σθε­σε ένας ανι­ψιός που σχε­δόν έγλει­φε τα χεί­λια του.

«Βλέ­πω πει­νά­σα­με, ε;» είπε ο οικοδεσπότης.

«Τι καλό μας έχε­τε φτιά­ξει, θεία;» είπε μια ανι­ψιά στην οικο­δέ­σποι­να του σπιτιού.

«Α!» έκα­νε χαμο­γε­λα­στή η σύζυ­γος σηκώ­νο­ντας απα­λά το χέρι στον αέρα και δια­λύ­ο­ντας αόρα­τη ομί­χλη. «Κάτι που θα σας αρέ­σει! Ψάρι με κολο­κυ­θά­κια βραστά…»

«Ψάρι με κολο­κυ­θά­κια βρα­στά!» είπαν ενε­οί οι περισ­σό­τε­ροι συν­δαι­τη­μό­νες εναρ­μο­νι­σμέ­νοι εν χορώ.

Ακο­λού­θη­σε σιω­πή… Έπει­τα, γέλασαν!

«Είπα και γω!» είπε πρώ­τος ο ηλι­κιω­μέ­νος δήμαρ­χος ο οποί­ος προς στιγ­μήν είχε κι εκεί­νος «ψαρώ­σει» με τα καμώ­μα­τα της γυναί­κας του. «Ψάρι με κολο­κυ­θά­κια βρα­στά… Χριστουγεννιάτικα!»

Γέλα­σαν όλοι με την καρ­διά τους.

Σε λίγο σηκώ­θη­καν και κάθι­σαν στο τρα­πέ­ζι. Εδέ­σμα­τα εκλε­κτά κοσμού­σαν την αγα­πη­μέ­νη οικο­γέ­νεια, που άχνι­ζαν και σκορ­πού­σαν μεθυ­στι­κά αρώ­μα­τα χαρού­με­νης ζωής. Το μικρό Λενά­κι, σαν αντι­λή­φθη­κε ότι ήρθε η ώρα του φαγη­τού, έτρε­ξε στην μαμά της ρωτώ­ντας επί­μο­να: «Τι έχου­με! Τι έχουμε!»

Ο μπα­μπάς του μικρού κορι­τσιού, πήρε τη κορού­λα του αγκα­λιά, την ανα­σή­κω­σε και της επέ­τρε­ψε να δει όλη την αυτο­κρα­το­ρία που απλώ­νο­νταν στο μακρύ τρα­πέ­ζι. Το χαρού­με­νο Λενά­κι έτει­νε το χέρι του και έδει­ξε, τι άλλο! τις πατά­τες και το γουρουνόπουλο.

«Αυτό θέλω!» είπε. «Μπα­μπά! Αυτό θέλω!»

«Έγι­νε, Λενά­κι μου…»

Ο τρυ­φε­ρός μπα­μπάς έδω­σε στο Λενά­κι του ένα φιλί… Η μικρή ένιω­σε μία εσω­τε­ρι­κή ευφο­ρία να απλώ­νε­ται εντός της.

«Βάλε του παι­διού, Κωστή μου, πατα­τού­λες!» είπε ο παπ­πούς στον γαμπρό του.

Ο στορ­γι­κός πατέ­ρας έδω­σε πρώ­τα μια μεγά­λη πατά­τα, καρ­φω­μέ­νη μ’ ένα πιρού­νι, στην ανυ­πό­μο­νη κορού­λα του· έπει­τα, της γέμι­σε ένα πια­τά­κι με λιχου­διές, της το έδω­σε κι εκεί­νη έφυ­γε φου­ριό­ζα, να τρέ­ξει να πάει να παίξει!

«Πρό­σε­χε!» την συμ­βού­λευ­σε η αγω­νιού­σα μαμά της. «Θα πέσεις!»

«Προ­σέ­χω! Προ­σέ­χω!» έλε­γε ο Λενά­κι μη δίνο­ντας καμία σημα­σία στις νου­θε­σί­ες της μητρός της.

Ο παπ­πούς χαμο­γε­λού­σε με τα μου­στά­κια του βλέ­πο­ντας την εγγο­νή του έτσι ζωη­ρή!… Η για­γιά σέρ­βι­ρε τρυ­φε­ρή τα υπό­λοι­πα εγγό­νια της που ήταν κατά πολύ μεγα­λύ­τε­ρα σε ηλικία…

«Ευχα­ρι­στού­με, για­γιά…» έλε­γαν και την φιλούσαν.

Όλοι ήταν αγα­πη­μέ­νοι, όλοι ήταν μονια­σμέ­νοι, συντρο­φευ­μέ­νοι, ψυχι­κά δεμέ­νοι, ευτυχισμένοι.

Και για­τί να μην ήταν άλλωστε;

Γιορ­τές ήταν. Χρι­στού­γεν­να. Μέρες χαράς και φιλαν­θρω­πί­ας… Μέρες ευτυ­χί­ας. Με την οικο­γέ­νεια και την ζεστα­σιά της. Με τα όμορ­φα όνει­ρά της· και τις υπο­σχέ­σεις της και το βαθύ γλυ­κύ μυστι­κό της…

Την αγά­πη.

***

Έξω χιό­νι­ζε πια. Το κρύο ήταν δρι­μύ… Τα παρά­θυ­ρα θόλω­ναν σιγά-σιγά. Και τα μάτια του κυρ Αντώ­νη δεν μπο­ρού­σαν άλλο να δια­κρί­νουν τα πρό­σω­πα και τις εκφρά­σεις μέσα στο σπίτι.

Ήτο πλέ­ον μόνος. Ο χιο­νάς κάλυ­πτε την πλά­τη του και σκέ­πα­ζε την περιέρ­γειά του. Έπι­πτε στους ώμους του και πάγω­νε κάθε του μικρή, κι ευαί­σθη­τη ελπίδα…

Το τζά­μι θόλω­σε εντελώς.

Δεν έβλε­πε τίπο­τα. Κανέ­να ανθρώ­πι­νο μάτι δεν θα μπο­ρού­σε να δια­πε­ρά­σει το πέπλο αυτό της κατα­φρό­νιας. Μόνο μάτια νοη­τά ίσως… ιδε­α­τά… σαν των παρα­μυ­θιών… που θα διερ­ρή­γνυαν την συγκε­κα­λυμ­μέ­νη υπό­στα­ση του μικρού πάγου και θα παρα­νο­μού­σαν ωσάν κλέ­φτες θρα­σείς και θα εισορ­μού­σαν… εις κόσμον ξένον, άσπλα­χνον, απο­ξε­νω­μέ­νον, ανέ­ντι­μα ζεστόν, αδιάφορον…

Ω! ναι… Έτσι ήταν.

 

Ο κυρ Αντώ­νης μάζε­ψε την πλη­γω­μέ­νη του ψυχή, πήρε στα χέρια του την χαμέ­νη του ορμή και κίνη­σε να περ­πα­τά άσκο­πα στον χιο­νιά ανα­ζη­τώ­ντας το μικρό φωτά­κι των ανθρώ­πων που… ήταν σίγου­ρος!… ήταν κάπου εκεί έξω…

Το πραγ­μα­τι­κό φωτά­κι… των Ανθρώπων.

 

Χαμέ­νος στις σκέ­ψεις του, με το παλιό μπα­στού­νι του, περ­πα­τού­σε στους δρό­μους και τα στε­νά της έρη­μης εορ­τι­νής νύχτας. Τι ειρω­νεία! Εορ­τή στους δρό­μους! Χαρά στον χιο­νιά! Αγά­πη στο κρύο!… Πράγ­μα­τα τόσο ξένα για τους ανθρώ­πους… Κι όμως! Κάποιοι ευτυ­χού­σαν σήμε­ρα, κάποιοι γελού­σαν. Έχο­ντας ξεχά­σει, όπως κάθε μέρα της τακτο­ποι­η­μέ­νης ζωής τους, τους ανθρώ­πους και τον πόνο τους… Έχο­ντας λησμο­νή­σει ότι άνθρω­πος είναι μόνον εκεί­νος που βοη­θά τον συνάν­θρω­πόν του, που προ­σπα­θεί να κατα­νο­ή­σει τους λόγους της δυστυ­χί­ας του· και σπεύ­δει να τους αλλά­ξει… Έχο­ντας ρίξει εις γκρε­μό τ’ απο­μει­νά­ρια της αυθε­ντι­κής ευαι­σθη­σί­ας τους, από­ψε ακό­μη μια φορά… οι άνθρω­ποι ξέχα­σαν πως είναι άνθρω­ποι… κι εκτύ­λι­ξαν την αγά­πη μόνο γι’ εκεί­νους και τ’ αγα­πη­μέ­να τους πρό­σω­πα, και τους δικούς τους.

«Αυτό δεν είναι άνθρω­πος» έλε­γε με λύπη στην καρ­διά του ο κυρ Αντώ­νης ενώ περ­πα­τού­σε στους δρό­μους με τον χιο­νιά να μεγα­λώ­νει… «Αυτό είναι απο­νιά! Φύλ­λο μονάχο…»

Για­τί τα δέντρα έχουν κάθε τους φύλ­λο το ένα κοντά στο άλλο… για­τί το κάθε φύλ­λο ζει από τ’ άλλο και δίχως το δέντρο και την ζωή που αυτό τους εμφο­ρεί τίπο­τα δεν είναι τα φύλ­λα… παρά μονά­χα φύλ­λα ξερά, μονα­χά, πεσμέ­να, φθινοπωρινά…

«Έτσι έγι­ναν οι άνθρω­ποι» σκέ­φτο­νταν ενδια­θέ­τως περ­πα­τών ο κυρ Αντώ­νης επι­ζη­τώ­ντας, πώς! μία από μηχα­νής Δικαιοσύνη…

 

Κι ο κυρ Αντώ­νης γύρι­σε τους δρό­μους ώρα πολ­λή… Περ­πά­τη­σε κι ερεύ­νη­σε κάθε γωνιά πέριξ της γει­το­νιάς του· έψα­ξε όλες τις άγνω­στες πτυ­χές και τις σκο­τει­νές σχι­σμές των τοί­χων και των κρύ­ων δρό­μων… Κοί­τα­ξε σ’ όλα τα σπί­τια… Μελέ­τη­σε όλα τα φαι­νό­με­να αυτής της έρη­μης νύχτας· της εορ­τι­νής… Στο­χά­στη­κε κάθε πρό­σω­πο που είδε…

Τίπο­τα.

Κανέ­να φωτά­κι απόψε.

Καμιά απα­ντο­χή.

Αφού εννό­η­σε λοι­πόν ότι οι άνθρω­ποι θέλη­σαν να ξεχά­σουν τους ανθρώ­πους… απο­φά­σι­σε να γυρί­σει πίσω…

Ανα­σή­κω­σε το μπα­στού­νι του, το χτύ­πη­σε ελα­φρά στην πάχνη του χιο­νιά (θέλο­ντας έτσι να δεί­ξει στην Φύση το κρί­μα που κου­βα­λούν οι άνθρω­ποι στη ζωή τους) και κίνη­σε να γυρί­σει πίσω, περ­πα­τώ­ντας αργά… με κόπο, στο έρη­μό σπί­τι του.

Δεν ήταν μόνος στη ζωή. Κι ας μην το ήξε­ρε. Χιλιά­δες άνθρω­ποι την νύχτα εκεί­νη βγή­καν στους δρό­μους κι έψα­χναν την χαμέ­νη Ψυχή του κόσμου…

Πλη­σί­α­ζαν στα παρά­θυ­ρα, κοι­τού­σαν και αφου­γκρά­ζο­νταν τους ανθρώ­πους που θέλη­σαν μόνο τον εαυ­τό τους…

Έπει­τα, γύρι­σαν κι εκεί­νοι στα σπί­τια τους. Μόνοι… Έρη­μοι… Ξεχα­σμέ­νοι… Και το Πνεύ­μα των Χρι­στου­γέν­νων κατά­λα­βαν ότι ζού­σε μόνο στα παρα­μύ­θια που άκου­σαν μικροί… Τι λύπη να μην ήταν μικροί!… Τι άχθος να είναι μεγά­λοι!… Τι έλλει­ψις να είναι η ζωή σκλη­ρή κι αβά­στα­χτη σαν πέτρα… Άτλα­ντες ήσαν. Αιώ­νια δεμέ­νοι δού­λοι, σκλά­βοι των Ουρανών.

Έτσι ένιω­θαν.

 

Ο κυρ Αντώ­νης έφτα­σε σπί­τι του.

Έβγα­λε το κασκόλ του. Κρέ­μα­σε το καπέ­λο του. Άφη­σε το μπα­στού­νι του στην άκρη και πήγε στο κρε­βά­τι του. Κάθι­σε, έβγα­λε με δυσκο­λία τα παπού­τσια του και ξάπλω­σε, έτσι όπως ήταν, με τα ρού­χα. Πήρε τον Παπα­δια­μά­ντη του… κι άνοι­ξε μία σελί­δα. Διά­βα­σε… «Έρω­τας στα Χιόνια»

Εσυ­γκι­νή­θη.

Έπει­τα, άφη­σε το βιβλίο. Έκλει­σε το φως, εκοι­μή­θη. Κι εκοι­μή­θη ώρα πολ­λήν ο κυρ Αντώ­νης, δια πολύν και­ρόν… Για­τί είχε κου­ρα­στεί πια, από τον χιο­νιά κι απ’ αυτή την νύχτα την εορ­τι­νή κι απ’ τη ζωή του… κι ήθε­λε κάπως να ξεκου­ρα­στεί… Εκοι­μή­θη. Όπως κοι­μού­νται οι άνθρω­ποι στις μέρες μας. Εκοι­μή­θη ύπνον αξύ­πνη­τον, φρικώδη.

Οι άνθρω­ποι έξω, μη νιώ­θο­ντας τίπο­τα, γελού­σαν· χαί­ρο­νταν· ευτυχούσαν.

Ο κυρ Αντώ­νης δε γέλα­σε ποτέ ξανά.

 

Να’ σαι καλά, κυρ Αντώνη.

Είθε το πνεύ­μα των ανθρώ­πων να γίνει πραγ­μα­τι­κά ανθρώ­πι­νο και να ανθί­σουν μέρες όμορ­φες ξανά και ζεστές στον κήπο της γης.

Να ‘σαι καλά, κυρ Αντώ­νη. Και ‘μεις ιχνη­λα­τή­σα­με τον πόνο σου και κρα­τή­σα­με τον πόνο της ψυχής σου…

Κοι­μή­σου…

Αυτή η ζωή μέλ­λε­ται ν’ αλλάξει.

 

 

***

Νίκος Γεωρ­γα­ντώ­νης

n-georgantonis-picΓεν­νη­θείς το 1984, στον Βύρω­να Αττι­κής. Σπού­δα­σε Ηλε­κτρο­νι­κός Μηχα­νι­κός και Μηχα­νι­κός Υπο­λο­γι­στών στο Πολυ­τε­χνείο Κρή­της. Εξέ­δω­σε την πρώ­τη του λογο­τε­χνι­κή συλ­λο­γή με τίτλο “Η Βασα­νι­σμέ­νη Ψυχή του Κόσμου” (Ποι­ή­μα­τα & Διη­γή­μα­τα, Εκδό­σεις Γκο­βό­στη, Δεκ.2014) στο οποίο αξιο­ποιεί δημιουρ­γι­κά ένα μέρος του Λογο­τε­χνι­κού κεκτη­μέ­νου. Έχει δημο­σιεύ­σει έργα στον τύπο, στο δια­δί­κτυο, σε εφη­με­ρί­δες σωμα­τεί­ων. Είναι μέλος του ΟΜΙΛΟΥ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ, και της Συλ­λο­γι­κό­τη­τας Αγώ­να για την ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο