Σε μια ζεστή συγκινητική συντροφική βραδιά, ο αειθαλής κομμουνιστής αγωνιστής Λάζαρος Κυρίτσης ‑ορθοστατών και ορθοβαδίζων, υποδέχτηκε και ευχαρίστησε, γιορτάζοντας τα 100 χρόνια του, συντρόφους, φίλους, συγγενείς και δεκάδες απλούς ανθρώπους της λαϊκής οικογένειας που ήρθαν για να τον τιμήσουν.
Παρών στη ζεστή βραδιά ‑φυσικά και ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, Δ. Κουτσούμπας, επικεφαλής πολυμελούς κλιμακίου του Κόμματος (διακρίναμε τους Δημ. Γόντικα, Σπύρο Χαλβατζή, το Θέμη Γκιώνη και πολλούς άλλους).
Ο εορτάζων μας καλωσόρισε με λίγα λόγια απ’ την ιστορική του διαδρομή -πάντα μέσα απ’ τις γραμμές του ΚΚΕ μέσα σε έναν φλογισμένο αιώνα, μιλώντας για το ξεκίνημά του στον αγώνα και την ένταξή του από πολύ μικρός στο κίνημα.
Μίλησε για τα χρόνια της Εθνικής Αντίστασης -«ξεκίνησα» ‑είπε «από υπεύθυνος του ΕΑΜ στο χωριό μου» και στη συνέχεια «στον εφεδρικό ΕΛΑΣ και από το 44 στον ενεργό ΕΛΑΣ», αναφέρθηκε και στην τελευταία μάχη όπου ‑παρά την εντολή να υποχωρήσουν, έμειναν, πολέμησαν και κατατρόπωσαν τους Γερμανούς στη Ζίτσα.
Ο Δ. Κουτσούμπας εξέφρασε τη χαρά και την τιμή του Κόμματος να γιορτάζει τα 100 χρόνια ζωής, αγώνα και θυσίας ενός ξεχωριστού μέλους του, «ζωής αγώνα και θυσία με το ΚΚΕ στην πρωτοπορία», του ευχήθηκε υγεία και δύναμη στο πλευρό των οικείων, των συντρόφων του, «παρών στις διαδηλώσεις, στα φεστιβάλ, παντού» τονίζοντας ότι «στο πρόσωπό του το ΚΚΕ τιμά τη δρακογενιά της αθάνατης ΕΑΜικής Εθνικής μας Αντίστασης, του Δημοκρατικού Στρατού, όλων των λαϊκών αγώνων που έδωσαν τα καλύτερα παιδιά ‑ακόμη και τη ζωή τους, στον αγώνα για να ανθρωπέψει ο άνθρωπος και να ζήσουμε εμείς και οι επόμενες γενιές καλύτερες μέρες» λέγοντας χαρακτηριστικά πως «οι σεισμοί που θα έρθουν θα είναι λυτρωτικοί και σ’ αυτούς έχεις βάλει όχι μόνο λιθαράκι, έχετε βάλει τεράστιο ογκόλιθο», για να πάρει πάλι το λόγο ο σ.φος Λάζαρος τονίζοντας ‑παραπάνω από μια φορά πως «αυτή η τιμή που μου κάνετε, ο συμβολισμός κλπ στο πρόσωπό μου τιμά όλους τους αγωνιστές της Εθνικής μας Αντίστασης» ‑αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε.
Στη συνέχεια ο Δ. Κουτσούμπας και πρόσφερε στον εορτάζοντα έναν πίνακα του Β. Αρμάου -από το ιστορικό αρχείο του ΚΚΕ, που φιλοτεχνήθηκε στη Μακρόνησο το 1948 και μια κάρτα ειδικά φιλοτεχνημένη για τα 100 χρόνια του, που έγραφε «…
Μπόλικη πέτρα
μπόλικη καρδιά
να χτίσουμε τις αυριανές φάμπρικες
τα λαϊκά μέγαρα
τα κόκκινα στάδια
και το μεγάλο μνημείο
των ηρώων της επανάστασης
Στο σύντροφο Λάζαρο Κυρίτση
για τα 100 του χρόνια
Η ΚΕ του ΚΚΕ
Ο Λάζαρος Κυρίτσης, γεννήθηκε στη Χαραυγή Ιωαννίνων το 1920. Παρακολούθησε το σχολείο στο χωριό του, στην Πωγωνιανή, στην Αθήνα και στην Παραμυθιά και μπήκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών παίρνοντας για το πρώτο έτος, υποτροφία. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην πρωτεύουσα, εργάστηκε για κάποιο διάστημα, αμισθί ‚σε ένα γαλακτοπωλείο, κάτω από άθλιες συνθήκες, ξυπόλητος, ρακένδυτος και καταπονημένος.
Με τον πόλεμο, διέκοψε τις σπουδές του και κατατάχτηκε εθελοντικά στον ΕΛΑΣ ‑πήρε πτυχίο το 1952.
Κατά την περίοδο της Χούντας πιάστηκε πάλι και καταδικάστηκε για την αντιδικτατορική δράση του εκτίοντας ποινή φυλάκισης, έξι ετών.
Υπήρξε, τρεις φορές υποψήφιος βουλευτής, με την ΕΔΑ και με το ΚΚΕ, το 1975 στα Γιάννενα και το 1981 στη Β’ Αθήνας. Ενεργή ήταν και η συμμετοχή του στα κοινά της Τοπικής Διοίκησης: Εκλεγόταν επί τριάντα οκτώ συνεχή χρόνια από το 1964, πρώτος σε ψήφους δημοτικός σύμβουλος στου Ζωγράφου, δημαρχεύων το 1978 ‑το 1991 διετέλεσε αντιδήμαρχος και. Συνεχίζει ενεργά τη δράση του, ως πρόεδρος του παραρτήματος της Εθνικής Αντίστασης Ζωγράφου και ως μέλος του ΔΣ (αντιπρόεδρος) της ΠΕΚΑΜ (Πανελλήνιας Ένωσης Κρατουμένων αγωνιστών Μακρονήσου) ‑έχει και πέντε εγγόνια…
Τον ελεύθερο χρόνο του ο σ.φος Λάζαρος τον αφιερώνει ‑πέρα από τη συνεχή ενασχόληση με τα κοινά, στους αγώνες της λαϊκής οικογένειας για καλύτερη ζωή, σε συγγραφικές εργασίες και στο διάβασμα. Δε σταματάει ποτέ να μορφώνεται και να μαθαίνει (μάλιστα παρακολούθησε και τμήμα χειρισμού ηλεκτρονικών υπολογιστών, με πιστοποίηση!)
Αναφέρουμε δυο χαρακτηριστικά περιστατικά, από τα «ανθρώπινα» που συχνά σημαδεύουν τη ζωή μας
(το 1ο)
Στην Παραμυθιά, μαθητής τα Χριστούγεννα του 1937 ο τύφος θέριζε στην περιοχή προσβλήθηκε κι ο Λάζαρος. Πολλοί χάθηκαν αυτός σώθηκε χάρη στην «ομάδα διάσωσης» καθηγητών και συμμαθητών του, που καθημερινά ανέβαινε στο βουνό, διανύοντας χιλιόμετρα, μεταφέροντας χιόνι, απαραίτητο, για το θανατηφόρο πυρετό. Ύστερα από προτροπή μάλιστα, ενός καθηγητή ‑γιατί «έπρεπε να σωθεί ο Λάζαρος» όπως έλεγε, 18 συμμαθητές του, κάθονταν με βάρδιες, από τις 6 το πρωί ως τις 12 τα μεσάνυχτα, κάθε μέρα και άλλαζαν τις κομπρέσες χιονιού, για να κρατήσουν χαμηλά το πυρετό, ενώ ο ίδιος είχε αναλάβει να φέρνει καθημερινά και γιατρό, για ένεση αδρεναλίνης, που ήταν απαραίτητη. Έτσι ο Λάζαρος σώθηκε και τελείωσε την 6η Γυμνασίου, ύστερα από δυόμιση μήνες, βαριάς νοσηλείας .
(το 2ο Πως έκοψα το κάπνισμα…)
Όταν μας κλείσανε στη Μακρόνησο, μας βάλανε σε σκηνές των 12 ατόμων. Κάναμε μια σύσκεψη, οργανώσαμε την κολεκτίβα μας, αποφασίσαμε να μαζεύουμε ότι μας στέλνουν απ’ έξω, χρήματα, γλυκά, τρόφιμα, τσιγάρα κλπ, και τα μοιράζαμε σε ίσα μερίδια, σε όλους, ανεξάρτητα από την συνεισφορά του καθένα. Ορίσαμε και διαχειριστή έναν δάσκαλο, τον Κυριάκο Μεσιτίδη, ο οποίος έκανε τη μοιρασιά.
Ειδικά για το κάπνισμα, αποφασίσαμε ο Κυριάκος, που δεν κάπνιζε, να έχει την αποθήκη και να μοιράζει τα τσιγάρα που μας έδιναν, κάτι ΛΕΡΤΑ, χαμηλής ποιότητας, σε κούτες των 50. Το κάπνισμα άρχιζε στις 9 το πρωί και τελείωνε στις 9 το βράδυ. Σε αυτό το διάστημα, κάθε ολόκληρη ώρα που συμπληρωνόταν, ο δάσκαλος μοίραζε από ένα τσιγάρο. Αν είχαμε δουλειά έξω από τη σκηνή που υπερέβαινε τη μια ώρα μας έδινε τα ανάλογα τσιγάρα. Αν ενδιάμεσα στο μοίρασμα δεν είχες πάρει το τσιγάρο δεν έπαιρνες άλλο. Έπρεπε να περάσει η ώρα για να πάρεις άλλο. Έτσι πέρναγε ο καιρός.
Στις αρχές του 1948 (29 Φλεβάρη), λίγο πριν τη σφαγή στο ΑΕΤΟ μαθαίνουμε ότι άρχισαν οι εκτελέσεις των κρατουμένων καταδικασμένων σε θάνατο στο Λαζαρέτο της Κέρκυρας. Μεταξύ αυτών ήταν και ο αδελφός μου ο Παντελής καταδικασμένος σε θάνατο από το στρατοδικείο Ιωαννίνων. Με κυρίευσε η αγωνία, η ανησυχία και η στενοχώρια. Δεν με έπιανε ο ύπνος. Κατά τη μια μετά τα μεσάνυχτα σηκώθηκα και άρχισα να ψάχνω μήπως βρω ένα τσιγάρο, έστω μια γόπα, κάτι. Όπως έψαχνα, ξύπνησε ο διαχειριστής.
— «Λάζαρε τι κάνεις;»
— «Να, ψάχνω μήπως βρω κανένα τσιγάρο».
— «Τι θα γίνει με σένα μωρέ Λάζαρε;»
Στεναχωρήθηκα, το εξέλαβα διαφορετικά. Επειδή ήμουν ο μοναδικός από τους 12 στρατιώτες της σκηνής, ο οποίος δεν έπαιρνε ποτέ τίποτα, κανένα δέμα από έξω. Δεν μπορούσε να μου στείλει κανείς κάποιο δέμα, δυο κουλούρια ας πούμε. Ήμουν ο μόνος στη κολεχτίβα που δεν πρόσφερα τίποτα. Αυτό που μου είπε, το «τι θα γίνει με σένα», εγώ το κατάλαβα ως «τι θα γίνει με σένα που δεν προσφέρεις τίποτα στη κολεχτίβα, ζητάς τώρα έξω από την απόφαση που έχουμε πάρει για τις ώρες καπνίσματος…»
— «Όχι», μου λέει, «9 η ώρα το πρωί θα έχεις ένα τσιγάρο, πήγαινε να κοιμηθείς τώρα. Εγώ δεν μπορώ να παραβιάσω μια απόφαση που την έχεις υπογράψει και συ».
Με έπιασε το παράπονο, ένα βουβό κλάμα. Τότε πήρα την απόφαση και είπα «τέρμα το κάπνισμα». Για μια αδυναμία. Όχι, τέρμα το κάπνισμα!
Εννέα η ώρα το πρωί ήρθε ο δάσκαλος και μου πρόσφερε:
— «Ορίστε το τσιγάρο σου».
— «Ευχαριστώ, το έκοψα…», του απάντησα και τον ευχαρίστησα για την προσφορά του και την καλή διαχείρισή του.
(και δεν ξανακάπνισα…)