Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τζον Στάινμπεκ, το έργο του θα στέκει υπεράνω του συμβιβασμού του, την περίοδο του μακαρθισμού

Ο Αμε­ρι­κα­νός πεζο­γρά­φος, σενα­ριο­γρά­φος και δρα­μα­τουρ­γός, Τζον Στάιν­μπεκ γεν­νή­θη­κε στις 27 Φεβρουα­ρί­ου του 1902, στο Σαλί­νας της Καλιφόρνια.

Σπού­δα­σε στο πανε­πι­στή­μιο του Στάν­φορντ κατά δια­δο­χι­κά δια­στή­μα­τα από το 1920 ως το 1926, αλλά δεν πήρε πτυχίο.

Λόγω οικο­νο­μι­κών δυσχε­ρειών της οικο­γέ­νειάς του υπο­χρε­ώ­θη­κε να εξα­σκή­σει διά­φο­ρα επαγ­γέλ­μα­τα. Έτσι, δού­λε­ψε ως εργά­της, ξυλουρ­γός, ελαιο­χρω­μα­τι­στής, δημοσιογράφος.

Ο Στάιν­μπεκ έγι­νε γνω­στός με το μυθι­στό­ρη­μα “Τορ­τί­λα Φλατ” το 1935, αλλά η μεγά­λη επι­τυ­χία ήλθε το 1937 με το “Άνθρω­ποι και ποντί­κια”. Δύο χρό­νια αργό­τε­ρα με τα “Στα­φύ­λια της οργής” καθιε­ρώ­θη­κε μαζί με τον Φώκνερ και τον Χέμιν­γου­εϊ ως ένας από τους τρεις μεγά­λους σύγ­χρο­νους Αμε­ρι­κα­νούς συγ­γρα­φείς. Το 1940 το μυθι­στό­ρη­μά του τιμή­θη­κε με το Βρα­βείο Πού­λι­τζερ. Κατά τη διάρ­κεια του Δευ­τέ­ρου Παγκο­σμί­ου Πολέ­μου ο Στάιν­μπεκ εργά­στη­κε ως πολε­μι­κός αντα­πο­κρι­τής για λογα­ρια­σμό της εφη­με­ρί­δας “New York Herald Tribune”, ενώ κατά τη διάρ­κεια της καριέ­ρας του συνερ­γά­στη­κε με διά­φο­ρα περιο­δι­κά και εφημερίδες.

Το 1948, σε μια επο­χή όπου οι ΗΠΑ είχαν κατα­λη­φθεί από αντι­κομ­μου­νι­στι­κή υστε­ρία, ταξί­δε­ψε στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση.  Υπήρ­ξε προ­σω­πι­κός φίλος δύο αμε­ρι­κα­νών προ­έ­δρων: του Τζων Κένε­ντι και του Λίντον Τζόν­σον. Τιμή­θη­κε με το βρα­βείο Νόμπελ λογο­τε­χνί­ας το 1962.

Ο Τζον Στάιν­μπεκ υπήρ­ξε μια μεγά­λη — ανά­λο­γη και ομό­λο­γη του Τζακ Λόντον — ελπί­δα της προ­ο­δευ­τι­κής αμε­ρι­κα­νι­κής λογο­τε­χνι­κής παρά­δο­σης στα τέλη της δεκα­ε­τί­ας του 1920 και σ’ όλη τη δεκα­ε­τία του 1930, καθώς με το έργο αυτής της περιό­δου (λ.χ. «Το ποτή­ρι του αφέ­ντη», «Η κοι­λά­δα της Τορ­τί­για», «Η αμφί­βο­λη μάχη», «Ανθρω­ποι και ποντί­κια» και προ­πα­ντός το αρι­στουρ­γη­μα­τι­κό, επι­κό μυθι­στό­ρη­μα «Τα στα­φύ­λια της οργής») κατήγ­γει­λε, με δρα­μα­τι­κό, αλλά και σαρ­κα­στι­κό τρό­πο την απάν­θρω­πη κατα­πί­ε­ση των λαϊ­κών μαζών από τους παλιούς μεγα­λο­γαιο­κτή­μο­νες και τα νέα τζά­κια του καπι­τα­λι­στι­κού κεφα­λαί­ου — ανθρω­πο­φα­γι­κών κατα­κτη­τών του αμε­ρι­κα­νι­κού νότου, απο­κα­λύ­πτο­ντας πολύ έγκαι­ρα το κάλ­πι­κο «αμε­ρι­κα­νι­κό όνει­ρο» περί δημο­κρα­τί­ας, ισο­νο­μί­ας, ίσων ευκαι­ριών και ευζω­ί­ας όλων των κατοί­κων στις ΗΠΑ.

Το σύνο­λο του πεζο­γρα­φι­κού και σενα­ρια­κού έργου του, αλλά προ­πά­ντων «Τα στα­φύ­λια της οργής» και η νου­βέ­λα «Ανθρω­ποι και ποντί­κια» θα στέ­κουν υπε­ρά­νω του συμ­βι­βα­σμού του, την περί­ο­δο του μακαρ­θι­σμού, αλλά και του Νόμπελ που έλα­βε το 1962.

Ο Τζον Στάιν­μπεκ πέθα­νε στη Νέα Υόρ­κη το 1968.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο