Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Του Κλήδονα, στο Λασίθι

Μια παρά­ξε­νη συγκί­νη­ση σε κυριεύ­ει. Η ψυχή οσμί­ζε­ται κι άλλα. Ζεις τις στιγ­μές. Βυθί­ζεις το βλέμ­μα στο μισο­φω­τι­σμέ­νο σοκά­κι. Ένα βλε­φά­ρι­σμα μόνο και το σπα­σμέ­νο σου φτε­ρό πετα­ρί­ζει. Το μετα­ξω­τό φου­στά­νι στέ­νε­ψε πολύ, σε σφίγ­γει στο στή­θος. Πνί­γε­σαι, ανοί­γεις τα φιλ­ντι­σέ­νια κου­μπιά, όλα. Ρίχνεις μια χού­φτα νερό στο πρό­σω­πο. Τρέ­χει στο λαι­μό σου, μα δεν σβή­νει τη δίψα. Μυρί­ζει ο τόπος για­σε­μί. Γυμνά­ζεις το πνεύ­μα, νομίζεις…

lasithi1

Το σώμα είναι σώμα, κατά­λυ­σέ το, να μην βρει ο Χάρος να πάρει. Λαχτα­ράς, ακόμη…

Ο κοι­μι­σμέ­νος πόθος, ο ανεκ­πλή­ρω­τος, με την αλη­θι­νή του μορ­φή πιά­νει το μαντο­λί­νο. Το ίδιο σπλα­χνι­κός, όπως τότε ακού­γε­ται, σπλα­χνι­κός και θλιμ­μέ­νος. Αλύ­γι­στη θα προ­χω­ρή­σεις. Είναι που θέλεις να κοι­τά­ξεις κατα­πρό­σω­πο τον Δαί­μο­να, με όλες τις ανθρώ­πι­νες αισθή­σεις. Αγα­πάς, απελ­πι­σμέ­να αγα­πάς τη ζωή και την αιώ­νια φύση του έρω­τα. Να μην περά­σει και τού­τη η νύχτα μ’ αδεια­νά χέρια, να μην έρθει άλλη χει­ρό­τε­ρα διστακτική.

Κι όμως είναι η μοί­ρα σου, ό,τι ποθείς να τ’ απο­φεύ­γεις. Νυσταγ­μέ­νη παίρ­νεις το χορ­τα­ρια­σμέ­νο μονο­πά­τι, να προ­λά­βεις να λησμο­νή­σεις το αλη­σμό­νη­το. Εξου­σιά­ζεις την ταρα­χή και το τρε­μού­λια­σμα, νομίζεις…

Φτε­ρο­κο­πά η καρ­διά σου, τρε­λαί­νε­σαι. Παρά­ξε­να γνώ­ρι­μη η παλιά ανυ­πο­μο­νη­σία κυριεύ­ει την ψυχή σου. Θα μισα­νοί­ξεις τα χεί­λη, μα δεν θα μιλή­σεις. Θα δαγκώ­σεις τα χεί­λη, να ματώ­σουν, μα δεν θα φτά­σεις στο φιλί. Αντι­στέ­κε­σαι, ναι, μα η φωνή δεν σε αφή­νει, το κάλε­σμα με τις μαντι­νά­δες του Μήτσου Σταυ­ρα­κά­κη σε κάνει ξαφ­νι­κά περί­λυ­πη ως το θάνατο :

«Πίνω κρα­σί μα δε μεθώ ρακί και δε με πιάνει,

μόνο το μπρού­σκο του σεβ­ντά στην όρε­ξη με βγάνει.

Δώσ’ μου τσ’ αγά­πης σου νερό να λού­σω την καρ­διά μου

για­τί την εγα­ριώ­σα­νε οι στε­ναγ­μοί κερά μου.»

lasithi2

Η ανά­μνη­ση μαστι­γώ­νει τη σκέ­ψη. Η φιλο­δο­ξία γίνε­ται προ­σευ­χή. Αγγί­ζεις το δάκρυ στα μάτια. Δεν είναι αναί­μα­χτο τού­το το παι­χνί­δι, στο­χά­ζε­σαι πριν ξεγλι­στρή­σεις στο σκοτάδι. ΄

Οι μικρές λεπτο­μέ­ρειες της ζωής θ’ απο­κτή­σουν άλλη σημα­σία για εσέ­να που πιστεύ­εις στους οιω­νούς.  Κοντα­να­σαί­νεις στον Άγιο Γεώρ­γιο. Δυο τρεις ακό­μη μεγά­λες δρα­σκε­λιές και φτά­νεις στην κάτω βρύ­ση. Μια κου­κου­βά­για θα σου κόψει τον δρό­μο και τη χαρά της προσ­δο­κί­ας. Πριν ανοι­γο­κλεί­σεις τα μάτια, θα τινά­ξει τα φτε­ρά της πάνω στη φορ­τω­μέ­νη δρο­σο­μη­λιά. Ένα κλω­νά­ρι λυγί­ζει μπρο­στά σου, λυγί­ζεις κι εσύ, σε κάθε φύση­μα του ανέ­μου. Κάνεις να προ­χω­ρή­σεις, μα τα πόδια είναι καρ­φω­μέ­να στο χώμα. Το μελ­λού­με­νο να γίνει έσβησε…

Απλώ­νεις το χέρι. Το μήλο που μόλις έκο­ψες είναι σκλη­ρό, ίσως και λίγο στυ­φό, και πικρό, μα είναι για το καλό σου. Οι πρό­γο­νοι σου, το χρη­σι­μο­ποιού­σαν για τη συντή­ρη­ση του κρα­σιού στο βαρέ­λι, για να μην ξινί­σει, για να πάρει άρω­μα, για ν’ αντέ­χει στις παρα­ξε­νιές του και­ρού. Δεν χρειά­ζο­νται πολ­λά λόγια. Είναι αυτό που κατά­λα­βες, η πίκρα, αυτή που σκο­τώ­νει τις κακές ουσί­ες και αφή­νει απεί­ρα­χτες τις καλές στο κρα­σί, η πίκρα θα σου επι­τρέ­ψει να κρα­τή­σεις τη γλύ­κα της ανάμνησης…

«Ανοί­ξε­τε τον Κλή­δο­να να βγει η μηλιά με τ’ άνθη

να βγει σγου­ρός βασι­λι­κός που μ’ έβα­λε στα πάθη» ,

από τον οντά η μαντι­νά­δα, σύμ­φω­νη με την αστέ­ρευ­τη ανά­γκη σου. Το βρα­χνό κάλε­σμα ξεσκί­ζει την καρ­διά σου.

Στο κλω­θο­γύ­ρι­σμα της αυγής με την πικρή γεύ­ση της περη­φά­νιας ν’ ανά­βει στα χεί­λη θα βρεις τη μια λέξη να ρωτή­σεις, γιατί;

«Όι, όι, δεν γίνε­ται ο Κλή­δο­νας επα­δέ, επα­δέ είναι το Λαο­γρα­φι­κό Μου­σείο» , θ’ απο­κρι­θεί η θεια Ανε­ζί­να, που κάθε­ται στο ανα­πο­δο­γυ­ρι­σμέ­νο πιθα­ρό­γα­στρο και μπα­λώ­νει μια οκτα­φυλ­λά­τη τσό­χι­νη βρά­κα του γέρο Χατζο­δη­μή­τρη. Ύστε­ρα μαζί με το χαμό­γε­λο, καλό­καρ­δα θα σου χαρί­σει κι ένα ματσά­κι γιασεμιά.

lasithi3

Οι κοπε­λιές έχου­νε  φέρει την κλει­δω­μέ­νη στά­μνα με το αμί­λη­το νερό  στην απά­νω πλα­τεία, στην αυλή της εκκλη­σιάς, στο παλιό Διδα­κτή­ριο που βρί­σκε­ται η Συλ­λο­γή του Ελευ­θε­ρί­ου Βενι­ζέ­λου. Στον ίδιο αυλό­γυ­ρο θ’ ανά­ψουν το μεση­μέ­ρι τα ντε­λι­κα­νι­δά­κια του χωριού τη φου­νά­ρα με τα ξερα­μέ­να στε­φά­νια της Πρω­το­μα­γιάς, και τα πασου­κλί­δια που φέρα­νε απ’ τα όρη. Θ’ ανά­ψουν ματιές, θα καούν καρ­διές, μέλι το φιλί…

lasithi4

Σε τού­το το γυρι­σμό στο Λασί­θι, η ζωή έχει τη δύνα­μη να σε ξαφ­νιά­ζει από την αρχή με μιαν ακα­τά­λυ­τη ορμή. Επι­στρέ­φεις, χωρίς μάταιες ανταρ­σί­ες, επι­στρέ­φεις για­τί έχεις χρέ­ος να λιχνί­σεις ξανά στ’ αλώ­νι όλες σου τις στιγ­μές, όλες σου τις σκέ­ψεις και τις πρά­ξεις μαζί. Τώρα που μέρω­σε η καρ­διά σου, τώρα που οι ασά­λευ­τες παρου­σί­ες δεν σε στοι­χειώ­νουν, επι­στρέ­φεις να λυτρωθείς.

Κατά­μο­νη μα όχι λησμο­νη­μέ­νη στην κορ­φή στην Κεφά­λα. Κοι­τάς στα περα­σμέ­να. Μέσα από ένα θαμπό γυα­λί ψάχνεις το Λασί­θι που αγά­πη­σες, το Λασί­θι στην ψίχα της ψυχής σου μια κλω­στή κόκ­κι­νη, τυλιγ­μέ­νη στην λαθρα­κια­σμέ­νη ανέ­μη της Κοκολίνας.

Με την όρα­ση πολιορ­κείς τα κοντι­νά και τα μακρι­νά, όλα όσα χορεύ­ουν σε τού­το το απά­νω δώμα της γης. Στην κάψα του μεση­με­ριού αγνα­ντεύ­εις την πυρ­κα­γιά της θημω­νιάς  στα στα­ρο­χώ­ρα­φα, στο Μέσα Λασί­θι, στο Μέσα Λασι­θά­κι και στον Άγιο Κωνσταντίνο.

Ο άνε­μος στο Λασί­θι, προ­τεί­νει να συναι­σθά­νε­σαι και να βιώ­νεις σε κάθε λέξη και σε κάθε εικό­να που σχη­μα­τί­ζε­ται στην φαντα­σία σου όλα όσα υπα­γο­ρεύ­ει ο Μέγας Τόπος και φτά­νουν στην ψυχή.

Ο άνε­μος στο Λασί­θι, με ανε­πι­τή­δευ­τη απλό­τη­τα πολ­λα­πλα­σιά­ζει εκεί­νες τις ανά­σες που διεκ­δι­κού­νται ακό­μη, παύ­σεις και στιγ­μές που υπο­νο­ού­νται στη ζωή και στον έρωτα.

Το Λασί­θι είναι φωνή πρω­τί­στως ερω­τι­κή, ασθμαί­νου­σα, αντλη­μέ­νη από έναν βαθύ­τε­ρο ρομα­ντι­σμό. Η ποι­η­τι­κή εμπει­ρία στη φύση συνε­χί­ζει να βιώ­νε­ται με προ­σω­πι­κό λυρι­σμό και ψυχι­κή φόρ­τι­ση. Οι δρό­μοι που σε έφε­ραν εδώ στο απά­νω δώμα της γης, εστιά­ζουν στην αισθη­τι­κό­τη­τα και τη βαθιά ρομα­ντι­κή φόρ­μα με ρυθ­μούς ελεύ­θε­ρους και γρή­γο­ρους. Δεν σου αφή­νουν περι­θώ­ρια για άλλες ερμη­νεί­ες. Κυριο­λε­κτούν. Γύρι­σες, ναι, εκδη­λώ­νε­ται μια χαμη­λή φωνή μέσα σου, αυτή που κινη­το­ποιεί και τρο­φο­δο­τεί την πέν­να σου.

«Στο Λασί­θι, κάθε  άνθρω­πος  μπο­ρεί να είναι ο φορέ­ας  που  επι­λέ­γει ο νους  για να πορευ­τεί με ψυχή στην ίσια στρά­τα και στην εξέ­λι­ξη  και έχει  ένα χρέ­ος για να το κάνει σωστά, να θυμά­ται πως για να βλέ­πει καθα­ρά και μακριά, πρέ­πει να βλέ­πει με τη συνεί­δη­ση του κρυ­στάλ­λι­νη, πεντα­κά­θα­ρη. Αυτό απο­τε­λεί  και τη  μεγα­λύ­τε­ρη  ευθύ­νη…» , ο άνε­μος περ­νώ­ντας μέσα από τα σπα­σμέ­να παρά­θυ­ρα το ψιθύ­ρι­σε, ο άνεμος…

lasithi5

Από το βιβλίο «Λασί­θι, Τόπος Μέγας»

Ζωή Δικταί­ου

Κέρ­κυ­ρα Μάης 2020

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο