Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Το ακραίο κέντρο

Γρά­φει ο Cogito ergo sum //

Την άκρα δεξιά την ξέρε­τε. Για την άκρα αρι­στε­ρά σάς έχουν μιλή­σει. Πώς θα σας φαι­νό­ταν, λοι­πόν, αν σήμε­ρα σας απο­κά­λυ­πτα ότι υπάρ­χει και ακραίο… κέντρο;

Το ξέρω πως ακού­γε­ται κομ­μα­τά­κι σόλοι­κο να ψάχνου­με «άκρα στο κέντρο» αλλά τα ανα­κα­λύ­ψα­με κι αυτά, χάρη στον Σταύ­ρο και το Ποτά­μι του. Για να είμα­στε ακρι­βείς, ο Σταύ­ρος δεν ανα­κά­λυ­ψε το ακραίο κέντρο. Αυτός, απλώς, του έδω­σε επι­ση­μό­τη­τα και πολι­τι­κή επι­κύ­ρω­ση. Το ακραίο κέντρο το συνα­ντού­σα­με, χρό­νια τώρα, παντού. Μόνο που δεν ξέρα­με τι πρά­μα ήταν. Δεν μπο­ρού­σα­με να το περι­γρά­ψου­με. Ήταν «κάτι, σαν…», ήταν «κάτι, ας πού­με…». Ε, λοι­πόν, ο Σταύ­ρος έσβη­σε αυτά τα «σαν» και τα «ας πούμε».
Το ακραίο κέντρο προ­πα­γαν­δί­ζε­ται, χρό­νια τώρα, από τους κήρυ­κες της ομα­λό­τη­τας, της εργα­σια­κής ειρή­νης, της πολι­τι­κής ηρε­μί­ας, του δια­λό­γου, του νοι­κο­κυ­ρέ­μα­τος της χώρας, της «κατα­δί­κης της βίας απ’ όπου κι αν προ­έρ­χε­ται» και όλων των συνα­φών ιδε­ο­λο­γη­μά­των. Κύριο μέλη­μα όλων αυτών είναι η ‑πάση θυσία- σύστα­ση, ανα­σύ­στα­ση και επα­να­σύ­στα­ση των θολών χώρων που χαρα­κτη­ρί­ζο­νται από το ίδιο συν­θε­τι­κό: κεντρο­α­ρι­στε­ρά, κεντρο­δε­ξιά, δημο­κρα­τι­κό κέντρο, φιλε­λεύ­θε­ρο κέντρο κλπ.

Αυτό το ακραίο κέντρο είναι που, χρό­νια τώρα, πρω­το­στα­τεί στην κατά­λυ­ση κάθε έννοιας δημο­κρα­τί­ας στην πρά­ξη. Σύμ­φω­να με τους δια­πρύ­σιους υπο­στη­ρι­κτές του, η εργα­σια­κή ειρή­νη επι­τυγ­χά­νε­ται με την κατάρ­γη­ση του απερ­για­κού δικαιώ­μα­τος, το νοι­κο­κύ­ρε­μα της χώρας προ­ϋ­πο­θέ­τει συρ­ρί­κνω­ση του δημό­σιου τομέα, για την χρε­ω­κο­πία μας φταί­νε μερι­κές χιλιά­δες δημο­σί­ων υπαλ­λή­λων που πρέ­πει να απο­λυ­θούν και για την εξα­θλί­ω­ση του λαού ευθύ­νο­νται ο Άκης, ο Μάκης κι ο Τάκης που απο­δεί­χτη­καν επί­ορ­κοι κι έπαιρ­ναν μίζες.

Το ακραίο κέντρο κατα­δι­κά­ζει απε­ρί­φρα­στα την «βία των άκρων». Μόνο που βλέ­πει άκρα μόνο προς τ’ αρι­στε­ρά και προς τα δεξιά. Όχι τυχαία, όχι κατά λάθος. Κατα­δι­κά­ζο­ντας την βία εκεί­νων, ανοί­γει ο δρό­μος για την επι­βο­λή της δικής του ακραί­ας βίας. Φυσι­κά, η δική του βία έχει άλλα ονό­μα­τα, πιο εύη­χα: λιτό­τη­τα, περι­κο­πή δαπα­νών, κατάρ­γη­ση δικαιω­μά­των κλπ. Ονό­μα­τα που επι­τρέ­πουν την δικαιο­λό­γη­ση της βίας που συνε­πά­γο­νται: λιτό­τη­τα επει­δή ήμα­σταν σπά­τα­λοι, περι­κο­πή δαπα­νών επει­δή κατα­να­λώ­να­με περισ­σό­τε­ρα από όσα παρά­γα­με, κατάρ­γη­ση δικαιω­μά­των που κάποιοι είχαν κατο­χυ­ρώ­σει για πάρ­τη τους εις βάρος των υπο­λοί­πων κλπ.

cogito2

Το ακραίο κέντρο δεν εντο­πί­ζε­ται σε κάποια συγκε­κρι­μέ­νη παρά­τα­ξη και δεν συνι­στά χαρα­κτη­ρι­στι­κό κάποιας συγκε­κρι­μέ­νης τάξης ή, έστω, ομά­δας. Το ακραίο κέντρο δεν έχει καν σαφή ιδε­ο­λο­γία, παρ’ ότι προ­βάλ­λε­ται ως η μόνη συνε­τή διέ­ξο­δος στα σύγ­χρο­να αδιέ­ξο­δα και ως η μόνη ιδε­α­τή επι­λο­γή σε έναν κόσμο διαρ­κών αντι­πα­ρα­θέ­σε­ων. Με δυο λόγια, το ακραίο κέντρο θα μπο­ρού­σε να προσ­διο­ρι­στεί όχι ως πολι­τι­κός χώρος με την έννοια που ξέρου­με αλλά ως εργα­λείο άσκη­σης εξουσίας.

Αν ο παρα­πά­νω χαρα­κτη­ρι­σμός δεν σας φαί­νε­ται αρκε­τά σαφής, ανα­λο­γι­στεί­τε αυτούς που υπο­στη­ρί­ζουν το ακραίο κέντρο. Θα τους βρεί­τε σε όλα τα αστι­κά κόμ­μα­τα, σε όλα τα αστι­κά μέσα ενη­μέ­ρω­σης και σε κάθε χώρο, από τον αθλη­τι­σμό ως την τέχνη κι από την βου­λή ως το καφε­νείο της γει­το­νιάς. Εντο­πί­στε τους και θα δια­πι­στώ­σε­τε ότι όλους αυτούς (του­λά­χι­στον, στην συντρι­πτι­κή τους πλειο­ψη­φία) δύσκο­λα θα τους χαρα­κτη­ρί­ζα­τε ως κεντρώ­ους ενώ άνε­τα θα θεω­ρού­σα­τε πολ­λές από τις επι­λο­γές τους ως ακραίες.

Οι ακρο­κε­ντρώ­οι δεν ασχο­λού­νται με θέμα­τα που θα ‘πρε­πε να τους απα­σχο­λού­σαν αν ήσαν πραγ­μα­τι­κοί κεντρώ­οι ή, έστω, πραγ­μα­τι­κοί δημο­κρά­τες. Για παρά­δειγ­μα, δεν κατα­δί­κα­σαν ποτέ την τακτι­κή της απερ­χό­με­νης κυβέρ­νη­σης να νομο­θε­τεί με πρά­ξεις νομο­θε­τι­κού περιε­χο­μέ­νου˙ δεν βρή­καν λέξη να πουν κατά της αντι­δη­μο­κρα­τι­κής τακτι­κής της επι­στρά­τευ­σης απερ­γών αλλ’, αντι­θέ­τως, την επι­κρό­τη­σαν˙ δεν ταρά­χτη­καν ούτε από τον φρά­χτη στον Έβρο ούτε από τους δεκά­δες μετα­νά­στες που πνί­γο­νται στις θάλασ­σες ούτε καν από την πρό­σφα­τη ακρο­δε­ξιά πρω­θυ­πουρ­γι­κή κορώ­να επί του θέμα­τος˙ δεν βλέ­πουν τίπο­τε το επι­λή­ψι­μο στο ότι τα μεγά­λα μας κανά­λια μένουν ανοι­χτά δίχως άδεια επί 25 ολό­κλη­ρα χρό­νια, κάτι που ένα ψιλι­κα­τζή­δι­κο δεν θα μπο­ρού­σε να κάνει ούτε επί 24 ώρες˙ δεν έβγα­λαν άχνα όταν η κυβέρ­νη­ση έφε­ρε στην βου­λή ένα αισχρά αντι­δη­μο­κρα­τι­κό νομο­σχέ­διο υπό τον φευ­δε­πί­γρα­φο τίτλο «αντι­ρα­τσι­στι­κό».

Το ακραίο κέντρο απο­τε­λεί χώρο συνά­θροι­σης των περί­φη­μων «ανα­λυ­τών», οι οποί­οι ειδι­κεύ­ο­νται στην πλύ­ση εγκε­φά­λου των ακρο­α­τών και των ανα­γνω­στών τους. Μόνο που οι εν λόγω «ανα­λυ­τές» δεν έχουν καμ­μιά διά­θε­ση να ανα­λύ­σουν όσα υπο­στη­ρί­ζουν. Τα λόγια τους και οι από­ψεις τους δεν επι­δέ­χο­νται αμφι­σβή­τη­ση˙ συνι­στούν θέσφα­τα και ως τέτοια δεν συζη­τού­νται αλλ’, απλώς, εφαρμόζονται.

cogito3

Λέγα­με πρω­τύ­τε­ρα πως οι ακρο­κε­ντρώ­οι είναι φανα­τι­κοί υπο­στη­ρι­κτές του «λιγώ­τε­ρου κρά­τους». Κι όμως, οι επι­φα­νέ­στε­ροι εξ αυτών είτε κερ­δί­ζουν το παντε­σπά­νι τους ως εργα­ζό­με­νοι στον ‑ευρύ­τε­ρο ή στε­νώ­τε­ρο- δημό­σιο τομέα είτε συνω­θού­νται στους κυβερ­νη­τι­κούς δια­δρό­μους προ­κει­μέ­νου να κλεί­σουν μια καλή δου­λειά με το κρά­τος είτε ζουν ως σφουγ­γο­κω­λά­ριοι κάποιων οι οποί­οι έχτι­σαν και συνε­χί­ζουν να χτί­ζουν τις ‑μικρό­τε­ρες ή μεγα­λύ­τε­ρες- αυτο­κρα­το­ρί­ες τους ιδιο­ποιού­με­νοι τα κεφά­λαια που αφει­δώς έβα­λε και συνε­χί­ζει να βάζει στην διά­θε­σή τους αυτό το «υδρο­κέ­φα­λο» κρά­τος, το οποίο καταγγέλλουν.

Στο ακραίο κέντρο ανή­κει η πλειο­ψη­φία εκεί­νων οι οποί­οι πρω­τα­γω­νί­στη­σαν στην περί­ο­δο που απο­κα­λού­με «μετα­πο­λί­τευ­ση». Κι όμως, οι ακρο­κε­ντρώ­οι δεν στα­μα­τούν να βρί­ζουν αυτή την περί­ο­δο. Δήθεν προ­βλη­μα­τι­σμέ­νοι, ανα­ρω­τιού­νται τι πήγε στρα­βά, λες και δεν είναι αυτοί οι ίδιοι που ευθύ­νο­νται για το στρά­βω­μα. Κάποιοι πρό­δω­σαν το πολυ­τε­χνείο αλλά αυτοί δεν έχουν ιδέα για το έγκλη­μα. Οι «πρα­σι­νο­φρου­ροί» κατέ­στρε­ψαν τον τόπο αλλά αυτοί δεν είχαν καμ­μιά σχέ­ση μαζί τους, δεν διστά­ζουν δε να τους απο­κα­λούν «πρα­σι­νο­ρου­φιά­νους». Γιορ­τά­ζουν, βέβαια, την απο­κα­τά­στα­ση της δημο­κρα­τί­ας αλλά είναι πεπει­σμέ­νοι πως ένα «πιο σοβα­ρό» φασι­στι­κό κόμ­μα θα βοη­θού­σε αυτή την δημο­κρα­τία να λει­τουρ­γή­σει καλύ­τε­ρα. Για όλους αυτούς, το μόνο καλό που είχε η μετα­πο­λί­τευ­ση ήταν ο Καρα­μαν­λής αν και μάλ­λον νοσταλ­γούν περισ­σό­τε­ρο τον Καρα­μαν­λή τής βίας και της νοθεί­ας παρά τον μεταπολιτευτικό.

Οι ακρο­κε­ντρώ­οι κόπτο­νται υπέρ της παι­δεί­ας και της μόρ­φω­σης αν και στην πλειο­ψη­φία τους είναι ημι­μα­θείς και αγράμ­μα­τοι, όπως απο­δει­κνύ­ε­ται από τα ίδια τα κεί­με­νά τους. Τους αρέ­σει η τέχνη, αρκεί να μην είναι στρα­τευ­μέ­νη και στη­ρί­ζουν τον πολι­τι­σμό, αρκεί να μην απευ­θύ­νε­ται στην «λαϊ­κού­ρα»˙ δηλα­δή, έχουν γυρί­σει ανά­πο­δα την γνω­στή ρήση του Θου­κυ­δί­δη: φιλο­κα­λού­μεν τε γαρ μετ’ ευτε­λεί­ας και φιλο­σο­φού­μεν άνευ μαλακίας.

Ολο­κλη­ρώ­νο­ντας, πρέ­πει να σημειώ­σου­με δυο στοι­χεία ακό­μη, τα οποία χαρα­κτη­ρί­ζουν τον συγκε­κρι­μέ­νο χώρο. Πρώ­το: το ακραίο κέντρο δια­τυ­μπα­νί­ζει την απέ­χθειά του σε κάθε μορ­φής ρου­σφέ­τι, έστω κι αν οι περισ­σό­τε­ροι από τους ακρο­κε­ντρώ­ους σ’ αυτό ακρι­βώς το ρου­σφέ­τι έχουν στη­ρί­ξει την ύπαρ­ξή τους. Δεύ­τε­ρο: το ακραίο κέντρο δεν έχει κανέ­να πρό­βλη­μα με το υπάρ­χον σύστη­μα, το οποίο θα λει­τουρ­γού­σε άψο­γα αν οι εκπρό­σω­ποί του (δηλα­δή, οι πολι­τι­κοί) έκα­ναν καλά την δου­λειά τους, οπό­τε τα πάντα μπο­ρούν να φτιά­ξουν με μια απλή αντι­κα­τά­στα­ση αυτών των εκπρο­σώ­πων. Αν αυτό το τελευ­ταίο σας θυμί­ζει έντο­να Λαζό­που­λο, καλά κάνει και σας τον θυμίζει.

Όλα αυτά τα ξέρα­με αλλά δεν τους είχα­με δώσει την πρέ­που­σα προ­σο­χή. Χάρη στον Σταύ­ρο και το Ποτά­μι του, τα ξανα­θυ­μη­θή­κα­με και τα προ­σέ­ξα­με καλύ­τε­ρα. Και πολύ καλά κάνα­με, μέρες πού ‘ρχο­νται…

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο