Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τσίπρα, το «δεκάρικο» που πέταξες είναι απ’ το αίμα μας!

Γρά­φει ο Στέ­λιος Κανά­κης //

Τα έχουν πάρει όλα. Απο­θε­μα­τι­κά των ταμεί­ων, εισφο­ρές των ίδιων των εργα­ζό­με­νων για το εφ’ άπαξ, μισθούς, δώρα, επι­δό­μα­τα, τις ίδιες τις δου­λειές μας. Το φαγη­τό, τα φάρ­μα­κα, το δικαί­ω­μα στην περί­θαλ­ψη και στην υγεία, τη ζεστα­σιά το χει­μώ­να και τη δρο­σιά το καλο­καί­ρι. Το παρόν πολ­λών από εμάς και το μέλ­λον των παι­διών μας. Την αξιο­πρέ­πεια, το θυμό, την αγα­νά­κτη­σή μας. Την ίδια μας τη λογι­κή, τα ένστι­κτα της αυτο­συ­ντή­ρη­σης που χαί­ρο­νται τα ζώα και που εμείς φαί­νε­ται να έχου­με απο­λέ­σει. Ποδο­πα­τούν αξί­ες, εξευ­τε­λί­ζουν ιδα­νι­κά, εκμαυ­λί­ζουν συνει­δή­σεις, εκχυ­δα­ΐ­ζουν την αισθη­τι­κή μας, εξα­θλιώ­νουν. Δια­μορ­φώ­νουν άβου­λους πει­θα­να­γκα­σμέ­νους. Ξεπου­λά­νε τη χώρα, τη λαϊ­κή περιου­σία. Μας υπο­δου­λώ­νουν στους εγκλη­μα­τί­ες Αμε­ρι­κα­νούς, στους Σιω­νι­στές και στα τσι­ρά­κια τους. Έχουν ψαρέ­ψει απ’ τον βούρ­κο και την κοι­νω­νι­κή ανυ­παρ­ξία κάθε σκου­πί­δι, κάθε κλό­ουν, κάθε γελοίο υπο­κεί­με­νο, κάθε υπάν­θρω­πο. Θρα­σύ­τα­τοι κλέ­φτες, κατα­χρα­στές ολκής. παι­δε­ρα­στές και παι­δό­φι­λοι, φασί­στες αρχι­πα­πά­δες και ειδε­χθείς συνει­δη­τοί δολο­φό­νοι. Δολο­φο­νούν μαζι­κά, αφα­νί­ζουν έναν ολό­κλη­ρο λαό. Τα δάκρια απ’ τους πνιγ­μέ­νους στη Μάν­δρα και τους καμέ­νους στο Μάτι δεν έχουν στε­γνώ­σει ακό­μη. Πολ­λοί αυτο­κτο­νούν, άλλοι σκο­τώ­νο­νται στις φάμπρι­κες και στα για­πιά, ψοφά­νε σαν τα σκυ­λιά στους δια­δρό­μους των εγκα­τα­λε­λειμ­μέ­νων νοσοκομείων.

Τώρα οι άθλιοι, με το ανδρεί­κε­λο μιας χρή­σης, το τσο­γλά­νι τους, πετά­νε ένα «δεκά­ρι­κο» στους συντα­ξιού­χους. Από τα πολ­λα­πλά­σια χρή­μα­τα που τους κατά­κλε­ψαν. Από το αίμα μας που αφαί­μα­ξαν, από τον πόνο που μας επέ­φε­ραν. Κι επί­τη­δες, το ρίχνουν κάτω. Να σκύ­ψουν οι γέρο­ντες, ακό­μη περισ­σό­τε­ρο, να το μαζέ­ψουν. Ίσως αύριο πετά­ξουν ένα ξερο­κόμ­μα­το και στους υπό­λοι­πους. Και κοροϊ­δεύ­ουν ασύ­στο­λα. Χλευά­ζουν. Καταρρακώνουν.

Πολ­λοί θα συνε­χί­σουν να τους ακο­λου­θούν. Για να μη βγουν οι «άλλοι». Κι άλλοι θα ψηφί­σουν τους «άλλους» για να φύγουν αυτοί. Και κάποιοι τρί­τοι θα ψηφί­σουν για… πλά­κα κάποιους γελοί­ους και καρα­γκιό­ζη­δες. Απο­κόμ­μα­τα της μιας μέρας, κατα­γέ­λα­στους σχη­μα­τι­σμούς. Το λένε ευθαρ­σώς: Τους ψηφί­ζω για πλά­κα! Όπως το ‘καναν και σε προη­γού­με­νες εκλο­γές. Πόση πλά­κα μπο­ρεί να έχει η πεί­να, η ανερ­γία, η ανα­ξιο­πρέ­πεια, οι αρρώ­στιες, το σκά­ψι­μο του λάκ­κου σου και των παι­διών σου, ο θάνατος…

Κι από πάνω μας πυκνώ­νουν τα σύν­νε­φα του ολέ­θρου που από μέρα σε μέρα είναι πολύ πιθα­νό να μας βρει. Κι απ’ όπου και να φυσή­ξει ο αγέ­ρας μας κατα­κλύ­ζει μπα­ρού­τι, οσμή εξα­ε­ρω­μέ­νης σάρ­κας, ο λυγ­μός παι­διών που ξεψυ­χούν από ασι­τία, ο ανεί­πω­τος θρή­νος των μανά­δων, κι άλλα παι­διά που ξεβρά­ζο­νται – άψυ­χα κορ­μά­κια, στις ακτές.

Ένα παγκό­σμιο, ασύλ­λη­πτα παρά­λο­γο, απάν­θρω­πο, δολο­φο­νι­κό σύστη­μα που έχει εξα­ντλή­σει κάθε δυνα­τό­τη­τα ανά­πτυ­ξης και βρί­σκε­ται στα όρια της κατάρ­ρευ­σής του. Και μας ζώνει το φίδι του φασι­σμού που εκτρέ­φει για τα δύσκο­λά του. Και απει­λεί να πάρει στον τάφο του την ανθρω­πό­τη­τα ολάκερη.

Πόσες γενιές πρέ­πει να εκλεί­ψουν ακό­μη για να αφυ­πνι­στούν οι υπό­λοι­ποι; Πόσες φορές ακό­μη θα ψηφί­σου­με για «πλά­κα», πόσοι από εμάς θα (ξανά)αναδείξουν τους δημί­ους τους, πόσοι θα συντα­χθούν με τους δολο­φό­νους των παι­διών τους; Πόσοι θα εξα­πα­τη­θούν για μια ακό­μη φορά από ανα­χω­μα­τι­κούς ψευτοεπαναστάτες;

Πόσα χρό­νια θα χρεια­στούν ακό­μη για να κατα­λά­βουν οι άνθρω­ποι το προ­φα­νές και αυτονόητο:

Όσο κόμ­μα­τα κι αν υπάρ­ξουν οι πολι­τι­κές είναι δύο. Όλοι αυτοί είναι με την πολι­τι­κή του αφα­νι­σμού των λαών. Μαζί τρα­γου­δά­νε και λικνί­ζο­νται, ως ευνου­χι­σμέ­να γιου­σου­φά­κια, στο “Εμείς είμα­στε ο κόσμος…” του ΝΑΤΟ, που μακε­λεύ­ει λαούς. Κι όμως, ο κόσμος είμα­στε εμείς. Ο λαός! Κι απέ­να­ντι σ’ όλους αυτούς είναι οι κομ­μου­νι­στές. Εμπρός λοι­πόν! Με τους κομ­μου­νι­στές για να πάρου­με σβάρ­να αφε­ντι­κά και υπη­ρέ­τες, όσο είναι καιρός.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο