Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τόμας Μαν: Γιατί ο Χίτλερ δεν μπορεί να νικήσει

Στις 6 Ιου­νί­ου 1875. γεν­νιέ­ται ο μεγά­λος Γερ­μα­νός συγ­γρα­φέ­ας Τόμας Μαν. Η καλ­λι­τε­χνι­κή κλη­ρο­νο­μιά του Τόμας Μαν βρί­σκε­ται στο κέντρο της παγκό­σμιας λογο­τε­χνι­κής ζωής. Ο Μαν είναι ο κλα­σι­κός του μυθι­στο­ρή­μα­τος του 20ού αιώ­να, που διεύ­ρυ­νε τα πλαί­σια του είδους και το τρο­φο­δό­τη­σε με νέο κοι­νω­νι­κο-φιλο­σο­φι­κό περιε­χό­με­νο. Τα γνω­στό­τε­ρα έργα του είναι τα «Μπού­ντεν­μπρουκ», «Τρι­στάν», «Τόνιο Κραί­γκερ», το εξαι­ρε­τι­κό «Μαγι­κό Βου­νό» και «Δόκτωρ Φάου­στους». Υπήρ­ξε πολέ­μιος του ναζι­στι­κού καθεστώτος.

Για­τί ο Χίτλερ δεν μπο­ρεί να νικήσει

Ανα­δη­μο­σί­ευ­ση του άρθρου του Γερ­μα­νού συγ­γρα­φέα Τόμας Μαν, γραμ­μέ­νο ανά­με­σα στα 1941–1942

Θα μιλή­σω σχε­τι­κά με το για­τί ο Χίτλερ δεν μπο­ρεί να νική­σει. Η απά­ντη­ση είναι απλή. Δεν μπο­ρεί να νική­σει, για­τί δεν επι­τρέ­πε­ται να νική­σει, για­τί ο παρα­με­ρι­σμός του καθε­στώ­τος του είναι μια τόσο ξεκά­θα­ρη ανά­γκη, που πρέ­πει με κάθε τίμη­μα να επι­τευ­χθεί και θα επιτευχθεί.

Κανείς στην Ευρώ­πη, στη Γερ­μα­νία ή στις υπο­ταγ­μέ­νες περιο­χές, δεν πρέ­πει να πιστέ­ψει πως τα γεγο­νό­τα στην Απω Ανα­το­λή, οι κατα­κτή­σεις της Ιαπω­νί­ας αλλά­ζουν το παρα­μι­κρό στο πεπρω­μέ­νο του Γ‘ Ράιχ, πως η κατάρ­γη­ση του Χίτλερ και των δικών του δεν παρα­μέ­νει παρά ένα απο­φα­σι­σμέ­νο ζήτημα.

Η Ιαπω­νία βρί­σκε­ται αυτή τη στιγ­μή, όπως και η Γερ­μα­νία τον προη­γού­με­νο και τον προ-προη­γού­με­νο χρό­νο, στο στά­διο των εύκο­λων νικών. Για τη νέα τάξη του κόσμου, θα απο­φα­σί­σει το επερ­χό­με­νο σύμ­φω­νο ειρή­νης και όχι η αιφ­νί­δια επι­δρο­μή ειρη­νευ­τι­κών δυνά­με­ων μέσω μιας καλο­προ­ε­τοι­μα­σμέ­νης ληστείας.

Αυτή η νέα τάξη δε θα χαρα­κτη­ρί­ζε­ται από διά­θε­ση εκδί­κη­σης και τιμω­ρί­ας, αλλά από το να λαμ­βά­νο­νται λογι­κά υπό­ψη οι ανά­γκες των λαών. Ολα είναι πιθα­νά, ακό­μη και η διέ­ξο­δος για τις κατα­πιε­σμέ­νες λαϊ­κές δυνά­μεις της Ιαπω­νί­ας. Αλλά αυτό που κανείς δεν μπο­ρεί να δια­νοη­θεί, είναι ότι ο κόσμος θα μπο­ρού­σε να συναι­νέ­σει στη δια­τή­ρη­ση του καθε­στώ­τος του Χίτλερ. Ο κόσμος δεν μπο­ρεί να ζήσει με το ναζι­σμό — κανείς δεν μπο­ρεί να ζήσει μ’ αυτόν, ακό­μα και οι συν­δαι­τυ­μό­νες του, και ο εθνι­κο­σο­σια­λι­σμός δεν παρα­λεί­πει τίπο­τα — δεν μπο­ρεί να παρα­λεί­ψει τίπο­τα, σύμ­φω­να με τη φύση του — απ’ αυτά, για τα οποία, επι­βάλ­λουν στην ανθρω­πό­τη­τα την ανα­γκαιό­τη­τα της εξό­ντω­σής του.

Ενα απλό παρά­δειγ­μα γι’ αυτό είναι η μετα­χεί­ρι­ση των Ρώσων αιχ­μα­λώ­των πολέ­μου από τη ναζι­στι­κή ανώ­τα­τη γενι­κή ηγε­σία, μια μετα­χεί­ρι­ση, που έχει επα­νει­λημ­μέ­νως και ορθώς χαρα­κτη­ρι­στεί από την κυβέρ­νη­ση των Σοβιέτ, ως μια συστη­μα­τι­κή δολο­φο­νία των προ­στα­τών της πατρί­δας τους, που έπε­σαν στα γερ­μα­νι­κά χέρια. Γεγο­νός είναι ότι ο ναζι­σμός δεν ανα­γνω­ρί­ζει σ’ αυτούς τους ανθρώ­πους κανέ­να δικαί­ω­μα στην προ­στα­σία, την οποία δια­φυ­λάτ­τει το διε­θνές σύμ­φω­νο αιχ­μα­λώ­των πολέ­μου. Οι φρου­ρές τους δια­τάσ­σο­νται με ξεκά­θα­ρα λόγια, όσο το δυνα­τόν περισ­σό­τε­ρες απ’ αυτές, να εκτε­λε­στούν κάτω από οποιο­δή­πο­τε τετριμ­μέ­νο πρό­σχη­μα. Οι υπό­λοι­ποι κατα­βάλ­λο­νται από την πεί­να ή τους αφή­νουν να πεθά­νουν απ’ τα τραύ­μα­τά τους, αφού τους αρνού­νται την παρο­χή ιατρι­κής φρο­ντί­δας. Ετσι, στο πολω­νι­κό στρα­τό­πε­δο αιχ­μα­λώ­των πολέ­μου Biala Podlaska, συμ­βαί­νει να χάνο­νται καθη­με­ρι­νά αβο­ή­θη­τοι εκα­το­ντά­δες από τους 150.000 αιχ­μα­λώ­τους. Πολω­νοί πολί­τες, που έκρυ­βαν λίγο ψωμί γι’ αυτούς τους δύστυ­χους ή τους έλε­γαν μια ανθρώ­πι­νη κου­βέ­ντα, πυρο­βο­λού­νται. Η πολω­νι­κή κοι­νό­τη­τα, όπου κάποιος έκρυ­ψε έναν Ρώσο δρα­πέ­τη, κατα­κρε­ουρ­γή­θη­κε στην ολό­τη­τά της, απ’ τους γέρους μέχρι και τα μωρά.

Η ανά­γκη να «ντύ­σουν» την κτη­νω­δία με νομι­μό­τη­τα, είναι μια γνω­στή ιδιαι­τε­ρό­τη­τα του ναζι­σμού. Ετσι, για τη δικαιο­λό­γη­ση της κακο­με­τα­χεί­ρι­σης και σφα­γής των Ρώσων αιχ­μα­λώ­των πολέ­μου, εφευ­ρέ­θη­κε μια μονα­δι­κή στρα­τιω­τι­κή αρχή, όπως δεν έχει ξανα­κου­στεί. Δηλα­δή εχθρι­κά στρα­τεύ­μα­τα, τα οποία σύμ­φω­να με τη γερ­μα­νι­κή αντί­λη­ψη είναι περι­κυ­κλω­μέ­να, απο­κλει­σμέ­να, απο­κομ­μέ­να, ισχύ­ουν ήδη ως αιχ­μά­λω­τα, κι αν δεν παρα­δώ­σουν τα όπλα, τότε η αντί­στα­σή τους δεν απο­τε­λεί πια πολε­μι­κή πρά­ξη, αλλά ανταρ­σία, με την οποία θέτουν εαυ­τούς εκτός του δικαιώ­μα­τος προ­στα­σί­ας για αιχ­μα­λώ­τους πολέ­μου. Πού πήγε η γερ­μα­νι­κή στρα­τιω­τι­κή τιμή;

Τον παλιό και­ρό, ένας αντί­πα­λος, ο οποί­ος θα αμυ­νό­ταν γεν­ναία μέχρι εσχά­των, θεω­ρού­νταν, με τη στρα­τιω­τι­κή έννοια, άξιος προ­σο­χής. Σήμε­ρα χαρα­κτη­ρί­ζε­ται τιπο­τέ­νιος. Με ποιο δικαί­ω­μα; Αυτό δεν το κατα­λα­βαί­νει κανέ­νας, που δε συμ­φω­νεί με την παρά­λο­γη, αλλά από την αρχή, ήδη πριν την «ανά­λη­ψη εξου­σί­ας», ασκη­θεί­σα λογι­κή του εθνι­κο­σο­σια­λι­σμού. Τελι­κά, υπάρ­χει απλά η αντί­λη­ψη, ότι δεν επι­τρέ­πε­ται καθό­λου να αγω­νί­ζε­ται κανείς ενα­ντί­ον του.
Το να διε­ξά­γει κανείς πόλε­μο ενα­ντί­ον του, όταν εισβά­λει οπου­δή­πο­τε, είναι εγκλη­μα­τι­κό, καθ’ εαυ­τό. Οι λαοί πρέ­πει να του υπο­τάσ­σο­νται αμα­χη­τί και οικειο­θε­λώς, αντί να τον ανα­γκά­ζουν σε «αμυ­ντι­κό πόλε­μο» λόγω απρε­πούς αντί­στα­σης. Είναι ένα ανα­τρι­χια­στι­κό πρω­το­φα­νές φαι­νό­με­νο. Το ίδιο το έγκλη­μα εγκα­θί­στα­ται στη γη σαν το απα­ρά­βα­το, σαν την καθα­για­σμέ­νη εξου­σία απ’ το Θεό και την ιστο­ρία, που το να σηκώ­σεις χέρι ενα­ντί­ον της, απο­τε­λεί ανο­σιούρ­γη­μα άξιον θανάτου.

Το ανθρώ­πι­νο πνεύ­μα παγώ­νει και βου­βαί­νε­ται μπρο­στά σε μια τέτοια απο­κα­λυ­πτι­κή θρασύτητα.

Αλλά, μάλ­λον, δε θα της αδειά­σει τη γωνιά. Οι ειδή­σεις, που λαμ­βά­νει ο Ρώσος στρα­τιώ­της για την τύχη των συνα­δέλ­φων του στα γερ­μα­νι­κά στρα­τό­πε­δα, πρέ­πει να έχουν ενι­σχύ­σει πολύ την απο­στρο­φή του, να μοι­ρα­στεί αυτήν τη μοί­ρα. Ακό­μα και όταν η γερ­μα­νι­κή ανώ­τα­τη ηγε­σία τον θεω­ρεί περι­κυ­κλω­μέ­νο, δεν πρό­κει­ται να παρα­δο­θεί τόσο εύκο­λα, επί­σης όχι και τόσο εύκο­λα για τους ίδιους ακρι­βώς λόγους, δεν πρό­κει­ται να το κάνουν ούτε οι λαοί, οι οποί­οι βρί­σκο­νται ακό­μα σε ανε­πί­τρε­πτο πόλε­μο με τη ναζι­στι­κή Γερ­μα­νία. Μαθαί­νουν για τις σπα­ρα­κτι­κές εφορ­μή­σεις της γερ­μα­νι­κής αρχο­ντι­κής φυλής στις υπο­ταγ­μέ­νες περιο­χές της Ευρώ­πης, από φωτο­γρα­φί­ες, π.χ., που έφτα­σαν σε μας από την Πολω­νία και απει­κο­νί­ζουν μιαν αθλιό­τη­τα, έναν βια­σμό του ανθρώ­πι­νου στοι­χεί­ου, για τα οποία δεν υπάρ­χουν λόγια να περι­γρά­ψει κανείς: Τα φου­σκω­μέ­να από την πεί­να παι­δι­κά πολω­νι­κά κορ­μά­κια, τα πετα­μέ­να κορ­μιά για ομα­δι­κή ταφή των χιλιά­δων Εβραί­ων που απε­βί­ω­σαν στα γκέ­το της Βαρ­σο­βί­ας από τύφο, χολέ­ρα και φυμα­τί­ω­ση. Τα Ηνω­μέ­να Εθνη ξέρουν τι τα απει­λεί, αν νική­σει ο Χίτλερ. Ξέρουν τι είναι στα μάτια του, στα μάτια της ναζι­στι­κής Γερ­μα­νί­ας: Σκου­λή­κια, ανθρώ­πι­να κου­ρέ­λια, κατώ­τε­ρες φυλές, που προ­ο­ρί­ζο­νται για σκλά­βοι, που προ­ο­ρί­ζο­νται να υπη­ρε­τούν το φωτει­νό και εκλε­κτό βασι­λι­κό λαό των Γερ­μα­νών, αφού τους έχουν κακο­ποι­ή­σει επαρ­κώς ηθι­κά και ψυχι­κά, τους έχουν σπά­σει την περη­φά­νια και τον ανδρι­σμό, τους έχουν μειώ­σει τόσο πνευ­μα­τι­κά και βιο­λο­γι­κά, ώστε να μην μπο­ρέ­σουν ποτέ πάλι να απο­τε­λέ­σουν κίν­δυ­νο για τη μοναρ­χία των Γερ­μα­νών ευγε­νών — βαρβάρων.

Πώς θα συμ­βεί αυτό, το βλέ­πουν με τα μάτια στραμ­μέ­να στο πολω­νι­κό παρά­δειγ­μα. Κυρί­ως στέ­ρη­σαν από αυτό το έθνος, με τρό­πο μεθο­δι­κό, πιθα­νούς πνευ­μα­τι­κούς και πολι­τι­κούς του ηγέ­τες: Δολο­φο­νή­θη­καν και βασα­νί­στη­καν μέχρι θανά­του σε στρα­τό­πε­δα συγκέ­ντρω­σης, λόγιοι, για­τροί, δικη­γό­ροι, καθη­γη­τές ανώ­τα­της εκπαί­δευ­σης, πλού­σιοι και άρχο­ντες. Μετά ήρθε η σει­ρά του λαού. 85.000 σφα­γιά­στη­καν από τη θεό­πνευ­στη φυλή των κατα­κτη­τών. Ενά­μι­σι εκα­τομ­μύ­ριο στάλ­θη­καν σε κατα­να­γκα­στι­κά έργα στη Γερ­μα­νία, οι γυναί­κες, τα νεα­ρά κορί­τσια οδη­γή­θη­καν στην πορ­νεία, με το ίδιο το κρά­τος στο ρόλο του προ­α­γω­γού. Οι υπό­λοι­ποι ζουν σε ένα εξα­θλιω­τι­κό επί­πε­δο επαιτείας.
Εξευ­τε­λι­σμός, ευνου­χι­σμός, απόρ­ρι­ψη — τίπο­τε άλλο δε σκέ­φτε­ται να δώσει η ναζι­στι­κή γερ­μα­νι­κή επι­κρά­τεια στους αδελ­φούς λαούς της γης. Στη Γαλ­λία έχουν πάει τα πράγ­μα­τα απλά προς το χει­ρό­τε­ρο. Για­τί, η κρά­τη­ση των Γάλ­λων αιχ­μα­λώ­των πολέ­μου, ο απο­κλει­σμός αυτού του ενά­μι­σι ή δύο εκα­τομ­μυ­ρί­ων νέων ανδρών από τη φυσιο­λο­γι­κή ζωή δεν υπη­ρε­τεί τον ίδιο σκο­πό βιο­λο­γι­κής μείωσης;

Ναι, ο ναζι­σμός ξέρει να πεί­θει τον κόσμο για τη ζωτι­κή ανά­γκη του παρα­με­ρι­σμού του! Οι ελεύ­θε­ροι λαοί, όσο και αν ο πόλε­μος ήταν ενα­ντί­ον τους, όσο λίγο κι αν ήταν γι’ αυτόν προ­ε­τοι­μα­σμέ­νοι, θα συνε­χί­σουν να αγω­νί­ζο­νται, εάν πρέ­πει, χρό­νο με το χρό­νο, να κατα­βάλ­λουν και τις τελευ­ταί­ες τους δυνά­μεις, μέχρις ότου κατα­φέ­ρουν να καθα­ρί­σουν αυτήν την πανού­κλα δολο­φο­νι­κής αλα­ζο­νεί­ας από τον κόσμο. Και ο γερ­μα­νι­κός λαός, που στις πλά­τες του έχουν φορ­τώ­σει οι ηγέ­τες του ένα σωρό ενο­χές, που προ­κα­λούν τρόμο;

Δεν αρχί­ζει αυτός ο λαός να κατα­ριέ­ται την αιμα­το­βαμ­μέ­νη του αρι­στο­κρα­τία, για κάθε πρά­ξη ντρο­πής, που του την επέ­βα­λαν διά ροπά­λου ανό­η­τα καθάρματα;

Μήπως δεν έχει κανέ­να νόη­μα για το από­λυ­τα ανα­γκαίο, το οποίο δηλα­δή, επει­δή είναι απα­ραί­τη­το, θα επι­τευ­χθεί χωρίς καμία αμφι­βο­λία; Δε λαχτα­ρά να είναι ένας λαός, με τον οποίο να μπο­ρούν να ζουν οι άλλοι, για να μη γίνει η κραυ­γή: «Πρέ­πει να αφα­νί­σου­με τους ναζί», όλο και περισ­σό­τε­ρο κραυ­γή: «Πρέ­πει να αφα­νί­σου­με τους Γερ­μα­νούς;». Ενας λαός με τον οποίο κανείς δεν μπο­ρεί να ζήσει, πώς θα μπο­ρέ­σει να ζήσει ο ίδιος; Πώς να συμ­με­τέ­χει στην ψυχι­κή και πνευ­μα­τι­κή ζωή της ανθρω­πό­τη­τας, στη γενι­κή κουλ­τού­ρα; Με τι μού­τρα, που είναι γερ­μα­νι­κά, θα εμφα­νι­στεί μετά απ’ αυτόν τον πόλε­μο στην ανθρώ­πι­νη κοι­νω­νία; Οσο ο λαός αυτός δεν απο­φα­σί­ζει να ομο­λο­γή­σει ότι είναι ένας λαός, όπως κάθε άλλος, με τα προ­τε­ρή­μα­τά του και τα ομοί­ως μεγά­λα λάθη του, θα απει­λεί­ται από μια φρι­κα­λέα περιθωριοποίηση.

Προς το παρόν, στη σημε­ρι­νή του πνευ­μα­τι­κή κατά­στα­ση, προ­ϊ­όν της εθνι­κο­σο­σια­λι­στι­κής δια­παι­δα­γώ­γη­σης, απο­τε­λεί από μόνος του μια απει­λή για τον κόσμο, τη μεγα­λύ­τε­ρη και τη δυσκο­λό­τε­ρη που είχε να αντι­με­τω­πί­σει ο πολι­τι­σμός εδώ και πολ­λούς αιώ­νες. Ο,τι ονο­μά­ζει κανείς εθνι­κο­σο­σια­λι­σμό, είναι, βλέ­πο­ντάς τον πνευ­μα­τι­κοϊ­στο­ρι­κά, μια κακο­ή­θης μορ­φή παρακ­μής ιδε­ών, οι οποί­ες στα νιά­τα τους, στην αρχή του 19ου αιώ­να, ήταν πέρα για πέρα συν­δε­δε­μέ­νες με την ιδέα της ανθρω­πό­τη­τας και της δημο­κρα­τί­ας των λαών: Του ρομα­ντι­κού εθνι­κι­σμού δηλα­δή, ο οποί­ος στρά­φη­κε στις κλή­σεις και στις ρήξεις του ανθρω­πί­νου στοι­χεί­ου, στους δια­φο­ρε­τι­κούς χαρα­κτή­ρες λαών και πολι­τι­σμούς, μια γεμά­τη αγά­πη επι­στη­μο­νι­κή και ποι­η­τι­κή μελέ­τη. Ο τονι­σμός και η φρο­ντί­δα των λαϊ­κών ιδιαι­τε­ρο­τή­των, όσο επέ­τρε­πε και στις άλλες εθνι­κές οντό­τη­τες την ίδια ελευ­θε­ρία και αξιο­πρέ­πεια ύπαρ­ξης, δεν είχε ακό­μα τίπο­τα το επι­θε­τι­κό. Μια ολέ­θρια ιστο­ρία δια­φθο­ράς κατέ­στη­σε στη Γερ­μα­νία αυτή την κίνη­ση, που βέβαια απ’ την αρχή έθε­τε την ελευ­θε­ρία πάνω απ’ την ισό­τη­τα, μια σατα­νι­κή θρη­σκεία εθνι­κού σκο­τα­δι­σμού και ρατσι­στι­κής εκλο­γι­μό­τη­τας, έναν αρι­στο­κρα­τι­σμό εγκλη­μά­των, ο οποί­ος έχει την αξί­ω­ση, ο φυσι­κός και πνευ­μα­τι­κός κόσμος να είναι γερ­μα­νι­κός ζωτι­κός χώρος και χωρί­ζει την ανθρω­πό­τη­τα σε Γερ­μα­νούς και σκλά­βους. Αλλη μια φορά: Ετσι δεν μπο­ρού­με να ζήσου­με. Υπό την κυριαρ­χία μιας ιδέ­ας — υπο­δού­λω­σης, στην οποία κάθε ηθι­κό και θρη­σκευ­τι­κό εμπό­διο εξα­φα­νί­ζε­ται, δεν είναι δυνα­τή καμιά ευτυ­χία, καμιά ελευ­θε­ρία, καμιά ανθρώ­πι­νη ύπαρ­ξη στη γη. Μετά από μακρά ακα­τα­νοη­σία, ανι­κα­νό­τη­τα πίστης, η ανθρω­πό­τη­τα αντε­λή­φθη πως αυτό το αδιά­ντρο­πο τέρας πρέ­πει να χτυ­πη­θεί και να εξο­ντω­θεί, αν δε θέλει να γίνει η ζωή στη γη μια κόλα­ση ντροπής.
Ακό­μα δε και αν είχε πιστέ­ψει στη νίκη του Χίτλερ, θα ήξε­ρε επί­σης ότι (αυτός), για χάρη της δια­τή­ρη­σης της ηθι­κής ζωής, έπρε­πε να εμπο­δι­στεί και θα εμπο­δι­στεί. Οι υπο­ταγ­μέ­νοι λαοί της Ευρώ­πης, οι οποί­οι ανα­στε­νά­ζουν κάτω από τη μάστι­γα μιας απε­ρί­γρα­πτης αθλιό­τη­τας, οφεί­λουν να ξέρουν πως θα έρθει η μέρα της απε­λευ­θέ­ρω­σής τους. Ο άνθρω­πος είναι ένα αδύ­να­μο, δεμέ­νο με τη φύση, ον, αλλά φέρει μέσα του μια θεϊ­κή, πνευ­μα­τι­κή σπί­θα, την ιδέα του δικαί­ου, της αξιο­πρέ­πειας, της ελευ­θε­ρί­ας, και αυτή η σπί­θα δε θα σβήσει.

Ανα­δη­μο­σί­ευ­ση από το περιο­δι­κό ZINN UND FORM («Σκέ­ψη και Μορ­φή») της Ακα­δη­μί­ας Τεχνών της Γερ­μα­νι­κής Λαο­κρα­τι­κής Δημο­κρα­τί­ας, τεύ­χος Μάη — Ιού­νη 1975, σε μετά­φρα­ση Αννί­τας Κάτσου­να και επι­μέ­λεια της Γιάν­νας Καραγιώργη

Πηγή: Ριζο­σπά­στης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο