Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Χοιροστάσιο», το αριστούργημα του Παζολίνι σε επετειακή επανέκδοση 50 χρόνων

Οι ται­νί­ες του Παζο­λί­νι είναι ουσια­στι­κά ένας ποι­η­τι­κός-κυνι­κός κόσμος βυθι­σμέ­νος στον ακραίο ερω­τι­σμό και τ’αναξέλεγχτα πάθη. Μοναδικές,ωμές,αιρετικές. Προ­κα­λού­σαν και προ­κα­λούν μέχρι σήμε­ρα αντι­δρά­σεις κυρί­ως των φασι­στών, αλλά και των θρησκόληπτων.

Στο καταγ­γελ­τι­κό και προ­κλη­τι­κό «Χοι­ρο­στά­σιο» (1969), ο Παζο­λί­νι εκφρά­ζε­ται μέσω μιας πολι­τι­κής και φιλο­σο­φι­κής συζυ­γί­ας.  Η ται­νία υπήρ­ξε εν πολ­λοίς ο προ­άγ­γε­λος του «Σαλό».  Της τελευ­ταί­ας και, κατά πολ­λούς, σημα­ντι­κό­τε­ρης ται­νί­ας του.  Εκεί­νης που για πολ­λούς τον κατα­δί­κα­σε σε θάνα­το, αλλά επι­κύ­ρω­σε την αθα­να­σία του στο κινη­μα­το­γρα­φι­κό στερέωμα.

ΧΟΙΡΟΣΤΑΣΙΟ

new starΣκηνοθεσία/Σενάριο: ΠΙΕΡ Πάο­λο Πασολίνι

Πρω­τα­γω­νι­στουν: Πειρ Κλε­μέ­ντι, Ζαν-Πιερ Λεό, Αν Βια­ζεμ­σκι, Αλμπέρ­το Λιο­νέ­λο, Ουγκο Τονιά­τσι, Μάρ­κο Φερέρι

Παρα­γω­γή: Ιταλία/ Γαλλία

Έτος:1969

Διάρ­κεια: 99’

Bon appetit

Το χιού­μορ είναι ο πιο απο­τε­λε­σμα­τι­κός και ύπου­λος τρό­πος για να πει κανείς τα σοβα­ρό­τε­ρα πράγματα.

Οι κανί­βα­λοι είναι πάντα ανά­με­σά μας. Λέγο­νται καπι­τα­λι­στές και είναι πάντα ιδιο­κτή­τες χοιροστασίων.

Υπόθεση

Σε κάποια απροσ­διό­ρι­στη αρχαϊ­κή επο­χή, ένας ερη­μί­της στις πλα­γιές της Αίτ­να­ςγί­νε­ται ανθρω­πο­φά­γος, λήσταρ­χος, κατα­δι­κά­ζε­ται σε θάνα­το και κατα­σπα­ράσ­σε­ται από ζώα. Στη Γερ­μα­νία του ‘60 ο δια­φο­ρε­τι­κός και απρο­σάρ­μο­στος γιος ενός βιο­μη­χά­νου κατα­βρο­χθί­ζε­ται από γου­ρού­νια πλη­ρώ­νο­ντας τις σοδο­μι­τι­κές του τάσεις. Το Χοι­ρο­στά­σιο είναι η διπλή παράλ­λη­λη αφή­γη­ση αυτών των δύο σκο­τει­νών παρα­βο­λών. Από τη μία καταγ­γε­λία μιας κοι­νω­νί­ας κανι­βα­λι­κής απέ­να­ντι στα απεί­θαρ­χα παι­διά της, από την άλλη μαύ­ρη ιδε­ο­λο­γι­κή κωμω­δία του αδιέ­ξο­δου, η ται­νία κατα­λή­γει σε ανη­συ­χη­τι­κά ερω­τη­μα­τι­κά για την παρακ­μή της μετα­να­ζι­στι­κής Ευρώ­πης. Εξού και η σχε­τι­κή υπο­τί­μη­ση της αξί­ας της στην επο­χή της.

Καπιταλισμός, ένα απέραντο “Χοιροστάσιο” δυσωδίας και σήψης

«Εκεί­νη την επο­χή γερ­νού­σα, μιας και είχα περά­σει τα σαρά­ντα, χάνο­ντας εντε­λώς τις ελπί­δες μου, για­τί έβλε­πα την Ιτα­λία να γίνε­ται χώρα ηλί­θια και χωρίς μέλ­λον, για­τί έβλε­πα την κρί­ση του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος, και μ’ είχε κατα­λά­βει κάτι σαν χιου­μο­ρι­στι­κή φρο­νι­μά­δα, που κατά βάθος με έσω­σε. Όταν κάποιος βλέ­πει κομ­μά­τια της ται­νί­ας, μπο­ρεί να τα βρει πνευ­μα­τώ­δη ή δια­σκε­δα­στι­κά, αλλά στο σύνο­λό τους είναι παγε­ρά. Η ιδέα της εναλ­λα­γής των δύο ιστο­ριών είναι η αρχι­κή ποι­η­τι­κή ιδέα που μ’ ερέ­θι­σε και μ’ έκα­νε να φτιά­ξω την ται­νία· αυτή η σχέ­ση ανά­με­σα στα γεμά­τα και στα κενά.»

Ο Σπι­νό­ζα, ο φιλό­σο­φος που «εκλο­γί­κευ­σε» τον ιου­δαιο­χρι­στια­νι­κό ηθι­κό κώδι­κα, πίστευε πως η λογι­κή πρέ­πει να υπη­ρε­τεί πάντα τον Θεό, που, όταν τον βρούμε

(με τη λογι­κή, όχι με την άκρι­τη πίστη), πρέ­πει να στα­μα­τή­σου­με την έρευ­να, για­τί αν προ­χω­ρή­σου­με (με τη λογι­κή) πέρα απ’ τον Θεό, ίσως συνα­ντή­σου­με το χάος.

Τού­το το πέρα απ’ τον Θεό-χάος του Σπι­νό­ζα, δεν είναι παρά η «ηθι­κή ακα­τα­στα­σία» που δημιουρ­γεί η κατα­στρα­τή­γη­ση κάποιων εντο­λών που κανείς δεν είναι υπο­χρε­ω­μέ­νος να τις σέβε­ται, αφού η τήρη­σή τους είναι πρό­βλη­μα συναί­νε­σης και καλής προ­αί­ρε­σης. Καμία τρο­μο­κρα­τία, ανθρώ­πι­νη ή θεϊ­κή, δεν μπο­ρεί να επι­βά­λει την ηθι­κή τάξη κι αν την επι­βάλ­λει θα το πετύ­χει εξαι­τί­ας ενός πρό­σκαι­ρου κατα­να­γκα­σμού, βασι­σμέ­νου στην έννοια της «αμαρ­τί­ας» και της τιμω­ρί­ας. Αυτός που υπο­χρε­ώ­νε­ται να είναι ηθι­κός, είναι σαν να εκτε­λεί μια βαριά ποι­νή εφ’ όρου ζωής. Και ο από τρό­μο-ηθι­κός δεν είναι παρά ένας ανή­θι­κος μεταμ­φιε­σμέ­νος σε ηθικό.

Ήξε­ρε, λοι­πόν καλά τι έλε­γε και κυρί­ως τι ήθε­λε ο Σπι­νό­ζα: ήθε­λε να μη χρη­σι­μο­ποιού­με «υπέρ το δέον», δηλα­δή πέρα από το όριο που βάζουν οι θεϊ­κές εντο­λές, το μυα­λό μας, για­τί σε μια τέτοια περί­πτω­ση θα δια­πι­στώ­να­με πως η λογι­κή προ­χω­ρεί, ερή­μην του Θεού, σ’ ένα χώρο ολι­κά κατοι­κη­μέ­νο από τον δαί­μο­να (για να χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με και πάλι έναν θεο­λο­γι­κό όρο).

Όπως και να ‘ναι, δεν μπο­ρού­με να βάλου­με αυθαί­ρε­τα όρια στη σκέ­ψη, κι αυτό το ήξε­ρε καλύ­τε­ρα απ’ όλους ο «θεί­ος» Μαρ­κή­σιος ντε Σαντ, που δου­λεύ­ο­ντας λογι­κά πανω στην Ηθι­κή του Σπι­νό­ζα, χωρίς να σεβα­στεί τη συμ­βου­λή του για το προ­κα­θο­ρι­σμέ­νο μάξι­μουμ όριο της έρευ­νας, έφτα­σε στο πλή­ρες χάος που υπο­πτευό­ταν ο Σπι­νό­ζα. Ήταν το «120 μέρες των Σοδό­μων» που απα­σχό­λη­σε, όπως ξέρου­με και τον Παζολίνι.

Σε τι συνί­στα­ται αυτή η «από­λυ­τη λογι­κή» που εκτί­θε­ται σχε­δόν με επι­στη­μο­νι­κή ψυχρό­τη­τα σ’ αυτό το μεγα­λειώ­δες «σύγ­γραμ­μα» του Σαντ περί ηθικής;

Συνί­στα­ται απλά, στην επέ­κτα­ση της λογι­κής του φιλε­λευ­θε­ρι­σμού, που εγκαι­νιά­ζει ο Σπι­νό­ζα κι αρχί­ζει να πραγ­μα­τώ­νει η Γαλ­λι­κή Επα­νά­στα­ση, μέχρι τα έσχα­τα όριά της: είτε θα βάλεις όρια στα περί­φη­μα «ατο­μι­κά δικαιώ­μα­τα», οπό­τε δεν είσαι συνε­πής φιλε­λεύ­θε­ρος, είτε θα τα αφή­σεις χωρίς όρια, οπό­τε θα κατα­λή­ξεις ανα­γκα­στι­κά στο φόνο και στον κανι­βα­λι­σμό. Ο συνε­πής, καθα­ρός και ακραί­ος φιλε­λευ­θε­ρι­σμός του Μαρ­κή­σιου ντε Σαντ είναι ένας φιλε­λευ­θε­ρι­σμός χωρίς όρια, δηλα­δή κανι­βα­λι­κός. Ο Σπι­νό­ζα είχε δίκιο: οι άνθρω­ποι χρειά­ζο­νται το μαστί­γιο της θεϊ­κής εντο­λής για να φέρο­νται ηθικά.

Αλλά το είπα­με ήδη: μια τέτοια ηθι­κή είναι μια μεταμ­φί­ε­ση της ανη­θι­κό­τη­τας, είναι ένας κατα­να­γκα­σμός που παίρ­νει μετω­νυ­μι­κά τη μορ­φή της «ελεύ­θε­ρης και αβί­α­στης συναί­νε­σης». Δεν είναι ηθι­κός αυτός που υπο­χρε­ώ­νε­ται να είναι ηθι­κός και που το κάνει είτε από το φόβο του Δικα­στή είτε από το φόβο του Θεού. Ηθι­κός είναι αυτός που πράτ­τει το καλό για­τί είναι ανί­κα­νος να πρά­ξει το κακό, και όχι για­τί φοβά­ται τις «συνέ­πειες» του χασί­μα­τος της ελευ­θε­ρί­ας του ή του χασί­μα­τος του

υπο­σχε­μέ­νου για τους «καλούς» Παρα­δεί­σου. Το καλό είναι πρό­βλη­μα αγω­γής κι όχι «θεί­ας φώτι­σης». Το καλό είναι κατη­γό­ρη­μα κοι­νω­νι­κό κι όχι μεταφυσικό:

καλοί γίνο­νται οι άνθρω­ποι όταν ο περί­γυ­ρος τους τούς έμα­θε να είναι καλοί κι όχι για­τί τους το είπε ο δάσκα­λος του κατη­χη­τι­κού επι­σεί­ο­ντας την τρο­μο­κρα­τία της κόλα­σης. Οι καλοί από φόβο είναι απλά και καθα­ρά άνθρω­ποι τρο­μο­κρα­τη­μέ­νοι. Κατά τα άλλα, μπο­ρεί να πιστεύ­ουν φανα­τι­κά στην αξία και τη σημα­σία της «ελεύ­θε­ρης βού­λη­σης», που κατα­λά­βα­με ήδη πόσο ελεύ­θε­ρη μπο­ρεί να είναι κάτω από συν­θή­κες κατα­να­γκα­σμού. Άλλω­στε, το κακό συνε­χί­ζει να υφί­στα­ται παρά τη βάναυ­ση τρο­μο­κρα­τία της τιμω­ρί­ας. Το μόνο που χρειά­ζε­ται για να γίνει κανείς κακός, είναι ν’ αψη­φή­σει την τιμω­ρία και να δεχθεί τις συνέ­πειες αυτής της εκλο­γής του, όπως έκα­νε ο ντε Σαν τ. Και όπως κάνουν οι δύο καπι­τα­λι­στές της ται­νί­ας του Πιερ Πάο­λο Παζο­λί­νι Χοι­ρο­στά­οιο (1969), που είναι μια ευαγ­γε­λι­κής έμπνευ­σης παρα­βο­λή για την ηθι­κή, όπως και το Θεώρήμα.

Ο πρώ­τος καπι­τα­λι­στής (Αλμπέρ­το Λιο­νέ­λο) στο καπι­τα­λι­στι­κό χοι­ρο­στά­σιο του μαρ­ξι­στή Παζο­λί­νι είναι ένας «παρα­δο­σια­κός» καπι­τα­λι­στής: είναι και ολί­γον δια­νο­ού­με­νος και ολί­γον φιλό­σο­φος και ολί­γον φιλάν­θρω­πος. Με άλλα λόγια, τού­τος ο άνθρω­πος που έχει πολ­λές ικα­νό­τη­τες από ολί­γον και μια την ικα­νό­τη­τα του εκμε­ταλ­λεύ­ε­σθαι από πολύ, κινεί­ται εντός των ορί­ων που χάρα­ξε ο Σπι­νό­ζα. Συνε­πώς δεν είναι ανή­θι­κος με τη σπι­νο­ζι­κή έννοια. Όμως, τού­τος ο «ηθι­κός» Γερ­μα­νός μεγι­στά­νας του πλού­του έχει ένα γιο (Ζαν-Πιερ Λεό), ολι­κά και υπο­δειγ­μα­τι­κά αμέ­το­χο στον κόσμο του μπα­μπά, αλλά και σ’ οποιο­δή­πο­τε άλλο κοι­νω­νι­κό μόρ­φω­μα. Ο Ζιλιέν δε θέλει να έχει σχέ­σεις με ανθρώ­πους και βέβαια ούτε με γυναί­κες. Προ­τι­μά­ει, για τις ερω­τι­κές του ανά­γκες, τις γου­ρού­νες τού χοι­ρο­στα­σί­ου του κτή­μα­τος του μπα­μπά. Ωσπου μια μέρα τού­τες οι γου­ρού­νες τρώ­νε ζωντα­νό τον κτη­νο­βά­τη. Ο καπι­τα­λι­σμός με τα χοι­ρο­στά­σιά του που λέγο­νται επί το ευπρε­πέ­στε­ρον επι­χει­ρή­σεις, φάρ­μες, παλά­τια, τρώ­ει τα παι­διά του κι αυτό σημαί­νει πως ο κανι­βα­λι­σμός ενδη­μεί σ’ αυτούς τους χώρους. Για να γίνει ορα­τός και διά γυμνού οφθαλ­μού, ο καπι­τα­λι­στι­κός κανι­βα­λι­σμός χρειά­ζε­ται μεγέ­θυν­ση με τα μέσα της τέχνης, όπως αυτή που επι­χει­ρεί εδώ ο Παζο­λί­νι χρη­σι­μο­ποιώ­ντας επι­δέ­ξια τα διδάγ­μα­τα του Μπρεχτ.

Ο δεύ­τε­ρος καπι­τα­λι­στής (Ούγκο Τονιά­τσι) είναι ένας νεο­κα­πι­τα­λιο­τής. Το πρώ­το συν­θε­τι­κό «νέο» σημαί­νει πως αυτός δεν είναι «ουμα­νι­στής» σαν τον άλλον, αλλά ψυχρός και ψύχραι­μος τεχνο­κρά­της, τελεί­ως αδιά­φο­ρος για τις πολι­τι­στι­κές λεπτό­τη­τες που κλη­ρο­νό­μη­σε ο παρα­δο­σια­κός καπι­τα­λι­σμός από τη φεου­δαρ­χία. Μάλι­στα, την περί­ο­δο του πολέ­μου ήταν απ’ αυτούς που έκα­ναν «επι­στη­μο­νι­κά» πει­ρά­μα­τα στα πλαί­σια του «επι­στη­μο­νι­κού» ενδια­φέ­ρο­ντος της ναζι­στι­κής εκδο­χής του καπι­τα­λι­σμού, με αντι­κεί­με­νο την ποιό­τη­τα του σκε­λε­τού ενός ανθρώ­που που τυχαί­νει να είναι μαζί και Ρώσος και Κομι­σά­ριος και Εβραίος!

Ο «παλαιό» και «νέο» καπι­τα­λι­στής στην αρχή είναι εχθροί, και τού­τη την εχθρό­τη­τα φρο­ντί­ζει να την υπο­δαυ­λί­ζει ο μάνα­τζερ του πρώ­του (Μάρ­κο Φερέ­ρι). Ωστό­σο, τα κοι­νά συμ­φέ­ρο­ντα, υπο­βα­στα­ζό­με­να από τα κοι­νά μυστι­κά για το ηθι­κό ποιόν του «νέο» και του «παλαιό» καπι­τα­λι­στή, είναι η αιτία που το «παλιό» και το «και­νούρ­γιο» δημιουρ­γούν μια συμ­μα­χία νέα στη μορ­φή και παλιά στο περιε­χό­με­νο: άσπρος γάτος, μαύ­ρος γάτος, όλοι οι γάτοι είναι ίδιοι. (Η παροι­μία δε μιλά­ει για γου­ρού­νια, αλλά είναι γνω­στός πως σ’ ένα χοι­ρο­στά­σιο υπάρ­χουν και άσπρα και μαύ­ρα γου­ρού­νια, που δια­φο­ρο­ποιού­νται μόνο κατά το χρώμα.)

Με τού­τη τη συμ­μα­χία, το καπι­τα­λι­στι­κό χοι­ρο­στά­σιο ανα­νε­ώ­νε­ται «φυσιο­λο­γι­κά». Τόσο που τα γου­ρού­νια να μπο­ρούν πια να κατα­βρο­χθί­σουν χωρίς «τύψεις» τον άχρη­στο γόνο του παλαιο­κα­πι­τα­λι­στή, πράγ­μα που γίνε­ται δυνα­τό μόνο με το νεο­κα­πι­τα­λι­στι­κό εμβό­λιο του κανι­βα­λι­σμού, που ο παλαιο­κα­πι­τα­λι­σμός το απέρ­ρι­πτε υπο­κρι­τι­κό τατα ως «απάν­θρω­πο» και ως «απά­δο­ντα» στην ηθι­κή του Σπι­νό­ζα. Μια ηθι­κή που σκό­ντα­φτε πάνω στον Θεό, που τώρα με τον νεο­κα­πι­τα­λιο­μό δεν μπαί­νει πια εμπό­διο για την επέ­κτα­ση του χοι­ρο­στα­σί­ου. Ο νεο­κα­πι ταλι­στής είναι αυτός που επι­βάλ­λει τη σιω­πή στο χορό της τρα­γω­δί­ας των χωρι­κών που παρέ­στη­σαν μάρ­τυ­ρες του σπα­ραγ­μού του ανά­ξιου δια­δό­χου του παλαιο­κα­πι­τα­λι­στή απ’ τα γουρούνια.

Ο καπι­τα­λι­στι­κός κανι­βα­λι­σμός, λοι­πόν, είναι το θέμα της ται­νί­ας. Όμως, η ευαγ­γε­λι­κή παρα­βο­λή του «ασώ­του υιού» για τον οποίο οι πατε­ρά­δες δε σφά­ζουν πια το μόσχο τον σιτευ­τό, αλλά σιτεύ­ουν μ’ αυτόν (τον άσω­το υιό) τα γου­ρού­νια τους, κιν­δύ­νευε να μη γίνει νοη­τή από τον εξοι­κειω­μέ­νο με τα άμε­σα ρεα­λι­στι­κά δεδο­μέ­να θεα­τή. (Κατα­λά­βα­με ήδη πως η ται­νία απέ­χει πολύ απ’ το να είναι ρεα­λι­στι­κή.) Και γι’ αυτό ο ιδιο­φυ­ής Πιερ Πάο­λο Παζο­λί­νι, που στη ζωή του είχε τη μοί­ρα του «ασώ­του υιού» της ται­νί­ας (τον κατα­σπά­ρα­ξαν κάποιοι γου­ρου­νάν­θρω- ποι στην Όστια), φρο­ντί­ζει να δημιουρ­γή­σει και μια δεύ­τε­ρη αφή­γη­ση, που λει­τουρ­γεί άλλο­τε υπο­γραμ­μι­στι­κά κι άλλο­τε αντι­στι­κτι­κά σε σχέ­ση με την πρώ­τη. Τού­τη η δεύ­τε­ρη ιστο­ρία, που εναλ­λάσ­σε­ται με την πρώ­τη μ’ ένα παράλ­λη­λο μοντάζ τοπο­θε­τεί­ται το 15ο αιώ­να, κάπου στην ηφαι­στειο­γε­νή Σικε­λία. Πρό­κει­ται για μια ιστο­ρία «καθα­ρού», σαν να ανα­βλύ­ζει από τη γη, κανι­βα­λι­σμού, όπου μια ομά­δα παρά­νο­μοι που συγκρο­τεί­ται γύρω από τον Πιερ Κλε­με­ντί, σκο­τώ­νει τους ανθρώ­πους και τους τρώ­ει, μέχρι που το «νόμι­μο κρά­τος», εκπρο­σω­πού­με­νο κυρί­ως από παπά­δες τους συλ­λαμ­βά­νει και τους σκο­τώ­νει: η χρι­στια­νι­κή ηθι­κή μπή­κε φραγ­μός στο πισω­γύ­ρι­σμα στη βαρ­βα­ρό­τη­τα, αλλά η πρώ­τη ιστο­ρία που ήδη αφη­γη­θή­κα­με απέ­δει­ξε πως ο Μεσαί­ω­νας αγω­νί­στη­κε εις μάτην να ηθι­κο­ποι­ή­σει τον κόσμο με την Ιερά Εξέ­τα­ση και άλλες εξε­τά­σεις λιγό­τε­ρο ιερές. Ποτέ κανέ­νας παπάς, που­θε­νά στον κόσμο, δεν μπό­ρε­σε να εμπο­δί­σει την επέ­κτα­ση του καπι­τα­λι­στι­κού χοι­ρο­στα­σί­ου. Άλλω­στε, σε πάρα πολ­λές περι­πτώ­σεις το χοι­ρο­στά­σιο επε­κτά­θη­κε και προς την πλευ­ρά της του Θεού Εκκλη­σί­ας, όπως μαρ­τυ­ρά­ει, μετα­ξύ άλλων, και η Τρά­πε­ζα του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, δηλα­δή η Τρά­πε­ζα του Βατι­κα­νού που αισχρο­κερ­δεί κάτω απ’ αυτόν τον ωραίο τίτλο και με τις ευλο­γί­ες του Πάπα, κάνο­ντας χρυ­σές δου­λειές προ­φα­νώς με την επι­φοί­τη­ση του Αγί­ου Πνεύματος.

Οι κανί­βα­λοι είναι πάντα ανά­με­σά μας. Λέγο­νται καπι­τα­λι­στές και είναι πάντα ιδιο­κτή­τες χοι­ρο­στα­σί­ων. Ο ιδιο­φυ­ής Παζο­λί­νι, ο μεγά­λος μας φίλος που χάθη­κε πρό­ω­ρα, έφτια­ξε ένα χοι­ρο­στά­σιο αντά­ξιο του χοι­ρο­κα­πι­τα­λι­σμού, για να δεί­ξει πως ο καπι­τα­λι­σμός είναι ένας κανι­βα­λι­σμός χωρίς όρια.

Βασί­λης Ραφαηλίδης
Έθνος, 4-12-1983.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο