Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Χρήστος Μαλτέζος, πριν τον δολοφονήσουν υπέστη όσα δε βάζει ανθρώπου νους

Στις 22 Νοεμ­βρί­ου 1938 δολο­φο­νεί­ται από τη μετα­ξι­κή δικτα­το­ρία με άγρια βασα­νι­στή­ρια στις φυλα­κές της Κέρ­κυ­ρας ο Χρή­στος Μαλ­τέ­ζος, Γραμ­μα­τέ­ας της ΟΚΝΕ. Ένα από τους εκα­το­ντά­δες ήρω­ες και μάρ­τυ­ρες που ανέ­θρε­ψε το ΚΚΕ στη ενός αιώ­να ζωή και δρά­ση του για τα συμ­φέ­ρο­ντα του λαού και της χώρας του.

***

Στα 1934–36 μεγά­λη ήταν η ανά­πτυ­ξη που πήραν οι αγώ­νες των φοι­τη­τών της Αθή­νας. Οι νέοι της ΟΚΝΕ, μπαί­νουν μπρο­στά, οργα­νώ­νουν και καθο­δη­γούν τους αγώ­νες της σπου­δά­ζου­σας νεο­λαί­ας για τα δικαιώ­μα­τά της. Κάθε μέρα και­νού­ριες μάζες φοι­τη­τών μπαί­νουν στην πάλη. Την άνοι­ξη του 1935 ξέσπα­σε η μεγά­λη απερ­γία των φοι­τη­τών για την πανε­πι­στη­μια­κή ασυ­λία. Σαρά­ντα μέρες κρά­τη­σε η απερ­γία. Η μαχη­τι­κό­τη­τα και η συνο­χή των φοι­τη­τών μεγά­λω­σε πιο πολύ. Την απερ­γία αυτή ακο­λού­θη­σαν κι άλλοι αγώ­νες στα κατο­πι­νά χρό­νια που συνε­χί­στη­καν και στις δύσκο­λες ακό­μη συν­θή­κες της μετα­ξι­κής δικτατορίας.

Κεί­να τα χρό­νια, από μέρους της ΚΕ της ΟΚΝΕ, ο Χρή­στος Μαλ­τέ­ζος καθο­δη­γού­σε τις φοι­τη­τι­κές οργα­νώ­σεις της ΟΚΝΕ στην Αθή­να. Λίγοι ήταν εκεί­νοι οι φοι­τη­τές που γνώ­ρι­ζαν το σεμνό και σοβα­ρό παλι­κά­ρι που βρι­σκό­ταν στο πλευ­ρό τους, στους καθη­με­ρι­νούς τους αγώ­νες. Μονά­χα οι συνερ­γά­τες του ξέραν τον καθο­δη­γη­τή των νεα­ρών κομ­μου­νι­στών του πανε­πι­στη­μί­ου και των άλλων ανώ­τε­ρων σχο­λών της Αθή­νας. Μα όποιος τον γνώ­ρι­ζε το Χρή­στο Μαλ­τέ­ζο, ένιω­θε από την πρώ­τη στιγ­μή πως έχει μπρο­στά του έναν αγω­νι­στή ολό­τε­λα δοσμέ­νο στη δίκαιη υπό­θε­ση του λαού και της νεο­λαί­ας μας.

***
Γεν­νη­μέ­νος στα Μέθα­να στα τέλη της πρώ­της δεκα­ε­τί­ας του προη­γού­με­νου αιώ­να, ο Χρή­στος Μαλ­τέ­ζος από νωρίς πήρε το δρό­μο του αγώ­να, Στα 1925 έγι­νε μέλος της ΟΚΝΕ. Γρή­γο­ρα ο αγώ­νας τον απορ­ρό­φη­σε ολό­τε­λα. Όντας φοι­τη­τής της Νομι­κής, άφη­σε τις σπου­δές για να αφο­σιω­θεί στην επα­να­στα­τι­κή δρά­ση. Στη γεμά­τη στε­ρή­σεις ανέ­χεια, δυσκο­λί­ες και διώ­ξεις ζωή των κομ­μου­νι­στών και των νέων της ΟΚΝΕ, η πίστη τους στο κίνη­μα, η αφο­σί­ω­ση στο λαό, η συντρο­φι­κό­τη­τα, η αλλη­λεγ­γύη κι η αγά­πη ανά­με­σά τους, ήταν γι’ αυτούς πηγή αστεί­ρευ­της δύνα­μης, ενθου­σια­σμού και αυταπάρνησης.

Τέτοια ήταν η ζωή του Μαλ­τέ­ζου. Ζωή του λαϊ­κού αγω­νι­στή, που τίπο­τε δε λογά­ρια­ζε, σαν ήταν να εξυ­πη­ρε­τή­σει το κίνη­μα. Τον Μαλ­τέ­ζο τον χαρα­κτή­ρι­ζε μια μεγα­λό­καρ­δη αλλη­λεγ­γύη και συντρο­φι­κό­τη­τα. Τα λίγα χωρά­φια που του άφη­σε πεθαί­νο­ντας ο πατέ­ρας του, στη Μεθώ­νη τα πού­λη­σε για τη συντή­ρη­σή του και τη συντή­ρη­ση των συντρό­φων του. Το δόσι­μο του στον αγώ­να φαί­νε­ται και από τη δου­λειά του στην εφη­με­ρί­δα της ΟΚΝΕ «Νεο­λαία», που για αρκε­τό διά­στη­μα, ο Μαλ­τέ­ζος καθο­δη­γού­σε την έκδο­σή της. Η «Νεο­λαία» έβγαι­νε κάτω από αφά­ντα­στα δύσκο­λες συν­θή­κες. Για να τη βγά­ζουν, ο Μαλ­τέ­ζος και οι σύντρο­φοί του έβρι­σκαν για γρα­φεία τους τους πιο απί­θα­νους χώρους, πότε κανέ­να υπό­γειο, πότε καμιά σοφί­τα, που τα νοί­κια­ζαν φτη­νό­τε­ρα. Οι ίδιοι έμε­ναν νηστι­κοί για να καλύ­ψουν τα έξο­δα της εφη­με­ρί­δας. Πολ­λές φορές τρώ­γα­νε ψωμί και κρεμ­μύ­δι. Μα η εφη­με­ρί­δα έβγαι­νε. Τη μοί­ρα­ζαν οι νέοι της ΟΚΝΕ από χέρι σε χέρι και η φωνή της έφτα­νε ως τα εργο­στά­σια και τα σχο­λειά, τα χωριά και το στρατό.

Οι δυσκο­λί­ες αυτές και οι στε­ρή­σεις, οι διωγ­μοί και οι φυλα­κές υπέ­σκα­ψαν την υγεία του. Έγι­νε φυμα­τι­κός. Μα ποτέ δεν μεμ­ψι­μοι­ρού­σε. Ακού­ρα­στα δού­λε στις οργα­νώ­σεις στις ΚΝΕ, ιδιαί­τε­ρα της Αθή­νας και του Πει­ραιά. Η πρα­κτι­κή οργα­νω­τι­κή δου­λειά δεν τον εμπό­δι­ζε ωστό­σο να πλου­τί­ζει τις γνώ­σεις του, αφο­μοιώ­νο­ντας δημιουρ­γι­κά το μαρ­ξι­σμό – λενι­νι­σμό. Ήταν ακο­νι­σμέ­νο και θετι­κό μυαλό.

Γι’ αυτές του τις αρε­τές και τις ικα­νό­τη­τες, ο Μαλ­τέ­ζος ανα­δεί­χτη­κε στην καθο­δή­γη­ση της ΟΚΝΕ. Και τον Οκτώ­βρη του 1937 έγι­νε Γραμ­μα­τέ­ας της Κεντρι­κής Επι­τρο­πής. Σε όλο το διά­στη­μα, μέχρι που πιά­στη­κε, καθο­δη­γού­σε τους αγώ­νες των φοι­τη­τών, των νέων εργα­τών, όλης της νεο­λαί­ας μας.

Ο Μαλ­τέ­ζος πιά­στη­κε στην Αθή­να το Μάη του 1938 από την Ασφά­λεια. Τα πιο σκλη­ρά και απάν­θρω­πα βασα­νι­στή­ρια μετα­χει­ρί­στη­κε ο Μανια­δά­κης για να του απο­σπά­σει ομο­λο­γί­ες και δήλω­ση. Μα τα σφι­χτά κλει­σμέ­να χεί­λια του Μαλ­τέ­ζου δεν έβγα­ζαν λέξη. Λυσ­σα­σμέ­νοι γύρι­ζαν όλη την Αθή­να και τον Πει­ραιά οι χαφιέ­δες της Ασφά­λειας με τη φωτο­γρα­φία του, για να μάθουν πού έμε­νε. Κανείς δε βρέ­θη­κε να τους πει. Ο λαός φυλά­ει και προ­στα­τεύ­ει τους αγω­νι­στές του.

Κατα­τσα­κι­σμέ­νο μα με ακλό­νη­το φρό­νη­μα τον μετέ­φε­ραν στο κάτερ­γο της Κέρ­κυ­ρας, στην ακτί­να 01 όπου ήταν παρα­χω­μέ­νοι ζωντα­νοί οι κομ­μου­νι­στές που έστελ­νε για εξό­ντω­ση ο Μανια­δά­κης. Ο αρχι­φύ­λα­κας Βασι­λά­τος, οι βασα­νι­στές Βελια­νί­της, Διο­νυ­σά­τος και άλλοι κτη­νάν­θρω­ποι της Ασφά­λειας, που ειδι­κά τους έστει­λε ο Μανια­δά­κης, σοφι­ζό­ταν τα πιο σατα­νι­κά μέσα για να τον βασανίζουν,

Τον περ­νού­σαν από φάλαγ­γα. Έρι­χναν νερό στο κελί του και του παίρ­ναν όλα του τα πράγ­μα­τα, έτσι που να ανα­γκά­ζε­ται να μένει όρθιος ολά­κε­ρα μερό­νυ­χτα. Και στο τέλος απο­πει­ρά­θη­καν να καρ­φώ­σουν πέτα­λα στα πόδια του.

Σωστός βρά­χος, άντε­ξε ο Χρή­στος Μαλ­τέ­ζος σ’ όλα τα βασα­νι­στή­ρια. Από τα ματω­μέ­να χεί­λια του βγή­καν μόνο λόγια πίστης και αφο­σί­ω­σης για το κόμ­μα και το λαό, περι­φρό­νη­ση και μίσος για τους εχθρούς.

«Ζήτω το ΚΚΕ» ήταν η απά­ντη­σή του όταν του ζητού­σαν να κάνει δήλωση.

Λύσ­σα­ξαν τα κτή­νη της ασφά­λειας κι άρχι­ζαν πιο απάν­θρω­πα να τον βασα­νί­ζουν. Τον καί­γαν με καυ­τό λάδι.

Και πάλι δε λύγι­ζε ο Μαλ­τέ­ζος. Δυνα­μώ­νει την αντί­στα­σή του στους βασα­νι­στές του. Κήρυ­ξε απερ­γία πεί­νας. Πάνω από δέκα μέρες έμει­νε νηστι­κός κι αμί­λη­τος στο κελί του, στην απο­μό­νω­ση ολόρθος!

Ανί­κα­νοι να τον λυγί­σουν, τον απο­τε­λεί­ω­σαν στις 22 Νοεμ­βρί­ου 1938.

(Απο­σπά­σμα­τα από κεί­με­νο ραδιο­φω­νι­κής εκπο­μπής του ραδιο­σταθ­μού Βου­κου­ρε­στί­ου, 1963)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο