Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Χριστούγεννα: Η μεγάλη νύχτα των θεών (πολλοί θεοί, ίδια κόλπα)

Γρά­φει ο Στέ­λιος Κανά­κης //

Κι όλα αυτά τη μεγα­λύ­τε­ρη νύχτα του χρό­νου (στο β. ημι­σφαί­ριο), που τότε συνέ­πι­πτε με το χει­με­ρι­νό ηλιο­στά­σιο. Είναι γνω­στό άλλω­στε το χούι των θεών. Όπου σκο­τει­νιά κι αυτοί.

Στις 25 Δεκεμ­βρί­ου γεν­νή­θη­καν οι: Ώρος (Αίγυ­πτος-3000πτχ), Ζαρα­τού­στρα (Περ­σία-1000πτχ), Κρίσ­να (Ινδία-900πτχ), Ηρα­κλής (Ελλά­δα-800πτχ), Μίθρα (Περ­σία-600πτχ), Βού­δας (Νεπάλ-563πτχ), Διό­νυ­σος (Ελλά­δα-500πτχ), Ταμούζ (Βαβυ­λώ­να-400πτχ), Άδω­νις (Φοι­νι­κή-200πτχ), Ερμής (Ελλά­δα-200πτχ) και ο Εβραί­ος και δικός μας, εκ μετα­γρα­φής Ιησούς (Ισρα­ήλ-4πτχ). Ο τελευ­ταί­ος σάρ­κα αλλό­κο­τη, δεν πει­νά, δε διψά, δεν κοι­μά­ται ποτέ, δεν αφο­δεύ­ει, δε συνου­σιά­ζε­ται, δε γελά.

Ο Ώρος συνε­λή­φθη και γεν­νή­θη­κε από την παρ­θέ­να Ίσις. Ειδι­κά για τον Ώρο ο μύθος έχει ως εξής:

«Ο υιός του θεού γεν­νή­θη­κε στις 25 Δεκεμ­βρί­ου από μητέ­ρα παρ­θέ­να. Το πνεύ­μα προει­δο­ποί­η­σε τη μέλ­λου­σα μητέ­ρα για το επι­κεί­με­νο γεγο­νός. Τη γέν­νη­ση την έδει­ξε ένα αστέ­ρι στην ανα­το­λή, το οποίο ακο­λού­θη­σαν τρεις βασι­λιά­δες για να δοξά­σουν το νέο σωτή­ρα. Σε ηλι­κία δώδε­κα χρό­νων ήταν παι­δί-δάσκα­λος. Όταν έγι­νε τριά­ντα χρο­νών, βαφτί­στη­κε από έναν προ­φή­τη και ξεκί­νη­σε τις περιο­δεί­ες. Είχε δώδε­κα μαθη­τές, οι οποί­οι τον συνό­δευαν στα ταξί­δια του, και έκα­νε διά­φο­ρα θαύ­μα­τα και πράγ­μα­τα παρά­ξε­να και άνευ νοή­μα­τος όπως το να περ­πα­τά στο νερό. Κάποια στιγ­μή προ­δό­θη­κε από έναν δικό του, συνε­λή­φθη, σταυ­ρώ­θη­κε, έμει­νε νεκρός τρεις μέρες και τελι­κά ανα­στή­θη­κε. Ήταν γνω­στός με πολ­λά παρα­τσού­κλια όπως “η αλή­θεια”, “το φως”, “υιός του θεού”, “καλός ποι­μέ­νας”, “αμνός θεού” και πλή­θος άλλα».

Κάτι σας θυμίζει, έτσι δεν είναι;

Τα ίδια συνα­ντά­με και στους άλλους θεούς. Η παρ­θέ­να Ντε­βά­κι συνέ­λα­βε και έτι­ξε το θείο βρέ­φος Κρίσ­να. Από την επί­σης, παρ­θέ­νο Μάγια γεν­νή­θη­κε ο Βούδας.

Κι όλοι ανα­στή­νο­νταν! Το κόλ­πο το είχαν ανα­κα­λύ­ψει (αφ’ εαυ­τού τους) και οι Ινδιά­νοι της Αμε­ρι­κής. Όταν οι ευρω­παί­οι απο­βι­βά­στη­καν στη Νότιο Αμε­ρι­κή, δια­πί­στω­σαν με έκπλη­ξη πως οι γηγε­νείς δια­τη­ρού­σαν πίστη σ’ ένα θεό που τύφλα να ’χε ο γιος του Γιαχ­βέ. Φυσι­κά, μέχρι τότε δεν υπήρ­χε σχέ­ση επι­κοι­νω­νί­ας των δύο κόσμων κι έτσι οι Ινδιά­νοι σε καμία περί­πτω­ση δεν μπο­ρούν να κατη­γο­ρη­θούν για αντι­γρα­φή ή κλο­πή ξένης πνευ­μα­τι­κής ιδιο­κτη­σί­ας. Απλώς οι άνθρω­ποι, έχο­ντας τις ίδιες μετα­φυ­σι­κές ανη­συ­χί­ες και ταυ­τό­ση­μες φυσι­κές και κοι­νω­νι­κές δυσκο­λί­ες, έλυ­σαν το πρό­βλη­μα με τον ίδιο τρόπο.

Αυτός ο θεός λοι­πόν, ο Κβε­τζαλ­κο­ά­τλι, είχε σταυ­ρω­θεί σ’ έναν ξύλι­νο σταυ­ρό για να σώσει τους αγνώ­μο­νες οπα­δούς του. Στη χερ­σό­νη­σο Γιου­κα­τάν, οι αρχαί­οι κάτοι­κοί της λάτρευαν τον Μπα­κάμπ που είχε γεν­νη­θεί από την, επί­σης, παρ­θέ­να Τσι­ρι­μπί­ρας. Ο τύπος παρι­στα­νό­ταν στε­φα­νω­μέ­νος μ’ ένα ακάν­θι­νο στε­φά­νι και σταυ­ρώ­θη­κε κι αυτός σ’ έναν ξύλι­νο σταυ­ρό. Έμει­νε πεθα­μέ­νος τρεις μέρες κι έπει­τα το ’ριξε στις βόλτες.

Αλλά ας πάμε παλαιό­τε­ρα και στα μέρη μας. Ο Μαρ­ντούκ, παλιός θεός της Βαβυ­λώ­νας που με τα χρό­νια ανα­βαθ­μί­στη­κε σε αρχι­θεό και πέρα­σε και στους Εβραί­ους, νίκη­σε το αρχι­κό χάος και έσω­σε τους ανθρώ­πους θερα­πεύ­ο­ντας και ανα­σταί­νο­ντας νεκρούς. Η φήμη του Μαρ­ντούκ εξα­πλώ­θη­κε διό­τι μπο­ρού­σε να πεθαί­νει το χει­μώ­να και να ανα­σταί­νε­ται την άνοι­ξη. Κάθε που ανα­σται­νό­ταν, μαζί με τη φύση εννο­εί­ται, οι οπα­δοί του το ’ριχναν στο γλέντι.

Την ίδια συνή­θεια να ανα­σταί­νε­ται επέ­δει­ξε κι έτε­ρος θεός της επο­χής, ο Άδω­νις. Οι πιστοί του, κάθε φορά που θρη­νού­σαν το θάνα­τό του, αυτο­μα­στι­γώ­νο­νταν αρκού­ντως. Είχαν ανα­κα­λύ­ψει και τον… επι­τά­φιο. Έφτια­χναν για πάρ­τη του ξύλι­να αγάλ­μα­τα που τα έβα­ζαν σ’ ένα είδος φέρε­τρου, τα οποία και περι­στοί­χι­ζαν με διά­φο­ρα φυτά. Έπει­τα οι γυναί­κες έπλε­ναν τα ξύλι­να είδω­λα, τα άλει­φαν με διά­φο­ρα αρω­μα­τι­κά και, αφού τα τύλι­γαν σε υφα­σμά­τι­να σάβα­να, τα έθα­βαν. Κάθε φορά, επ’ ευκαι­ρία της ανά­στα­σής του, οι πιστοί του αλλη­λο­συγ­χαί­ρο­νταν με το “Άδω­νις ανέ­στη”. Αυτά σας θυμί­ζουν κάτι;

Εκτός από τους Φοί­νι­κες και τον Άδω­νί τους, έχου­με τον Άττι και τη μάνα του την Κυβέ­λη, θεούς της Φρυ­γί­ας. Αυτός, ίσως από τύψεις που πήδα­γε τη μάνα του –πράγ­μα που δεν εμπό­δι­σε διό­λου τους οπα­δούς του να τον λατρεύ­ουν– έκο­ψε τ’ αρχί­δια του και τα κακά­ρω­σε από αιμορ­ρα­γία. Πεν­θού­σαν τα πάθη του στις 24 Μαρ­τί­ου όπου και αυτο­μα­στι­γώ­νο­νταν και αυτο­τραυ­μα­τί­ζο­νταν όπως και οι Φοί­νι­κες και αργό­τε­ρα οι χρι­στια­νοί. Την επο­μέ­νη γιόρ­τα­ζαν την ανά­στα­σή του και γιά­τρευαν τις πλη­γές τους, πιστεύ­ο­ντας πως έτσι κι αυτοί κάπο­τε θα αναστηθούν.

Ακό­μη παλαιό­τε­ρα, εξα­σκού­νταν στην ανά­στα­ση ο Όσι­ρις των Αιγυ­πτί­ων, ο μετέ­πει­τα Σέρα­πις των Ρωμαί­ων, και όπο­τε το κατά­φερ­νε –συνή­θως κάθε χρό­νο– οι πιστοί του αλλη­λο­συγ­χαί­ρο­νταν κι αυτοί με τον ίδιο τρό­πο των αλλόπιστων.

Εδώ αξί­ζει να σημειω­θεί πως η λατρεία του, καθώς και της αδερ­φής-συζύ­γου του Ίσι­δας –λίγο μπλεγ­μέ­νη σχέ­ση– έφτα­σε μέχρι το 350 μετά το χριστιανισμό.

Σ’ αυτήν την επι­σκό­πη­ση ανα­στη­μέ­νων θεών δεν πρέ­πει να παρα­λεί­ψου­με τον Μίθρα. Ο Μίθρας ήταν γιος θεού και γεν­νή­θη­κε σε μια σπη­λιά. Απο­κα­λού­νταν “αυτός που γεν­νή­θη­κε από βρά­χο”. Τον παρί­στα­ναν με ραβδί και σπα­θί στο χέρι όπως και τον Πέτρο αργό­τε­ρα. Οι οπα­δοί του σε τελε­τουρ­γι­κά δεί­πνα έτρω­γαν αγια­σμέ­νο ψωμί κι έπι­ναν κρα­σί. Γνώ­ρι­ζε κι αυτός την τέχνη της ανά­στα­σης και με τη βοή­θειά του πίστευαν πως ανα­σταί­νο­νταν ή θα ανα­σταί­νο­νταν όλοι οι νεκροί. Ο μιθραϊ­σμός των Περ­σών, αρκε­τά δια­δε­δο­μέ­νος την επο­χή των πρώ­των χρό­νων του χρι­στια­νι­σμού, πέρα­σε αυτού­σιος στη λατρεία των πρωτοχριστιανών.

Σ’ όλους αυτούς τους ανα­στη­μέ­νους δεν μπο­ρού­σαν να υστε­ρούν οι Έλλη­νες. Έτσι, μετά την αρχι­κή περι­πέ­τεια κατά τη γέν­νη­σή του, ο Διό­νυ­σος, γεν­νη­μέ­νος δεύ­τε­ρη φορά από το μηρό του πατέ­ρα του, του Δία, ανα­σται­νό­ταν ανελ­λι­πώς κάθε χρόνο.

Όλοι οι θεοί, Αιγυ­πτια­κοί, Βού­δας, Ζαρα­τού­στρα, Κρίσ­να, Μίθρας κ.λπ. είχαν ως απο­στο­λή να εξα­λεί­ψουν το κακό, το οποίο όχι μόνο δεν έπρα­ξαν, αλλά το αύξη­σαν. Αντί­θε­τα το κακό εμφα­νί­ζε­ται μαζί τους. Για να σκο­τω­θεί ο Μωυ­σής, εξο­λο­θρεύ­τη­καν αθώα παι­διά των Εβραί­ων. Ο ίδιος τη γλί­τω­σε, για να επι­στρέ­ψει αργό­τε­ρα να πάρει τις εντο­λές και να καθα­ρί­σει καμιά δεκα­πε­ντα­ριά χιλιά­δες δικούς του εξαι­τί­ας ενός χρυ­σού βοδιού.

Με τον ίδιο τρό­πο κυνη­γή­θη­κε ο Γκα­ντάντ από τις στρα­τιές του Δαβίδ. Γλί­τω­σε κι αυτός. Ο Κάσ­να διέ­τα­ξε τη θανά­τω­ση όλων των βρε­φών για να εξο­λο­θρεύ­σει τον Κρίσ­να. Το ίδιο συνέ­βη και με τον Χρι­στό. Η Ίσις και ο Ώρος σώθη­καν καβά­λα σ’ ένα γαϊ­δού­ρι όπως η Μαρία και ο Χρι­στός. Οι Μίθρας, Άγνις, Άδω­νις, Βού­δας, Κρίσ­να, Δίας, Περ­σέ­ας γεν­νή­θη­καν σε σπη­λιές, φυλα­κές, υπό­γεια. Ο Χρι­στός σε σπη­λιά ή φάτ­νη. Η μάνα του Άγνι ονο­μά­ζε­ται Μάγια. Και του Βού­δα Μάγια. Του Άδω­νη Μίρρ­χα. Η αδελ­φή του Μωυ­σή που τον έσω­σε Μιριάμ. Του Χρι­στού Μαρία, συγ­γε­νι­κό με τα ανωτέρω.

Παρεν­θε­τι­κά, οι συνά­δελ­φοι του Μωυ­σή ως εντο­λο­δό­χοι του θεού, οι Manou, Μίνω­ας, Mises. Πώς σας φαί­νε­ται αυτή η ομοιό­τη­τα; Ήδη ανα­φέρ­θη­κε παρα­πά­νω, η εντυ­πω­σια­κή ομοιό­τη­τα του μύθου του Ώρου με τον αντί­στοι­χο του Ιησού. Η παρ­θέ­να Ματε­μούα βρί­σκε­ται σε αιγυ­πτια­κό ναό όταν της αναγ­γέλ­λει ο Θωτ πως θα γεν­νή­σει παι­δί από ένα θεό. Το ίδιο συμ­βαί­νει και στη Μαρία. Η γέν­νη­ση του Κρίσ­να αναγ­γέλ­λε­ται με την εμφά­νι­ση ενός άστρου στον ουρα­νό. Έρχο­νται ποι­μέ­νες και τον προ­σκυ­νούν. Οι αστρο­λό­γοι του προ­βλέ­πουν λαμπρό μέλ­λον όπως και στον Μωά­μεθ. Άστρο, προ­φή­τες και παρό­μοιες προ­βλέ­ψεις και στον Χριστό.

Κατά τη γέν­νη­ση του Μίθρα, όλα φωτί­στη­καν γύρω. Επί­σης στη γέν­νη­ση του Απόλ­λω­να. Και στη γέν­νη­ση του Βού­δα. Ένα φωτει­νό σύν­νε­φο παρου­σιά­στη­κε με τη γέν­νη­ση του Χριστού.

Όπως στον Βού­δα, έτσι και στον Χρι­στό παρα­βρέ­θη­καν στα γεν­νη­τού­ρια του άγγε­λοι κι αρχάγγελοι.

Τον Βού­δα τον προ­σκυ­νού­σαν τα δέντρα, τον Μωά­μεθ τα ζώα, τον Χρι­στό τα ζώα στη φάτ­νη και οι φοι­νι­κιές στο δρό­μο. Ο Βού­δας ήρθε στον κόσμο με τη μάνα του όρθια. Ο Μωά­μεθ γεν­νή­θη­κε χωρίς πόνους. Η Μαρία έφε­ρε τον Χρι­στό χωρίς αίμα και πόνους.

Ο Βού­δας και ο Κρίσ­να δεν έγρα­ψαν μόνοι τους τα κηρύγ­μα­τα, τους νόμους και τις ομι­λί­ες τους. Ο Χρι­στός δεν άφη­σε ούτε μια φρά­ση γρα­πτή. Στα 12 ο Βού­δας χάθη­κε από τους γονείς του και τον βρή­καν να μιλά με σοφούς. Η ίδια διή­γη­ση και για τον Χρι­στό. Το αυτό και με τον Ώρο, 2.000 χρό­νια πριν τον Χρι­στό. Στα 28 του ο Βού­δας απο­σύρ­θη­κε στην έρη­μο για νηστεία και προ­σευ­χή. Ο Ζαρα­τού­στρα έλα­βε τη “χάρη” σε ηλι­κία τριά­ντα χρο­νών. Συνο­μή­λι­κος ο Ιησούς έκα­νε το ίδιο πράγ­μα. Το ίδιο και ο Ώρος πολύ νωρί­τε­ρα. Τελι­κά, μια γει­το­νιά είμαστε.

Ο διά­βο­λος δοκι­μά­ζει τον Ζαρα­τού­στρα και τον Βού­δα. Το ίδιο κάνει και στον Χρι­στό. Ο Βού­δας στο ιερό ποτά­μι ακού­ει τη διδα­σκα­λία του Ρου­ντράκ όπου και φάνη­κε ένα σημά­δι θεϊ­κό. Ο Ιησούς στον Ιορ­δά­νη ακού­ει τη διδα­σκα­λία του Ιωάν­νη. Παρου­σιά­ζε­ται θεϊ­κό σημά­δι. Οι μαθη­τές του Ρου­ντράκ γίνο­νται μαθη­τές του Βού­δα. Οι μαθη­τές του Ιωάν­νη μαθη­τές του Ιησού. Ο Βού­δας μυεί έναν από τους μαθη­τές του κάτω από μία συκιά. Το ίδιο κάνει και ο Ιησούς με τον Ναθαναήλ.

Ένας από τους μαθη­τές του Βού­δα, ο Ντε­βάτ­τα, είναι προ­δό­της όπως ο Ιού­δας. Ο Βού­δας κηρύτ­τει στο βου­νό για τις επτά ευτυ­χί­ες. Ο Ιησούς κηρύτ­τει στο βου­νό τις εννέα ευτυ­χί­ες. Στον Βού­δα ανα­φέ­ρε­ται η κόρη από την περι­φρο­νη­μέ­νη φυλή των Τσια­ντά­λι. Στον Χρι­στό έχου­με τη διή­γη­ση της Σαμα­ρεί­τι­δας. Ο Βού­δας όπως και ο Χρι­στός βαδί­ζουν πάνω στο νερό. Ο Κρίσ­να και ο Ιησούς θερα­πεύ­ουν τη λέπρα. Βού­δας και Χρι­στός διστά­ζουν να κάνουν θαύ­μα­τα, αλλά υποχρεώνονται.

Βού­δας, Ζαρα­τού­στρα και Ιησούς δια­δί­δουν τη διδα­σκα­λία τους με παρα­βο­λές και την ενι­σχύ­ουν με θαύ­μα­τα. Κατα­κρί­νουν τον Βού­δα και τον Χρι­στό για­τί παρα­βαί­νουν τη νηστεία και είναι φίλοι με τους κατα­δι­κα­σμέ­νους. Και οι δύο αλλά­ζουν όψη σε βου­νό. (Παντά­βα, Θαβώρ). Η Περι­βό­κρα αλεί­φει το κεφά­λι του Κρίσ­να με διά­φο­ρα λάδια. Το ίδιο κάνει και μια αμαρ­τω­λή στον Ιησού. Πριν πεθά­νει ο Βού­δας, μια γυναί­κα πέφτει κλαί­γο­ντας στα πόδια του όπως η Μαρία η Μαγδα­λη­νή στον Χριστό.

Ο Κρίσ­να μπαί­νει πανη­γυ­ρι­κά στη Ματού­ρα όπως ο Χρι­στός στην Ιερου­σα­λήμ. Ο Βού­δας ισχυ­ρί­ζε­ται ότι υπήρ­χε πριν τη γέν­νη­σή του και πως θα ξανάρ­θει μετά το θάνα­τό του όπως ο Χρι­στός. Ο Βού­δας, όπως και ο Χρι­στός, ανα­λή­φθη­κε στους ουρα­νούς και υπο­σχέ­θη­κε τη βασι­λεία τους. Όταν ο Κρίσ­να ξανάρ­θει, θα σκο­τει­νιά­σουν ο ήλιος και η σελή­νη, τα άστρα θα πέσουν από τον ουρα­νό και η γη θα τρέ­μει. Τα ίδια λένε και οι παπά­δες. Κατά το θάνα­το του Βού­δα και του Κρίσ­να, οι νεκροί βγή­καν από τους τάφους τους, ο κόσμος σκο­τεί­νια­σε και ο ήλιος χάθη­κε. Έτσι έγι­νε και στο θάνα­το του Ιησού.

Ο Ώρος συνε­λή­φθη θεϊ­κά. Ο Βού­δας με μία… αχτί­δα από πέντε χρώ­μα­τα, η οποία χάι­δε­ψε τη μάνα του. Ο Ζαρα­τού­στρα από ένα μίσχο κάποιου φυτού. Ο θεός των αρχαί­ων Μεξι­κα­νών Βιτσι­λυ­πο­τσί­τλι από πού­που­λα που έβα­λε η μάνα του στο στή­θος της. Η μάνα του Φρύ­γα θεού Άττι, Νάνα, συνέ­λα­βε από ένα κου­κού­τσι που έπε­σε στο στή­θος της. Κυριο­λε­κτι­κώς στους προ­χρι­στια­νι­κούς χρό­νους οι άνθρω­ποι είχαν πήξει στις άμω­μες παρ­θέ­νες. Στη Μαρία θα κολ­λή­σου­με; Παρέ­μει­νε άμω­μη και για τα υπό­λοι­πα παι­διά της. Φαί­νε­ται το ’μαθε το κόλ­πο κι ο Ιωσήφ.

Τα ίδια και με τον σταυ­ρό, που ήταν πολύ δια­δε­δο­μέ­νος στις προ­χρι­στια­νι­κές θρη­σκεί­ες. Σταυ­ροί βρέ­θη­καν στις Ινδί­ες, στην Κίνα, στην Ιαπω­νία, στην Ελλά­δα, στη Ρώμη, στην Ασσυ­ρία, στη Φοι­νί­κη, στην Περ­σία, στο Θιβέτ, στην Αίγυ­πτο. Από τους Μωα­με­θα­νούς της Τύνι­δας, τους μαύ­ρους Αφρι­κα­νούς μέχρι και τους Ινδιά­νους της Βρα­ζι­λί­ας. Σταυ­ροί και στύ­λοι ανα­φέ­ρο­νται και στη Βίβλο. Ο σταυ­ρός έπαι­ζε, επί­σης, σημα­ντι­κό ρόλο και στη λατρεία των Όσι­ρι, Άττι και Μάρ­σιου. Ακό­μη και ο Ηρώ­δης ανα­πα­ρά­σται­νε στα νομί­σμα­τά του το σταυ­ρό. Οι αρχαί­οι Έλλη­νες ιερείς φορού­σαν σταυ­ρό στο λαι­μό. Το ίδιο και οι ειδω­λο­λά­τρες ιερείς και οι βασι­λιά­δες. Οι ειδω­λο­λα­τρι­κές θεές παρι­στά­νο­νταν με σταυ­ρό. Στην Αίγυ­πτο γιορ­τα­ζό­ταν η “ανά­λη­ψη του στύ­λου του θεού” Όσι­ρι. Στις 14 Σεπτεμ­βρί­ου γιορ­τά­ζε­ται από τους χρι­στια­νούς η “ύψω­ση του σταυ­ρού του Κυρί­ου”. Ο σταυ­ρός κυριαρ­χεί σε μία από τις παλιό­τε­ρες πνευ­μα­τι­κές εικό­νες της ανθρώ­πι­νης ιστο­ρί­ας. Στο ζωδια­κό κύκλο. Γνω­στός σε όλους τους λαούς της επο­χής που παρή­γαν τους σχε­τι­κούς θεούς. Τον φορά­ει κι ο δικός μας στις ανα­πα­ρα­στά­σεις. Τον βλέ­που­με και στις κορυ­φές των εκκλησιών.

Αρκε­τά πριν τους χρι­στια­νούς, το Πάσχα γιορ­τα­ζό­ταν σε Ελλά­δα, Ασσυ­ρία, Βαβυ­λώ­να, Αίγυ­πτο, Φοι­νί­κη και Παλαι­στί­νη. Τότε, υπο­τί­θε­ται, πως πέθαι­ναν και ανα­σταί­νο­νταν οι Μίθρας, Άδω­νις, Διό­νυ­σος κ.ά. Στις 25 Δεκέμ­βρη γιόρ­τα­ζαν τη γέν­νη­ση του Άδω­νη, του Μίθρα, του Ταμ­μούζ, του Άττι και πολ­λών άλλων. Επί­σης, αγία τριά­δα διέ­θε­τε πολύς κόσμος εκεί­νη την επο­χή. Από τις πιο διά­ση­μες της επο­χής η σκαν­δι­να­βι­κή Όδιν-Χένερ-Λόντουρ, οι βαβυ­λω­νια­κές Άνου-Μπελ-Έα, Σιν-Σαμάς-Ιστάρ και Έα-Ντάμ­κι­να-Ταμ­μούζ, η ινδι­κή Βράχ­μα-Σίβα-Βισ­νού, οι αιγυ­πτια­κές Άμμων Ρα-Μουτ-Χόν­σου, Πταχ-Σοχ­μέτ-Νεφερ­τέμ, Όσι­ρις-Ίσις-Ώρος και Σομπέκ-Χαθόρ-Χόν­σου1.

Με τη μετα­φο­ρά της έδρας της Ρωμαϊ­κής αυτο­κρα­το­ρί­ας στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, επι­κρα­τού­σε στην αυτο­κρα­το­ρία ένας ολό­κλη­ρος γαλα­ξί­ας θρη­σκευ­τι­κών δογ­μά­των, Εκκλη­σιών και αιρέ­σε­ων. Το γεγο­νός αυτό καθι­στού­σε αδύ­να­τη την επι­βο­λή ενιαί­ας πολι­τι­κής στους υπο­ταγ­μέ­νους λαούς της αυτο­κρα­το­ρί­ας, σε επο­χή μάλι­στα βαθέ­μα­τος της κρί­σης του δου­λο­κτη­τι­κού συστή­μα­τος. Έτσι ο Κων­στα­ντί­νος (μέγας κατά την Εκκλη­σία αλλά και μέγας δολο­φό­νος) συγκά­λε­σε την 1η οικου­με­νι­κή σύνο­δο (Νίκαια Βηθυ­νί­ας) όπου 318 αντι­πρό­σω­ποι όλων των δογ­μά­των, Εκκλη­σιών και αιρέ­σε­ων πεπε­ξερ­γά­στη­καν 2.231 κεί­με­να για όλους τους… θεούς του τότε κόσμου. Ανά­με­σά τους οι: Δίας, Μίθρας, Καί­σα­ρας, Θωρ, Μίνω­ας, Κρό­νος, Ρα, Όσι­ρις, Ίσις, Απόλ­λω­νας, Άρης, Αθη­νά, Ταύ­ρος, Ποσει­δώ­νας, Ήφαι­στος, Άτις, Ίντρα, Ερμής, Εκά­τη, Βάαλ, Ηρα­κλής, Άδω­νις, Διό­νυ­σος, Ήσους και Κρίσνα.

Η σύνο­δος, όπου πέσα­νε αρκε­τές κλω­τσιές κι άνοι­ξαν πολ­λά κεφά­λια, διήρ­κη­σε δύο μήνες αλλά δεν τα βρή­καν οπό­τε κατέ­φυ­γαν σε 17μηνη (!!!) ψηφο­φο­ρία. Επι­κρά­τη­σαν πέντε ονό­μα­τα: Καί­σα­ρας, Κρίσ­να, Μίθρας, Ώρος και Δίας.

Όπως βλέ­πε­τε κανέ­νας Γιαχ­βέ και κανέ­νας Χρι­στός κι ας ξέρε­τε σήμε­ρα, πως επρό­κει­το για σύνο­δο του χρι­στια­νι­σμού. Επε­νέ­βη και πάλι ο Κων­στα­ντί­νος και ζήτη­σε θεό που να ικα­νο­ποιεί τόσο τους λαούς της Δύσης όσο και της Ανα­το­λής. Κατό­πιν αυτού και με δυσκο­λία και ελά­χι­στη πλειο­ψη­φία (161 υπέρ-157 κατά), η σύνο­δος, κατέ­λη­ξε στο όνο­μα του θεού της νέας και ενιαί­ας θρη­σκεί­ας: Ήσους Κρίσ­να (Hesus Krisna). Το οποίο και στα­δια­κά εξε­λί­χτη­κε σε Ήσους Κράιστ (Hesus Christ) και στη συνέ­χεια σε Τζέ­σους Κράιστ (Jesus Christ), που απο­δό­θη­κε στα ελλη­νι­κά ως Ιησούς χρι­στός. Και σχη­μα­το­ποι­ή­θη­κε την προ­τρο­πή του Κων­στα­ντί­νου στον Ευσέβιο:

«Μελέ­τη­σε αυτά τα βιβλία και κρά­τα από αυτά ότι είναι καλό. Αλλά ότι είναι κακό πέτα το. Ότι είναι καλό στο σ’ ένα βιβλίο, ένω­σέ το με ότι είναι καλό στο άλλο βιβλίο. Και αυτό που θα προ­κύ­ψει θα πρέ­πει να ονο­μα­στεί το Βιβλίο όλων των Βιβλί­ων»2.

Έτσι με το κόψι­μο και ράψι­μο κατα­φέ­ρα­με να έχου­με σήμε­ρα τον… θεό μας.

Χρό­νια πολ­λά και να μας ζήσει το θεογέννητο!

_______________________________________________________________

1 Στοι­χεία από το «Ιερές Βλα­κεί­ες», Στέ­λιος Κανά­κης, Εκδό­σεις Εντύποις.
2 «Θεός και Κεφά­λαιο», Λάμπος Κώστας, Εκδό­σεις Κουκ­κί­δα… σ. 145, αλλά και στο Bushby Tony, “The forged Origins… σ. 35

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο