Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Όμως σύντροφε, στο επόμενο αντάμωμα μας, με ατσάλινη κλωστή τον λόγο δέναμε, ακριβώς από εκεί που κόπηκε!

Γρά­φει η Ηλέ­κτρα Στρατωνίου

                ΕΝΑΝ ΑΙΩΝΑ ΑΓΩΝΕΣ

Δεν προ­λα­βαί­να­με ποτέ να τελειώ­σου­με την κου­βέ­ντα μας,
ήταν πάντα λίγος ο χρό­νος, τα προ­βλή­μα­τα πολλά,
μπερ­δε­μέ­να τα συναι­σθή­μα­τα μας και οι ξένοι
που ανά­με­σα μας έμπαι­ναν, μας διέ­κο­πταν βίαια…

Ποτέ δεν προ­λα­βαί­να­με την κου­βέ­ντα μας,
εκεί­νη η τελευ­ταία λέξη κρέ­μο­νταν στα χεί­λη μας
πυρα­κτω­μέ­νη, άφω­νη, παραπονεμένη!

Όμως σύντρο­φε, στο επό­με­νο αντά­μω­μα μας
με ατσά­λι­νη κλω­στή τον λόγο δέναμε,
ακρι­βώς από εκεί που κόπηκε!

Σε αγκά­λια­σμα τυλί­γα­με  τα χέρια μας γύρω στους ώμους
σε αγκά­λια­σμα, που θαρ­ρείς δεν χωρί­στη­καν ποτέ ,
τις ανά­σες σμί­γα­με σαν δίδυ­μων αδερφών
και κοι­τα­ζό­μα­σταν κατά­μα­τα, για­τί εμείς σύντροφε,
αντέ­ξα­με έναν αιώ­να με θυσί­ες αίματος!

Παλέ­ψα­με σε άνι­σους αγώ­νες στην ίδια αρένα,
στις ιδέ­ες του δίκαιου και της ειρή­νης πορευτήκαμε,
στους δρό­μους και στα εργο­στά­σια, σε γιαπιά
και σε λιμά­νια δου­λέ­ψα­με, στα άγο­να σπεί­ρα­με χωράφια
και κάρ­πι­σαν στά­ρι, θερί­σα­με, αλέσαμε,
και το αλεύ­ρι ζυμώ­σα­με, με όνει­ρα και ιδρώτα!

Εμείς σύντρο­φε, ψήσα­με ψωμί και χορτάσαμε
τους αδι­κη­μέ­νους της ζωής,
τους ξεχα­σμέ­νους της χαράς, τους απόμαχους
και τους ισο­βί­τες, μιας κοι­νω­νί­ας φυλακής
με κατά­δι­κους αθώ­ους, που κανείς δεν άκουσε
της απελ­πι­σί­ας τους την κραυγή
κι αυτοί που άκου­σαν, δεν τους πίστεψαν!

Δεν μας έφτα­νε ο χρό­νος σύντροφε.
Ποτέ δεν τελειώ­να­με την κου­βέ­ντα μας!
Σαν αντα­μώ­να­με όμως, τον τελευ­ταίο μας λόγο
τον δένα­με με κόκ­κι­νη κορ­δέ­λα στο μπρά­τσο μας,
για να θυμό­μα­στε τα εκα­τό χρόνια,
του αλύ­γι­στου — περή­φα­νου- αγώ­να μας!

Το κόκ­κι­νο για το αίμα, που ποτί­σα­με τα βουνά,
τις μάντρες Και­σα­ρια­νή και Κοκκινιά,
τα ξερο­νή­σια, Μακρό­νη­σο, Γιού­ρα, Ικαριά,
τα κάτερ­γα, Μέρ­λιν και Μπουμπουλίνας!

Η  κορ­δέ­λα στο μπρά­τσο, για τη γροθιά
που υψώ­νου­με στον ήλιο, στο φεγγάρι,
στα άστρα του ουρα­νού, στις καταιγίδες!

Προ­χω­ρά­με, με Δύνα­μη και Ανθρωπιά!
Τρα­γου­δά η καρ­διά, φτε­ρου­γά μεθυσμένη,
καρ­δε­ρί­να ελπί­δας, την πλά­ση ξυπνά:
-«Αβά­ντι πόπο­λο αλά ρισκόσα
παντιέ­ρα ρόσα, παντιέ­ρα ρόσα»!

Αν κι ο χρό­νος Ποτέ δεν φτά­νει να τελειώσει
η κου­βέ­ντα μας, εμείς: -«Κατα­λα­βαι­νό­μα­στε τώρα,
κατα­λα­βαι­νό­μα­στε τώρα, δεν χρειά­ζο­νται περσότερα»
(Γιάν­νης Ρίτσος)

            ΠΡΩΙΝΗ ΑΝΑΦΟΡΑ

Με κώδι­κες δικούς σου την ανα­το­λή του ήλιου
το πρωί χαι­ρε­τού­σες, έστε­κες απέ­να­ντι του
στο μπαλ­κό­νι αγέ­ρω­χος, ίδιος άγαλ­μα από ατσάλι,
έκλει­νες τα βλέ­φα­ρα, έσφιγ­γες γρο­θιές και πρόσταζες:

-Έλα … έλα αν σου βαστά­ει να παλέψουμε!
Να δού­με σήμε­ρα ποιος θα νικήσει!
Και ορμού­σες καβα­λά­ρης λαμπρός, σκίζοντας
τις μετα­ξέ­νιες των ματιών κουρτίνες,
γεμί­ζο­ντας το στή­θος, το νου, τα αισθή­μα­τα σου
με κόκ­κι­να ποτά­μια της φωτιάς,
με  ζωο­φό­ρο, ηφαι­στια­κή του ήλιου λάβα!

Έγρα­φες και­νούρ­για ημε­ρή­σια συνθήματα
κι΄ έπαρ­ση έκα­νες στη παντιέ­ρα της ψυχής σου!
Μετά… χτυ­πού­σες «προ­σο­χή» και έβγαινες
στην καθη­με­ρι­νή σου αναφορά:

-Στρα­τιώ­της Ελευ­θέ­ριος Ελευθεριάδης!
Τάγ­μα αυξη­μέ­νου κιν­δύ­νου, εργάτης!
Μαχη­τής καθη­με­ρι­νής επιβίωσης!
Αντι­ι­μπε­ρια­λι­στής, αντιφασίστας!

Ειρη­νι­στής, Αλλη­λέγ­γυος, Άνθρωπος!

Τρα­γου­δού­σες δυνα­τά τη «Διε­θνή,»
μεγα­λό­πρε­πη έκα­νες μεταβολή
και στη κου­ζί­να έμπαι­νες χαμογελώντας
να φτιά­ξεις καφέ!

Ναι!!! Είναι αλήθεια, δικούς σου είχαις κώδικες
να χαιρετάς τον ήλιο, την ζωή, — ΔΙΚΟΥΣ ΣΟΥ-!!!

Σύντρο­φοι και φίλοι μου
Όλοι σε ετοι­μό­τη­τα, Εμπρός !!!

#ΤΩΡΑ_ΚΚΕ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο