Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Όταν οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας και του Πόντου ήταν «τουρκόσποροι» και «όψιμοι Έλληνες»

Γρά­φει ο Νίκος Μότ­τας //

Πέρα­σε σχε­δόν ένας αιώ­νας. Τότε ήταν οι πρό­σφυ­γες από τη Μικρά Ασία και τον Πόντο. Θύμα­τα της ιμπε­ρια­λι­στι­κής «Μεγά­λης Ιδέ­ας» και του κεμα­λι­κού εθνι­κι­σμού διέ­σχι­ζαν το Αιγαίο για να σωθούν. 

Όσοι κατά­φερ­ναν να πατή­σουν σε ελλη­νι­κό έδα­φος, στο έδα­φος της «μητέ­ρας πατρί­δας», έρχο­νταν αντι­μέ­τω­ποι με το ρατσι­σμό των ελλα­δι­τών. «Τουρ­κό­σπο­ρους» τους ανέ­βα­ζαν, «όψι­μους έλλη­νες» τους κατέ­βα­ζαν. Πρω­το­στα­τού­ντες στο ρατσι­σμό αυτό ήταν όσοι παρί­στα­ναν τους υπερ­πα­τριώ­τες, τους «ελλη­να­ρά­δες» της εποχής. 

Δια­βά­ζου­με στην εφη­με­ρί­δα «Μακε­δο­νία» στις 21/4/1932: «Κατά την άθλιαν των λογι­κήν οι βου­λευ­ταί του Λαϊ­κού κόμ­μα­τος θεω­ρούν πότε τους Πόντιους ως απο­γό­νους των Σελ­τζού­κων, άλλο­τε υβρί­ζουν τους Μικρα­σιά­τας και τους Θρά­κας ως Τουρ­κό­σπο­ρους και τώρα τους εκ του Βορ­ρά πρό­σφυ­γας ως Βουλγάρους»! 

Ο Γ. Σεφέ­ρης, γεν­νη­μέ­νος στα Βουρ­λά της Μικρα­σί­ας, σημεί­ω­νε: «Για τους ανθρώ­πους του Κων­στα­ντί­νου εμείς που είχα­με ανα­τρα­φεί μόνο με μια μεγά­λη λαχτά­ρα, την Ελλά­δα, ήμα­σταν οι Τουρ­κό­σπο­ροι…» (Γ. Σεφέ­ρης, Χει­ρό­γρα­φο Σεπτ. ΄41, Αθή­να 1972, σ. 10–11).

Για τα ελλα­δί­τι­κα ρατσι­στό­μου­τρα της επο­χής, οι ένο­χοι για την φτώ­χεια και την ανέ­χεια που είχε επι­βάλ­λει στη χώρα η αστο­τσι­φλι­κά­δι­κη ολι­γαρ­χία ήταν οι πρό­σφυ­γες. Χαρα­κτη­ρι­στι­κή η φρά­ση που απο­τυ­πώ­νε­ται στο βιβλίο του Θέμου Κορ­νά­ρου «Το ξεκί­νη­μα μιας γενιάς»: «Εμείς δεν έχου­με να φάμε, δε χωρά­με στην ψωρο­κώ­σται­να, κι ορί­στε κι ενά­μι­ση εκα­τομ­μύ­ριο τουρ­κό­σπο­ροι να σου παρα­σταί­νου­νε τους ρωμηούς και να γυρεύ­ου­νε μερ­τι­κό από τη γη μας» (Θ. Κορ­νά­ρος, Το ξεκί­νη­μα μιας γενιάς. Από τα βαλ­το­νέ­ρια της Μεγά­λης Ιδέ­ας, εκδ. Χρό­νος, Αθή­να, σ. 73.).

Ακό­μη κι’ όταν έβρι­σκαν προ­σω­ρι­νή εγκα­τά­στα­ση κάπου, οι πρό­σφυ­γες της Μικρα­σί­ας και του Πόντου αντι­με­τω­πί­ζο­νταν με ρατσι­στι­κή χολή. «Τα πάντα παρε­δό­θη­σαν εις τους κύνας και ουδείς εσκέ­φθη ποτέ να εγεί­ρη την χεί­ρα με την κατάλ­λη­λον ράβδον ίνα εγκα­τα­λεί­ψω­σι ούτοι τα ιερά και άσυ­λα εις α τόσον θρα­σέ­ως εγκα­τε­στά­θη­σαν. Το ανά­κτο­ρον του Αγγέ­λου Μιχα­ήλ μετε­τρά­πη εις κοι­τώ­νας προ­ω­ρι­σμέ­νους να στε­γά­ζω­σι τους αστέ­γους της φατρί­ας» σημεί­ω­νε στις 25/9/1924 άρθρο στην εφη­με­ρί­δα «Πρό­σκο­πος του Ιονί­ου» (Σπ. Μου­ρα­τί­δης, Πρό­σφυ­γες της Μικράς Ασί­ας, Πόντου και Ανα­το­λι­κής Θρά­κης στην Κέρ­κυ­ρα (1922–1932), Αθή­να, εκδ. Θεμέ­λιο, 2005, σ. 169–171).

Οι ομό­δο­ξοι και ομο­ε­θνείς ξερι­ζω­μέ­νοι της Μικράς Ασί­ας ήταν «σκύ­λοι» που δεν δικαιού­νταν ούτε μισό μέτρο της «ιερής» ελλη­νι­κής γης. Ένα μέρος του πλη­θυ­σμού τους είδε σαν «εισβο­λείς» που ήρθαν να τους πάρουν τη γη, τα σπί­τια, τις δουλειές. 

Στον Τύπο της επο­χής υπάρ­χει πλη­θώ­ρα ανα­φο­ρών για κάτα­χρη­ση εξου­σί­ας και βιαιο­πρα­γί­ες «παλαιο­ελ­λα­δι­τών» ανώ­τε­ρων κρα­τι­κών υπαλ­λή­λων σε βάρος προ­σφύ­γων. Σε άρθρο της εφη­με­ρί­δας «Παμπρο­σφυ­γι­κή», στις 2 Νοέμ­βρη 1924, περι­γρά­φο­νταν οι αυθαι­ρε­σί­ες ενός συνταγ­μα­τάρ­χη στη Δρά­μα ο οποί­ος «κατε­λάμ­βα­νε βιαί­ως τας προ­σφυ­γι­κάς οικί­ας και διέ­συ­ρε εις τας οδούς τα γυναι­κό­παι­δα» (Πηγή: Κατσά­πης Κ, «Αντι­πα­ρα­θέ­σεις μετα­ξύ Γηγε­νών και Μικρα­σια­τών Προ­σφύ­γων στην Ελλά­δα», 2002, Εγκυ­κλο­παί­δεια Μεί­ζο­νος Ελλη­νι­σμού, Μ. Ασία). 

Τον ίδιο Νοέμ­βρη του 1924, στο Κιούπ­κϊ­οι της Μακε­δο­νί­ας (η σημε­ρι­νή Πρώ­τη Σερ­ρών), οπλι­σμέ­νες ομά­δες γηγε­νών, δρώ­ντας σαν τάγ­μα­τα εφό­δου, επι­τέ­θη­καν σε οικι­σμό προ­σφύ­γων «ετραυ­μά­τι­σαν 17 πρό­σφυ­γας, το πλεί­στον γυναί­κας, πυρ­πο­λή­σα­ντες τας σκη­νάς, τους σταύ­λους, τους αχυ­ρώ­νας, λεη­λα­τή­σα­ντες και τας απο­σκευάς…» (Εφ. «Παμπρο­σφυ­γι­κή», 9 Νοέμ­βρη 1924). 

100 χρόνια μετά… 

Πέρα­σε σχε­δόν ένας αιώ­νας. Σήμε­ρα είναι οι πρό­σφυ­γες και οι μετα­νά­στες από την Συρία, το Ιράκ, το Αφγα­νι­στάν και άλλες χώρες της Μέσης Ανα­το­λής. Θύμα­τα των ιμπε­ρια­λι­στι­κών επεμ­βά­σε­ων των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ εγκα­τέ­λει­ψαν τις εστί­ες τους, έπε­σαν θύμα­τα δου­λε­μπό­ρων, στοί­βα­ξαν τα κορ­μιά τους, τις οικο­γέ­νειες και τα παι­διά τους σε βάρ­κες, σαπιο­κά­ρα­βα, φορ­τη­γά και ότι άλλο βρή­καν, με κίν­δυ­νο της ζωής τους, για να γλυ­τώ­σουν από τη βαρ­βα­ρό­τη­τα των πολέ­μων. Όπως οι μικρα­σιά­τες και οι πόντιοι πρό­σφυ­γες πριν από έναν αιώ­να.

prosfyges 2

Το σάπιο καπι­τα­λι­στι­κό σύστη­μα, που απο­τε­λεί πηγή των πολέ­μων και της δυστυ­χί­ας, είναι αυτό που ευθύ­νε­ται για το ξερί­ζω­μα των ανθρώ­πων. Τους οποί­ους, αφού τους ξερι­ζώ­σει από τις εστί­ες τους, στην συνέ­χεια τους στιγ­μα­τί­ζει ως απο­διο­πο­μπέ­ους τρά­γους για τα δει­νά της κοι­νω­νί­ας. Πριν έναν αιώ­να ο «εχθρός» ήταν οι «τουρ­κό­σπο­ροι» της Μικρα­σί­ας και του Πόντου, σήμε­ρα είναι οι «λαθροει­σβο­λείς» από τη Μέση Ανα­το­λή.

Εκεί­νοι που σήμε­ρα καμώ­νο­νται τους «υπερ­πα­τριώ­τες», πρω­το­στα­τώ­ντας στις εκδη­λώ­σεις ρατσι­σμού και μίσους για τους «βρω­μιά­ρη­δες λαθρο­με­τα­νά­στες» που «εισβάλ­λουν στην πατρί­δα μας», είναι οι ίδιοι που αν ζού­σαν τη δεκα­ε­τία του 1920 θα κυνη­γού­σαν τους «τουρ­κό­σπο­ρους» και «σελ­τζού­κους» ομο­γε­νείς του Πόντου και της Σμύρνης.

Για να τελειώ­νου­με: Ιδε­ο­λο­γι­κό όπλο της αστι­κής τάξης, ο ρατσι­σμός είχε και έχει πάντο­τε το ίδιο απε­χθές, απάν­θρω­πο πρό­σω­πο. Η μήτρα που τον γεν­νά δεν είναι άλλη από το άδι­κο, σάπιο και ιστο­ρι­κά ξεπε­ρα­σμέ­νο εκμε­ταλ­λευ­τι­κό σύστη­μα – τον καπι­τα­λι­σμό. Γι’ αυτό και η πάλη ενά­ντια στο ρατσι­σμό, την ξενο­φο­βία, τον φασι­σμό δε μπο­ρεί παρά να είναι ανα­πό­σπα­στα ενταγ­μέ­νη στον συνο­λι­κό αγώ­να για την ανα­τρο­πή του συστή­μα­τος που τους γεν­νά και τους αναπαράγει.

Νίκος Μόττας Γεννήθηκε το 1984 στη Θεσσαλονίκη. Είναι υποψήφιος διδάκτορας (Phd) Πολιτικής Επιστήμης, Διεθνών Σχέσεων και Ιστορίας. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Westminster του Λονδίνου και είναι κάτοχος δύο μεταπτυχιακών τίτλων (Master of Arts) στις διπλωματικές σπουδές (Παρίσι) και στις διεθνείς διπλωματικές σχέσεις (Πανεπιστήμιο Τελ Αβίβ). Άρθρα του έχουν δημοσιευθεί σε ελληνόφωνα και ξενόγλωσσα μέσα.

«Τσε Γκε­βά­ρα, πρε­σβευ­τής της Επα­νά­στα­σης», του Νίκου Μόττα

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο