Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Άγιος Βασίλειος, Coca-Cola και το πετσάκι του θεϊκού… πουλιού

Γρά­φει ο Στέ­λιος Κανά­κης //

Μεγά­λη και τρι­πλή γιορ­τή η 1η του χρό­νου. Γιορ­τά­ζου­με τον άγιο Βασί­λειο, τον άγνω­στο Τηλέ­μα­χο αλλά κυρί­ως γιορ­τά­ζου­με το θεϊ­κό… πέος. Επί­σης, οι αφε­λείς όλου του κόσμου χαί­ρο­νται και ελπί­ζουν πως ο νέος χρό­νος θα είναι καλύ­τε­ρος από τον προη­γού­με­νο, παρ’ όλο που αυτοί κάνουν τα ίδια που έκα­ναν τόσα χρό­νια που και σε αυτά ήλπι­ζαν πως θα ‘ναι καλύ­τε­ρα από τα προη­γού­με­να και καλυ­τέ­ρευ­ση δεν είδαν και δεν πρό­κει­ται να δουν.

Σήμε­ρα λοι­πόν και κατ’ αρχήν, γιορ­τά­ζου­με που κόψα­νε το που­λί του θεό­που­λου. Δηλα­δή όχι όλο, αλλά την ακρο­πο­σθία ή ακρο­βυ­στία, το πετσά­κι ρε αδελ­φέ, του θεϊ­κού που­λιού. Το οποίο, απ’ ότι μας λένε οι ιερές γρα­φές, δεν το χρη­σι­μο­ποί­η­σε ποτέ γι αυτό που έχου­με εμείς στο μυα­λό μας. Θα ρωτή­σε­τε, κυρί­ως οι άσχε­τοι περί των θρη­σκευ­τι­κών ζητη­μά­των, τι στο διά­ο­λο χρειά­ζε­ται να γιορ­τά­ζου­με κάτι τέτοιο. Κι όμως, το γεγο­νός της περι­το­μής φανε­ρώ­νε­ται το μήνυ­μα της υπα­κο­ής στο… θεό. Έχει να κάνει και με το κόψι­μο του που­λιού του Αβρα­άμ. Παρα­πέ­μπει στη συμ­φω­νία που συνή­ψε ο θεός με τον Αβρα­άμ βάζο­ντας το ανε­ξί­τη­λο σημά­δι του στο που­λί του (του Αβρα­άμ)[1]. Κάτι σχε­τι­κό έκα­ναν και οι αγε­λα­δο­τρό­φοι στο Φαρ Ουέστ μαρ­κά­ρο­ντας τις αγε­λά­δες τους, αλλά για άλλο λόγο και σε άλλο μέρος.

Θα θυμά­στε που μετά από  χίλια τρια­κό­σια τόσα χρό­νια  πρό­σφε­ρε το πετσά­κι του (επί­ση­μα λέγε­ται Sanctum praeputium), το θεό­που­λο στην Κατε­ρί­να της Σιέ­να που την αρρα­βω­νιά­στη­κε αφού πριν με τους Πέτρο, Παύ­λο και τον ευαγ­γε­λι­στή Ιωάν­νη την είχαν ομο­θυ­μα­δόν… τέλος πάντων.

Θα κόβα­με κι εμείς τα που­λιά μας, ακό­μη και σήμε­ρα αλλά ήρθε ο Παύ­λος και η Α΄ απο­στο­λι­κή σύνο­δος κι απο­φά­σι­σαν, μετά μάλι­στα κι από το σχε­τι­κό μαλ­λιο­τρά­βηγ­μα των  δύο «Π», πως δεν χρειά­ζε­ται να τα κόβου­με, έτσι κι αλλιώς επρό­κει­το να μας τα κατα­στή­σουν άχρη­στα. Αντί αυτού μας φόρε­σαν τη δικιά μας αχει­ρο­ποί­η­το περι­το­μή, που είναι το βάπτι­σμα, όπου περιε­τμη­θή­κα­με τις αμαρ­τί­ες μας, που τις φέρ­νου­με απ την κοι­λιά της μάνας μας για να μην πω απ’ τα «τέτοια» της μάνας και του πατέ­ρα μας. Πρό­σθε­σαν  –πολύ αργό­τε­ρα αυτό– και τη «σεξουα­λι­κή παρε­νό­χλη­ση» και μεί­να­με να το κοι­τά­με, αυτό που δεν μας έκο­ψαν και να ανα­ρω­τιό­μα­στε τι σκα­τά γυρεύ­ει εκεί.

Όσο για τον άγιο Βασί­λη, υπάρ­χει τέτοιος για κάθε χρήση.

Ο «Σάντα Κλά­ους» ή «Father Christmas» των Άγγλων, ο «Περ Νοέλ» των Γάλ­λων, ο «Σίντερ-Κλά­ας» (Άγιος Νικό­λα­ος) των Ολλαν­δών, ο «Βάι­να­χτσμαν» των Γερ­μα­νών, ο «Λαμ-Κουνγκ-Κουνγκ»(ο Καλός γερο-πατέ­ρας) των Κινέ­ζων, ο «Χοτέι­σο» των Ιαπώ­νων, «Babbo Natale» των Ιτα­λών και ο «Άγιος των Πάγων» των Ρώσων. Μέχρι κι οι… Σου­η­δοί έχουν κάποιον που τώρα μου δια­φεύ­γει. Όπως δια­πι­στώ­νε­τε στε­ρού­με­νοι οι δυτι­κοί του δικού μας Βασί­λη γιορ­τά­ζουν τον άη Νικό­λα. Τώρα πως κόλ­λη­σαν οι Ιάπω­νες και οι Κινέ­ζοι με όλη αυτή την ανοη­σία η Coca-Cola να είναι καλά που «πάει με όλα».

Με λίγα λόγια, όποιος γου­στά­ρει, γίνε­ται άη Βασί­λης. Ένας παχου­λός γερο­ντά­κος μ’ άσπρη γενειά­δα, ντυ­μέ­νος στα κόκ­κι­να. Έτσι τον θέλη­σε και τον καθιέ­ρω­σε η Coca-Cola το από το 1931, σε εικο­νο­γρά­φη­ση του Σου­η­δού Haddon Sundblom, για την οποία και απο­ζη­μιώ­θη­κε κοψο­χρο­νιά σε σχέ­ση με την επι­τυ­χία που επέφερε.

Από την Coca-Cola πήρε τη μορ­φή και ο δικός μας. Ο Βασί­λειος της Και­σα­ρεί­ας ο οποί­ος είναι και μέγας και άγιος. Τον γιορ­τά­ζου­με και στις 30 Ιανουα­ρί­ου μαζί με τους κολ­λη­τούς του, Ιωάν­νη Χρυ­σό­στο­μο και Γρη­γό­ρη Θεο­λό­γο οπό­τε κλεί­νουν και τα σχο­λεία διό­τι τα προ­στα­τεύ­ουν, λένε και μας φέρ­νουν υπουρ­γούς σαν τους υπουρ­γούς παι­δεί­ας που έχουμε.

Ο Βασί­λης είναι άγιος της φουρ­νιάς των ιστο­ρι­κών προ­σώ­πων, των οποί­ων η παρα­γω­γή άρχι­σε και κορυ­φώ­θη­κε στον 4ο αιώ­να μτχ. Ήταν γιος… αγί­ων κι είχε πολ­λά αδέρ­φια. Η αδερ­φή του η Μακρί­να τον μεγά­λω­σε, ο Γρη­γό­ρης έγι­νε επί­σκο­πος Νύσ­σης, ο Πέτρος επί­σκο­πος Σεβα­στεί­ας, ένας άλλος πήρε τα βου­νά και μερι­κά πέθα­ναν νωρίς. Ο Βασί­λης ήταν μεγα­λο­πα­πάς, κάτι σαν τον Χρή­στο Μεν­τζε­λό­που­λο, την εξαί­ρε­τη αηδία τον μητρο­πο­λί­τη Πει­ραιά, τον Άνθι­μο, τον Αμβρό­σιο και άλλους αυτής της ποιό­τη­τας και ήθους. Έγι­νε επί­σκο­πος Και­σα­ρεί­ας όταν τα κακά­ρω­σε ο παρα­χα­ρά­κτης Ευσέ­βιος που με τον αυτο­κρά­το­ρα Κων­στα­ντί­νο μας φόρε­σαν τον χρι­στια­νι­σμό. Ο οποί­ος Ευσέ­βιος δεν τον καλό­βλε­πε, όσο ζού­σε, λόγω της μόρ­φω­σής του. Ως πολύ μορ­φω­μέ­νο και με κλα­σι­κή παι­δεία, μας τον παρου­σιά­ζει και το παπα­δα­ριό, για να πάρει αξία ο χρι­στια­νι­σμός. Ξεχνά­νε πως κι ο… Κατρού­γκα­λος κι ο Λοβέρ­δος κι η Τόνια Μορο­πού­λου και τόσοι άλλοι είναι καθη­γη­τά­δες αλλά…

Ο Βασί­λης, παίρ­νο­ντας μέρος σε όλες τις ίντρι­γκες, φαγω­μά­ρες και σφα­γές της επο­χής, συμ­με­τεί­χε δρα­στή­ρια στην εδραί­ω­ση του χρι­στια­νι­σμού και της ιδε­ο­λο­γί­ας του δου­λο­κτη­τι­σμού. Ευθύ­νε­ται για τη στα­σι­μό­τη­τα της ανθρω­πό­τη­τας κατά 1.500 χρό­νια και τα σημε­ρι­νά μας χάλια. Πέθα­νε σε ηλι­κία 50 ετών και δεν έκα­νε θαύματα.

Έβα­λε το χερά­κι του στην υπό­σκα­ψη του αυτο­κρά­το­ρα Ιου­λια­νού (Φλά­βιος Κλαύ­διος Ιου­λια­νός), ίσως και στη δολο­φο­νία του. Μας άφη­σε τη βασι­λό­πι­τα αλλά το φλου­ρί πρέ­πει να το βάζου­με εμείς καθώς και το γνω­στό τρα­γού­δι που τον φέρ­νει από την Καισάρεια.

Γιορ­τά­ζου­με και τον Τηλέ­μα­χο. Ένας άση­μος μονα­χός που δεν θα τον ήξε­ρε ούτε η μάνα του, αν δεν του την «έδι­νε» να στα­μα­τή­σει τις μονο­μα­χί­ες. Μπή­κε στο Κολοσ­σαίο και φώνα­ζε να στα­μα­τή­σουν, στο όνο­μα του Γιαχ­βε­δά­κου. Στις κερ­κί­δες να πέφτει το γέλιο και το γιου­χάι­σμα της αρκού­δας, οπό­τε τσα­ντί­ζο­νται οι μονο­μά­χοι και τον κάρ­φω­σαν μερι­κές φορές. Πήγε ο Τηλέ­μα­χος προς θεού του και, παρα­δό­ξως, καταρ­γή­θη­καν οι μονομαχίες.

Τέλος κόφτε αυτό το αντιεκ­κλη­σια­στι­κό «χρό­νια πολ­λά» και το «πάνω απ’ όλα υγεία». Όπως λέει ο Παύ­λος, αλλά και σύσ­σω­μη η εκκλη­σία μας, αυτά δεν είναι χρι­στια­νι­κά. Αν θέλου­με, σώνει και καλά, να λέμε κάτι, ας λέμε:

«Εάν ο Κύριος θελή­σει και ζήσο­μεν και ποι­ή­σο­μεν και ζήσο­μεν ετού­το και εκεί­νο» ή «καλό παράδεισο».

Καλό παρά­δει­σο, λοι­πόν. Κι άμα τον… δείτε…

_______________

[1] Η σκη­νή περι­γρά­φε­ται λεπτο­με­ρώς στο «Η Αγρία Γρα­φή», εκδό­σεις ΚΨΜ, Στέ­λιος Κανάκης:

«Αυτή τη φορά ο μονα­δι­κός έπια­σε τον Αβράμ στο ντους. Μόλις είχε προ­λά­βει ένα στα όρθια με την Άγαρ.

– Θα κάνω δια­θή­κη μαζί σου.

– Πρό­κει­ται να πεθά­νεις; έκα­νε ανα­κου­φι­σμέ­νος ο Αβράμ και τυλί­χτη­κε με μια πετσέτα.

– Πεθαί­νουν, ρε βλά­κα, οι θεοί; Θα κάνω συμ­φω­νία μαζί σου. Θα σε κάνω άνθρω­πο, πώς το λένε. Θα γίνεις πατέ­ρας πλή­θους εθνών και πατριάρ­χης των μονο­θεϊ­στι­κών θρη­σκειών. Αλλά από τώρα θα λέγε­σαι Αβρα­άμ και θα πρέ­πει να κόψεις το που­λί σου. Και θα το κόβουν από δω και στο εξής όλοι οι από­γο­νοί σου. Και θ’ αρχί­σεις αμέ­σως κόβο­ντας το που­λί όλων των αρσε­νι­κών στο σπί­τι σου.

Ο Αβρα­άμ δεν έπια­σε με την πρώ­τη το μέγε­θος της έκτα­σης, αλλά έπια­σε τα «τέτοια» του χλωμιάζοντας.

– Μα… πήγε κάτι να αρθρώσει.

– Μέχρι σήμε­ρα έναν άνθρω­πο της προ­κο­πής δεν μπό­ρε­σα να κάνω, μονο­λό­γη­σε ο θεός. Δεν θα το κόψεις όλο, ρε χαμέ­νε. Την ακρο­πο­σθία λίγο, να βγαί­νει η βάλανος.

– Και η βάλα­νος τι είναι;

– Άει σιχτίρ, κάνε αυτό που σου λέω, ξέρω εγώ.

Είναι η γνω­στή «Συν­θή­κη του Πέους».

Κι έτσι, από τότε, όλοι οι Εβραί­οι κόβουν, σχε­τι­κώς, το που­λί τους».

_______________________________________________________________________________________________________

Στέλιος Κανάκης Διδάσκει στην επαγγελματική εκπαίδευση και παράλληλα δραστηριοποιείται στο χώρο του βιβλίου. Έχει γράψει, υπό μορφή ημερολογίων τα «Με τη μουσική του κόσμου», «Οι μουσικοί του κόσμου» και «Δώδεκα μήνες συνθέτες».  Επίσης το «Ιερές Βλακείες» Εμπειρία Εκδοτική 1η και 2η έκδοση – Εκδόσεις Εντύποις 3η και 4η και το «Η Αγρία Γραφή» Εκδόσεις ΚΨΜ.
[email protected] Facebook: Stelios Kanakis /ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΝΑΚΗΣ
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο