Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Άγιος Ιωάννης ο πρόδρομος ή βαπτιστής ή Γιοχανάν ή «παρά Θεώ εύρον χάριν»

Γρά­φει ο Στέ­λιος Κανά­κης //

Για τους Γιάν­νη­δες κυκλο­φο­ρούν διά­φο­ρα και αντικρουόμενα:

«Σαρά­ντα πέντε Γιάν­νη­δες, ενός κοκό­ρου γνώ­ση», αλλά και «Σπί­τι χωρίς Γιάν­νη, προ­κο­πή δεν κάνει». Προ­φα­νώς θα πρό­κει­ται για αμφι­λε­γό­με­νες προ­σω­πι­κό­τη­τες, αλλά τι μας ενδια­φέ­ρει εμάς.

Το περή­φα­νο αλλά εντε­λώς σύνη­θες όνο­μά τους το πήραν από τον Ιωάν­νη τον πρό­δρο­μο (גון מבשר) ή Γιο­χα­νάν όπως λέγε­ται στην όμορ­φη γλώσ­σα των Εβραί­ων που είναι ο ξάδερ­φος του θεό­που­λου, που έτρω­γε ακρί­δες, έβρι­ζε και που στο τέλος το βάπτισε.

Είναι γιος του Ζαχα­ρία και της Ελι­σά­βετ που τον συνέ­λα­βε ογδο­ντά­χρο­νη (!) αφού έβα­λε το χερά­κι του (ή ότι τέλος πάντων βάζουν) ο Γιαχ­βέ. Υπό αυτήν την έννοια είναι και ετε­ρο­θα­λής αδερ­φός του θεό­που­λου αλλά, συγ­χρό­νως και αδερ­φός και υιός της τριά­δας του γέλω­τα. Η ιστο­ρία περί της σύλ­λη­ψής του, όπως ανα­φέ­ρε­ται στην Αγρία Γρα­φή (εκδό­σεις ΚΨΜ) έχει ως εξής:

«Πήγε ο φου­κα­ράς ο Ζαχα­ρί­ας να λει­τουρ­γή­σει και του την πέφτει ο Γαβρι­ήλ, ο γνω­στός άγγελος.

– Θα κάνεις παι­δί, του λέει.

– Ρε, δεν αφή­νεις τις μ@λ@κίες; Τι με πέρα­σες εμέ­να, Αβρα­άμ; (βλέ­πε­τε, τα νέα για τα καζά­ντια του Ιωσήφ δεν είχαν μαθευ­τεί ακό­μη) του αντι­γυ­ρί­ζει ο Ζαχαρίας.

– Μάγκα μου, ξέρεις ποιος είμαι εγώ;

Ο Ζαχα­ρί­ας ανα­σή­κω­σε τους ώμους του.

– Δεν ξέρω κι ούτε μ’ ενδια­φέ­ρει. Φύγε, για­τί θα σου φέρω το θυμια­τό στο κεφάλι.

– Είμαι ο Γαβρι­ήλ, έκα­νε αυτός αγνο­ώ­ντας τον, ο κολ­λη­τός του Γιαχ­βέ. Και επει­δή δεν πίστε­ψες, από δω και στο εξής θα είσαι μουγ­γός, είπε κι εξαφανίστηκε.

Πάει να του πει «άντε γ@@@σου» ο Ζαχα­ρί­ας, αλλά δεν βγαί­νει κου­βέ­ντα. Τα χρειά­στη­κε. Βγαί­νει απ’ το ναό και συνεν­νο­εί­ται με νοή­μα­τα. Τον βλέ­πουν τα φιλα­ρά­κια του, υπο­πτεύ­ο­νται τον Γιαχ­βέ, αλλά κάνουν το κορόιδο.

Πάνω εκεί η έγκυος Μαρία, έκα­νε μια επί­σκε­ψη στη συγ­γέ­νισ­σά της, την έγκυο Ελι­σά­βετ, τη γυναί­κα του Ζαχα­ρία. Και μη φαντα­στεί­τε ότι πήρε ταξί ή το αυτο­κί­νη­τό της και τρά­βη­ξε επί­σκε­ψη, μιλά­με για τρεις μέρες δρό­μο με το γαϊδούρι.

Για να μη μακρη­γο­ρού­με, με το που συνα­ντιού­νται οι δύο γκα­στρω­μέ­νες συμ­βαί­νουν διά­φο­ρα θεϊ­κά. Το έμβρυο της Ελι­σά­βετ αρχί­ζει να κλο­τσά­ει και η ίδια πλημ­μυ­ρί­ζει από το πνεύ­μα. Διη­μεί­φθη δε ο εξής διά­λο­γος, που με την άδεια του Λου­κά σάς τον μετα­φέ­ρω, με τις γνω­στές μαλα­γα­νιές που λένε οι, προ Νετα­νιά­χου, Εβραίες:

– Γεια σου, Ελισάβετ.

– Εσύ είσαι η πιο ευλο­γη­μέ­νη απ’ όλες τις γυναί­κες και είναι ευλο­γη­μέ­νος ο καρ­πός της κοι­λιάς σου. Ποια είναι η αρε­τή μου για να με τιμή­σει η μητέ­ρα του θεού μας; (που στο διά­ο­λο το ‘ξερε πως θα κάνει θεό η Μαρία;)

– Δοξά­ζει η ψυχή μου το θεό και γεμί­ζει η καρ­διά μου με το σωτή­ρα μου, που έδει­ξε τόση εύνοια σ’ εμέ­να, την ταπει­νή δού­λη του.

Θα περί­με­νε κανείς να πει δυο καλά λόγια και για την εγκυ­μο­σύ­νη της Ελι­σά­βετ, αλλά φαί­νε­ται πως οι Εβραί­ες δεν χαρα­κτη­ρί­ζο­νταν από ευγέ­νεια. Βέβαια, για να κατα­λά­βε­τε, αυτές οι δύο είναι περί­που αντί­ζη­λες. Το άγιο πνεύ­μα εισχώ­ρη­σε και στις δύο. Και οι δύο κυο­φο­ρούν χάρη σ’ αυτό.

Όμως, στην περί­πτω­ση της Ελι­σά­βετ απο­δεί­χθη­κε ολί­γον γερο­ντο­λά­γνο (το πνεύ­μα). Οπό­τε, πάλι καλά να λέτε, διό­τι, παρ’ όλα αυτά, δεν φαί­νε­ται να εκφρά­ζουν ιδιαί­τε­ρο αντα­γω­νι­σμό, και αυτό εκλαμ­βά­νε­ται ως από­δει­ξη της θεϊ­κό­τη­τας της σύλληψης.

Αυτή η επί­σκε­ψη της Μαρί­ας στη φίλη της κρά­τη­σε τρεις μήνες. Κάποια στιγ­μή γύρι­σε στον Ιωσήφ, που φαί­νε­ται ότι είχε χωνέ­ψει το κέρα­το, και η Ελι­σά­βετ γέννησε.

Στις οκτώ μέρες, που θα έκο­βαν το που­λί του μικρού Γιο­χα­νάν, έγι­νε ένας μικρο­σα­μα­τάς για το όνο­μα. Η Ελι­σά­βετ επέ­με­νε στο Ιωάν­νης, οι υπό­λοι­ποι στο Ζαχα­ρί­ας. Κατέ­λη­ξαν να πάρουν τη γνώ­μη του πατέ­ρα. Έχο­ντας ο Ζαχα­ρί­ας την εμπει­ρία από το ναό, το ψυλ­λιά­στη­κε πως εδώ παί­ζει τρια­δι­κός (οσο­νού­πω) –για να το λέει και η γυναί­κα του– και έγρα­ψε σε μια πλά­κα Ιωάν­νης. Αυτό ήταν. Ύστε­ρα απ’ αυτό μίλη­σε. Με το που μίλη­σε ο Ζαχα­ρί­ας, ανα­τρί­χια­σε το πλή­θος και ανα­ρω­τιό­ταν τι θα γινό­ταν αυτό το παι­δί όταν μεγά­λω­νε, διό­τι υπο­ψιά­στη­καν πως είχε να κάνει με τον Γιαχ­βέ. Για την ιστο­ρία και μόνο, το έπαι­ζε μισό­τρε­λος σ’ όλη του τη ζωή και την έβγα­ζε στον Ιορ­δά­νη ποτα­μό (μη φαντα­στεί­τε κανέ­ναν… Δού­να­βη – για ρυά­κι με λασπό­νε­ρα πρό­κει­ται), όπου υπο­δυό­ταν τον παπά βαφτί­ζο­ντας τον κόσμο. Έτσι, έχου­με τον θεϊ­κό αδελ­φό του μικρού Γιαχ­βέ και τον μικρό Γιαχ­βέ βαπτισμένο».

Αργό­τε­ρα ανα­κα­τεύ­τη­κε σε ένα οικο­γε­νεια­κό σκάν­δα­λο του Ηρώ­δη Αντί­πα, που τάχε με την Ηρω­διά­δα την γυναί­κα του αδερ­φού του Φίλιπ­που. Οπό­τε αυτή του την φύλα­γε και μέσω της κόρης της Σαλώ­μης (γνω­στό καβλο­ρά­πα­νο της επο­χής), έβα­λε τον Ηρώ­δη να του πάρει το κεφά­λι κι έτσι ησύ­χα­σε ο τόπος κι οι ακρί­δες. Έκτο­τε ο Ιωάν­νης έχει φτε­ρά, διό­τι πρό­κει­ται κάπο­τε να πάρει τη θέση του Διά­βο­λου στους αγγέ­λους και κρα­τά­ει ένα δεύ­τε­ρο κεφά­λι σ’ ένα πιά­το στα χέρια του, μιας και του ‘βαλαν άλλο κεφά­λι κι όχι το προηγούμενο.

Σχε­τι­κά με τα κεφά­λια του Ιωάν­νη και την επι­τη­δειό­τη­τα των χρι­στια­νο­τα­λι­μπάν κυκλο­φο­ρεί και το παρακάτω:

Κάπο­τε περ­νού­σε από τα χωριά ένας καλό­γε­ρος κρα­τώ­ντας δύο κεφά­λια. Ένα μεγά­λο κι ένα μικρό. Τον έβλε­πε ο κόσμος κι αγριευό­ταν. Όταν τον ρώτη­σε κάποιος τι κεφά­λια είναι αυτά, ο καλό­γε­ρος απά­ντη­σε: «του Ιωάν­νη του πρό­δρο­μου». Κι όταν ο απο­ρη­μέ­νος επέ­μει­νε για το μικρό, ο καλό­γε­ρος συμπλή­ρω­σε: «Του Ιωάν­νη του πρό­δρο­μου, όταν ήταν μικρός»!

Απο­λυ­τί­κιο:

«Γιάν­νη μου το μαντή­λι σου… Γιάν­νη μ’…» 

Γιορ­τά­ζουν οι Γιο­χα­νά­δες κι οι Γιο­χα­νού­λες. Επί­σης ο Γιό­χαν Σεμπά­στιαν Μπαχ, ο Γιο­χά­νες Μπραμς, οι Γιό­χαν Στρά­ους πατήρ και υιός. Ακού­στε τους όλους αδια­κρί­τως διό­τι χάνε­τε. Τέλος ο Γιο­χά­νες Κέπλερ με τους περί­φη­μους «νόμους» του περί κίνη­σης των πλα­νη­τών. Ρίξ­τε μια ματιά.

_______________________________________________________________________________________________________

Στέλιος Κανάκης Διδάσκει στην επαγγελματική εκπαίδευση και παράλληλα δραστηριοποιείται στο χώρο του βιβλίου. Έχει γράψει, υπό μορφή ημερολογίων τα «Με τη μουσική του κόσμου», «Οι μουσικοί του κόσμου» και «Δώδεκα μήνες συνθέτες».  Επίσης το «Ιερές Βλακείες» Εμπειρία Εκδοτική 1η και 2η έκδοση – Εκδόσεις Εντύποις 3η και 4η και το «Η Αγρία Γραφή» Εκδόσεις ΚΨΜ.
[email protected] Facebook: Stelios Kanakis /ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΝΑΚΗΣ
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο