Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Άδολες συνεντεύξεις σε δόλιους καιρούς»: Γιώργος Γωνιανάκης

 goniannakisΟ Χρή­στος Δημού­λας, μίλη­σε με τον Γιώρ­γο Γωνια­νά­κη, στη στή­λη του Ατέ­χνως για νέους δημιουρ­γούς, «Άδο­λες συνε­ντεύ­ξεις σε δόλιους καιρούς».

Ο Γιώρ­γος Γωνια­νά­κης γεν­νή­θη­κε το 1984 στο Ηρά­κλειο Κρήτης.Απόφοιτος του τμή­μα­τος Ηλε­κτρο­νι­κών Μηχα­νι­κών της Α.Σ.ΠΑΙ.ΤΕ. Κατοι­κεί στην Αθήνα.Εξέδωσε τις ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές: ”Κάλε­σμα” το 2013 στις εκδό­σεις ”Τα ποι­ή­μα­τα των Φίλων” και το 2018 στις εκδό­σεις ”Στιγ­μή” το ”Τι είπε το Ποτάμι”.

***

Υπάρ­χει σήμε­ρα σύν­δε­ση παρα­δο­σια­κής με τη σύγ­χρο­νη ποίηση;

Και σύν­δε­ση υπάρ­χει και απο­σύν­δε­ση, και συνέ­χεια και ρήξη, είναι λίγο πολύ γνω­στά τα κινή­μα­τα του μοντερ­νι­σμού στις αρχές 20ου αιώ­να με την επι­κρά­τη­ση του ελεύ­θε­ρου στί­χου. Σήμε­ρα αλλά εδώ και λίγες δεκα­ε­τί­ες κυριαρ­χεί η απλοϊ­κή άπο­ψη: παρα­δο­σια­κή ποίηση=κατανοητή, σύγ­χρο­νη ποίηση=ακατανόητη. Εν μέρει, αυτή η δια­τύ­πω­ση αλη­θεύ­ει ωστό­σο αν την κοι­τά­ξεις συνο­λι­κά, όχι μόνο είναι ανα­λη­θής αλλά είναι και βλα­βε­ρή για την ανά­γνω­ση και την πρό­σλη­ψη του ποι­η­τι­κού λόγου. Δύο είναι οι κύριοι άξο­νες για την παρα­γω­γή του: η αφή­γη­ση και ο λυρι­σμός. Αν η αφή­γη­ση γέρ­νει προς την πεζό­τη­τα το κεί­με­νο είναι στε­γνό, από την άλλη, όμως, αν το παρα­φορ­τώ­σεις το τρα­γού­δι βου­λιά­ζει στον αισθη­μα­τι­σμό. Ψάχνου­με το μέτρο που δεν υπο­τάσ­σε­ται στη μετρι­κή αλλά τη μετρι­κή υπο­τάσ­σει. 

Τι σχέ­ση έχει η δια­λε­κτι­κή με την ποί­η­σή σου;

Το κατα­λη­χτι­κό και ομώ­νυ­μο ποί­η­μα της δεύ­τε­ρης συλ­λο­γής μου κλεί­νει, ακρι­βώς, με την έννοια της διαλεκτικής.«Μονόδρομος ο δρό­μος μου, δια­λε­κτι­κή μπα­μπέ­σα! / Να τα ‘χεις όλα μέσα σου και να’ σαι σ’ όλα μέσα». Μια δια­λε­κτι­κή του ιδιω­τι­κού και του δημό­σιου βίου ‚ας πού­με. Ή ακό­μη η δια­λε­κτι­κή ανά­με­σα  στη ζωή και στην τέχνη.Ας πάρω για παρά­δειγ­μα το ποί­η­μα μου: «Το ύφος της αφέ­λειας και τα ωφέ­λι­μά του»,όπου γρά­φει: «Όταν βιώ­νεις τα ποιήματα/οι στί­χοι ανα­σαί­νουν». Βλέ­πεις, η ζωή και η τέχνη, δίχως να χάνουν την αυτο­τέ­λειά τους, αλλη­λοει­σέρ­χο­νται. Έτσι, το βίω­μα απο­κτά μια ποι­η­τι­κό­τη­τα, αλλά και η ποί­η­ση ζωντά­νια. Είναι εκεί­νο το κρί­σι­μο σημείο που το βίω­μα γίνε­ται ποι­η­τι­κό βίω­μα, επο­μέ­νως συλ­λο­γι­κό με την ευρύ­τη­τα του όρου.

Ποια είναι η γνώ­μη σου για την λογο­τε­χνία που παίρ­νει θέση υπέρ του ταξι­κού κινή­μα­τος. Aν θυμά­μαι καλά έχεις γρά­ψει και ένα ποί­η­μα για το ΠΑΜΕ;

Μιλάς για το ποί­η­μα «Επι­γραμ­μα­τι­κά και Απο­φα­σι­στι­κά» το οποίο  ανάρ­τη­σε στην προ­σω­πι­κή του σελί­δα, ο φίλος και ποι­η­τής Πανα­γιώ­της Μηλιώ­της με αφορ­μή τη συμπλή­ρω­ση έξι χρό­νων από τη δολο­φο­νία του Παύ­λου Φύσ­σα και τη δολο­φο­νι­κή επί­θε­ση των ταγ­μά­των εφό­δου της Χρυ­σής Αυγής σε συν­δι­κα­λι­στές του ΠΑΜΕ στο Πέρα­μα. Επει­δή δεν υπάρ­χει επί­ση­μη δημο­σί­ευ­ση, έντυ­πη ή ηλε­κτρο­νι­κή, να παρα­θέ­σου­με το ποί­η­μα για να γνω­ρί­ζου­νε και οι ανα­γνώ­στες μας για τι μιλάμε.

ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΙΚΑ ΚΙ ΑΠΟ/ΦΑΣΙΣΤΙΚΑ

Φασί­στες φάγα­νε τον Παύ­λο Φύσσα. –
Αφού φαρ­μά­κι φτύ­σα­νε το μίσος
κι ακό­νι­σαν –κανο­νι­κά– τις λάμες
σε μελαμ­ψών μετα­να­στών το δέρμα
(ο στό­χος είναι τ’ εργα­τι­κό χέρι)
και μαγα­ζά­κια σπά­σα­νε και στέκια.
Στο Πέρα­μα επι­τέ­θη­καν στο ΠΑΜΕ.
Μα αυτοί με μια γρο­θιά, γερά απαντάνε.goniannakis kalesma

Τα υπό­λοι­πα τα αφή­νω για τη δημο­κρα­τι­κή δια­δι­κα­σία της ανά­γνω­σης. Για να επα­νέλ­θου­με, όμως, στην ερώ­τη­ση. Η απά­ντη­σή μου θα έχει δύο πλευ­ρές, η μία για το υπο­κεί­με­νο και η άλλη για το αντι­κεί­με­νο. Πιο συγκε­κρι­μέ­να, ο λογο­τέ­χνης ή ο ποι­η­τής,  με δεδο­μέ­νο ότι δεν βιο­πο­ρί­ζε­ται από τα έργα του αλλά απ’ την εργα­σία του, οφεί­λει εκεί που βγά­ζει το ψωμά­κι του, εκεί να ζυμω­θεί και ο ίδιος, για να μη μιλώ άλλο με μετα­φο­ρές, κοι­νώς: να εγγρα­φεί στο σωμα­τείο του. Τι γίνε­ται όμως με την λογο­τε­χνία; Ο λόγος είναι ένα ήδη δια­μορ­φω­μέ­νο υλι­κό, δεν είναι ακα­τέρ­γα­στη πέτρα, επο­μέ­νως αντι­στέ­κε­ται. Στρα­τεύ­ε­ται ο λογο­τέ­χνης – αντι­στρα­τεύ­ε­ται ο λόγος. Η στρα­τευ­μέ­νη τέχνη που μας λέγαν και οι παλαιό­τε­ροι. Σήμε­ρα, και μετά τις ανα­τρο­πές ακού­γε­ται παρω­χη­μέ­νο. Ωστό­σο, εμέ­να η στρά­τευ­ση δεν με τρο­μά­ζει, για­τί τι είναι η στρά­τευ­ση πέρα από την πολι­τι­κή πρό­θε­ση του καλ­λι­τέ­χνη; Όμως ποτέ στην τέχνη η πρό­θε­ση δεν απο­τέ­λε­σε αισθη­τι­κό κρι­τή­ριο. Η δια­με­σο­λά­βη­σή της είναι που λει­τουρ­γεί ως ραχο­κο­κα­λιά στο έργο.

Τι θεμα­τι­κή θα είχε ένα ποί­η­μά σου για τα Εξάρ­χεια όπου και κατοικείς;

‘‘Εξάρ­χεια Βικτώ­ρια Κου­κά­κι Γκύ­ζη’’ που έλε­γε και η Γώγου. Κοίτα,όταν μένεις στο κέντρο έχεις την αίσθη­ση αλλά και την ψευ­δαί­σθη­ση ότι είσαι στο κέντρο των εξε­λί­ξε­ων. Πράγ­μα­τι όμως, έχω κατα­πια­στεί με τη συγκε­κρι­μέ­νη θεμα­τι­κή σε δύο μου ποι­ή­μα­τα. Και μάλι­στα λέω πως αν ήταν πίνα­κες ζωγραφικής,ο ένας θα συμπλή­ρω­νε τον άλλον. Στην «Απο­κάρ­πω­ση» θα ήταν σού­ρου­πο, ώρα που  αρχί­ζει η προ­σέ­λευ­ση στα μαγα­ζιά καθώς ο υπο­φαι­νό­με­νος δια­βά­της θα αφο­μοιω­νό­ταν από το τοπίο. Στο «Σκα­λί που μας ξεσκά­λω­σε» η νυχτε­ρι­νή ζωή των Εξαρ­χεί­ων θα ήταν –παρα­δό­ξως– το σιω­πη­λό φόντο για να μιλή­σου­νε τα μάτια: «Το μόνο μας κατόρθωμα/το καθα­ρό μας βλέμμα».

Ποιοι λογο­τέ­χνες θαρ­ρείς πως στά­θη­καν ως επιρ­ρο­ές για την ποί­η­σή σου;

Για να μην παρα­θέ­σω μια στε­γνή σει­ρά από ονό­μα­τα προ­τι­μώ να μιλή­σω μ’ ένα παρά­δειγ­μα. Στο ποί­η­μα μου «Το εισι­τή­ριο», η τυπο­γρα­φι­κή διά­τα­ξη των στί­χων αλλά και το μέτρο, ελευ­θε­ρω­μέ­νος ίαμ­βος, είναι καβα­φι­κό δάνειο. Το κλί­μα της απώ­λειας στην πρώ­τη στρο­φή φέρ­νει κάτι από Σεφέ­ρη. Ενώ στη δεύ­τε­ρη στρο­φή, η μετα­μόρ­φω­ση του άκυ­ρου εισι­τή­ριου σε χάρ­τι­νο καρά­βι είναι Ρίτσος. Κι ακό­μα το ημι­στί­χιο «άδεια προ­βλή­τα σκο­τει­νή» δεν θα μπο­ρού­σα να το γρά­ψω, αν ο Σολω­μός δεν είχε γρά­ψει «έρμο του­φέ­κι σκο­τει­νό». Αυτά τα λίγα για το «Εισι­τή­ριο». Στην «Ταυ­τό­τη­τα» κάπου γρά­φει «Ω κοινωνία-κύτταρο,αναπαράγει ξενι­στές η εξου­σία!». Μία  λέξη όπως η λέξη «ξενι­στές» ξενί­ζει τον ανα­γνώ­στη. Γεν­ναίο κλη­ρο­δό­τη­μα από τον Καρού­ζο. Και πάει λέγο­ντας, και γρά­φο­ντας πηγαίνει!

Επιρ­ροή πάντως για την ποί­η­ση σου, όσο κι αν ακού­γε­ται υπερ­βο­λι­κό, στά­θη­καν και τα…μακαρόνια! Ή μήπως λαθεύω;

Ναι, περί­που. Είναι η επω­δός από την «μπα­λά­ντα της κρί­σης». Ο στί­χος έχει ως εξής: «Μακά­ριοι  που τρώ­νε μακα­ρό­νια». Ο ανα­γνώ­στης θα παρα­τη­ρή­σει το διπλό τυπο­γρα­φι­κό κενό  μετά το «μακά­ριοι» ώστε να χωνευ­τεί το υψη­λό με το καθημερινό.

Αυτή η σύζευ­ξη ή μάλ­λον το μαγεί­ρε­μα,  είναι  ανα­γκαία προ­ϋ­πό­θε­ση για τη δημιουρ­γία σατι­ρι­κού ύφους. Και όπως λέγα­με πρω­τύ­τε­ρα για τις λογο­τε­χνι­κές επιρ­ρο­ές, εδώ πραγ­μα­τώ­νε­ται μια συνο­μι­λία ανά­με­σα στον καυ­στι­κό Καρυω­τά­κη και στον ανε­λέ­η­το Βάρ­να­λη. Βλέ­πεις, οι «Μοι­ραί­οι» του περα­σμέ­νου αιώ­να έχουν άλλα χαρα­κτη­ρι­στι­κά ωστό­σο η μοι­ρο­λα­τρία παρα­μέ­νει μοι­ρο­λα­τρία. 

Κάτι άλλο που ακού­γε­ται για σένα… Θεω­ρείς ότι υπάρ­χει ”Χάρο­ντας που δεν μοχθεί, Χάρο­ντας τεμπέ­λης”; Δηλαδή;

Πολ­λοί με ρωτά­νε για τον «Χάρο­ντας τεμπέ­λη», αλλά εδώ δεν έχει «δηλα­δή». Για να θυμη­θώ και τον Σαχτού­ρη «Δεν έχει κόκ­κι­νη απάντηση/το για­τί είναι μια μεγά­λη έλλειψη/κάτι σαν τάφος». Όπως ανα­φέ­ρει και ο Έγκελς στη Δια­λε­κτι­κή της Φύσης: «Ήδη καμιά φυσιο­λο­γία δεν θεω­ρεί­ται επι­στη­μο­νι­κή, αν δεν θεω­ρεί την άρνη­ση της ζωής σαν ουσια­στι­κά περιε­χό­με­νη μέσα στην ίδια τη ζωή». Για­τί στην πρώ­τη στρο­φή του ποι­ή­μα­τος ο Χάρο­ντας είναι ευπρόσ­δε­κτος με πλή­θος ιδιό­τη­τες: θερι­στής, τρυ­γη­τής, κηπου­ρός και χτί­στης, σε αντι­δια­στο­λή με την τελευ­ταία στρο­φή όπου ο θάνα­τος τρο­μά­ζει με την απρα­ξία του. Δεν ξέρω παρα­πά­νω κι όποιος ξέρει να ’ρθει να μου πει κι εμέ­να… 

goniannakis potamiΜετά τις σπου­δές σου ως Ηλε­κτρο­νι­κός-Μηχα­νι­κός, και μέσα στον αγώ­να για την επι­βί­ω­ση, μετα­ξύ ανερ­γί­ας και ανα­ζή­τη­ση εργα­σί­ας, ξάφ­νου σπου­δά­ζεις και για δάσκα­λος. Έχεις βάλει στό­χο να μάθεις τους μαθη­τές ν’ αγα­πούν και την ποί­η­ση, γι’ αυτό το έκα­νες, έτσι; 

Αλή­θεια, έτσι είναι. Είμαι φοι­τη­τής του Παι­δα­γω­γι­κού Τμή­μα­τος Δημο­τι­κής Εκπαί­δευ­σης. Κοί­τα, πρώ­τα θα τους μάθω γερή αριθ­μη­τι­κή για να ’ναι έτοι­μοι στη ζωή, μην τους γελά­νε οι λογής-λογής «ψιλι­κα­τζή­δες». Τώρα όσο για την ποί­η­ση, η παι­δι­κή ηλι­κία είναι από μόνη της ποί­η­ση και μάλι­στα δύσκο­λη. Έλε­γε ο Ρίτσος: «Λένε πως οι ποι­η­τές είναι παι­διά. Όχι. Τα παι­διά είναι ποι­η­τές». Η διδα­σκα­λία της ποί­η­σης, σαφώς, καλ­λιερ­γεί και ενι­σχύ­ει το γλωσ­σι­κό αισθη­τή­ριο. Δίπλα, λοι­πόν, στη Γραμ­μα­τι­κή της Ελλη­νι­κής και η Γραμ­μα­τι­κή της Φαντα­σί­ας! 

Αφού έκα­νες ‘‘Kάλε­σμα’’ στους φίλους σου και τους έμα­θες ‘‘Τι είπε το Ποτάμι’’-Ζωή, τώρα τι έχεις βάλει στην σει­ρά λογο­τε­χνη­μά­των σου για να μας προ­βλη­μα­τί­σεις και πάλι δημιουργικά;

Κοί­τα, το «κάλε­σμα» βγή­κε το ’13, το «τι είπε το ποτά­μι» το ’18. Επο­μέ­νως, το πλά­νο είναι πεντά­χρο­νο. Ωστό­σο η πλά­νη έχει τον δικό της χρόνο.

_______________________________________________________________________________

xristos dimoulas

Χρήστος Δημούλας: Εργάζεται ως ελεύθερος επαγγελματίας. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες κι Ιστορία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο καθώς και Δημοσιογραφία στο Επαγγελματικό Εργαστήρι Δημοσιογραφίας. Συνδημιουργός του Φωτογραφικού Εργαστηρίου ”Φώτο-Προλετάριοι”. Έχει εκδώσει 3 ποιητικές συλλογές.”Με λάδι του παρόντος ανάβουν του μέλλοντος καντήλια”(2013),”Ο ι λαϊκατζήδες”(2014) και”Γιώργος Φαρσακίδης,ο ζωγράφος του Λαού”(2015).

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο