Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Άειστε στο καλό!!!»

Γρά­φει ο  Χρή­στος Α. Τού­μπου­ρος ||

Τα πόδια μας στυ­λώ­σα­με και το ανα­ση­κώ­σα­με. Με ένα τερά­στιο χαμό­γε­λο και με μια καρ­διά από ήλιο. Για­τί κάθε σπου­δαίο, ιδα­νι­κό και όμορ­φο το φτιά­ξα­με «εμείς, καθέ­νας από μάς που κρα­τά­με στη γρο­θιά μας τους κινη­τή­ριους ιμά­ντες του σύμπαντος».

 Το γεφύ­ρι της Πλά­κας κατέρ­ρευ­σε την 1η Φεβρουα­ρί­ου 2015. Ο Άρα­χθος κατε­βα­σμέ­νος  παρέ­συ­ρε στο διά­βα του, όχι ακρι­βώς το γεφύ­ρι της Πλά­κας, αλλά την «πολι­τι­κή της πλά­κας» που χρό­νια και χρό­νια ακο­λού­θη­σε η εκά­στο­τε πολι­τι­κή εξου­σία και είχε σχέ­ση με τη δια­τή­ρη­ση μνη­μεί­ων που σημα­το­δο­τούν τη ζωή και τον πολι­τι­σμό του λαού.

Για­τί περ­νάς το ποτά­μι σημαί­νει συνα­ντάς, δημιουρ­γείς, ενώ­νεις και ενώ­νε­σαι, διεκ­δι­κείς και συνοι­δο­πο­ρείς, συνταυ­τί­ζε­σαι και συν­δη­μιουρ­γείς… Τα γεφύ­ρια ενώ­νουν ψυχές και πνο­ές, καρ­διές και πολιτισμούς.

Έτσι και γι’ αυτούς τους λόγους κατα­σκευά­στη­κε το γεφύ­ρι της Πλάκας.

Στην ουσία όμως είχε γίνει βορά της πολι­τι­κής αδια­φο­ρί­ας και ανι­κα­νό­τη­τας. Χρό­νια τώρα. Απα­ξά­πα­ντες οι «αρμό­διοι» «πΆσχου­σιν» από οξύ­τα­τη βαρη­κο­ΐα. Όχι, το γεφύ­ρι της Πλά­κας δεν το γκρέ­μι­σε η κατε­βα­σιά του Αρά­χθου. Το γεφύ­ρι «πήγε» από την αδια­φο­ρία τού­των ή εκεί­νων, υπεύ­θυ­νων και ποτέ υπό­λο­γων της συντή­ρη­σης, δια­τή­ρη­σης και προ­βο­λής της όποιας πολι­τι­στι­κής κλη­ρο­νο­μιάς μας.

Και να ήξε­ραν τι πα να πει πολι­τι­σμός; Πού να κατα­λά­βουν ότι ο πολι­τι­σμός είναι η νίκη κατά των αδυ­να­μιών του ανθρώ­που. Γι’ αυτό και οι πολιτισμένοι:

«…φκιά­νουν εκκλη­σιές, φκιά­νουν και μονα­στή­ρια φκιά­νουν και πετρο­γιό­φυ­ρα για να περ­νάη ο κόσμος…»

Χρό­νια τώρα ο πολι­τι­σμός είναι υπό εκποί­η­ση, η σκέ­ψη υπό διωγ­μό, η παρά­δο­ση υπό βια­σμό και η αρχι­τε­κτο­νι­κή υπό κατα­πο­ντι­σμό. Τα πάντα προς πώληση!

Γενι­κώς που­λά­με.  Επί του «οικο­πέ­δου» που ονο­μά­ζε­ται Ελλάς, τα πάντα πωλού­νται. Βου­νά, ποτά­μια και ρεμα­τιές, λαγκά­δια και ρυά­κια, υψώ­μα­τα και ζάβα­τα, ορο­σει­ρές και καρα­ού­λια, θάλασ­σες και νησιά, δρό­μοι και  μπι­στού­ρες, κτή­ρια, από­σκια και ρου­πά­κια, ακρο­θα­λασ­σιές και ρυά­κια, σχο­λεία και παρά­δο­ση, ιστο­ρία και πολι­τι­σμός. Το είπα­με και το ξαναλέμε:
«Διε­με­ρί­σα­ντο τα ιμά­τιά της εαυτοίς
και επί τον ιμα­τι­σμόν της έβα­λον κλήρον»
ή κάπως δια­φο­ρε­τι­κά: «λάβε­τε φάγετε».

Ποιος να σκε­φτεί, να προ­γραμ­μα­τί­σει, να μερι­μνή­σει για το γεφύ­ρι της Πλά­κας; Για κάθε γεφύ­ρι, κάθε δημιούρ­γη­μα.  Γενι­κός ο κανό­νας. Ποτά­μια, γεφύ­ρια και συνει­δή­σεις θα τα πνί­ξει, όχι η φύση ‑αυτή τη δου­λειά της κάνει- αλλά η ανυ­παρ­ξία οικο­λο­γι­κής, πολι­τι­στι­κής και  ιστο­ρι­κής συνείδησης.

Ό,τι δημιούρ­γη­σαν οι πρό­γο­νοί μας με κόπο, πόνο, αίμα και θυσί­ες όλα αυτά γίνο­νται θυσία στο βωμό της αλλο­πρό­σαλ­λης «ουδε­τε­ρό­τη­τας» και αδια­φο­ρί­ας (ημών) για τον εθνι­κό μας πλούτο.

Και εθνι­κός πλού­τος είναι οι άνθρω­ποι, τα μνη­μεία της ιστο­ρί­ας μας, η πολι­τι­στι­κή μας κλη­ρο­νο­μιά και η εθνι­κή μας συνείδηση.

Άδεια­σαν τα σπί­τια και τα δέντρα. Τα πουλιά
δεν έχουν πού να καθί­σουν. Όλη τη μέρα
περ­νά­νε οι γυρο­λό­γοι. Τους μάθαμε.
Ψεύ­τι­κα υφά­σμα­τα, ψεύ­τι­κα κοσμή­μα­τα. 

Γιάν­νης Ρίτσος

Το γεφύ­ρι ‑για τού­το ή για εκεί­νον τον λόγο- αναστηλώθηκε.
Και το βραβείο…

«Mε μια λιτή τελε­τή στον χώρο του ιστο­ρι­κού Γεφυ­ριού της Πλά­κας, το οποίο πλέ­ον στέ­κει όρθιο, η Ελλη­νι­κή Εται­ρεία Περι­βάλ­λο­ντος και Πολι­τι­σμού (ΕΛΛΕΤ), που εκπρο­σω­πεί στην χώρα μας την “Europa Nostra” βρά­βευ­σε τους συντε­λε­στές για το έργο πρό­τυ­πης αποκατάστασης».

Κι άρχι­σε το «κού­τρη­μα». Ποιοι θα είναι, ποιοι θα βρα­βευ­τούν και ποιοι θα μιλήσουν.

Οι Τζου­μερ­κιώ­τες μακράν, καθό­σον δεν είχαν πρό­σκλη­ση ή δεν ήταν γραμ­μέ­νοι στα κατάστιχα…

Όχι, πρω­το­μά­στο­ρες, τεχνί­τες, πελε­κη­τές και κου­βα­λη­τές …Όχι αυτοί. Όχι οι Τζου­μερ­κιώ­τες που πόνε­σαν και ρακου­μά­νη­σαν από το πέσι­μο του γεφυ­ριού. «Μόνο όσοι έχουν πρόσκληση!!!»

Οι περισ­σό­τε­ροι πρώ­τη φορά έβλε­παν το γεφύ­ρι… Οι άλλοι; Ξένοι στον τόπο τους.

Από μακριά τους κού­νη­σαν με περη­φά­νια τα μαντί­λια τους.

«Άει­στε στο καλό!!!» 

 

gefuri plakas

Φωτ.: Κώστας Μαυροπάνος

 

gefuri plakas2

Στα χέρι τους κρά­τη­σαν «στη­τό κι αγέ­ρω­χο» το γεφύ­ρι (Φωτ.: Αθα­νά­σιος Πόραβος)

gefuri plakas4

Έτσι είχαν κατα­ντή­σει το γεφύρι…

Έτσι είχαν κατα­ντή­σει το γεφύ­ρι… 

 


toumpouros
Ο Χρήστος Α.Τούμπουρος γεννήθηκε στην Άγναντα Άρτας (Τζουμέρκα). Εκεί τελείωσε το Γυμνάσιο και ακολούθως σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Έγραψε τέσσερα βιβλία: «Αγναντίτικα Λιχνίσματα», «Το Γυμνάσιο Αγνάντων ο Πνευματικός Φάρος των Τζουμέρκων», «Με την Ηπειρώτικη λαλιά» και «Τραγουδώντας την ξενιτιά», καθώς και εννέα θεατρικά έργα με περιεχόμενο που αφορά τη ζωή στην Ήπειρο.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο