Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Άριξ Σαρίδης: Μια ατυχής γνωριμία με τον κύριο Ζ. (Διήγημα)

(Ζ.) ‑Συγνώ­μη κύριε, για­τί κοι­τά­τε τόση ώρα τον ουρανό;

(Κ.) ‑Περι­μέ­νω τους σεισμούς.

(Ζ.) ‑Μα οι σει­σμοί δεν γίνο­νται κάτω στο έδα­φος, μέσα στη γη;

(Κ.) — Χα, χα. Και φυσι­κά στη Γη γίνονται…

(Ζ.) ‑Τότε πως κατα­λα­βαί­νε­τε παρα­τη­ρώ­ντας τον ουρανό;

(Κ.) — Θα περά­σουν τα πουλιά.

(Ζ.) ‑Και πεί­τε μου, για­τί περι­μέ­νε­τε με τέτοια λαχτά­ρα τους σεισμούς;

(Ζ.) ‑Επει­δή, τότε, θα περά­σουν σε τέτοιο εξαί­σιο σχη­μα­τι­σμό τα σμή­νη, που δεν μπο­ρείς παρά να τα θαυμάσεις.

(Ζ.) ‑Μα τι λέτε κύριε μου, για να χαρεί­τε εσείς την παρέ­λα­ση από ένα τσούρ­μο από πτη­νά, θα πρέ­πει τόσοι άνθρω­ποι να υπο­στούν τις συνέ­πειες ενός δολο­φο­νι­κού σεισμού;

(Κ.) ‑Οι σει­σμοί δεν δολο­φο­νούν, παρά μονά­χα οι άνθρωποι.

(Ζ.) ‑Καλά τώρα… υπεκ­φεύ­γε­τε από την ουσία της ερώτησης.

(Κ.) ‑Όχι, καθόλου.

(Ζ.) ‑Τότε, λύσε­τε μου την απο­ρία. Αν δεν γίνο­μαι φορ­τι­κός, φυσικά!

(Κ.) ‑Παρα­κα­λώ, τι ακρι­βώς θέλε­τε να μάθετε;

(Ζ.) ‑Την άπο­ψη σας για τους σεισμούς.

(Κ.) ‑Μα δεν σας περιέ­παι­ζα πριν, ό,τι είπα το εννοούσα.

(Ζ.) ‑Μα αυτό είναι εξω­φρε­νι­κό, ανήκουστο!

(Κ.) ‑Δεν κατα­νοώ τον λόγο της έντο­νης αντί­δρα­σης σας.

(Ζ.) ‑Να, εκεί­νο το παι­δά­κι σίγου­ρα θα κιν­δυ­νέ­ψει να πλη­γεί θανά­σι­μα, μιας και τώρα περ­νά­ει κάτω από την σκε­πα­στή του μαγα­ζιού. Και η μητέ­ρα του, από το απέ­να­ντι πάρ­κο, στην προ­σπά­θεια της να προ­λά­βει τον κίν­δυ­νο, είναι πασι­φα­νές πως θα προ­κα­λέ­σει ατυ­χή­μα­τα στη δια­σταύ­ρω­ση και… για­τί χαμο­γε­λά­τε, έχω δα άδικο;

(Κ.) ‑Αλί­μο­νο, έχε­τε όλο το δίκιο. Μόνο που έχε­τε και περιο­ρι­σμέ­νη, ελπί­ζω πως κι όχι επι­λε­κτι­κή, παρατηρητικότητα.

(Ζ.) ‑Τι εννοείτε;

(Κ.) ‑Να ορί­στε, δεν βλέ­πε­τε ότι η δεξιά σόλα στο παπού­τσι του παι­διού είναι τελεί­ως φθαρ­μέ­νη, αφού ανα­γκά­ζε­ται να φρε­νά­ρει με το πόδι. Ούτε κάνα­τε κόπο να δεί­τε ότι η μητέ­ρα, από την κού­ρα­ση της ημέ­ρας, δεν έχει χρό­νο να σηκώ­σει το κεφά­λι από το ηλε­κτρο­νι­κό της κατα­φύ­γιο. Μήτε, ότι τα συγκε­κρι­μέ­να παρα­δείγ­μα­τα, που εσείς ο ίδιος επι­λέ­ξα­τε, δεν είναι τα μοναδικά.

(Ζ.) ‑Δεν μπο­ρώ να το αρνη­θώ, με εντυ­πω­σί­α­σε η παρα­τη­ρη­τι­κό­τη­τά σας. Σκο­πός μου δεν ήταν να σας εγκα­λέ­σω ως αναί­σθη­το, του­να­ντί­ον μάλι­στα. Είναι ξεκά­θα­ρο, από την στά­ση σας, ότι είστε ένας ευυ­πό­λη­πτος και σοβα­ρός κύριος. Αυτός ήταν και ο λόγος που ξεκί­νη­σα την κου­βέ­ντα, φυσι­κά και με την ακα­τα­νό­η­τη –το ομο­λο­γώ, ακό­μη– στά­ση σας να περι­μέ­νε­τε τα πουλιά.

(Κ.) ‑Επι­τρέψ­τε μου κύριε, προ­τού εξη­γή­σω την στά­ση μου να κάνω μια ερώτηση.

(Ζ.) ‑Παρα­κα­λώ.

(Κ.) ‑Μιλά­με τόση ώρα και δεν είχα την τύχη να γνω­ρί­σω τον συνο­μι­λη­τή μου. Εμέ­να με λένε Κ., το όνο­μά σας;

(Ζ.) ‑Χάρη­κα πολύ, ονο­μά­ζο­μαι Ζ..

(Κ.) ‑Λοι­πόν κύριε Ζ., τι σας έκα­νε τέλος πάντων τέτοια εντύ­πω­ση από την στά­ση μου;

(Ζ.) ‑Κοι­τάξ­τε, καταρ­χάς οφεί­λω να σας εξο­μο­λο­γη­θώ ότι σας παρα­τη­ρώ εδώ και αρκε­τές μέρες. Τυγ­χά­νει να είμαι ο μηχα­νι­κός και ιδιο­κτή­της του υπό κατα­σκευή κτη­ρί­ου. Συνή­θως επι­σκέ­πτο­μαι τον χώρο νωρίς τα απο­γεύ­μα­τα και κάθε φορά σας βρί­σκω εδώ. Συνε­πής πάντα στην ώρα σας, 14:22 έρχε­στε, απο­λαμ­βά­νε­ται για μισή ώρα περί­που στο διά­λειμ­μα το κολα­τσιό σας –κρα­τώ­ντας πάντα σημειώ­σεις στο μικρό βιβλια­ρά­κι, που τώρα κρύ­βε­τε– κι ύστε­ρα απο­χω­ρεί­τε. Τώρα που το ξανα­σκέ­φτο­μαι, θα πρέ­πει να είστε δικη­γό­ρος και κρί­νο­ντας από τον τρό­πο που ντύ­νε­στε, θα πρέ­πει να είστε σε ένα από τα μεγά­λα γρα­φεία που άνοι­ξαν πρό­σφα­τα… γελά­τε έτσι, βλέ­πε­τε δεν είστε μόνο εσείς παρατηρητικός.

(Κ.) ‑Τώρα είναι σει­ρά μου να σας δώσω τα εύση­μα κύριε Ζ. και να σας ζητή­σω συγνώ­μη που σας υποτίμησα.

(Ζ.) ‑Χα, χα. Λοι­πόν νεα­ρέ κύριε Κ., μου είστε αρκε­τά συμπα­θής, σας δια­κα­τέ­χει και εσάς μια αξιο­ζή­λευ­τη εργα­σια­κή ηθι­κή. Δεν είναι δα πολύ μακριά η επο­χή που εμπο­τι­σμέ­νος,  και εγώ ο ίδιος, από τις αρε­τές της, ήμουν ιδιαί­τε­ρα παρα­γω­γι­κός και δημιουρ­γι­κός. Τώρα πια μπο­ρώ να απο­λαμ­βά­νω τους καρ­πούς των προ­σπα­θειών μου. Για αυτό θα ήθε­λα να σας κάνω μια επαγ­γελ­μα­τι­κή πρό­τα­ση, που μπο­ρεί να σας ενδια­φέ­ρει και να σας προ­σφέ­ρει πολ­λά περισ­σό­τε­ρα απ’ ότι 5–6 χρό­νια εργα­σί­ας σε τού­τα τα γραφεία.

(Κ.) ‑Τι θέλε­τε να πείτε;

(Ζ.) ‑Ελά­τε αύριο από το γρα­φείο μου να μιλή­σου­με πιο συγκε­κρι­μέ­να, ορί­στε η κάρ­τα μου.

(Κ.) ‑Μπο­ρού­με και τώρα, εξάλ­λου όπως κατα­λά­βα­τε η ώρα πέρα­σε. Οπό­τε συμ­βαί­νουν δύο τινά, είτε παρα­σύρ­θη­κα από το αναμ­φι­σβή­τη­τα κυρί­αρ­χο παρου­σια­στι­κό σας –κάτι που θα μεί­ω­νε την εικό­να μου στα μάτια σας, αλλά τότε δεν θα υπήρ­χε λόγος να συνε­χί­σε­τε– είτε σήμε­ρα τυγ­χά­νει να έχω σχο­λά­σει νωρί­τε­ρα, κάτι που το γνω­ρί­ζε­τε. Οπό­τε, παρα­κα­λώ, συνεχίστε.

(Ζ.) ‑Βλέ­πε­τε, η κανο­νι­κή μου δου­λειά έχει να κάνει με ανθρώ­πους, ξέρω να τους ξεχω­ρί­ζω και να τους ζυγί­ζω. Πιστέψ­τε με θα ευδο­κι­μή­σε­τε κοντά μου, όπως και εγώ από τις υπη­ρε­σί­ες σας. Το βλέ­πω στο μάτι σας, θέλε­τε να δεί­ξε­τε ότι αξί­ζε­τε. Για αυτό και όλη αυτή η αυτο­πει­θαρ­χία, σας το χρε­ώ­νω, πολύ καλό στοι­χείο. Δυστυ­χώς δεν το έχουν πολ­λοί, και ξέρε­τε για­τί; Επει­δή πολ­λά τους δόθη­καν έτοι­μα, αλλά εσείς το βλέ­πω είστε μαχη­τής, ακό­μα και τώρα το μάτι σας γυα­λί­ζει. Κατά βάθος νιώ­θε­τε αδύ­να­μος ότι έχω δίκιο, αλλά παράλ­λη­λα ξέρε­τε ότι αυτή είναι η ευκαι­ρία σας. Σκο­πεύ­ε­τε να τα απο­κτή­σε­τε ο ίδιος, δεν αρκεί­στε στα έτοι­μα. Αλλά πρέ­πει να λει­τουρ­γή­σε­τε σε λογι­κά πλαί­σια, δεν χρειά­ζο­νται μικρο­ε­γω­ι­σμοί αυτή τη στιγμή.

Νομί­ζω πως κατα­λα­βαί­νε­τε περί τίνος πρό­κει­ται, έτσι δεν είναι κύριε Κ.; Θα γίνω λίγο πιο συγκε­κρι­μέ­νος. Θα έχε­τε υπό­ψη σας, τις αλλα­γές που πρό­κει­ται να γίνουν στην περιο­χή. Ειδι­κά το συγκε­κρι­μέ­νο τετρά­γω­νο πρό­κει­ται να ανθή­σει, σαν μαγνή­της θα γίνει το κέντρο προ­σέλ­κυ­σης πολ­λών υψη­λά ενδια­φε­ρό­με­νων προ­σώ­πων. Όπως κατα­λα­βαί­νε­τε, για τη διευ­θέ­τη­ση όλων των και­νού­ριων ζητη­μά­των που θα προ­κύ­ψουν, χρειά­ζο­νται άτο­μα ικα­νά που να γνω­ρί­ζουν τις προ­βλε­πό­με­νες δια­δι­κα­σί­ες, να έχουν τις κατάλ­λη­λες δια­συν­δέ­σεις και να εφαρ­μό­ζουν με ευθυ­κρι­σία τις αρμό­ζου­σες πρα­κτι­κές. Παράλ­λη­λα να επι­δει­κνύ­ουν ιδιαί­τε­ρο ζήλο για την επί­τευ­ξη των στό­χων, υπο­μο­νή, φυσι­κά ακα­τα­μά­χη­τη πίστη στις ικα­νό­τη­τές τους και τόλ­μη να αντι­πα­ρα­τε­θούν. Τα πρώ­τα, αν απο­φα­σί­σε­τε να συμπο­ρευ­θεί­τε, μαζί με τους συνερ­γά­τες μου μπο­ρώ να σας τα προ­σφέ­ρω, τα δεύ­τε­ρα είμαι σίγου­ρος ότι αδη­μο­νεί­τε να τα επι­δεί­ξε­τε εσείς ο ίδιος.

(Κ.) ‑Δεν νομί­ζω πως χρειά­ζε­ται, η απά­ντη­σή μου είναι απλή. Όχι, ευχαριστώ.

(Ζ.) ‑Θα αστειεύ­ε­στε βέβαια…

(Κ.) ‑Οφεί­λω να ομο­λο­γή­σω πως η πρό­τα­ση σας με τιμά και βέβαια με κολα­κεύ­ει. Αλλά θα την αρνηθώ.

(Ζ.) ‑Μα σας παρα­κα­λώ, φερ­θεί λογι­κά, μελε­τή­στε την πρό­τα­σή μου και περά­στε αύριο από το γρα­φείο μου.

(Κ.) ‑Κύριε Ζ., η απά­ντη­σή μου είναι στα­θε­ρή και πολύ καλά ζυγι­σμέ­νη. Εξάλ­λου, γι’ αυτό μου κάνα­τε μια τέτοια ανοι­χτή πρό­τα­ση, οποια­δή­πο­τε δεύ­τε­ρη σκέ­ψη εκ μέρους μου και απο­δο­χή από σας, αυτο­μά­τως θα ακύ­ρω­νε και εμέ­να και εσάς.

(Ζ.) ‑Έχε­τε από­λυ­το δίκιο. Δεν μπο­ρώ, όμως, να κρύ­ψω και να μην εκφρά­σω την απο­γο­ή­τευ­σή και την έκπλη­ξη μου.

(Κ.) ‑Κατα­νοώ, και πάλι ευχα­ρι­στώ για την προ­σφο­ρά σας. Καλό σας απόγευμα.

(Ζ.) ‑Οφεί­λε­τε, όμως, μιας και ο ίδιος παρα­δε­χτή­κα­τε ότι άνοι­ξα τα χαρ­τιά μου, και μια απά­ντη­ση. Τελι­κά, για­τί απορ­ρί­πτε­τε την πρό­τα­σή μου; Δεν νομί­ζω να έχε­τε καλύ­τε­ρη αυτή την στιγμή;

(Κ.) ‑Σας βρί­σκω πολύ ενη­με­ρω­μέ­νο, μόνο που οι λόγοι είναι άλλοι.

(Ζ.) ‑Καλώς, αλλά όπως σας είπα, νομί­ζω πως αξί­ζω μια ολο­κλη­ρω­μέ­νη απάντηση.

(Κ.) ‑Δεν απα­ντή­σα­τε στην αρχι­κή μου ερώ­τη­ση, οπό­τε μπο­ρώ να κρί­νω πως η συνερ­γα­σία μου μαζί σας δεν θα καρ­πο­φο­ρού­σε για κανέ­ναν από τους δύο.

(Ζ.) ‑Ποια ερώ­τη­ση, αυτή για τους σεισμούς;

(Κ.) ‑Ναι, για την στά­ση μου σχε­τι­κά με τους σεισμούς.

(Ζ.) ‑Μα τι παρά­λο­γα πράγ­μα­τα λέτε;

(Κ.) ‑Κοι­τάξ­τε, πρό­κει­ται για θέμα αρχής για μένα. Και εξάλ­λου από ότι βλέ­πω δεν θα κατανοούσατε.

(Ζ.) ‑Στα αλή­θεια; Κατα­δε­χτεί­τε να μας δια­φω­τί­σε­τε λίγο με το πνεύ­μα σας. Με κάνε­τε να γελάω από θλί­ψη κύριε Κ.. Άκου εκεί «δεν θα κατανοούσατε».

(Κ.) ‑Ακρι­βώς, δεν θα κατα­νο­ού­σα­τε! Όχι επει­δή δεν σκέ­φτε­στε λογι­κά, του­να­ντί­ον, από αυτήν δια­πο­τί­ζε­στε. Μα εγώ μιλάω για την καθη­με­ρι­νή λογι­κή, για την ακρί­βεια, για μια άλλη καθη­με­ρι­νή λογική.

(Ζ.) ‑Δεν κατα­λα­βαί­νω τι λέτε, τι ασυ­νάρ­τη­τα πράγ­μα­τα είναι αυτά; Πρώ­τη φορά πέφτω τόσο έξω στο να μετρώ έναν άνθρωπο.

(Κ.) ‑Δεν αμφι­βά­λω πώς έχε­τε μετρή­σει αρκε­τούς και συνε­χί­ζε­τε με γορ­γούς ρυθ­μούς. Καλή αντο­χή σας εύχο­μαι, για­τί οι αριθ­μοί και οι εξι­σώ­σεις τους στην καθη­με­ρι­νό­τη­τα είναι άπειροι.

(Ζ.) ‑Προ­σέξ­τε τώρα κ. Κ., ξέρω πως δεν είστε κου­τός, αλλά μην ξεχνά­τε με ποιόν μιλά­τε και μη μου που­λά­τε πνεύ­μα. Εφό­σον εσείς επι­θυ­μεί­τε να απαρ­νη­θεί­τε όσα σας προ­σφέ­ρο­νται, δικαί­ω­μά σας. Συνε­χί­στε τώρα, απο­λαύ­στε όσο προ­λα­βαί­νε­τε τα ελεύ­θε­ρα φτε­ρου­γί­σμα­τα. Τόσοι περι­μέ­νουν στην σει­ρά και λαχτα­ρούν να τους δοθεί μια ευκαι­ρία.  Πάντως, από την μεριά μου, οφεί­λω να σας ευχα­ρι­στή­σω για το πολύ­τι­μο μάθη­μα. Θα το απο­τυ­πώ­σω βαθιά μέσα μου, πως το άλο­γο παίρ­νει ποι­κί­λες μορ­φές. Αν και ορκί­ζο­μαι πώς δεν τις κατα­νοώ όλες.

(Κ.) ‑Οι ευχα­ρι­στί­ες ειλι­κρι­νώς επι­στρέ­φο­νται, επι­βε­βαιώ­σα­τε για πολ­λο­στή φορά το μίσος μου για τη φάρα σας και πάνω από όλα για μένα, που χαρά­μι­σα το από­γευ­μά μου. Και κύριε Ζ., μην ψεύ­δε­στε, νομί­ζω ότι κατα­λα­βαί­νου­με και οι δύο περί τίνος πρό­κει­ται. Οι κόσμοι μας αν και βγή­καν από την ίδια μήτρα, δεν είναι γρα­φτό να φιλιώ­σουν, όσο στο πρό­σω­πό σας δια­γρά­φε­ται ένας Κάιν και γύρω μου να είναι τόσοι Άβελ. Τότε ξέρω που είναι η θέση μου.

(Ζ.) ‑Αχα, τώρα σας πιά­νω ευυ­πό­λη­πτε κύριε Κ.. Είστε και εσείς ένας από αυτούς τους φρε­νο­βλα­βείς μουρ­λούς. Αφή­στε αυτό το ειρω­νι­κό γέλιο, όχι σε μένα, θα σας το αλλά­ξει η καθη­με­ρι­νό­τη­τα που τόσο εύκο­λα επι­κα­λεί­στε, μόλις στρί­ψε­τε το απέ­να­ντι τετρά­γω­νο. Όντως θα πρέ­πει να έχε­τε φτε­ρά που­λιών στον εγκέ­φα­λο, αντί για μυα­λό να νομί­ζε­τε ότι κάποιος από αυτούς νοιά­ζε­ται για την ίδιο του το χάλι, πολύ περισ­σό­τε­ρο να σας συμπα­ρα­στα­θεί κιό­λας. Τελευ­ταία συμ­βου­λή, κοι­τάξ­τε να βολευ­τεί­τε εσείς, όσο ο και­ρός σας ευνο­εί. Η μοί­ρα τους είναι προ­δια­γε­γραμ­μέ­νη, αυτοί θα σαπί­σουν μες το γκρί­ζο τσι­μέ­ντο, αλλιώς θα διω­χθούν ή το πολύ-πολύ σαν τα που­λιά –που τόσο σας αρέ­σουν– απο­δη­μώ­ντας θα στοι­βα­χτούν, πάλι, σε άλλη πόλη. Θα υπό­σχο­νται στα μικρά τους μια νέα αρχή και αυτά με την σει­ρά τους στα δικά τους. Και θα περι­φέ­ρε­ται η ελπί­δα μέσα στα χάσκα στό­μα­τα, από γενιά σε γενιά, πλέ­κο­ντάς τους μονά­χα μια μικρή πικρή φωλιά. Η αρχι­κή ζέση άμε­σα θα κατα­στα­λά­ξει, στην πρώ­τη δυσκο­λία θα συμ­βι­βα­στούν με το απο­τέ­λε­σμα ζώντας μόνο για την στιγ­μή και σαν τους χοί­ρους μες το βούρ­κο, θα περά­σουν στο χώμα ως μιά­σμα­τα. Καθώς το μόνο σημά­δι που αφή­νουν στην Γη, είναι ο σπό­ρος που συνε­χί­ζει αυτή την ζού­σα αηδία, που θα ονο­μά­ζε­ται κιό­λας άνθρωπος.

(Κ.) ‑Φτά­νει κύριε μου, αφή­στε τις προ­σβο­λές να τρέ­φουν τις μελι­στά­λα­κτες δια­πραγ­μα­τεύ­σεις σας. Μπο­ρεί τα ενδύ­μα­τά σας να είναι πολύ­τι­μα, αλλά φαντα­χτε­ρά ατί­μη­τος και ο βούρ­κος που πλα­τσου­ρί­ζε­τε. Ευχα­ρί­στως θα αφη­νό­σα­σταν στην στιγ­μή, μα ξέρε­τε ότι η προί­κα που κλη­ρο­νο­μούν τα τέκνα σας είναι βαρύ­τε­ρο και από το χρέ­ος του Άτλα­ντα. Και όσο αν περι­φρο­νεί­τε όλα αυτά τα ζώα, άλλο τόσο τα τρέ­με­τε, μη δε ανοί­ξουν τα φτε­ρά τους πάνω από τού­τη την πολι­τεία και σημά­νουν τους «σει­σμούς που μέλ­λο­νται για να ‘ρθουν».

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο