Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Άριξ Σαρίδης: Στόματα (Α)Φόβου

Πως μίκρυ­νε έτσι το ωραίο,
που μπρο­στά σε μια ρότα μαύ­ρου Θανάτου,
ταρά­χτη­κε η φωνή και θύμι­σε κάτι
που να μοιά­ζει θηρί­ου κραυγή;
Δεν άντε­ξε να πεί­σει για το μπλε του ουρανού
κι από ντρο­πή έσπα­σε και θέλη­σε να Το σωπάσει.

Και εσύ ήσουν εκεί σαν να μην ήσουν,
να συγκρί­νεις μια φωνή που σπάει,
με άναρ­θρες κραυγές
από ορθά­νοι­χτα στόματα,
που γαυ­γί­ζουν, γρυλλίζουν,
ουρ­λιά­ζουν, λυσ­σο­μα­νούν και κράζουν.

Μέσα από φρε­σκο­α­κο­νι­σμέ­να δόντια,
έτοι­μα να γευ­τούν σάρ­κα ζωντανή.
Δίγλωσ­σα κτή­νη δίχως ούλα,
που επι­θυ­μούν να ποτί­σουν με αίμα
τη βρω­με­ρή, από τα σάπια εντό­σθιά τους, ανάσα.

Όλοι αυτοί,
στά­θη­καν μπρο­στά στο Φόβο.
Παρα­δό­θη­καν στο Φόβο.
Γίνα­νε Φόβος.

Σα βρεις στο δρό­μο σου το Φόβο,
πρώ­τα τον εαυ­τό σου πρέ­πει να απαρνηθείς,
για να μην σε προδώσεις.

Μα αυτό δεν φτάνει,
για να βρει το χρώ­μα της, η Φωνή.
Τον τόνο της στη ροή,
το βάθος της στην ορμή
και τη σιγου­ριά στο πάθος.

Θέλει το χέρι μου να βρει,
χέρι συντρόφου,
κάθε Ανθρώπου
και το δικό Σου χέρι.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο