Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Ένας διασωληνωμένος Χριστός»

Γρά­φει ο Βασί­λης Λιό­γκα­ρης //

Κατο­χή: Ένας μικρός δια­σω­λη­νω­μέ­νος Χρι­στός, ξεχα­σμέ­νος και εγκλω­βι­σμέ­νος στην άκρη μιας «ΜΕΘ». Είναι χλω­μός σαν κερί και χνου­δω­τός σαν γέρο­ντας. Έχει τα ματά­κια του κλει­στά και ανα­πνέ­ει με το ζόρι. Κανείς δεν δίνει σημασία.

Τα μικρά παι­διά της γει­το­νιάς τρέ­χουν στην αλά­να να παί­ξουν δίτερ­μα με ένα πάνι­νο τόπι. Τα περισ­σό­τε­ρα είναι με πρη­σμέ­νες κοι­λί­ες και κίτρι­νο χνου­δω­τό πρό­σω­πο γερόντων.

Κάτι απί­θα­νο όμως-Εκεί­νη την επο­χή πολύ πιθα­νό-Τα δυσκολεύει.

Στη μέση της αλά­νας ένας γέρο­ντας νεκρός και παγωμένος.

Ο πιο μεγά­λος της παρέ­ας είπε να βάλου­νε όλοι ένα χερά­κι, να τον μετα­κι­νή­σουν σε μια άκρη και να συνε­χί­σουν το παιχνίδι.

Μεση­μέ­ρια­σε και την άρα­ξαν όλοι κου­ρα­σμέ­νοι κάτω από την πιπε­ριά στο προ­αύ­λιο της εκκλη­σί­ας. Είχα­νε στην βρα­κο­ζώ­να τους ένα κον­σερ­βο­κού­τι και στην άκρη ένα κουτάλι.

Τα σχο­λεία είναι κλει­στά και τα βιβλία πήγα­νε για προ­σά­ναμ­μα. Οι δασκά­λες φτιά­χνα­νε το πλι­γού­ρι, όπου με λαχτά­ρα περί­με­ναν τα παι­διά ζεστό-ζεστό να το κατα­βρο­χθί­σουν στην άκρη του δρόμου.

Κατά σύμ­πτω­ση όμως έτυ­χε εκεί­νη τη μέρα να είναι και ψυχοσάββατο.

Ευχής έργο: Σε λίγο θα έβγαι­ναν από την εκκλη­σία οι κυρά­δες με ένα πιά­το φρέ­σκα, ευλο­γη­μέ­να κόλλυβα.

Όπου άρχι­σε το ζητια­νι­λί­κι έστω και για μια κου­τα­λιά κόλλυβα.

Κάποια γερό­ντισ­σα δεν έδω­σε στα παι­διά κόλ­λυ­βα από το πιά­το της, αλλά πήγε κατευ­θεί­αν στον Γερ­μα­νό-Φρου­ρό που ήταν φύλα­κας στην επι­στρα­τευ­μέ­νη Χαρο­κό­πειο Σχολή.

Ο Γερ­μα­νός στρα­τιώ­της τα μύρι­σε και ύστε­ρα, κατά κάποιο τρό­πο πήγε και τα πέτα­ξε στην γωνία, για μεγά­λη λύπη των πιτσι­ρι­κά­δων που τον παρακολουθούσαν.

Την άλλη μέρα, ο μικρός δια­σω­λη­νω­μέ­νος Χρι­στός πέθανε.

Η μάνα του, η Πανα­γιά της γει­το­νιάς (χήρα από τον άνδρα της που σκο­τώ­θη­κε στο Αλβα­νι­κό Μέτωπο)

Δεν έδω­σε και μεγά­λη σημα­σία κρα­τού­σε στην αγκα­λιά της το άλλο της το μωρό που ούρ­λια­ζε από πεί­να κι αυτή δεν είχε στο στή­θος της γάλα. Δεν ήξε­ρε τι να πρω­το­κά­νει. Τα είχε εντε­λώς χαμένα.

Αυτή την ιστο­ρία που σας διη­γή­θη­κα δεν είναι φαντα­στι­κή. Είναι πέρα για πέρα αληθινή.

Ένας από τους πιτσι­ρι­κά­δες με την πρη­σμέ­νη κοι­λιά και το κιτρι­νω­πό χνου­δω­τό πρό­σω­πο ήμου­να και εγώ!!!

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο