Αμέτρητοι πόλεμοι έχουν καταγραφεί στις μαύρες σελίδες της ιστορίας, όμως μόνο ένας είχε… ποδοσφαιρικό περιεχόμενο. Πράγματι, δύο αγώνες μεταξύ της Ονδούρας και του Ελ Σαλβαδόρ το 1969, στάθηκαν αφορμή για να καταστραφούν περιουσίες και πόλεις, και να πεθάνουν άνθρωποι. Κι όλα αυτά ξεκίνησαν μια μέρα σαν σήμερα (14/7), όταν η κυβέρνηση του Ελ Σαλβαδόρ αποφάσισε ν‘ αρχίσει τους βομβαρδισμούς επειδή παράγοντες της ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας της Ονδούρας την κατηγόρησαν για δωροδοκία στον τελικό του προκριματικού τουρνουά.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 οι δύο χώρες δεν είχαν τις καλύτερες σχέσεις.
Το Ελ Σαλβαδόρ είχε πληθυσμό περίπου 3 εκατομμυρίων το 1969 οι οποίοι ήταν συνωστισμένοι σε 8.260 (όσο της Πελοποννήσου). Το μεγαλύτερο μέρος της χώρας ελεγχόταν από μια ελίτ γαιοκτημόνων, αφήνοντας πολύ λίγο χώρο για τους φτωχότερους αγρότες του Σαλβαδόρ. Η Ονδούρα — που κυριαρχούνταν εξίσου από μικρό αριθμό ιδιοκτητών γης — ήταν πενταπλάσια (με έκταση λίγο μικρότερη από της Ελλάδας) και το ίδιο έτος είχε πληθυσμό περίπου 2,3 εκατομμύρια. Κοινό χαρακτηριστικό και των δύο κοινωνιών ήταν η φτώχεια και οι μεγάλες κοινωνικές ανισότητες.
Ως αποτέλεσμα, σε ολόκληρο τον 20ό αιώνα, οι Σαλβαδοράντες είχαν μετακομίσει στην Ονδούρα για να επωφεληθούν από τις πιο διαθέσιμες γεωργικές εκτάσεις και να εργαστούν για τις αμερικανικές εταιρείες φρούτων που λειτουργούσαν στη χώρα. Η μικρή ελίτ γαιοκτημόνων του Ελ Σαλβαδόρ είχε υποστηρίξει τη μαζική μετανάστευση, καθώς μείωσε τις πιέσεις στη γη τους.
Τη δεκαετία του 60, περίπου 350.000 Σαλβαδοριανοί, 15% του πληθυσμού, ζούσαν στην Ονδούρα, κατέχοντας μεγάλες εκτάσεις γης. Η οικονομική κατάσταση των «μεταναστών» ήταν για τους ιθαγενείς προκλητική, ανυπόφορη αν συνυπολογιστεί πως οι περισσότερες γεωργικές εκτάσεις βρισκόντουσαν στα χέρια λίγων πλούσιων Ονδουριανών οικογενειών αλλά και της αμερικανικής εταιρείας United Fruit, που παράγει τις γνωστές μπανάνες «Τσικίτα». Η πίεση του λαού προς τον δικτάτορα της Ονδούρας Οσβάλντο Λόπες Αρεγιάνο για αλλαγή της οικονομικής δομής ήταν έντονη. Υπό το φόβο κοινωνικών αναταραχών, ο Αρεγιάνο αποφασίζει αναδασμό. Οι μεγαλογαιοκτήμονες και η «Τσικίτα» είναι τόσο ισχυροί που ο Αρεγιάνο δεν θα τολμούσε να θίξει τα συμφέροντα τους. Οι μετανάστες Σαλβαδοριανοί γαιοκτήμονες, όμως, ήταν εύκολος στόχος δεδομένου ότι ήταν ανεπιθύμητοι από την πλειοψηφία της κοινωνίας της Ονδούρας. Ο δικτάτορας δημεύει την περιουσία τους και τη μοιράζει στους ντόπιους ακτήμονες. Ταυτόχρονα προέβλεπε επιστροφή μεταναστών στη χώρα τους.
Η κυβέρνηση του Ελ Σαλβαδόρ προσπάθησε να αντιμετωπίσει τον μεγάλο αριθμό επιστρεφόντων μεταναστών, ενώ οι γαιοκτήμονες της χώρας άρχισαν να πιέζουν για στρατιωτική δράση και στις εφημερίδες εμφανίστηκαν πύρινα άρθρα για διώξεις και ακόμη και κατηγορίες βιασμού και δολοφονίας.
To μίσος που είχε δημιουργηθεί ανάμεσα στους δύο λαούς, κλιμακώθηκε επικίνδυνα το 1969 όταν οι εθνικές ποδοσφαιρικές ομάδες τέθηκαν αντιμέτωπες στους προκριματικούς του παγκοσμίου κυπέλλου του 1970 και η ομάδα του Ελ Σαλβαδόρ ταξίδευσε για τον πρώτο αγώνα στην Τεγκουσιγκάλπα, που εκείνες τις ημέρες είχε να αντιμετωπίσει φοβερές απεργιακές κινητοποιήσεις των εκπαιδευτικών. Η πόλη καιγόταν από καμένα λάστιχα, οι σπασμένες βιτρίνες ήταν καθημερινό φαινόμενο και επεισόδια σημειώνονταν παντού.
Στις 8 Ιουνίου, στο γήπεδο η ατμόσφαιρα ήταν εκρηκτική, καθώς χιλιάδες ήταν κι οι οπαδοί των φιλοξενούμενων, κυρίως μετανάστες που έβγαζαν το ψωμί τους στην Ονδούρα. Δυστυχώς, ακόμη κι η εξέλιξη του παιχνιδιού ήταν τέτοια που… ευνοούσε την πιθανότητα επεισοδίων, αφού οι γηπεδούχοι πήραν τη νίκη 1–0 με γκολ στο τελευταίο λεπτό. Στη συνέχεια η κατάσταση ξέφυγε από κάθε έλεγχο και για πολύ ώρα έπεφτε… ανελέητο ξύλο. Λένε, μάλιστα, ότι ήταν πολύ εύκολο να μάθει κανείς ποιοι είχαν παρακολουθήσει τον αγώνα, αφού για αρκετές ημέρες μετά κυκλοφορούσαν με επίδεσμους!
Ο τρόπος που έχασε το Σαλβαδόρ προκάλεσε την αυτοκτονία της 18χρονης Αμέλια Μπολάνιος. Η νεαρή κοπέλα χρίστηκε μάρτυρας από τους συμπατριώτες της, οι οποίοι ζητούσαν εκδίκηση στον επαναληπτικό.
Η ρεβάνς θα γινόταν μία εβδομάδα αργότερα (15 Ιουνίου) στο Σαν Σαλβαδόρ κι οι οπαδοί των γηπεδούχοι είχαν όλον τον καιρό στη διάθεσή τους, για να ετοιμάσουν την εκδίκηση. Όταν η αποστολή της Ονδούρας έφτασε στο Σαν Σαλβαδόρ, στο αεροδρόμιο τους περίμενε ένα πανό το οποίο έγραφε:
«Χαιρόμαστε πολύ που βρίσκεστε εδώ. Σύντομα θα μάθετε το γιατί!», χαιρετισμός που θύμιζε τα πάθη των Χριστιανών στο Κολοσσιαίο. Η πρώτη κίνηση των φανατικών ήταν να βάλουν φωτιά στο ξενοδοχείο που διέμενε η αποστολή των φιλοξενούμενων, οι παίκτες όμως φρόντισαν να εκκενώσουν γρήγορα τα δωμάτιά τους. Μεταφέρθηκαν σε άλλο ξενοδοχείο, όμως δεν κατάφεραν να κλείσουν μάτι, αφού όλη τη νύχτα κάποιοι τραγουδούσαν κάτω από τα δωμάτια!
Οι ποδοσφαιριστές της Ονδούρας, άυπνοι και καταταλαιπωρημένοι, παραπατούσαν την επομένη στο γήπεδο και το Ελ Σαλβαδόρ πήρε άνετα τη νίκη με 3–0. Τα ΜΜΕ της Ονδούρας δημιουργούν πολεμικό κλίμα. Ο πρόεδρος του Σαλβαδόρ Φιντέλ Σάντσες Ερνάντες επέρριψε την ευθύνη στους κομμουνιστές. Όταν επέστρεψαν στην Τεγκουσιγκάλπα και αφηγήθηκαν τις εμπειρίες τους, ξέσπασαν νέα επεισόδια εναντίον των μεταναστών από το Ελ Σαλβαδόρ οι οποίοι και εκδιώκονται από την Ονδούρα.
Κανείς δεν τολμούσε να φανταστεί τι θα συνέβαινε στον τελικό του προκριματικού τουρνουά, όπου οι δύο ομάδες θα αγωνίζονταν εκ νέου, αυτή τη φορά σε ουδέτερη έδρα, στην πόλη του Μεξικού. Ο αγώνας έγινε στις 26 Ιουνίου, το Ελ Σαλβαδόρ πήρε τη νίκη με 3–2, όμως η Ονδούρα είχε σοβαρά παράπονα από τη διαιτησία. Οι παράγοντες της ομοσπονδίας κατηγόρησαν ευθέως τους αντιπάλους τους για δωροδοκία και λίγες ώρες μετά τα μεσάνυχτα η κυβέρνηση της Νουέβα Οκοτεπέκε (της τότε πρωτεύουσας) ανακοίνωσε ότι διακόπτει τις διπλωματικές σχέσεις με τη γειτονική χώρα!
Τις επόμενες ημέρες υπήρξαν συνεχείς προκλήσεις εκατέρωθεν, μέχρι που το πρωί τις 14ης Ιουλίου 1969 η πολεμική αεροπορία του Ελ Σαλβαδόρ βομβάρδισε περιοχές της Ονδούρας και μέχρι το βράδυ της επομένης ημέρας είχε καταλάβει τη Νουέβα Οκοτεπέκε. Η Ονδούρα αντεπιτέθηκε και κατάφερε να απομακρύνει το στρατό των αντιπάλων. Ακολούθησαν διπλωματικές διαπραγματεύσεις και στις 18 Ιουλίου αποφασίστηκε η κατάπαυση του πυρός (τέθηκε σε ισχύ δύο ημέρες αργότερα), ενώ ο στρατός του Ελ Σαλβαδόρ αποσύρθηκε στις αρχές Αυγούστου.
Το 1980 τα δύο κράτη υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης, ενώ το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης θα ήταν υπεύθυνο για τις συνοριακές τους διαφορές. Το 1982, το Διεθνές Δικαστήριο, επιδίκασε το μεγαλύτερο μέρος των αμφισβητούμενων εδαφών στην Ονδούρα και έξι χρόνια αργότερα (1988) η Ονδούρα και το Ελ Σαλβαδόρ υπέγραψαν συνθήκη οριοθέτησης των συνόρων για την εφαρμογή της απόφασης του Δικαστηρίου.
Η σύρραξη αυτή έμεινε στην ιστορία ως ο «πόλεμος του ποδοσφαίρου» (Football War) κατά τον οποίο σκοτώθηκαν περίπου 3.000 άνθρωποι και από τις δύο πλευρές, το εμπόριο σταμάτησε μεταξύ των δύο χωρών για δεκαετίες και τα σύνορα έκλεισαν, ενώ περίπου 100.000 μετανάστες του Ελ Σαλβαδόρ αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Ονδούρα.
Ο «Πόλεμος του Ποδοσφαίρου» δεν έλαβε μεγάλη δημοσιότητα, καθώς η προσοχή του κόσμου ήταν επικεντρωμένη στην ηράκλεια προσπάθεια του πληρώματος του διαστημοπλοίου Απόλλων 11 να πατήσει για πρώτη φορά το πόδι του στη Σελήνη.