Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ένας χρόνος χωρίς τον Γιώργη Φαρσακίδη

Κοντεύ­ει χρό­νος από τότε που «έφυ­γε» από τη ζωή ο Γιώρ­γης Φαρ­σα­κί­δης, ο κομ­μου­νι­στής εικα­στι­κός και λογο­τέ­χνης, ο ανταρ­το­Ε­ΠΟ­Νί­της μαχη­τής του ΕΛΑΣ, ο αλύ­γι­στος αγω­νι­στής που πέρα­σε 16,5 χρό­νια από τη ζωή του σε φυλα­κές και εξο­ρί­ες.

Τα έργα του στέ­κουν αδιά­ψευ­στα ντο­κου­μέ­ντα του αγώ­να και του πολι­τι­σμού των εξό­ρι­στων αγω­νι­στών. Με το εικα­στι­κό του έργο στέ­κε­ται μπρο­στά σε όλες τις μεγά­λες στιγ­μές της ταξι­κής πάλης στη χώρα μας και διε­θνώς. Απα­θα­νά­τι­σε τον αγώ­να της εργα­τι­κής τάξης και του ΚΚΕ στις πιο μεγά­λες ώρες τους στον αιώ­να που πέρασε.
Άλλω­στε, για εκεί­νον η τέχνη του ήταν «ένα επι­πλέ­ον ανα­ντι­κα­τά­στα­το όπλο αγώ­να, μια μαρ­τυ­ρία…».
Από την Οδησ­σό της Σοβιε­τι­κής Ένω­σης, όπου γεν­νή­θη­κε το 1924, βρέ­θη­κε μαζί με την οικο­γέ­νειά του στη Θεσ­σα­λο­νί­κη στα 10 του χρό­νια. Ο πατέ­ρας του είχε τιμη­θεί από τη νεα­ρή ΕΣΣΔ ως «πρω­το­πό­ρος της σοσια­λι­στι­κής εργα­σί­ας». Από αυτόν θα μάθει πως «το μεγά­λο δίκιο είναι το δίκιο της επα­νά­στα­σης».

Φαρσακίδης Η έφε­σή του στη ζωγρα­φι­κή φαί­νε­ται από τα μαθη­τι­κά του χρό­νια. «Το μόνο δεκα­ρά­κι που έπαιρ­να ήταν στο μάθη­μα της ιχνο­γρα­φί­ας… Η ζωγρα­φι­κή στά­θη­κε σε μεγά­λο βαθ­μό μια γέφυ­ρα επι­κοι­νω­νί­ας μου με τους άλλους, ένας τρό­πος έκφρα­σης αλλά και προ­σω­πι­κής μου δικαίωσης».
Κατά τη διάρ­κεια της Κατο­χής ξεκι­νά και η πρώ­τη του επα­φή με τη δημιουρ­γία. Δου­λεύ­ο­ντας ως εργά­της στους φούρ­νους της βιο­μη­χα­νί­ας «Αλλα­τί­νη» και οργα­νω­μέ­νος ήδη στην ΕΠΟΝ, φιλο­τε­χνεί αντι­φα­σι­στι­κές γελοιο­γρα­φί­ες που στό­χο έχουν τους κατα­κτη­τές και τους ντό­πιους συνερ­γά­τες τους. «Κυκλο­φο­ρού­σαν από χέρι σε χέρι και μερι­κές τυπω­μέ­νες σε πολύ­γρα­φο. Άλλες έγι­ναν ταμπλό και κρεμάστηκαν».

Την άνοι­ξη του 1943 εντάσ­σε­ται στην ΕΠΟ­Νί­τι­κη Υπο­δειγ­μα­τι­κή Διμοι­ρία του «Τάγ­μα­τος Χορ­τιά­τη», στο 2/31 Σύνταγ­μα του ΕΛΑΣ. Και εκεί δεν παύ­ει να δημιουρ­γεί. Σκι­τσά­ρει κατα­γρά­φο­ντας στιγ­μές της αντάρ­τι­κης ζωής. Σε μάχη κατά των Βουλ­γά­ρων χάνει τα σκί­τσα του, τα οποία θα παρα­δο­θούν δεκα­ε­τί­ες αργό­τε­ρα στην Οργά­νω­ση Πολι­τι­κών Προ­σφύ­γων στη ΛΔ Βουλ­γα­ρί­ας και θα δημο­σιευ­τούν στον «Ριζο­σπά­στη», με την παρά­κλη­ση να βρε­θεί ο άγνω­στος ΕΛΑ­Σί­της ζωγρά­φος. Δύο μέρες μετά, στα γρα­φεία της εφη­με­ρί­δας θα εμφα­νι­στεί ο Γ. Φαρσακίδης…
Τον Σεπτέμ­βρη του 1944, σε μάχη ενα­ντί­ον γερ­μα­νι­κού στρα­το­πέ­δου στη Χαλ­κι­δι­κή, τραυ­μα­τί­ζε­ται βαριά και στα δύο του χέρια. Τον Σεπτέμ­βρη του 1946 εντάσ­σε­ται στη «Στε­νή Αυτο­ά­μυ­να» και συμ­με­τέ­χει σε ένο­πλες ενέρ­γειες κατά των αστι­κών δυνά­με­ων κατα­στο­λής. Στα τέλη του ίδιου χρό­νου συλ­λαμ­βά­νε­ται στην Ειδι­κή Ασφά­λεια Θεσ­σα­λο­νί­κης. Βασα­νί­ζε­ται φρι­κτά. Τον ανέ­βα­σαν μέχρι και στον 4ο όρο­φο απει­λώ­ντας τον ότι θα τον «εκπα­ρα­θυ­ρώ­σουν».
Για το πώς άντε­ξε θα πει χρό­νια αργό­τε­ρα: «Είναι θαυ­μά­σιο να μπο­ρείς να αγα­πάς στη ζωή σου κάτι πιο πολύ κι από τη ζωή σου ακό­μα». Τον Αύγου­στο του ’47 ξανασυλλαμβάνεται.Γιώργης Φαρσακίδης Σκίτσο του ΕΠΟΝίτη Φαρσακίδη φιλοτεχνημένο στο βουνό

Περ­νά συνο­λι­κά 16,5 χρό­νια στις φυλα­κές και τις εξο­ρί­ες. Αη Στρά­της, Μακρό­νη­σος, ξανά Αη Στρά­της και αργό­τε­ρα, στα χρό­νια της χού­ντας, Γυά­ρος και Λέρος είναι τα νησιά όπου εξο­ρί­ζε­ται. Σε αυτούς τους τόπους η τέχνη του Γ. Φαρ­σα­κί­δη μεγα­λουρ­γεί. Ηταν η καθη­με­ρι­νή συνει­δη­τή ανα­μέ­τρη­ση του κομ­μου­νι­στή με τις αντο­χές του, όλα όσα επι­χει­ρού­σε να λυγί­σει η βαρ­βα­ρό­τη­τα του αστι­κού κρά­τους. «Η μόνη και ανε­κτί­μη­τη αντα­μοι­βή» του ήταν το επι­φώ­νη­μα των συνε­ξό­ρι­στων όταν αντί­κρι­ζαν τα σκη­νι­κά της παρά­στα­σης, τα με τόση κού­ρα­ση και δυσκο­λί­ες φτιαγμένα.

Έκα­νε τα τσα­κι­σμέ­να χέρια του «όπλα» του απρο­σκύ­νη­του και αλύ­γι­στου αγώ­να. Ζωγρα­φί­ζει, απο­τυ­πώ­νει τις στιγ­μές, τα βασα­νι­στή­ρια, σκη­νές από τη ζωή των εξό­ρι­στων, φτιά­χνει σκη­νι­κά και κάρ­τες. «Να μάθουν οι έξω ότι ζού­με και κρα­τά­με άπαρ­το το αγω­νι­στι­κό μας χαρά­κω­μα». Με το έργο του τρο­φο­δο­τεί τη μνή­μη όλων όσοι τα έζη­σαν και εκεί­νων που θα έρθουν. Χρό­νια αργό­τε­ρα, όταν ο συνε­ξό­ρι­στός του Μάνος Κατρά­κης δει το λεύ­κω­μα «Μακρό­νη­σος» που κυκλο­φό­ρη­σε ο Γ. Φαρ­σα­κί­δης, του είπε: «Σ’ ευχα­ρι­στώ που το μπόρεσες…».Γιώργης Φαρσακίδης Σκίτσο για το περιοδικό «Εθνική Αντίσταση»

Η πρώ­τη του γνω­ρι­μία με την ξυλο­γρα­φία έγι­νε το 1949 — ’50, στο «Σύρ­μα» στη Μακρό­νη­σο. Τα σχέ­δια που έχουν δια­σω­θεί από τη Μακρό­νη­σο, αλλά και αυτά που φιλο­τέ­χνη­σε αργό­τε­ρα, περιέ­χουν όλη τη φρί­κη του μαρ­τυ­ρι­κού αυτού τόπου. Περιέ­χουν όμως και την άσβε­στη δίψα για ζωή. «Και θέλεις ακό­μα πιό­τε­ρο ακό­μα, να παλέ­ψεις, να ζήσεις. Οπως και να ‘ναι. Με το τσα­κι­σμέ­νο κορ­μί και τα νεύ­ρα σου, τα σακα­τε­μέ­να πνε­μό­νια, τα αιμα­τη­ρά και τα δέκα­τα που δεν λένε να σταματήσουν».
Ακο­λου­θεί ο Αη Στρά­της. Πολύ­τι­μοι δάσκα­λοί του ήταν ο ζωγρά­φος — χαρά­κτης Χρή­στος Δαγκλής και ο Γιάν­νης Ρίτσος. Να πώς περι­γρά­φει τα χρό­νια εκεί: «Το στρα­τό­πε­δο του Αη Στρά­τη, παρ’ όλους τους περιο­ρι­σμούς και τις στε­ρή­σεις, θα γνω­ρί­σει έναν πρω­τό­γνω­ρο για την ελλη­νι­κή ιστο­ρία πολι­τι­στι­κό και μορ­φω­τι­κό οργα­σμό. Τίπο­τα από την πλού­σια πολι­τι­στι­κή παρά­δο­ση που δημιουρ­γή­θη­κε στον Αη Στρά­τη δεν δόθη­κε χάρι­σμα. Η κάθε παρά­στα­ση θεά­τρου, η κάθε ψυχα­γω­γι­κή εκδή­λω­ση, η κάθε ευχη­τή­ρια κάρ­τα μας, έμοια­ζε με έπα­θλο νίκης ύστε­ρα από αγώ­να σκληρό…».
Χρό­νο με τον χρό­νο, τα καλ­λι­τε­χνι­κά συνερ­γεία των εξό­ρι­στων δεν είχαν τίπο­τα να ζηλέ­ψουν σε σχέ­ση με τα έξω. «Το πρώ­το χαρα­κτι­κό, στη βια­σύ­νη μου για πρα­κτι­κή επα­λή­θευ­ση, το είχα σκα­λί­σει με σου­για­δά­κι και ένα κοπί­δι από …καρ­φί. Αργό­τε­ρα τα συνερ­γεία μας, με την καθο­δή­γη­ση του Χρή­στου Δαγκλή, κατα­σκεύ­α­σαν εργα­λεία που δεν είχαν τίπο­τα να ζηλέ­ψουν από εκεί­να της αγο­ράς. Οι μαρα­γκοί μας δια­μόρ­φω­σαν πλά­κες ξύλου για σκά­λι­σμα. Και ο κύλιν­δρος για μελά­νω­μα, κι αυτός δικής μας κατα­σκευ­ής, ντυ­μέ­νος σαμπρέ­λα από ποδή­λα­το. Αρχι­κά το τύπω­μα γινό­ταν με την πίε­ση μιας τσα­τσά­ρας, όμως τον επό­με­νο χρό­νο εξα­σφα­λί­σα­με πιε­στή­ριο με μοχλό, δικής μας κατα­σκευ­ής, και για τον χει­ρι­σμό του επι­στρα­τεύ­τη­καν οι πιο χειροδύναμοι».

Φαρσακίδης Κερ­δί­ζει για λίγα χρό­νια την ελευ­θε­ρία του. Αξιο­ποιεί­ται από το Κόμ­μα για παρά­νο­μη καθο­δη­γη­τι­κή δου­λειά και δρα­στη­ριο­ποιεί­ται στην ΕΔΑ. Στη διάρ­κεια της χού­ντας συλ­λαμ­βά­νε­ται ξανά. Στη Γυά­ρο, μέσα στα πρώ­τα «απα­γο­ρεύ­ε­ται» του στρα­το­πέ­δου συμπε­ρι­λαμ­βά­νο­νταν και τα αιχ­μη­ρά αντικείμενα.
«Ετσι, τα πρώ­τα μαχαί­ρια και σκα­λι­στι­κά εργα­λεία υπήρ­ξαν κάποια σιδε­ρι­κά και κου­τά­λια ακο­νι­σμέ­να. Και η πρώ­τη μας ύλη από καυ­σό­ξυ­λα, κασό­νια και τελά­ρα λαχα­νι­κών. Αλλά και οι πέτρες και τα βότσα­λα του γιαλού…».
Εκεί θα μετα­φέ­ρει παρά­νο­μα και έναν πυρο­γρά­φο, τον οποίο θα δου­λέ­ψει συν­δυά­ζο­ντας πυρο­γρα­φία και χρώ­μα. Αυτή η τεχνι­κή θα γνω­ρί­σει μεγά­λη άνθη­ση εκεί­να τα χρό­νια και σε άλλους τόπους εξορίας.

Φαρσακίδης Προσχέδιο σε χαρτί Γυάρος 1967

Προ­σχέ­διο σε χαρ­τί Γυά­ρος, 1967

Από τη μετα­πο­λί­τευ­ση και μετά ο Γ. Φαρ­σα­κί­δης τυπώ­νει τα έργα του, συμ­με­τέ­χει σε πολ­λές ατο­μι­κές και ομα­δι­κές εκθέ­σεις. Εκδί­δει βιβλία και λευ­κώ­μα­τα τα οποία απο­τυ­πώ­νουν πλευ­ρές της πολυ­τά­ρα­χης ζωής του. Το έργο του περ­νά τα σύνο­ρα της πατρί­δας μας.

Για τη μεγά­λη αγω­νι­στι­κή και καλ­λι­τε­χνι­κή προ­σφο­ρά του, του απο­νέ­με­ται το ανώ­τα­το Χρυ­σό Μετάλ­λιο της Σοβιε­τι­κής Επι­τρο­πής Ειρή­νης στα 30 χρό­νια από την Αντι­φα­σι­στι­κή Νίκη. Το 1984, το βιβλίο του «Η Πρώ­τη Πατρί­δα» πήρε το πρώ­το βρα­βείο της Εται­ρεί­ας Ελλή­νων Λογοτεχνών.
Ολα αυτά τα χρό­νια δεν στα­μά­τη­σε να αγω­νί­ζε­ται και να δημιουρ­γεί. Συμ­με­τεί­χε στην 30μελή αντι­προ­σω­πεία του ΕΕΤΕ το 1999, κατά τη διάρ­κεια των αερο­πο­ρι­κών βομ­βαρ­δι­σμών του ΝΑΤΟ κατά της Σερ­βί­ας, στο ταξί­δι αλλη­λεγ­γύ­ης και συμπα­ρά­στα­σης του ΕΕΤΕ στον βομ­βαρ­δι­ζό­με­νο λαό. Το 2015, παρά το βεβα­ρη­μέ­νο της υγεί­ας του, δίνει το «παρών» στην έκθε­ση που πραγ­μα­το­ποιεί­ται προς τιμήν του στο Φεστι­βάλ της ΚΝΕ και ξενα­γεί το κοι­νό στα έργα του.

Πάντα ακλό­νη­τος στην πάλη για μια άλλη κοι­νω­νία, στην κοι­νω­νία όπου «θα ανθρω­πέ­ψει ο άνθρω­πος», όπως του άρε­σε να λέει. Αυτόν τον στό­χο υπη­ρέ­τη­σε όλη του τη ζωή με τη στά­ση και το έργο του. Και ευτύ­χη­σε έτσι να ζήσει μια ζωή γεμά­τη, «μια ζωή που ποτέ δεν θα ‘θελα να αλλάξω».Γιώργης Φαρσακίδης κηδεία με την κόκκινη σημαία το Ριζοσπάστη

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο