Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Ένα κοπάδ’ μαλλί απ’ κάτ’»

Κατα­πώς δια­τυ­πώ­νε­ται το ερώ­τη­μα «τον είδες με τα μάτια σου για­γιά τον βασι­λέα», έτσι και εγώ μπο­ρώ να δια­βε­βαιώ­σω ότι «τα άκου­σα με τα ίδια μου τα αυτιά» όσα αμέ­σως διη­γη­θώ. Ένας απί­στευ­τος, αλλά αλη­θι­νός διά­λο­γος της για­γιάς μου, που εν προ­κει­μέ­νω λει­τουρ­γού­σε ως προ­ξε­νή­τρα, αφού είχε πολ­λές, μα πολ­λές ιδιό­τη­τες: αφα­λο­κό­φτρα, οιω­νο­σκό­πος, βοτα­νο­λό­γος κλπ. Οι ικα­νό­τη­τές της ήταν εκπλη­κτι­κές και η τέχνη της πει­θούς και η μαε­στρία της τακτι­κής της απα­ρά­μιλ­λη. Φαι­νό­με­νο η Χρή­σται­να. Όλα τα έσφα­ζε κι όλα τα μαχαί­ρω­νε, αλλά όλοι και όλες σ’ αυτήν κατέφευγαν.

Ήταν στα τελειώ­μα­τα ενός προ­ξε­νιού και άρχι­σαν τα κερά­σμα­τα. Πιες ένα, δύο, τρία τσί­που­ρα ‑τόσα έπι­νε η για­γιά, η οποία το έτσου­ζε αρκού­ντως. Παρα­πά­νω απα­γο­ρεύ­ο­νταν για­τί θεω­ρού­νταν γρου­σου­ζιά». Μπο­ρεί να μην έπια­νε ο γάμος και τότε «δυσφη­μού­νταν το έργο της». «Προ­ξε­νιό έχου­με κι όχι σουα­ρέ». Τα είπε πάρα πολ­λές φορές αυτά τα λόγια. Βέβαια όλα τα έξο­δα προ­σμε­τρού­νταν στον τελι­κό λογα­ρια­σμό. Εκεί να δεις πόσο «βάρα­γε στα αυτιά». «Τον έσφα­ζε στο κού­τσου­ρο» τον πατέ­ρα της νύφης. «Αμ, τι, του δώσα­με γαμπρό το καρ­πο­στάλ’ του χωριού και θα τη βγάλ’ με τα φασ’λάκια και τις αγριο­κορ­φά­δες; Δεν στε­ριών’ έτσι ο γάμος. Θέλ’ κοψίδ’ και ζ’μί, να λιγδώσ’ το άντε­ρό μας!»

Κι άρχι­ζε το λίγδω­μα. «Ω, κοπέ­λα, δεν πας εκεί στον χασάπ’ να πάρ’ς καμιά σκω­τα­ριά να το γιορ­τά­σου­με. Κοί­τα ναχ’ λίγο βάρος. Μην είναι λει­ψή. Λει­ψό γάμο δεν κάνου­με. Άμα έχ’, πάρε δυο. Θα πάρ’ και τα χαϊρ­λίτ­κα. Κοί­τα μην του δώσεις λεφτά. Είναι γρου­σου­ζιά να πλη­ρών’ άλλος τα γαμσιάτ’κα. Θα πάει ο πεθε­ρός να του πεις και θα τον πλη­ρώσ’». «Έτσι είναι» πετά­ζο­νταν αυτός. «Πες του θα πάω εγώ». Και συνε­χί­ζο­νταν το βιο­λί. «Κοί­τα, κοπέ­λα. Πέρ­να κι απ’ τον μπα­κάλ’ και πάρε λίγο τυράκ’ και κανέ­να αυγό να τα τηγα­νί­σου­με. Εκεί­νες οι κότες οι δ’κές μας είναι “χέρ­σες”». Ώσπου στο τέλος την έστελ­νε σ’ όλα τα μαγα­ζιά του χωριού και τον κατα­χρέ­ω­νε τον πεθε­ρό. Η επι­στή­μη της πει­θούς και η τέλεια εφαρ­μο­γή των πορι­σμά­των της!

Συνή­θως δεν γινό­ταν έτσι. Ο πατέ­ρας της νύφης σηκω­νό­ταν «τσα­κί­ζο­νταν», θα έλε­γε κάποιος. Γυρ­νού­σε έχο­ντας ξεφω­λιά­σει τις κότες ‑έχω δει να φέρ­νει επί τόπου σφαγ­μέ­νο κατσί­κι- «τραμ­ζά­νες» με κρα­σί και όποιο άλλο καλού­δι είχε στο σπί­τι του. Η κυρά ερχό­ταν αργό­τε­ρα. Έπρε­πε να γαστρί­σει την πίτα. Αβέρ­τα πίτες. Μπλα­τσά­ρες, προσμόπ’τες, λαχανόπ’τες, κρεατόπ’τες˙ χίλια δυο είδη. Το παρά­ξε­νο και μάλι­στα αξιέ­παι­νο γεγο­νός ήταν η ταχύ­τη­τα που τα έφτια­χνε όλα αυτά. Μη χάσουν το κελε­πούρ’, τον μονα­δι­κό γαμπρό, «το καρ­πο­στάλ’ του χωριού».

Σε ένα τέτοιο συνοι­κέ­σιο-δύσκο­λο, πολύ δύσκο­λο- σύμ­φω­να με την ομο­λο­γία της για­γιάς έγι­νε «το έλα να δεις». Πήγε ο πατέ­ρας της νύφης κι έφε­ρε τα καλού­δια «όλου του κόσμου και του ντου­νιά». Κι άρχι­σε ένα «κου­τσο­γλέ­ντι». Είχε παρα­βιά­σει τον κανό­να η για­γιά ήπιε παρα­πά­νω από τρία τσί­που­ρα κι αρχι­σε και λάλαε. Συνέ­χεια να εξυ­μνεί τα προ­σό­ντα του γαμπρού, «τι λεβέντ’ς, τι κορ­μο­στα­σιά, τι κυπα­ρίσσ’, και τι προ­κομ­μέ­νος!» Κάποια στιγ­μή ο πεθε­ρός, τα είχε τσού­ξει και αυτός, θέλη­σε να πει κι αυτός μια κου­βέ­ντα. «Καλός είναι Χρή­σται­να, δεν λέω, αλλά να είχε και λίγο μαλ­λί στο κεφάλ’. Αυτός είναι γλό­μπος». «Άκου να σ’ πω. Κατά το σιάδ’ που έχ’ς, άρι­στος είναι. Φτά­νουν τα γένια που έχ’. Θέλ’ς ένα φόρ­τω­μα ξου­ρά­φια κι ακό­νια να φέρ’ς απ’ τα Γιάν­νι­να για να τον ξου­ρί­σεις, όταν θα γίν’ γαμπρός. Άσε που δεν θα χρεια­στεί μαλ­λί η κόρη σ’ για να φτιάξ’ βελέν­τζα». Έκα­νε το λάθος και τη ρώτη­σε. «Για­τί;». Τότε δόθη­κε η εκπλη­κτι­κή απά­ντη­ση. «Για­τί έχ’ όσο ένα κοπάδ’ μαλ­λί στα λιό­κια του…».

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο