Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ένα ποίημα του Β. Ουγκώ για τη σφαγή της Χίου

Στις 11 Μαρ­τί­ου 1822 κηρύσ­σε­ται η επα­νά­στα­ση στη Χίο. Ο Λυκούρ­γος Λογο­θέ­της με 2.500 Σαμιώ­τες και ο Μπουρ­νιάς με 150 Χιώ­τες που ήταν στη Σάμο, απο­βι­βά­ζο­νται στη Χίο και πολιορ­κούν την εντός του φρου­ρί­ου τουρ­κι­κή φρου­ρά.  Στις 5 Απρι­λί­ου αρχί­ζουν οι φοβε­ρές σφα­γές της Χίου από τους Τούρ­κους από το στρα­τό των Οθω­μα­νών, Σφα­γές που θα συγκλο­νί­σει τον κόσμο.

Συγκί­νη­σε καλ­λι­τέ­χνες και απο­τυ­πώ­θη­κε απο­τυ­πώ­θη­κε στο έργο τους. Δύο χαρα­κτη­ρι­στι­κά παρα­δείγ­μα­τα είναι ο πίνα­κας του Ευγέ­νιου Ντε­λα­κρουά και το ποί­η­μα του Βίκτωρ Ουγκώ.

dekacrouaΟ πίνα­κας του Ευγέ­νιου Ντε­λα­κρουά φυλάσ­σε­ται στο Μου­σείο του Λού­βρου. Πρό­κει­ται για ελαιο­γρα­φία δια­στά­σε­ων 4,19 × 3,54 μ., με τίτλο «Σκη­νή από τις σφα­γές της Χίου» (Scène des massacres de Scio), ο οποί­ος παρου­σιά­στη­κε στο κοι­νό το 1824, προ­κα­λώ­ντας  αίσθη­ση τόσο για την καλ­λι­τε­χνι­κή αξία όσο και για το θέμα.

Ο Βί­κτωρ Ουγκώ,  (ύμνη­σε τον Κα­νάρη σε αρ­κετά ποι­ή­ματά του), το 1828 συ­νέ­θεσε το ποί­ημα με τίτλο «Το ελ­λη­νόπουλο» (με­τά­φραση Κω­στή Παλαμά):

Το ελ­λη­νόπουλο

Τούρ­κοι δια­βή­καν. Χαλα­σμός, θάνα­τος πέρα ως πέρα.
Η Χίο, τα’ όμορ­φο νησί, μαύ­ρη απο­μέ­νει ξέρα,
με τα κρα­σιά, με τα δεντρά
τ’ αρχο­ντο­νή­σι, που βου­νά και σπί­τια και λαγκάδια
και στο χορό τις λυγε­ρές καμιά φορά τα βράδια
καθρέ­φτι­ζε μεσ’ τα νερά.

Ερμιά παντού. Μα κοί­τα­ξε κι απά­νου εκεί στο βράχο,
στου κάστρου τα χαλά­σμα­τα κάποιο παι­δί μονάχο
κάθε­ται, σκύ­βει θλιβερά
το κεφα­λά­κι στή­ριγ­μα και σκέ­πη του απομένει
μόνο μιαν άσπρη αγρά­μπε­λη σαν αυτό ξεχασμένη
μεσ’ την αφά­ντα­στη φθορά.

Φτω­χό παι­δί, που κάθε­σαι ξυπό­λυ­το στις ράχες
για να μην κλαις λυπη­τε­ρά, τ’ ήθε­λες τάχα να ‘χες
για να τα ιδώ τα θαλασσά
ματά­κια σου ν’ αστρά­ψου­νε, να ξαστε­ρώ­σουν πάλι
και να σηκώ­σεις χαρω­πά σαν πρώ­τα το κεφάλι
με τα μαλ­λά­κια τα χρυσά;

Τι θέλεις άτυ­χο παι­δί, τι θέλεις να σου δώσω
για να τα πλέ­ξης ξέγνοια­στα, για να τα καμαρώσω
ριχτά στους ώμους σου πλατιά
μαλ­λά­κια που του ψαλι­διού δεν τάχει αγγί­ξει η κόψη
και σκόρ­πια στη δρο­σά­τη σου τρι­γύ­ρω γέρ­νουν όψη
και σαν την κλαί­ου­σα την ιτιά;

Σαν τι μπο­ρού­σε να σου διώ­ξει τάχα το μαράζι;
Μήπως το κρί­νο απ‘ το Ιράν, που του ματιού σου μοιάζει;
Μην ο καρ­πός απ’ το δεντρί
που μεσ’ στη μου­σουλ­μα­νι­κή παρά­δει­σο φυτρώνει,
κ’ έν’ άλο­γο χρό­νια εκα­τό κι αν πιλα­λά­ει, Δεν σώνει
μεσ’ απ’ τον ίσκιο του να βγει;

Μη το που­λί που κελαη­δά­ει στο δάσος νύκτα μέρα
και με τη γλύ­κα του περ­νά­ει και ντέ­φι και φλογέρα;
Τι θες κι απ’ όλα τα αγαθά
τού­τα; Πες. Τα‘ άνθος, τον καρ­πό; Θες το πουλί;
‑Δια­βά­τη,
μου κρά­ζει το Ελλη­νό­που­λο με το γαλά­ζιο μάτι:
Βόλια, μπα­ρού­τι θέλω. Να.

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο